ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 187/2011
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, συνδεόμενη με την επιβολή οικονομικού βάρους, διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις λοιπές προϋποθέσεις που απαιτείται να συντρέχουν για το παραδεκτό της άσκησης των ενδίκων αυτών βοηθημάτων και μέσων και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο κανόνας του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων κρίνεται με βάση το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή κατά τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε η γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία διαδικαστικές πράξεις (ανεξαρτήτως αν η καταβολή του παραβόλου μπορεί να θεωρηθεί ή όχι διαδικαστική πράξη) που δεν έχουν συντελεσθεί καταλαμβάνονται από τον νεότερο νόμο.
Αντίθετα εφαρμοστέος τυγχάνει ο κανόνας διαχρονικού δικαίου που ισχύει για την επιβολή φόρων ή οικονομικών βαρών, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρέωση καταβολής φόρου ή οικονομικού βάρους διέπεται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής υποχρέωσης. Χρόνος δε γέννησης της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου είναι αυτός της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, κατά τον οποίο ο ασκών προσφεύγει ενώπιον του δικαστηρίου και αιτείται την παροχή έννομης δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, η επιβολή οικονομικού βάρους και κατ’ επέκταση η υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, που εκφεύγει της σφαίρας δράσης και επιρροής του προσφεύγοντος και ενδέχεται να δημιουργήσει αδικαιολογήτως άνισες καταστάσεις μεταξύ εκείνων που, αν και έχουν προσφύγει ταυτοχρόνως, η συζήτηση της υπόθεσής τους προσδιορίζεται σε διαφορετικό χρόνο.
Η ευχέρεια, που παρέχεται με τις οικείες δικονομικές διατάξεις (βλ. άρθρο 61 παρ. 2 και 3 του π.δ. 1225/1981) για την καταβολή του παραβόλου και την κατάθεση του οικείου αποδεικτικού μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης ή μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την επομένη της συζήτησης αυτής, δεν μεταβάλλει τον χρόνο γέννησης της υποχρέωσης καταβολής του, που είναι αυτός της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, ότι, εφόσον οι νεότερες διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται το πρώτον η υποχρέωση καταβολής παραβόλου ή αυξάνεται το ήδη προβλεπόμενο παράβολο, δεν περιέχουν μεταβατικές ή επιτρεπτώς αναδρομικές ρυθμίσεις, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, που συνιστά επιβολή οικονομικού βάρους, κρίνεται με βάση το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης του οικείου κατά περίπτωση ένδικου βοηθήματος ή μέσου, και όχι εκείνον που ισχύει κατά τον χρόνο συζήτησής του.
Η θεσπιζόμενη υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί μη συνταξιοδοτικών υποθέσεων (σε υποθέσεις δηλαδή καταλογισμού) είναι αντίθετη με τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίζουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου ούτε προβλέπουν τη δυνατότητα απόδοσης του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος παραβόλου όχι μόνο επί παραδοχής της έφεσης, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσης για το δικαιολογημένο της άσκησής της. Επομένως, οι ως άνω διατάξεις, ως αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι κατά τούτο ανίσχυρες και άρα μη εφαρμοστέες, όχι όμως και κατά το μέρος εκείνο που ορίζουν το ελάχιστο όριο του καταβλητέου παραβόλου των 2.500 δραχμών και ήδη 7,4 ευρώ (Ολ. Ελ. Συν. 2006/2008, πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 647/2004, Σ.τ.Ε. 644/2005, Σ.τ.Ε. 7μελ. 2067/2005).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευστάθιος Ροντογιάννης Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Θεοχάρης Δημακόπουλος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη (εισηγήτρια), Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Σύμβουλοι Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 22 Φεβρουαρίου 2010 (αριθμ. καταθ. 108/22.2.2010) αίτηση για αναίρεση της 3578/2009 οριστικής απόφασης του VΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των: 1) … και 2) …, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ευαγγέλου Χατζηγιαννάκη (ΑΜ/ΔΣΑ 4306).
