ΕΣ 1937/2005 , Ολομ., Δικαιοδοσία έχει το ΕΣ και απο πράξεις καταλογισμού νπιδ που ναι μεν δεν είχαν υπαχθεί στο προληπτικό έλεγχο αλλά υπήγοντο με ειδικό νόμο, στο κατασταλτικό πριν την αναθεώρηση του Σ2001- φιλοπτωχα σωματεία (αρθ.12 του νδ1264/42)

ΕΣ Ολομ

1937/2005 ΕΣ (ΟΛΟΜ) 
 Δικονομία Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δικαιοδοσία αυτού. Καταλογιστική απόφαση σε
βάρος διαχειριστών σωματείου για διαπιστωθέν έλλειμμα στη χρηματική
διαχείρισή του. Αίτηση αναιρέσεως με λόγο την πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων
που αφορούν την αρμοδιότητα του δικάσαντος την έφεση IV τμήματος. Κρίση ότι
η προσβαλλόμενη απόφαση που αφορά διαφορά και απορρέει από τον κατασταλτικό
έλεγχο των λογαριασμών του νπιδ υπάγεται στον τελικό έλεγχο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου με ειδική διάταξη νόμου. Αντίθετη μειοψηφία. Δέχεται την αίτηση
αναιρέσεως της 1691/2005 απόφασης του IV τμήματος Ε.Σ.
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι.   Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της 1691/2003 οριστικής απόφασης του
ΙV Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως,
γι`αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή μετά την καταβολή του προσήκοντος
παραβόλου, στη συνέχεια δε να εξετασθεί κατά την ουσιαστική της βασιμότητα
παρισταμένων των διαδίκων, πλην του σωματείου με την επωνυμία «Ορθόδοξος
Φιλανθρωπική Αδελφότης Ο ……………», το οποίο, καίτοι κλητεύθηκε
νομίμως και εμπροθέσμως για να παρασταθεί κατά την αναφερομένη στην αρχή
δικάσιμο, για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν παραστάθηκε και πρέπει
να δικασθεί ερήμην (βλ. προσαγόμενη από 7.3.2005 έκθεση επίδοσης κλήσης στο
εν λόγω σωματείο του δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου Δημητρίου
Φέσσα).

ΙΙ. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 23.5.2002
έφεση που άσκησαν οι ήδη αναιρεσείοντες α) κατά της 617/30.11.2001
καταλογιστικής απόφασης της Γενικής Δ/νσης Οικονομικής Επιθεωρήσεως Πειραιά
του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος τους
(αναιρεσιόντων) ποσό 12.030.433 δρχ. υπέρ του σωματείου με την επωνυμία
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ……………..» και β) κατά της
607/5.12.2001 πορισματικής έκθεσης της ίδιας υπηρεσίας. Ειδικότερα οι
αναιρεσείοντες καταλογίσθηκαν με το ποσό των 12.030.433 δρχ. αλληλεγγύως και
σε ολόκληρο, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση
του ανωτέρω νομίμως συσταθέντος σωματείου κατά τη χρονική περίοδο από
1.1.1994 μέχρι 9.11.2000, κατά την οποία οι αναιρεσείοντες ήταν μέλη του
Διοικητικού Συμβουλίου του εν λόγω σωματείου. Η απόρριψη της έφεσης με την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση  έγινε με την αιτιολογία ότι η διαφορά που γεννάται
από την αμφισβήτηση της ως άνω καταλογιστικής απόφασης και της σχετικής
πορισματικής έκθεσης, ανεξαρτήτως της φύσεως της τελευταίας ως μη εκτελεστής
πράξης, δεν συνιστά διαφορά που ανακύπτει από τον έλεγχο λογαριασμού υπολόγων
δημοσίας διαχείρισης ή υπολόγων άλλων νομικών προσώπων, τα οποία πάντως έχουν
υπαχθεί στο καθεστώς του προληπτικού ελέγχου δια νόμου, και δεν ανήκει στη
δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού κατά την ερμηνεία των άρθρων 94
και 98 του Συντάγματος, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Ελεγκτικού
Συνεδρίου δεν εκτείνεται εφ`όλων  γενικώς των καταλογιστικών πράξεων των ως
άνω οργάνων, αλλά μόνο εκείνων που αποσκοπούν στην αποκατάσταση ελλειμμάτων
σε δημοσιολογιστικά ελεγχόμενες δημόσιες επιχειρήσεις στις οποίες υπάγονται
και διαχειρίσεις Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), εφόσον
επιχορηγούνται με οποιονδήποτε τρόπο από το κράτος, από Ν.Π.Δ.Δ., την
Ευρωπαϊκή ΄Ενωση ή άλλους διεθνείς Οργανισμούς.

