ΕΣ 1948/11,V τμ., Αίτηση Γενικού επιτρόπου για ποθεν έσχες, κατηγορίες εφοριακών που υποχρεούνται σε δήλωση πόθεσν έσχες

Ε.Σ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ V

ΑΠΟΦΑΣΗ 1948/2011
Αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με την οποία ζητείται να καταλογιστεί ο καθού, υπάλληλος ΠΕΚ, με χρηματικό ποσό, το οποίο αντιστοιχεί σε ισόποσο περιουσιακό όφελος που φέρεται ότι απέκτησε κατά τη διάρκεια της δημόσιας υπηρεσίας του, χωρίς να δικαιολογείται η νόμιμη προέλευσή του. Κατηγορίες των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, οι οποίοι υποχρεούνται σε ετήσια υποβολή δηλώσεων περί της περιουσιακής τους κατάστασης. Σε περίπτωση δε που κατά τον έλεγχο των ως άνω δηλώσεων διαπιστωθεί αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακού οφέλους από τον υπάλληλο, καταλογίζεται εις βάρος του, με απόφαση του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ποσό ίσο με την αξία αυτού. Είναι υποχρεωτική, ως στοιχείο της προδικασίας, η διαβίβαση από τη διοίκηση στο δικαστήριο του φακέλου με όλα τα σχετικά, που αφορούν στην ένδικη υπόθεση, έγγραφα και στοιχεία. Αναβάλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος της δικογραφίας και να τηρηθεί η νόμιμη προδικασία.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Δεκεμβρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και Αργυρώ Λεβέντη (εισηγήτρια), Σύμβουλοι, Δημήτριος Τσακανίκας και Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ανδρέας Καπερώνης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,

Γραμματέας: Ανθούλα Σκουλάξινου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΔΕ, με βαθμό Α΄).

Για να δικάσει την από 29 Μαρτίου 2010 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, για καταλογισμό του …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Γιατράκου (Α.Μ./Δ.Σ.Π. 879).

Το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.

Με την αίτησή του αυτή ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ζητεί να καταλογιστεί ο καθού, υπάλληλος του ΠΕΚ …, με το ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεννιά ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (31.519,36), το οποίο αντιστοιχεί σε ισόποσο περιουσιακό όφελος που φέρεται ότι απέκτησε κατά τη διάρκεια της δημόσιας υπηρεσίας του, χωρίς να δικαιολογείται η νόμιμη προέλευσή του.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του καθού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης. Και

Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα ακόλουθα:

Ι. Με την ένδικη, από 29.3.2010, αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ζητείται να καταλογιστεί ο καθού η αίτηση με το ποσό των 31.519,36 ευρώ, διότι με βάση τα ευρήματα του ελέγχου της περιουσιακής του κατάστασης για τα έτη 1997 – 2007, που διενεργήθηκε από Οικονομικό Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, φέρεται ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως εφοριακού υπαλλήλου του ΠΕΚ … απέκτησε ισόποσο περιουσιακό όφελος, του οποίου δεν δικαιολογείται η νόμιμη προέλευση. Η αίτηση αυτή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 61 παρ.1 του π.δ/τος 1225/81), έχει ασκηθεί νομότυπα και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