Κατά: 1) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα και 2) του Δήμου … Αττικής, ο οποίος, εκπροσωπούμενος νομίμως από τον Δήμαρχο αυτού, παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αριστείδη Παρασκευόπουλου (ΑΜ/ΔΣΑ 19211).
Με την 340β/21.3.2005 πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταλογίστηκε υπέρ του Δήμου … Αττικής και εις βάρος των ήδη αναιρεσειόντων, με την ιδιότητά τους του μεν πρώτου ως Προϊσταμένου των Οικονομικών Υπηρεσιών, της δε δεύτερης ως Ταμία του ανωτέρω Δήμου, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον Δήμαρχο και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του ίδιου Δήμου, το ποσό των 694.549,50 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε ισόποσο έλλειμμα που διαπιστώθηκε στην οικονομική διαχείριση του Δήμου κατά το έτος 2000.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 3578/2009 απόφαση του VΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής του νομίμου παραβόλου, η έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, το περιεχόμενο του οποίου ανέπτυξε και προφορικά, ζήτησε την παραδοχή της και τη χορήγηση προθεσμίας για την υποβολή υπομνήματος,
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης,
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσίβλητου Δήμου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη και τους Συμβούλους Ηλία Αλεξανδρόπουλο, Νικόλαο Μηλιώνη, Γεώργιο Βοΐλη και Κωνσταντίνο Κωστόπουλο, που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Χριστίνα Ρασσιά, που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 3578/2009 απόφασης του VΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το 15948/12.10.2010 διπλότυπο είσπραξης, τύπου Α΄, της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθήνας), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής του νομίμου παραβόλου, η έφεση που είχαν ασκήσει στις 31.3.2006 οι ήδη αναιρεσείοντες κατά της 340β/21.3.2005 πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία είχε καταλογισθεί εις βάρος τους, με την ιδιότητά τους ως Προϊσταμένου των Οικονομικών Υπηρεσιών και ως Ταμία του Δήμου … Αττικής, το ποσό των 694.549,50 ευρώ προς αποκατάσταση ισόποσου ελλείμματος, που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του ως άνω Δήμου κατά το έτος 2000. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι το παράβολο των 20 ευρώ, που κατέθεσαν οι τότε εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες στις 2.2.2009, ήτοι μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την επομένη της συζήτησης της έφεσής τους, που έλαβε χώρα στις 27.1.2009, υπολείπεται εκείνου που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008 και ίσχυαν κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της έφεσής τους, σύμφωνα με τις οποίες το καταβλητέο παράβολο, ενόψει του ότι επρόκειτο για ένδικο βοήθημα κατά καταλογιστικής πράξης, του ύψους του καταλογισθέντος εις βάρος τους ποσού και της εις ολόκληρον οφειλής τους, ανερχόταν στο ποσό των 1.500 ευρώ.
Ήδη, με την ένδικη αίτησή τους και κατ’ ορθή εκτίμηση του οικείου δικογράφου, οι αναιρεσείοντες, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της παρά το νόμο απόρριψης της έφεσής τους ως απαράδεκτης, προβάλλουν τις ακόλουθες αιτιάσεις :
α) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των περί καταβολής παραβόλου διατάξεων του Οργανισμού και της δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι κρίσιμος χρόνος για την υποχρέωση καταβολής παραβόλου, που αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, είναι ο χρόνος συζήτησής της, κατά τον οποίο ίσχυαν οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008, και όχι ο χρόνος άσκησής της, κατά τον οποίο ίσχυαν οι διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ. 774/1980 και 61 του π.δ. 1225/1981, οι οποίες κατά το μέρος που προβλέπουν την καταβολή αναλογικού παραβόλου, χωρίς να θέτουν ανώτατο όριο, αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α και είναι, όπως έγινε δεκτό και από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. την 2006/2008 απόφασή της), ανίσχυρες, με συνέπεια να οφείλεται το πάγιο παράβολο των 2.500 δραχμών και ήδη 7,4 ευρώ,
