ΕΣ 192/2011, Ολομ. ΕΠΙΤΟΚΙΟ 6%, ΤΟΚΟΣ, ΠΑΛΑΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΒΛ. ΝΕΑ ΜΕ ΑΕΔ 25/2012, Αντίθετη στο αρθ.6 της ΕΣΔΑ η διαφοροποίηση σε 6% του επιτοκίου υπερημερίας υπερ του Δημοσίου.

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 192/2011
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Συνιστά αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση η θεσπιζόμενη με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νόμιμου και υπερημερίας, και του αντίστοιχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή. Τέτοιο δε λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου.Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, προστατεύεται το δικαίωμα στην περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, υφίσταται προσβολή του προστατευόμενου από το ως άνω Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο δικαιώματος στην περιουσία, αφού ο νόμιμος τόκος επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22.5.2008)

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Θεοχάρης Δημακόπουλος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής (εισηγητής), Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Άννα Λιγωμένου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Αντώνιος Κατσαρόλης και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 2 Ιουλίου 2008 (αρ.καταθ.226/23-7-2008) αίτηση για αναίρεση της 838/2007 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των : α) … και γ) …, που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίου δικηγόρου Αναστασίας Χατζητζανή (13087/ΔΣΑ).
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.
Με την προσβαλλομένη 838/2007 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή η από 17/6/1994 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος …, τη δίκη επί της οποίας συνέχισαν οι ήδη αναιρεσείοντες, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τούτου (πολιτικού συνταξιούχου, πρώην δικαστικού λειτουργού). Με την αγωγή αυτή ο θανών … ζήτησε να υποχρεωθεί το ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσό των 5.758.072 δραχμών (16.898,23 ευρώ), για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά των συνταξιοδοτικών οργάνων του Δημοσίου, η οποία είχε ως συνέπεια να στερηθεί αυτός διαφορές σύνταξης, κατά το χρονικό διάστημα από 10.10.1989 μέχρι 30.3.1991, κατά το οποίο ελάμβανε μικρότερα ποσά σύνταξης από εκείνα που καθορίσθηκαν με την 786/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, η οποία ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της αίτησης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη και τους Συμβούλους Ηλία Αλεξανδρόπουλο, Νικόλαο Μηλιώνη, Γεώργιο Βοΐλη και Κωνσταντίνο Κωστόπουλο, που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Χριστίνα Ρασσιά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 838/2007 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το 2257934, Σειράς Α΄, ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο του προβαλλομένου με αυτή λόγου.
ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, που άσκησε ο αρχικώς ενάγων …, και υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παράνομη συμπεριφορά των συνταξιοδοτικών του οργάνων, να καταβάλει στους συνεχίζοντες τη δίκη και ήδη αναιρεσείοντες το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (16.590,93), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, καθορισθέντος του επιτοκίου για την ως άνω οφειλή του Δημοσίου στο ύψος του έξι τοις εκατό (6%) ετησίως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της τελευταίας αυτής διατάξεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία ορίσθηκε το επιτόκιο στο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως, παραπονούνται οι ήδη αναιρεσείοντες προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως την ευθεία παράβαση (εσφαλμένη ερμηνεία) του διέποντος την επίδικη υπόθεση κανόνα δικαίου. Η ειδικότερη αιτίασή τους συνίσταται στο ότι εφαρμόσθηκε διάταξη νόμου (άρθρο 21 του Δ/τος της 26.6/10-7-1944) που είναι ανίσχυρη, ως αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και προς την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι, επομένως, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία απορρίφθηκε το αίτημά τους περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.
ΙΙΙ. Επειδή, στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισ.N.A.K., ορίζεται ότι «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το ποσοστό του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου που ισχύει για τις οφειλές του Δημοσίου προς τρίτους ανέρχεται σε ποσοστό 6% ετησίως. Εξάλλου, το επιτόκιο αυτό, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τότε που ο αρχικώς ενάγων επέδωσε στο Δημόσιο την αγωγή του (1994), είναι σημαντικά χαμηλότερο του γενικώς ισχύοντος για οφειλές των ιδιωτών επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου, όπως οριζόταν, αρχικά μεν, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, 1 του ν. 1266/1982 και 12 παρ. 1 του ν. 2548/1997, με κανονιστικές πράξεις των αναφερομένων στα άρθρα αυτά οργάνων και ήδη, από 1-1-2001, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2842/2000.
ΙV. Επειδή, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη δεν καθιερώνεται, κατ’ αρχήν, ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του τελευταίου εκδίδουν πράξεις κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Η διάταξη όμως αυτή έχει πεδίο εφαρμογής και σε σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν το Δημόσιο εξοπλίζεται αδικαιολόγητα, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 2807/2002 και 1476/2004) ή αν, με συγκεκριμένη ουσιαστικού περιεχομένου ρύθμιση, που δεν ανάγεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας από τα όργανα του Δημοσίου, θεσπίζεται υπέρ αυτού έναντι των ιδιωτών αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημόσιου συμφέροντος (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 1663/2009).