IΙ. Με τις διατάξεις των περί πόθεν έσχες διαδοχικών νόμων (ν.1738/ 1987, ν. 2429/1996 και ν. 3213/2003) καθορίστηκαν οι κατηγορίες των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, οι οποίοι υποχρεούνται σε ετήσια υποβολή δηλώσεων περί της περιουσιακής τους κατάστασης, ορίστηκε δε περαιτέρω ότι αν κατά τον έλεγχο των οικείων δηλώσεων διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος απέκτησε «περιουσιακό όφελος του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται» (άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2429/1996, άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3213/2003 και πλέον άρθρο 12 του ανωτέρω νόμου, όπως προστέθηκε με τις διατάξεις του ν. 3849/2010), καταλογίζεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης μετά από σχετική αίτηση που κατατίθεται ενώπιόν του από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 26 παρ. 6 του ν. 2429/1996, άρθρα 3 παρ. 4 και 6 παρ. 3 του ν.3213/2003 και πλέον άρθρο 6 του ανωτέρω νόμου). Εξάλλου, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.2343/1995 (ΦΕΚ Α΄ 211) συστάθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσία με τον τίτλο Οικονομική Επιθεώρηση, κύρια αποστολή της οποίας είναι «α) (…) δ) ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός των Γενικών Διευθυντών», ενώ στις παραγράφους 19, 20 και 21 του ιδίου άρθρου, αφενός μεν ορίζεται ότι οι διατάξεις του ν. 1783/1987 (ήδη ν. 3213/2003) «περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης» (παρ.19), «εφαρμόζονται ανάλογα (…) και για τους παρακάτω υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών (…)» (παρ.20), οι οποίοι «υποβάλλουν τις σχετικές δηλώσεις στην οικεία Διεύθυνση Διοικητικού ή προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών» και ότι «οι παραπάνω διευθύνσεις διαβιβάζουν τις δηλώσεις αυτές για έλεγχο στην αρμόδια υπηρεσία της Οικονομικής Επιθεώρησης» (παρ.21), αφετέρου δε καθορίζονται οι κατηγορίες των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, που υποχρεούνται σε ετήσια υποβολή δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης. Ειδικότερα προβλέπεται ότι τέτοιες δηλώσεις υποβάλλουν οι οικονομικοί Επιθεωρητές, οι προϊστάμενοι αυτοτελών οργανικών μονάδων και υπηρεσιών, «εφόσον έχουν, σύμφωνα με το νόμο, αποφασιστικές αρμοδιότητες ή διαχειριστική εξουσία και οι κατέχοντες οργανική θέση αναπληρωτή προϊσταμένου των μονάδων και υπηρεσιών του προηγούμενου εδαφίου». Συναφώς, στο άρθρο 3 παρ. 13 του ιδίου ως άνω νόμου (ν. 2343/1995) ορίζεται ότι: «13. Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του παρόντος, περί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους ελεγκτές των Δ.Ο.Υ. και των Ελεγκτικών Κέντρων, ως και για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα ελεγκτή» και στο άρθρο 4 παρ. 13, ότι: «Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 3 του παρόντος, περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), ισχύουν ανάλογα και για το προσωπικό του Σ.Δ.Ο.Ε» (ήδη Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων). Περαιτέρω, στο άρθρο 3 παρ. 1 περ. ε΄ του π.δ/τος 211/1996 (ΦΕΚ Α΄ 166) ορίζεται ότι: «Στην αρμοδιότητα των Οικονομικών Επιθεωρήσεων υπάγεται: α) (…) ε) Ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός των Γενικών Διευθυντών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 19 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995». Τέλος, το άρθρο 28 του τότε ισχύοντος Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 2683/1999 ΦΕΚ Α΄ 19 – ήδη άρθρο 28 του ν.3528/2007, ΦΕΚ Α΄ 26) όριζε ότι «1. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως, κατά το διορισμό του, την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου, συζύγου και παιδιών του, εφόσον συνοικούν με αυτόν (…) 3. Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να ενεργήσει έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, ο αρμόδιος υπουργός προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη αυτού». Η ως άνω υποχρέωση προβλεπόταν και από την παρ. 3 του άρθρου 75 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977, ΦΕΚ Α΄ 198), που καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 8 του ν. 1400/1983 (ΦΕΚ Α΄ 156), πλην όμως η σχετική υποχρέωση δήλωσης της μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου διατηρήθηκε με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του ως άνω νόμου (πρβλ. ΣτΕ 985/2006, 3642/2003).