β) ότι η απόρριψη ως απαράδεκτου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, λόγω μη καταβολής του προσήκοντος παραβόλου, για τυπικές δηλαδή ελλείψεις, χωρίς προηγουμένως να κληθεί ο ενδιαφερόμενος για τη συμπλήρωσή τους με την έκδοση προδικαστικής απόφασης, δεν τελεί σε αναλογία με τους επιδιωκόμενους από τις περί καταβολής παραβόλου διατάξεις του Οργανισμού και της δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου σκοπούς της αποτροπής άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και πλήττει, ως εκ τούτου, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας από αυτό, που προστατεύεται τόσο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και
γ) άλλως, υπό την εκδοχή ότι εφαρμοστέα στην ένδικη υπόθεση τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008, η διάταξη αυτή αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, καθόσον θεσπίζεται με αυτή για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων αναλογικό παράβολο 1% επί του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις προσαυξήσεις (ήτοι, τετραπλάσιο έναντι εκείνου που προέβλεπαν οι προϊσχύουσες διατάξεις), χωρίς να τίθεται ανώτατο όριο, αφού, όταν το οφειλόμενο παράβολο υπερβαίνει το ποσό των 1.500 ευρώ, όπως στην ένδικη περίπτωση, καταβάλλεται μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης ή μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την επομένη της συζήτησης το ποσό αυτό, ενώ το υπερβάλλον καταλογίζεται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου σε περίπτωση απόρριψης ή μερικής παραδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, γεγονός που παρακωλύει ουσιωδώς την άσκηση του προστατευόμενου από τις προαναφερόμενες διατάξεις ατομικού δικαιώματος για την παροχή έννομης δικαστικής προστασίας.
ΙΙΙ. Με τις διατάξεις του Οργανισμού (άρθρα 56 και 59 του π.δ. 774/1980) και της δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρα 61 και 117 του π.δ. 1225/1981) καθιερώνεται ως προϋπόθεση για το παραδεκτό των ενώπιόν του ασκούμενων εφέσεων και αιτήσεων αναίρεσης η καταβολή παραβόλου. Η υποχρέωση όμως αυτή καταβολής παραβόλου, συνδεόμενη με την επιβολή οικονομικού βάρους, διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις λοιπές προϋποθέσεις που απαιτείται να συντρέχουν για το παραδεκτό της άσκησης των ενδίκων αυτών βοηθημάτων και μέσων. Συνέπεια της διαφοροποίησης αυτής είναι ότι σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος για την καταβολή παραβόλου, είτε με τη θέσπιση το πρώτον τέτοιας υποχρέωσης, είτε με την κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή ήδη προβλεπόμενου παραβόλου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο κανόνας του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων κρίνεται με βάση το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή κατά τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε η γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία διαδικαστικές πράξεις (ανεξαρτήτως αν η καταβολή του παραβόλου μπορεί να θεωρηθεί ή όχι διαδικαστική πράξη) που δεν έχουν συντελεσθεί καταλαμβάνονται από τον νεότερο νόμο.
Αντίθετα, στην επιβολή ή την αύξηση του παραβόλου εφαρμοστέος τυγχάνει ο κανόνας διαχρονικού δικαίου που ισχύει για την επιβολή φόρων ή οικονομικών βαρών, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρέωση καταβολής φόρου ή οικονομικού βάρους διέπεται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής υποχρέωσης. Χρόνος δε γέννησης της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου είναι αυτός της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, κατά τον οποίο ο ασκών προσφεύγει ενώπιον του δικαστηρίου και αιτείται την παροχή έννομης δικαστικής προστασίας. Άλλωστε, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με την καθιέρωση της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου, της αποτροπής δηλαδή άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, κρίσιμος χρόνος για το εφαρμοστέο καθεστώς δεν μπορεί παρά να είναι εκείνος της άσκησής τους, αφού είναι ο πλέον πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, η επιβολή οικονομικού βάρους και κατ’ επέκταση η υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, που εκφεύγει της σφαίρας δράσης και επιρροής του προσφεύγοντος και ενδέχεται να δημιουργήσει αδικαιολογήτως άνισες καταστάσεις μεταξύ εκείνων που, αν και έχουν προσφύγει ταυτοχρόνως, η συζήτηση της υπόθεσής τους προσδιορίζεται σε διαφορετικό χρόνο.