Τέτοια αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση συνιστά η θεσπιζόμενη με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νόμιμου και υπερημερίας, και του αντίστοιχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή. Τέτοιο δε λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου, αφού η ανάγκη προστασίας – ενόψει των σκοπών που από τη φύση του και τους νόμους έχει ως αποστολή και έργο να εξυπηρετεί – της περιουσίας και οικονομικής κατάστασης του Δημοσίου, στην οποία συμβάλλουν και οι φορολογούμενοι πολίτες, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας που να δικαιολογεί την ως άνω υπέρ αυτού διαφοροποίηση στο ύψος του επιτοκίου των χρηματικών οφειλών του (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 513/2009).
Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, προστατεύεται το δικαίωμα στην περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα. Και είναι αληθές ότι το Δημόσιο είναι δυνατόν να διαθέτει, κατά την άσκηση των λειτουργιών του, προνόμια που του επιτρέπουν να ασκεί αποτελεσματικά τις δημοσίου δικαίου αρμοδιότητές του, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν αρκεί από μόνο του να καταστήσει νόμιμη, σε κάθε περίπτωση, την εφαρμογή κρατικών προνομίων, αλλά πρέπει να συνέχεται με την αποτελεσματική άσκηση των δημόσιων λειτουργιών. Με το νομοθετικό όμως περιορισμό του ποσοστού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου επιτυγχάνεται ουσιαστικά μείωση της οφειλόμενης στον ιδιώτη αντίδικό του αποζημίωσης, αφού αυτή δεν είναι πλήρης, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, – μη αρκούντος κατά τα προεκτεθέντα του απλού ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου -, που θα μπορούσε να καταστήσει ανεκτή την εφαρμογή του ως άνω κρατικού προνομίου και τη διαφορετική μεταχείριση Δημόσιου και ιδιώτη οφειλέτη (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 1384/2010, 1342/2010, 744/2010, 513/2009). Κατά συνέπεια, υφίσταται προσβολή του προστατευόμενου από το ως άνω Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο δικαιώματος στην περιουσία, αφού ο νόμιμος τόκος επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22.5.2008)
V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το παρεπόμενο αίτημα του τότε ενάγοντος και ήδη αναιρεσειόντων περί νομιμότοκης καταβολής των οφειλόμενων με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και όχι με το μειωμένο (6% ετησίως) επιτόκιο υπερημερίας, που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του για τις οφειλές του Δημοσίου, υπέπεσε, όπως βασίμως υποστηρίζεται με την ένδικη αίτηση αναίρεσης, σε παράβαση νόμου. Είναι, επομένως, κατά τούτο αναιρετέα, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις αμέσως προηγούμενες σκέψεις, η διάταξη αυτή είναι, κατά το μέρος τούτο, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
VI. Ακολούθως, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της ένδικης αίτησης (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981) και να απαλλαγεί, μετ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
VIΙ. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. Της 26.6/ 10.7.1944), η υπόθεση, η οποία δεν χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και να δικασθεί περαιτέρω στην ουσία από την Ολομέλεια (άρθρο 116 του π.δ. 1225/1981) η από 17. 6. 1994 αγωγή του αρχικώς ενάγοντος και ήδη των συνεχιζόντων τη δίκη αυτή. Ειδικότερα, η υπόθεση διακρατείται κατά το μέρος, που με την ένδικη αγωγή, ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στην καταβολή νομίμων τόκων επί του συνολικά επιδικαζόμενου ποσού αυτής με βάση το εκάστοτε ισχύον γενικό επιτόκιο υπερημερίας (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).
VΙΙΙ. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι με την από 17. 6. 1994 αγωγή του ο αρχικώς ενάγων … ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσό των 5.758.072 δραχμών (16.898,23 ευρώ). Με την 838/2007 οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή και υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παράνομη συμπεριφορά των συνταξιοδοτικών του οργάνων συνισταμένη στην καταβολή στον αρχικώς ενάγοντα μικρότερων ποσών συντάξεως, για το χρονικό διάστημα από 1-10-1989 έως 31-3-1991, από εκείνα που καθορίσθηκαν με την 786/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος, να καταβάλει στους συνεχίζοντες τη δίκη, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου, το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (16.590,93), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ενόψει των γενομένων δεκτών με την παρούσα, το ως άνω καταψηφισθέν ποσό (16.590,93 ευρώ) πρέπει να καταβληθεί στους συνεχίζοντες τη δίκη, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό εκάστοτε ορίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, 1 του ν. 1266/1982 και 12 παρ. 1 του ν. 2548/ 1997 και ήδη, από 1-1-2001, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2842/ 2000 και όχι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, με το μειωμένο (6% ετησίως) επιτόκιο υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου. Τέλος, το Δικαστήριο, μετ’ εκτίμηση των περιστάσεων, συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 και 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).

Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την από 2 Ιουλίου 2008 (αρ.καταθ.226/23-7-2008) αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της 838/2007 οριστικής απόφασης του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την απόφαση αυτή.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στους αναιρεσείοντες.
Απαλλάσσει το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων.
Διακρατεί και δικάζει την από 17. 6. 1994 αγωγή που άσκησαν οι ανωτέρω.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή αυτή.
Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στους συνεχίζοντες τη δίκη, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου, το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (16.590,93), νομιμοτόκως από την επίδοση της ένδικης αγωγής, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στο σκεπτικό. Και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 2 Φεβρουαρίου 2011.