ΙΙΙ. Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλουν
την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία, άλλως πλημμελή εφαρμογή
των διατάξεων που αφορούν την αρμοδιότητα του δικάσαντος ΙV Τμήματος του
δικαστηρίου, διότι τούτο είχε αρμοδιότητα για εκδίκαση της εφέσεως και της 
εκκληθείσης με αυτή καταλογιστικής πράξης, σύμφωνα με τα άρθρα 98 παρ.1 του
Συντάγματος και 15 του Π.Δ./τος 774/1980, αφού αυτοί (αναιρεσείοντες)
φέρονται  ως διαχειριστές-υπόλογοι διαχείρισης.

ΙV. Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη του Δικαστηρίου στον ανωτέρω λόγο
αναίρεσης πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

Με το άρθρο 98 παρ.1 του αναθεωρηθέντος Συντάγματος (βλ. από 6.4.2001 ψήφισμα
της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) ορίζονται τα ακόλουθα: «Στην
αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) ο έλεγχος των δαπανών
του Κράτους καθώς και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή άλλων
νομικών προσώπων που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό»
δηλαδή ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών τους «β) … γ) ο έλεγχος των
λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των Ο.Τ.Α. ή άλλων νομικών προσώπων που
υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο», δηλαδή ο κατασταλτικός
έλεγχος των λογαριασμών αυτών «δ) … ε) … στ) η εκδίκαση διαφορών σχετικά με
την απονομή συντάξεων, καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου
γ΄». Περαιτέρω, στην παρ.2 του άρθρου 98 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι
αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος
ορίζει». Στο δ`άρθρο 15 του Π.Δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού
Συνεδρίου (ΦΕΚ Α 189) ορίζεται υπό τον τίτλο «Αρμοδιότης του Ελεγκτικού
Συνεδρίου» ότι: «Το Ελεγκτικόν Συνέδριον 1) … 12) Δικάζει τας εγειρομένας
αμφισβητήσεις εκ του ελέγχου των λογαριασμών των υπολόγων. 13) Δικάζει τας
κατά τας κειμένας διατάξεις υπαχθείσας εις την αρμοδιότητα αυτού εφέσεις κατά
καταλογιστικών αποφάσεων εκδιδομένων παρά των υπουργών ή των επί τούτω
εντεταλμένων συλλογικών ή μη οργάνων της διοικήσεως, επί διαχειρίσεως υλικού
ή χρηματικού του δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. εν γένει. 14) … 17) Εκτελεί επίσης και
τα
δι` άλλων νόμων ανατειθέμενα αυτώ καθήκοντα». Τέλος με το ν.1264/1942 που
ισχύει παράλληλα με το ν.2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου
Οικονομικών και άλλες διατάξεις», ορίζονται τα ακόλουθα: 1) στο άρθρο 1 ότι
αντικείμενο αρμοδιότητας της στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσίας της
Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η  επ`ονόματι του υπουργού των Οικονομικών α)
… β) έρευνα της οικονομικής καταστάσεως των Ν.Π.Δ.Δ., αυτόνομων οργανισμών,
ειδικών ταμείων ως και των παντός είδους αγαθοεργών και κοινωφελών ιδρυμάτων? 
2) στο άρθρο 4 παρ.3 ότι οι οικονομικοί επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων,
ειδικότερα α) … β) … γ) …. δ) προβαίνουν κατόπιν εντολής του υπουργείου
Οικονομικών στην έρευνα της οικονομικής κατάστασης των Ν.Π.Δ.Δ., Αυτόνομων
Οργανισμών, Ειδικών Ταμείων, καθώς και των παντός είδους αγαθοεργών ή
κοινωφελών ιδρυμάτων και ε) μετά προηγούμενη διαταγή του υπουργείου
Οικονομικών ή της οικείας διοικητικής αρχής (Γενικού Διοικητή ή Νομάρχη)
δύνανται επίσης να προέρχονται και στον έλεγχο της διαχειρίσεως σωματείων,
συλλόγων ή άλλων ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου 3) στο άρθρο 12 α) στην
παραγρ.1 ότι ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρητές
δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων και πας οικονομικός υπάλληλος εκτελών
χρέη Οικονομικού Επιθεωρητή δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων, εφόσον
κατά την ενέργεια επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημόσιας ή μη διαχείρισης εκ των εν
άρθρω 1 παρ.1 διαλαμβανομένων διαπιστώσουν την ύπαρξη ελλείμματος
προερχομένου από έλλειψη χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει προβαίνουν στην
έκδοση αιτιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των
τυχόν αλληλεγγύως μετ`αυτού συνευθυνομένων  …? β) στην παράγρ.6 ότι,
προκειμένου περί καταλογιστικών αποφάσεων σε βάρος υπολόγων, διαχειριστών
νομικού προσώπου ο Διευθυντής του ταμείου προβαίνει στη βεβαίωση του
καταλογιζομένου ποσού … και γ) στην παράγρ.8 ότι, κατά των καταλογιστικών
αποφάσεων των Οικονομικών Επιθεωρητών δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του
Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός μηνός από την κοινοποίησή τους. Η έφεση δεν
αναστέλλει την εκτέλεση της κατά του καταλογισθέντος υπολόγου αποφάσεως …
και στην προκειμένη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του από 3.7.1933
Δ/τος για την κωδικοποίηση των περί Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου
διατάξεων (και ήδη του Π.Δ/τος 774/1980).