Τέλος, η ευχέρεια, που παρέχεται με τις οικείες δικονομικές διατάξεις (βλ. άρθρο 61 παρ. 2 και 3 του π.δ. 1225/1981) για την καταβολή του παραβόλου και την κατάθεση του οικείου αποδεικτικού μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης ή μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την επομένη της συζήτησης αυτής, δεν μεταβάλλει τον χρόνο γέννησης της υποχρέωσης καταβολής του, που είναι αυτός της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Από αυτά παρέπεται, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, ότι, εφόσον οι νεότερες διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται το πρώτον η υποχρέωση καταβολής παραβόλου ή αυξάνεται το ήδη προβλεπόμενο παράβολο, δεν περιέχουν μεταβατικές ή επιτρεπτώς αναδρομικές ρυθμίσεις, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, που συνιστά επιβολή οικονομικού βάρους, κρίνεται με βάση το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης του οικείου κατά περίπτωση ένδικου βοηθήματος ή μέσου, και όχι εκείνον που ισχύει κατά τον χρόνο συζήτησής του. Συνακόλουθα, εφέσεις που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008 – οι οποίες κατά τα άρθρο 82 του νόμου αυτού άρχισαν να ισχύουν από 8.6.2008 – διέπονται ως προς την υποχρέωση καταβολής παραβόλου από τις διατάξεις του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησής τους, πριν δηλαδή την αντικατάστασή τους με εκείνες του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008, ανεξαρτήτως αν το οφειλόμενο παράβολο καταβλήθηκε, κατ’ ενάσκηση της σχετικώς παρεχόμενης από το νόμο ευχέρειας, κατά τον χρόνο συζήτησής τους ή μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την επομένη αυτής (βλ. σχετ. Ολ Ελ Συν 1205/2009, 1925/2009, πρβλ. ΣτΕ 3521/2009, 3024/2009, 723/2008, 3426/2007, 3951/2005, 3388/2005, 1170/1998, 1858/1997, Διοικ Εφ Αθ 241/2009, 36-38/2009, 980/2005 κ.ά).
Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Κωνσταντίνας Ζώη, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνδέεται με επιβολή οικονομικού βάρους και συνεπώς εφαρμογή έχει ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρέωση καταβολής οικονομικού βάρους διέπεται από το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης και εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσης. Με τις διατάξεις του άρθρου 61 του π.δ/τος 1225/1981 προβλέπεται η δυνατότητα καταβολής του παραβόλου έφεσης, που ασκήθηκε ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Συνεπώς, μέχρι αυτού του χρονικού σημείου είναι ενεργός η υποχρέωση καταβολής από το διάδικο του οικείου παραβόλου, ενώ παρέχεται και η ευχέρεια, αν το παράβολο δεν καταβληθεί μέχρι το ανωτέρω χρονικό σημείο, το Δικαστήριο να χορηγήσει σ’ αυτόν προθεσμία καταβολής του μέχρι πέντε ημερών, αρχόμενη από την επόμενη της συζήτησης της υπόθεσης ή εφόσον η συζήτηση χωρήσει απολειπομένου του διαδίκου, αυτός μπορεί να καταβάλει το παράβολο εντός προθεσμίας πέντε ημερών, αρχομένης από την επόμενη της συζήτησης. Η δυνατότητα αυτή καταβολής του παραβόλου μετά τη συζήτηση αποτελεί ευχέρεια που παρέχεται από το νόμο στο διάδικο για λόγους επιείκειας, ώστε να αποφευχθεί η απόρριψη ως απαράδεκτου του ενδίκου βοηθήματος της έφεσης, αν και έχει παρέλθει το χρονικό σημείο μέχρι το οποίο είχε υποχρέωση να καταβάλει το παράβολο, δηλαδή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο. Συνεπώς, αν ο διάδικος καταβάλει το παράβολο με την κατάθεση της έφεσης ή μεταγενέστερα υπό το ισχύον κατά το χρόνο της κατάθεσης νομοθετικό καθεστώς, εκπληρούται η σχετική υποχρέωσή του ακόμη και αν μεταγενέστερος νόμος, που ίσχυε μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, ορίσει μεγαλύτερο ποσό παραβόλου από το ήδη από αυτόν, κατ’ εφαρμογή του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, καταβληθέντος και συνεπώς δεν υποχρεούται να καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που κατέβαλε και του αυξημένου ποσού παραβόλου. Εφόσον, όμως, ο διάδικος δεν έχει καταβάλει το ποσό του παραβόλου, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, υφίσταται η δυνατότητα καταβολής του μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσής του στο ακροατήριο, η υποχρέωσή του για την καταβολή παραμένει ενεργός και καταλαμβάνεται από τη μεταγενέστερη δικονομική διάταξη που ορίζει νέο ποσό παραβόλου μικρότερο ή μεγαλύτερο κατά περίπτωση.