ΙΙΙ. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νομοθέτης, επιδιώκοντας τον περιορισμό της διαφθοράς στο δημόσιο εν γένει βίο και την πάταξη των αθέμιτων, επί ζημία του Δημοσίου, συναλλαγών από δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους εν γένει θέσπισε και οργάνωσε μια διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης εκείνων, οι οποίοι, κατέχοντες κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, δύνανται, επωφελούμενοι της ιδιότητάς τους, να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό όφελος. Για το λόγο αυτό αφενός μεν επέβαλε στις ως άνω κατηγορίες προσώπων την υποχρέωση ετήσιας υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, αφετέρου δε θέσπισε όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών (βλ. αποφ. V Τμήματος 1558/2008). Ειδικότερα, από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών, υποχρεούνται σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης, υπαγόμενοι ως εκ τούτου, κατά ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη, στον εκάστοτε ισχύοντα περί πόθεν έσχες νόμο, οι Οικονομικοί Επιθεωρητές, οι προϊστάμενοι αυτοτελών μονάδων εφόσον έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες καθώς και οι αναπληρωτές των παραπάνω, οι ελεγκτές των Δ.Ο.Υ. και των Ελεγκτικών Κέντρων και οι υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα ελεγκτή, καθώς και το προσωπικό του Σ.Δ.Ο.Ε.. Σε περίπτωση δε που κατά τον έλεγχο των ως άνω δηλώσεων διαπιστωθεί αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακού οφέλους από τον υπάλληλο, καταλογίζεται εις βάρος του, με απόφαση του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ποσό ίσο με την αξία αυτού. Οι λοιποί υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, που δεν εμπίπτουν στις προαναφερόμενες κατηγορίες, υπέχουν πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για την τυχόν αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (V Τμ. Ελ. Συν. 2297/2005).

ΙV. Περαιτέρω, το π.δ/μα 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων (ΦΕΚ 304 Α΄) ορίζει, στο άρθρο 70, ότι: «1. Οι διάδικοι υποχρεούνται όπως τα αποδεικτικά αυτών στοιχεία προσκομίζουν εις την γραμματείαν του δικαστηρίου εντός των εν άρθρω 29 του παρόντος προθεσμιών υποβολής υπομνημάτων. 2. Το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως να αποφασίζη περί συμπληρώσεως των αποδείξεων δια παντός προσφόρου μέσου (…) 4. Το δικαστήριον δύναται να ζητή παρά πάσης δημοτικής ή κοινοτικής αρχής και παρά παντός νομικού ή φυσικού προσώπου, πληροφορίας και στοιχεία χρησιμεύοντα εις την πληρεστέραν διάγνωσιν της υποθέσεως, πάντων τούτων υποχρεουμένων να παρέχουν τας ζητουμένας πληροφορίας και στοιχεία» και στο άρθρο 97, ότι: «1. Το Συνέδριον ασκούν την δικαιοδοσίαν αυτού, δικαιούται προς μόρφωσιν πεποιθήσεως, να κάμη χρήσιν κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν παντός αποδεικτικού μέσου (ομολογίας, τεκμηρίων, αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, μαρτύρων, όρκου και εγγράφων), εφ΄ όσον υπό των διεπουσών την υπό κρίσιν υπόθεσιν ειδικών διατάξεων δεν καθορίζονται ωρισμένα αποδεικτικά μέσα ή δεν περιορίζεται η χρήσις τούτων. 2. Το Συνέδριον δικαιούται να ζητή παρά των Δημοσίων Υπηρεσιών έγγραφα ή να διατάσση την παρά των ενδιαφερομένων μερών προσαγωγήν τοιούτων, ως και την ένορκον κατά τας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας εξέτασιν μαρτύρων (…)». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι υποχρεωτική, ως στοιχείο της προδικασίας, η διαβίβαση από τη διοίκηση στο δικαστήριο του φακέλου με όλα τα σχετικά, που αφορούν στην ένδικη υπόθεση, έγγραφα και στοιχεία. Σε περίπτωση δε που ο φάκελος δεν είναι πλήρης, το δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι είναι αναγκαίο για την ασφαλέστερη διάγνωση της υπόθεσης να αναβάλει την οριστική του απόφαση και να ζητήσει τη συμπλήρωση του φακέλου της υπόθεσης με τα ελλείποντα στοιχεία (βλ. 1421/2002, 247/2003, 903/2003 αποφάσεις Ι Τμ. Ελ. Συν.).