Από τις ανωτέρω προεκτεθείσες διατάξεις συνάγονται και τα ακόλουθα: Με βάση
το ισχύον αναθεωρημένο Σύνταγμα που διευρύνει τις ελεγκτικές και
δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Συνεδρίου στην αποκλειστική δικαιοδοσία του
Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει η αρμοδιότητα εκδίκασης των διαφορών που
ανακύπτουν από τον έλεγχο των λογαριασμών των προσώπων του εδαφίου γ΄ της
παρ.1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, δηλαδή α) των διαφορών από τον
προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, που
είναι τα πρόσωπα εκείνα που διαχειρίζονται δημόσια περιουσία (χρήματα, αξίες
ή υλικά) και υποχρεούνται σε απόδοση λογαριασμού για τη διαχείρισή τους αυτή,
καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο θεωρείται από το νόμο δημόσιος υπόλογος
β) των διαφορών από τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των
υπολόγων Ο.Τ.Α. και γ) των διαφορών από τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο
των λογαριασμών άλλων νομικών προσώπων, όχι μόνο δημοσίου δικαίου, αλλά και
των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, οιασδήποτε μορφής, όπως είναι τα
σωματεία, εφόσον τα πρόσωπα αυτά υπάγονται σε έλεγχο των λογαριασμών τους από
το Ελεγκτικό Συνέδριο με ειδική διάταξη νόμου. ΄Αλλωστε η παράγρ.2 του άρθρου
98 του Συντάγματος ορίζει ότι οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ορίζει η δε διάταξη της περίπτ.γ΄ της
παραγρ.1 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος έχει γενική διατύπωση και
αναφέρεται σε άλλα πλην των Ο.Τ.Α. νομικά πρόσωπα, ασχέτως αν αυτά είναι
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Τέτοια έκδοση ειδικής διατάξεως νόμου για την
υπαγωγή κάποιου νομικού προσώπου στον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών του
από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν απαιτείται και θεωρείται ότι υπάρχει, αν το
νομικό πρόσωπο αυτό έχει ήδη υπαχθεί με διάταξη νόμου στον προληπτικό έλεγχο
του Συνεδρίου, ενώ ειδικά στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ο κατασταλτικός
έλεγχος των λογαριασμών τους και οι εξ αυτού δημιουργούμενες διαφορές
υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού αυτά προεχόντως
διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα (Ολ.Ελ.Συν. 1039/1995). ΄Ετσι στο Ελεγκτικό
Συνέδριο ανήκει η εκδίκαση των διαφορών από τον έλεγχο λογαριασμών κάποιου
νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αν το πρόσωπο αυτό έχει
υπαχθεί στον κατασταλτικό έλεγχο του Συνεδρίου με ειδική διάταξη νόμου, που
θα εκδοθεί σε εκτέλεση της περίπτ. γ΄ της παραγρ.1 του άρθρου 98 του
Συντάγματος. Τέτοια ειδική διάταξη υφίσταται και από νόμο που ψηφίσθηκε πριν
από την ισχύ του αναθεωρημένου Συντάγματος προβλέπει όμως τον έλεγχο των
λογαριασμών συγκεκριμένου νομικού προσώπου από κρατικά όργανα οικονομικής
επιθεώρησης και την οριστική εκδίκαση των εξ`αυτού αναφυομένων διαφορών από
το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού η σχετική ρύθμιση του νόμου αυτού εναρμονίζεται
με το αναθεωρημένο Σύνταγμα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγονται οι
διατάξεις των άρθρων 4 παράγρ.3 περίπτ. ε΄, 12 παρ.1, 6 και 8 του
ν.δ.1264/1942 με βάση τις οποίες ορίζεται ότι, υπάγονται στον έλεγχο των
Οικονομικών Επιθεωρητών του υπουργείου Οικονομικών και οι διαχειρίσεις
σωματείων, συλλόγων ή άλλων ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου και αν  από τον
έλεγχο αυτό διαπιστωθεί έλλειμμα εκδίδεται απόφαση καταλογισμού σε βάρος των
διαχειριστών αυτών και των τυχόν αλληλεγγύως μετ`αυτών συνευθυνομένων κατά
της οποίας ασκείται το ένδικο μέσο της έφεσης για τελικό έλεγχο στο Ελεγκτικό
Συνέδριο, δηλαδή υπάγουν οι διατάξεις αυτές τις διαφορές  που αναφύονται από
τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των εν λόγω νομικών προσώπων
ιδιωτικού δικαίου στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι δε διατάξεις
αυτές δεν αντίκειται στο άρθρο 98 του αναθεωρημένου Συντάγματος.