IV. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 παρ. 1 και 2 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (Α΄ 189), όπως ίσχυαν πριν την από 8.6.2008 αντικατάστασή τους με το άρθρο 57 του ν. 3659/2008, οι εφέσεις που ασκούνται από τους ιδιώτες διαδίκους είναι απαράδεκτες, αν δεν προσαρτάται σ’ αυτές αποδεικτικό καταβολής του νομίμου παραβόλου, το οποίο επιστρέφεται σε περίπτωση που γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η έφεση ή καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψής της. (βλ. και τις ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 61 του π.δ. 1225/1981). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 61 παρ. 2, 3 και 4 του π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304), εάν μέχρι την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από την επομένη της συζήτησης δεν καταβληθεί παράβολο ή καταβληθεί ελλιπές, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τέλος, με την ΦΓ.8/11978/30.5.1994 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β΄ 430), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 1473/1984 «Μεταρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις (Α΄ 127), αναπροσδιορίστηκε το παράβολο για την άσκηση έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 56 παρ. 1 π.δ. 774/1980, άρθρο 61 παρ. 1 π.δ. 1225/1981) σε δρχ. 2.500 για εφέσεις κατά συνταξιοδοτικών πράξεων και στο ένα τέταρτο τοις εκατό (1/4%) του αμφισβητούμενου με την έφεση ποσού για εφέσεις κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης, χωρίς όμως το παράβολο αυτό να μπορεί να είναι κατώτερο των 2.500 δραχμών.
H θέσπιση με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ. 774/1980 και 61 του π.δ 1225/1981 υποχρέωσης καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της έφεσης που ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο καθιερούμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας ή στο προστατευόμενο από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., καθόσον αποβλέπει στην αποτροπή άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Η σχετική δε ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει μάλιστα του ότι το παράβολο περιέρχεται στο Δημόσιο ή επιστρέφεται σε αυτόν που το κατέβαλε ανάλογα με την αρνητική ή θετική έκβαση της δίκης. Η επίτευξη όμως του σκοπού αυτού προϋποθέτει τον καθορισμό του παραβόλου σε τέτοιο ύψος, ώστε η σχετική οικονομική επιβάρυνση να είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υπόθεσης, προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση της έφεσης, η οποία δεν έχει πιθανότητα ευδοκίμησης. Συνεπώς, δεδομένου ότι στο νόμο δεν καθορίζεται ένα ανώτατο όριο (οροφή) παραβόλου σε υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, η δε οικονομική επιβάρυνση κυρίως επί δικών καταλογισμού μπορεί να ανέλθει σε ιδιαιτέρως υψηλό ποσό, αναλόγως του μεγέθους του αντικειμένου της διαφοράς, θα έπρεπε, στην περίπτωση αυτή, να καθορίζεται από το νομοθέτη, με βάση τις κρατούσες οικονομικές συνθήκες, ένα ανώτατο όριο (οροφή) για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου, ώστε το ύψος αυτού να μην υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής του και να μη καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του ενδίκου μέσου, αν μάλιστα η επιστροφή του παραβόλου προβλέπεται από το νόμο μόνο σε περίπτωση παραδοχής της έφεσής του, και όχι σε περίπτωση που, ύστερα από σχετική δικαστική κρίση, η εν λόγω έφεση δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη. Ενόψει αυτών, η θεσπιζόμενη με τις προαναφερόμενες διατάξεις υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί μη