V. Στην υπό κρίση υπόθεση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο καθού, ο οποίος είναι παντρεμένος με την … (λογίστρια) από το 2003 και έχει δύο τέκνα, υπηρέτησε στο ΠΕΚ … από 26.9.2005, ύστερα δε από την έκδοση της 4/12.10.2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Αυτόφωρου Κυπαρισσίας, με την οποία ο καθού καταδικάστηκε για παθητική δωροδοκία και εκβίαση, βεβαιώθηκε η θέση αυτού σε κατάσταση υποχρεωτικής αργίας με την ΕΜΠ 14794/3471/0002Γ/16.10.2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Στη συνέχεια και κατόπιν των ΕΜΠ 15337/1293/ΔΕΥ-Α 5334/Φ.7033/29.10.2007 και ΕΜΠ 1044075/2662/ΔΕΥ-Α/2089/Φ.7038 & 7033/16.5.2008 εντολών διενεργήθηκε από τον Οικονομικό Επιθεωρητή, Βασίλειο Γεωργόπουλο, προκαταρκτική εξέταση – ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) και έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης του καθού για τα εισοδήματά του ετών 1997 – 2007. Ο ανωτέρω Οικονομικός Επιθεωρητής, με την 4150/6.7.2009 πορισματική του έκθεση διαπίστωσε ότι το, κατά το ερευνηθέν χρονικό διάστημα, αποκτηθέν από τον καθού η αίτηση συνολικό ποσό των 31.519,36 ευρώ δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα και τους εμφανείς του πόρους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον συνταχθέντα πίνακα εσόδων – εξόδων της περιόδου 1997 – 2007, ο καθού και η σύζυγός αυτού παρουσίασαν συνολικό θετικό αποταμιευτικό υπόλοιπο στο τέλος της ελεγχόμενης περιόδου (2007) συνολικού ύψους 103.523,01 ευρώ. Το δε σύνολο των υπολοίπων των τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους ο καθού και η οικογένειά του ήταν οι αρχικοί καταθέτες, διαμορφώθηκε κατά τον ανωτέρω Οικονομικό Επιθεωρητή στο ποσό των 244.839,72 ευρώ. Περαιτέρω, όμως και μετά από την παροχή εξηγήσεων από τον καθού στα πλαίσια της διενεργηθείσας ΕΔΕ, αφαιρέθηκαν από το ανωτέρω ποσό (των 244.839,72 ευρώ), ποσά ύψους 67.297,35 ευρώ (το οποίο ο Επιθεωρητής αποδέχτηκε ότι άνηκε στον αδελφό του καθού), 37.600,00 ευρώ (που προερχόταν από κοινό λογαριασμό της συζύγου του καθού με την αδελφή της πριν από το γάμο της) και 4.900,00 ευρώ (κατάθεση που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2008 και συνεπώς εκφεύγει της ελεγχόμενης περιόδου) και έτσι το σύνολο των υπολοίπων των τραπεζικών καταθέσεων του καθού και της οικογένειάς του διαμορφώθηκε στο ποσό των 135.042,37 ευρώ. Έτσι κατά τον ανωτέρω Επιθεωρητή το περιουσιακό όφελος, του οποίου δεν αποδείχθηκε η νόμιμη προέλευση κατά τα έτη 1997-2007 ανέρχεται τελικά στο συνολικό ποσό των 31.519,36 ευρώ, το οποίο και προέκυψε μετά την αφαίρεση από το αναμορφωμένο από τον ανωτέρω Επιθεωρητή νέο υπόλοιπο τραπεζικών καταθέσεων του καθού και της οικογένειάς του (συνολικού ύψους 135.042,37 ευρώ) του ποσού που αντιστοιχεί στο συνολικό θετικό αποταμιευτικό υπόλοιπο της ίδιας περιόδου (συνολικού ύψους 103.523,01 ευρώ). Η σχετική πορισματική έκθεση (ΕΜΠ. 4150/6.7.2009) διαβιβάστηκε στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος, με το ΔΕΥ 1024893/22.2.2010 έγγραφό του, την απέστειλε στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου ο τελευταίος να διατυπώσει πρόταση καταλογισμού και