V. Στην υπό κρίση υπόθεση το ΙV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την
προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι δεν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση της
από 23.5.2002 έφεσης των ήδη αναιρεσειόντων που στρέφεται κατά της
617/30.11.2001 καταλογιστικής πράξεως της Γεν.Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης
Πειραιώς του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία καταλογίζονται αυτοί ως
μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος
σωματείου με την επωνυμία «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης ……….» και
υπέρ του εν λόγω σωματείου με τα ποσά που αναγράφονται για τον
καθένα, αλληλεγγύως και σε ολόκληρο και τα οποία αποτελούν έλλειμμα που
διαπιστώθηκε κατά τον υπ`αυτών διενεργηθέντα έλεγχο της διαχείρισης της
περιουσίας του εν λόγω σωματείου για το λόγο ότι η αναφυόμενη ως άνω διαφορά
από την αμφισβήτηση της ως άνω καταλογιστικής πράξης δεν είναι διαφορά από
τον έλεγχο λογαριασμού υπολόγων δημόσιας διαχείρισης ή υπολόγων άλλων νομικών
προσώπων, τα οποία πάντως έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του προληπτικού ελέγχου
με νόμο και συνεπώς δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

΄Ετσι που έκρινε το δικάσαν Τμήμα κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη
εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 98 παράγρ.1 περίπτ.γ΄
και στ΄και παράγρ.2 του ισχύοντος Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 15
παρ.17 του Π.Δ/τος 774/1980, αφού η ως άνω διαφορά απορρέει από τον
κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου
υπαχθέντος στον τελικό έλεγχο του Συνεδρίου με ειδική διάταξη νόμου, ήτοι με
τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 4 παρ.3 περίπτ.ε΄, 12 παρ.1, 6 και 8
του ν.δ.1264/1942 που είναι σύμφωνες με το αναθεωρημένο Σύνταγμα.
Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο γνώμη ο σχετικός
λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος κατ`ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτή η
κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως βάσιμη κατ`ουσίαν και να αναιρεθεί η
προσβαλλόμενη 1691/2003 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Μειοψήφησαν δέκα (10) μέλη του Δικαστηρίου οι Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος
του Δικαστηρίου, Ελένη Φώτη, Αντώνιος Τομαράς, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος,
Διονύσιος Λασκαράτος, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα
Καραμαδούκη, Γεωργία Μαραγκού και Ασημίνα Σαντοριναίου, Σύμβουλοι, που είχαν
την ακόλουθη γνώμη. Από το συνδυασμό των άρθρων 94 και 98 παρ.1 του
Συντάγματος, 15 παρ.13 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού
Συνεδρίου», 1 και 12 παρ.8 του ν.δ/τος 1264/1942 «περί τροποποιήσεως και
συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» και 2 παρ.3 του