συνταξιοδοτικών υποθέσεων (σε υποθέσεις δηλαδή καταλογισμού) είναι αντίθετη με τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίζουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου ούτε προβλέπουν τη δυνατότητα απόδοσης του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος παραβόλου όχι μόνο επί παραδοχής της έφεσης, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσης για το δικαιολογημένο της άσκησής της. Επομένως, οι ως άνω διατάξεις, ως αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι κατά τούτο ανίσχυρες και άρα μη εφαρμοστέες, όχι όμως και κατά το μέρος εκείνο που ορίζουν το ελάχιστο όριο του καταβλητέου παραβόλου των 2.500 δραχμών και ήδη 7,4 ευρώ (Ολ. Ελ. Συν. 2006/2008, πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 647/2004, Σ.τ.Ε. 644/2005, Σ.τ.Ε. 7μελ. 2067/2005).
V. Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν Τμήμα απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων, δεχόμενο ότι το ύψος του καταβλητέου από αυτούς, για το παραδεκτό της έφεσής τους, η οποία ασκήθηκε στις 31.3.2006, ήτοι πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008, αναλογικού παραβόλου ανέρχεται στο ποσό 1.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί, ενόψει του ύψους του καταλογισθέντος σε βάρος τους και ήδη αμφισβητούμενου ποσού, στο κατ’ ανώτατο όριο καταβλητέο μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης παράβολο, ενώ οι ήδη αναιρεσείοντες είχαν καταβάλει το ποσό των 20 ευρώ.
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, το δικάσαν Τμήμα, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων δικονομικών διατάξεων δέχθηκε ότι η υποχρέωση των ήδη αναιρεσειόντων για την καταβολή παραβόλου έφεσης διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008, που ίσχυαν κατά τον χρόνο συζήτησης της έφεσής τους, και όχι εκείνες του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης της εν λόγω έφεσής τους, οι οποίες, μη θεσπίζοντας ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του αναλογικού παραβόλου ήταν κατά τούτο ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, με συνέπεια το οφειλόμενο από αυτούς παράβολο, ενόψει μάλιστα και της εις ολόκληρον οφειλής τους, να ανέρχεται στο ποσό των 7,4 ευρώ. Κατόπιν αυτών, εφόσον είναι βάσιμος ο σχετικά προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων και πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες (άρθρα 56 παρ. 2 π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981).
Πλην όμως κατά τη γνώμη της Συμβούλου Κωνσταντίνας Ζώη, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον δεν έσφαλε το δικάσαν Τμήμα δεχόμενο ότι η υποχρέωση των ήδη αναιρεσειόντων για την καταβολή παραβόλου έφεσης διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3659/2008, που ίσχυσαν μετά την άσκηση της έφεσής τους και μέχρι τη συζήτηση αυτής, χρονικό σημείο μέχρι το οποίο η σχετική υποχρέωσή τους, για καταβολή του παραβόλου, ήταν ενεργός, εφόσον δεν είχαν καταβάλει κατά το χρόνο άσκησης της έφεσής τους το οριζόμενο από τις προϊσχύουσες διατάξεις παράβολο, πρέπει δε να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση.
VI. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τον προεκτεθέντα λόγο, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο VIΙ Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της, με διαφορετική σύνθεση (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την από 22 Φεβρουαρίου 2010 (αριθμ. καταθ. 108/22.2.2010) αίτηση των … και …. για αναίρεση της 3578/2009 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την απόφαση αυτή.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στους αναιρεσείοντες. Και