να την εισαγάγει στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ήδη ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, με την ένδικη αίτησή του, ζητεί να καταλογιστεί ο καθού, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί πόθεν έσχες νόμων, με το ως άνω ποσό των 31.519,36 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο περιουσιακό όφελος που φέρεται ότι απέκτησε κατά το χρονικό διάστημα 1997 – 2007, από μη εμφανείς πηγές εισοδημάτων. Ο καθού η αίτηση, με το νομίμως, από 14.12.2010, κατατεθέν υπόμνημά του ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι έχει υπολογιστεί εσφαλμένα από τον Οικονομικό Επιθεωρητή το ύψος των εσόδων και των εξόδων του της κρίσιμης χρονικής περιόδου και ειδικότερα προβάλλει ότι α) ο υπολογισμός των εσόδων – εξόδων του έπρεπε να εκκινήσει από τότε που αυτός εργάζεται, ήτοι από το έτος 1985 (προσκομίζει δε τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος) και όχι από το έτος 1997, β) ότι κακώς το έτος 1997 ξεκινά με μηδενικό αποταμιευτικό υπόλοιπο αφού είχε καταθέσεις σε δύο λογαριασμούς της ΑΤΕ (συνολικού ύψους 17.084,00 ευρώ), γ) ότι δεν είναι ορθός ο υπολογισμός των δαπανών του βάσει των στοιχείων της ΕΣΥΕ, δεδομένου ότι υπολογίστηκε το έτος 2005 ότι η οικογένειά του αποτελούνταν από 3 μέλη, ενώ το πρώτο του παιδί γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου, οπότε το πρώτο περίπου εξάμηνο του έτους η οικογένειά του αποτελούνταν μόνο από δύο μέλη και το έτος 2006 ότι η οικογένειά του αποτελούνταν από 4 μέλη, ενώ το δεύτερο παιδί του γεννήθηκε 22 Οκτωβρίου και συνεπώς τους πρώτους 10 μήνες η οικογένειά του αποτελούνταν μόνο από 3 μέλη και δ) ότι δεν αναλύεται το ποιες κατηγορίες εξόδων λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης ώστε να αντικρούσει αυτές που τυχόν δεν πραγματοποίησε. Εξάλλου, από τα αναφερόμενα στην οικεία πορισματική έκθεση αλλά και στην υπό κρίση αίτηση δεν διευκρινίζεται το χρονικό σημείο έναρξης της υποχρέωσης του καθού προς υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (σύμφωνα με τις διατάξεις των περί πόθεν έσχες νόμων), δεδομένου ότι δεν αναφέρονται οι οργανικές θέσεις που κατείχε αυτός και τα καθήκοντα που άσκησε καθ΄ολη την ελεγχόμενη χρονική περίοδο (1997 -2007), αλλά προκύπτει μόνο το ότι τοποθετήθηκε στο ΠΕΚ … από 26.9.2005, δηλώσεις δε περιουσιακής κατάστασης για την ελεγχόμενη περίοδο φαίνεται ότι έχουν προσκομισθεί μόνο για το έτος 2006. Δεδομένου δε ότι οι διατάξεις των περί πόθεν έσχες νόμων, λόγω των σοβαρών συνεπειών που συνεπάγεται η εφαρμογή τους (καταλογισμός του συνόλου του αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους, το οποίο τεκμαίρεται μαχητώς ότι αποκτήθηκε επί ζημία του Δημοσίου, κατά κατάχρηση της κατέχουσας από τον υπάλληλο θέσης – ιδιότητας), οι οποίες προσιδιάζουν με επιβολή ποινής, δεν δύνανται να εφαρμοστούν αναδρομικά, καταλαμβάνοντας χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ελεγχθέν πρόσωπο δεν είχε αποκτήσει ακόμη την ιδιότητα – θέση που εμπίπτει στις οικείες ρυθμίσεις και δεδομένου ότι περαιτέρω, το όργανο που διενεργεί τον σχετικό έλεγχο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης του ελεγχόμενου, αναλύοντας καταρχήν του ποιες κατηγορίες εξόδων λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης (π.