ν.2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες
διατάξεις», προκύπτει ότι στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού
Συνεδρίου υπάγονται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές που αναφύονται από τον έλεγχο
των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων ή των λογαριασμών των νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος (με το από 6.4.2001
Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής) των νομικών προσώπων γενικά, που
υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου (με την οποία προσδιορίζεται καθένα από
αυτά) στο καθεστώς ελέγχου τούτου (Ελεγκτικού Συνεδρίου) και ότι ιδρύεται
αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου για την εκδίκαση των ένδικων μέσων που
στρέφονται κατ`εκείνων μόνο των αποφάσεων των οικονομικών επιθεωρητών, που
αποσκοπούν στην αποκατάσταση ελλειμμάτων στις ανωτέρω διαχειρίσεις στις
οποίες υπάγονται και αυτές των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.),
όπως σωματείων, συλλόγων, ιδρυμάτων κ.λπ., με την προϋπόθεση ότι αυτά
επιχορηγούνται με οποιοδήποτε τρόπο από το Κράτος, από ν.π.δ.δ., από την
Ευρωπαϊκή ΄Ενωση ή άλλους διεθνείς οργανισμούς (βλ. και άρθρο 2 παρ.3 του
ν.2343/1995). Επομένως, διαφορά που γεννάται από αμφισβήτηση αποφάσεως
οικονομικού επιθεωρητή με την οποία καταλογίζονται οι διαχειριστές νομικού
προσώπου ιδιωτικού δικαίου, όπως το ως άνω σωματείο, με ποσά που φέρονται να
συνιστούν έλλειμμα στη διαχείριση αποκλειστικώς της ιδιωτικής περιουσίας του,
στην οποία δεν περιλαμβάνεται και διαχείριση δημόσιου χρήματος, εκφεύγει της
δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δεν υπάγεται στην ελεγκτική
αρμοδιότητά του. Το Τμήμα, με την παραδοχή ότι η ένδικη διαφορά δεν ανακύπτει
από τον έλεγχο λογαριασμού υπολόγων δημόσιας διαχείρισης ή υπολόγων άλλων
νομικών προσώπων, τα οποία όμως έχουν με ειδική διάταξη νόμου υπαχθεί στο
καθεστώς του προληπτικού ελέγχου, έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία για την
εκδίκαση της εφέσεως και απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη. Κρίνοντας έτσι το
εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Τμήμα, ορθά τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε
και εφάρμοσε και συνεπώς ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, κατά τη μειοψηφούσα
γνώμη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.

VΙ. ΄Επειτα απ`αυτά πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους αναιρεσείοντες του
παραβόλου αναιρέσεως που κατέθεσαν (άρθρα 61 παρ.3 και 117 Π.Δ/τος 1225/1981
και 59 Π.Δ/τος 774/1980).

VΙΙ.  Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης η Ολομέλεια κρίνει
ομόφωνα με τα άρθρα 58 παρ.4 Π.Δ/τος 774/1980 και 116 Π.Δ/τος 1225/1981 ότι η
υπόθεση (έφεση) πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο  IV Τμήμα για την εκ νέου
εξέταση της υπόθεσης με διάφορη σύνθεση.