χ. στέγασης, ένδυσης, εκπαίδευσης, μεταφορές κλπ.), ώστε να μειώνονται οι ούτως προσδιορισθείσες δαπάνες διαβίωσης κατά το ποσοστό που αυτός αποδεικνύει ότι αυτές υπολείπονται του μέσου όρου (βλ. αποφ. V Τμημ. 3346/2009, 1270/2010), το Τμήμα δεν μπορεί να καταλήξει σε ασφαλή κρίση σχετικά με το αν ο καθού άσκησε ελεγκτικά καθήκοντα καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται ο καταλογισμός (σύμφωνα με τις διατάξεις των περί πόθεν έσχες νόμων), ούτε να ελέγξει την ορθότητα του ποσού του αιτούμενου καταλογισμού. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθούν οι αποδείξεις. Ειδικότερα, από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών πρέπει να προσκομιστούν τα ακόλουθα στοιχεία: α) έγγραφο, στο οποίο να αναφέρονται επακριβώς οι οργανικές θέσεις που κατέλαβε και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που άσκησε ο καθού κατά την ελεγχόμενη χρονική περίοδο (1997 – 2007), β) οι οικείες ετήσιες δηλώσεις περί της περιουσιακής του κατάστασης, που υπέβαλε, ενόψει της ιδιότητάς του, ο ανωτέρω κατά την επίμαχη χρονική περίοδο, δυνάμει των ειδικών περί πόθεν έσχες νόμων, γ) βεβαίωση από την οποία να προκύπτει, με βάση τα τηρούμενα στατιστικά στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το κόστος διαβίωσης (χωριστά για κάθε έτος) στις περιοχές στις οποίες διέμεινε ο καθού και η οικογένειά του (…. έως το 2002, … τα έτη 2003 και 2004 και … από το έτος 2005), με αναφορά στο αν πρόκειται για αγροτικές, αστικές ή ημιαστικές περιοχές καθώς και ανάλυση των κατηγοριών των εξόδων οι οποίες περιλαμβάνονται στην διαμόρφωση των δαπανών αυτών, δ) έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η ετήσια δαπάνη διαβίωσης για τα έτη 2005 και 2006, ενόψει των ισχυρισμών του καθού για τον αριθμό των μελών της οικογένειάς του, ε) έγγραφο από το οποίο να προκύπτει το ύψος του αποταμιευτικού υπολοίπου του καθού στις 31.12.1996 (βάσει και των τραπεζικών του καταθέσεων στην ΑΤΕ), στ) έγγραφο από το οποίο να προκύπτει το ύψος του αποταμιευτικού υπολοίπου του καθού κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας του υπόχρεου σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων περί πόθεν έσχες και ζ) επικυρωμένα αντίγραφα των συνημμένων στοιχείων στα οποία παραπέμπει η 4150/6.7.2009 πορισματική έκθεση του ανωτέρω Οικονομικού Επιθεωρητή, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων και στοιχείων επί των οποίων ερείδεται αυτή. Η υπόχρεη υπηρεσία (Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών) οφείλει, εντός τριών (3) μηνών από τη κοινοποίηση σ΄ αυτή της παρούσας απόφασης, να διαβιβάσει τα ως άνω στοιχεία στη Γραμματεία του V Τμήματος. Ακολούθως δε, μετά τη συμπλήρωση, κατά τα προαναφερόμενα, του φακέλου της υπόθεσης και την τήρηση της νόμιμης προδικασίας πρέπει να οριστεί νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της ένδικης αίτησης.

Για τους λόγους αυτούς

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης. Και

Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό.