ΕΣ 2/13, 3/13 Ολομ.,Η με το ά. 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 έκτακτη παροχή προς του δικαστικούς λειτουργούς και ΝΣΚ δεν αποτελεί αύξηση μισθού και δεν τροποποιεί τις μισθολογικές διατάξεις συνεπώς δεν μπορεί να αναπροσαρμοσθεί αναλόγως η Βουλευτική σύνταξη

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2/2013

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Μαρία Αθανασοπούλου (εισηγήτρια), Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Φλωρεντία Καλδή, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Άννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Αντώνιος Κατσαρόλης και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 14 Απριλίου 2009 (αριθμ. καταθ. 171/15.4.2009), αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της 81/2009 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα,
κατά του …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αργυρίου Παπαντωνίου (8628/ΔΣΑ).
Με την 83849/07/20.8.2007 πράξη (έγγραφο) της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσίβλητου συνταξιούχου βουλευτή για αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση τις αποδοχές Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τις 13, 23 και 24/2006 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, με την αναβάθμιση τους στο ύψος των συνολικών αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Έφεση του αναιρεσίβλητου κατά της ως άνω πράξης ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία ζητούσε την ακύρωσή της και την από 1-1-2001 αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατά τα ανωτέρω, έγινε εν μέρει δεκτή για το από 1-1-2003 έως 1-10-2007 χρονικό διάστημα, ακυρώθηκε εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και αναπέμφθηκε ο συνταξιοδοτικός του φάκελος στη Διεύθυνση αυτή για να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική σύνταξή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ.9 του ν.3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας υπ’ αριθ.2/1601/0022/30-1-2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (81/2009), για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε η σωρευόμενη στο δικόγραφο της εφέσεως αγωγή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., με την οποία ο αναιρεσίβλητος ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει, νομιμοτόκως από της επιδόσεως αυτής, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράνομη στέρηση των κατά τα ανωτέρω αυξημένων συνταξιοδοτικών παροχών του, το ποσό των 341.796,00 ευρώ για το από 1-1-2001 έως 1-10-2007 χρονικό διάστημα, με την αιτιολογία ότι για μεν το διάστημα από 1.3.2001 έως 31.12.2002 δεν υπάρχει παρανομία των συνταξιοδοτικών οργάνων, ενώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2007 μετά την αναπροσαρμογή της συντάξεως αυτού δεν υφίσταται πλέον ζημία αυτού, καθώς και το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με την αιτιολογία ότι κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων δεν συντρέχει λόγος για επιδίκαση τέτοιας χρηματικής ικανοποίησης.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο που ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος, βάσει της οποίας κατέθεσε, στις 3.3.2011, το από 2.3.2011 υπόμνημα Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τις Συμβούλους Κωσταντίνα Ζώη και Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της 81/2009 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρα 61 παρ. 1 και 117 του π.δ. 1225/1981), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί κατά το βάσιμο των λόγων αυτής που αναφέρονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57 παρ.12 του ν.3691/2008, 5 παρ. 9 του ν.3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσας υπ’αριθ.2/1601/0022/30-1-2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ. 149 Β΄/2008) (φ. 149, τ. Β΄), σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 111 παρ.2 του Συντάγματος, της απόφασης της Βουλής που ελήφθη κατά την ΚΔ΄ Συνεδρίαση της 22-12-1964 Συνεδρίασης και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ.1 του Ζ΄ Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής και του άρθρου 7 παρ.3 του ν.2521/1997.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος, οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες, το ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Σύμφωνα δε με την απόφαση της Βουλής, που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 Συνεδρίασή της, «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχόμενων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού». Η απόφαση δε αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος της 17/18.2.1975 (Α΄ 23), κατά το οποίο «Η βουλευτική αποζημίωσις, ως αύτη έχει καθορισθή δι΄ αποφάσεως της Βουλής, ληφθείσης κατά την συνεδρίασιν ΚΔ΄ αυτής της 22ας Δεκεμβρίου 1964, διατηρουμένης εν ισχύι, υπόκειται εις τας κάτωθι μόνον κρατήσεις…» Περαιτέρω, το ν.δ. 99/1974 «περί συνταξιοδοτήσεως των Προέδρων ή Αντιπροέδρων Κυβερνήσεως, των Βουλευτών, ως και των οικογενειών αυτών» (Α΄ 295) ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Δικαιούνται ισοβίου συντάξεως εκ του Δημοσίου Ταμείου οι διατελέσαντες και εφεξής διατελούντες Βουλευταί επί τέσσερα (4) τουλάχιστον πλήρη έτη, συνεχώς ή διακεκομμένως» και στο άρθρο 4 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1694/1987, ότι «Το ποσό της μηνιαίας σύνταξης των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 99/1974 ορίζεται στο ένα τέταρτο του συνόλου της βουλευτικής αποζημίωσης που καταβάλλεται εκάστοτε. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25 τοις εκατό για κάθε πλήρες έτος βουλευτείας μέχρι το δέκατο έτος και κατά ποσοστό 10 τοις εκατό για κάθε επιπλέον πλήρες έτος βουλευτείας πέραν του δεκάτου έτους. Σε καμιά περίπτωση το ποσό της μηνιαίας σύνταξης δεν μπορεί να είναι ανώτερο του 80 τοις εκατό του συνόλου της βουλευτικής αποζημίωσης». Συναφώς, στο άρθρο 8 του ως άνω Ζ΄ Ψηφίσματος, με το οποίο δεν μεταβλήθηκε το ειδικό σύστημα υπολογισμού της βουλευτικής σύνταξης, ορίζεται επίσης ότι «Η σύνταξις των περί ων το άρθρο 1 και η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 99/74 λογίζεται βάσει της εκάστοτε καταβαλλομένης βουλευτικής αποζημιώσεως. Εν ουδεμία περιπτώσει το ποσόν της ανωτέρω καταβαλλομένης μηνιαίας συντάξεως δύναται να είναι ανώτερον του 80% της μηνιαίας βουλευτικής αποζημιώσεως…» Από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 63 παρ. 1 συνάγεται ότι στους βουλευτές καταβάλλεται από το Δημόσιο αποζημίωση για την αποστέρηση, λόγω της απασχόλησής τους με την ενάσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό, των ωφελημάτων από την επαγγελματική τους ενασχόληση, καθώς και για την κάλυψη των δαπανών που συνεπάγονται τα βουλευτικά τους καθήκοντα. Συνεπώς, η καταβαλλόμενη στους βουλευτές κατά μήνα αποζημίωση δεν έχει τα εννοιολογικά στοιχεία του μισθού, που αποτελεί χρηματική κατά κανόνα αντιπαροχή, καταβαλλόμενη στον εργαζόμενο για ορισμένη εργασία από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ωφελείται από την παροχή της, αλλά αποβλέπει στην κάλυψη των οικονομικών συνεπειών από την απομάκρυνση του βουλευτή από το επαγγελματικό και βιοποριστικό γενικά έργο του και την αποκλειστική του απασχόληση με το λειτούργημά του. Η σύνδεση δε της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του «Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού» έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού επιφέρει αυτοδίκαια την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης. Επομένως, οποιαδήποτε μεταβολή των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου, αφού επηρεάζει άμεσα το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, συνεπάγεται και αντίστοιχη μεταβολή της καθοριζόμενης σε ποσοστό επί της βουλευτικής αποζημίωσης σύνταξης εκείνων που διετέλεσαν βουλευτές (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 183/1993, 394/1994, ΙΙ Τμ. 1493/1998, 333/2003, 171/2006, 901/2006, 86/2007, 1040/2007).
ΙΙΙ. Με βάση τις διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του ισχύοντος αναθεωρημένου Συντάγματος, με τις οποίες καθιερώνεται, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της δικαστικής λειτουργίας, η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των φορέων (οργάνων) της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη προς τις δύο άλλες λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με αφορμή την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, δέχτηκε, με σειρά αποφάσεών του (13/2006, 23/2006, 24/2006, 44/2007 κ.ά.), ότι η χορήγηση στους λειτουργούς των άλλων δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής) αποδοχών μεγαλύτερων από εκείνες που καταβάλλονται στα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστικούς λειτουργούς) παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, πλήττοντας ουσιωδώς τη δικαστική ανεξαρτησία, έχει δε ως συνέπεια την κατ’ ευθεία εφαρμογή των διατάξεων αυτών αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών στο ύψος των συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών. Με βάση την παραδοχή αυτή έγινε περαιτέρω δεκτό από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ότι, εφόσον ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, που προΐσταται Αρχής, ενταγμένης στην εκτελεστική εξουσία, ελάμβανε κατά το κρίσιμο στην ένδικη κατά περίπτωση υπόθεση χρονικό διάστημα, υπό μορφή αποζημίωσης, αποδοχές ανώτερες από εκείνες των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, γεννάται «ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., λόγω της κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράλειψης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση, με την οποία οι αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων να ανέρχονται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών να διαβαθμίζονται αναλόγως». Ενόψει των αποφάσεων αυτών του Ειδικού Δικαστηρίου, οι οποίες κατά το άρθρο 8 του ν. 3038/2002 ισχύουν μόνο έναντι των διαδίκων, αλλά και του γεγονότος ότι είχαν ασκηθεί και εκκρεμούσαν μαζικές αγωγές ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού από εν ενεργεία και συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, επιχειρήθηκε η εξεύρεση, μέσω σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, μιας συμβιβαστικής λύσης για την ικανοποίηση των αξιώσεων όλων των δικαστικών λειτουργών, που απορρέουν από την ως άνω παράνομη παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να αναβαθμίσουν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων (και αναλόγως τις αποδοχές των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας) στο ύψος των συνολικών αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν οι δικαστικοί λειτουργοί είχαν προσφύγει ή όχι στο Δικαστήριο. Προς τούτο, με το άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 (Α΄ 276/11.12.2007) ορίσθηκε ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται το ύψος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι όροι καταβολής έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, όλων των βαθμίδων. Η έκτακτη αυτή παροχή θα καταβληθεί τμηματικά σε μια πενταετία και θα υπολογισθεί με βάση μηνιαίο βασικό μισθό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας, ύψους 4.072 ευρώ για το πρώτο και 3.994 ευρώ για τα λοιπά έτη και τους συντελεστές, τις προσαυξήσεις και τα χρονοεπιδόματα των μηνιαίων βασικών μισθών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ανά βαθμό, όπως ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1, 30 παρ. Α1 και Β, 31, 32 και 33 παρ. Α1, Β και Γ του ν. 3205/2003. Η παροχή αυτή φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 25%, δεν υπόκειται σε καμία άλλη κράτηση και είναι ανεξάρτητη από το εκάστοτε ισχύον ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Η καταβολή της ανωτέρω παροχής ουδεμία αξίωση μπορεί να δημιουργήσει σε βάρος των ασφαλιστικών οργανισμών επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε η 2/1601/0022/30.1.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β΄ 149/30.1.2008), με την οποία ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Το ακριβές ύψος της έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς όλων των βαθμών της ιεραρχίας και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, καθορίζεται σε ετήσια βάση με βάση το βασικό μισθό των βαθμών ή τη συνταξιοδοτική κλίμακα που κατείχε κάθε ένας στο χρονικό διάστημα από 1.1.2003 μέχρι 31.12.2007, συνυπολογιζόμενων των τυχόν μισθολογικών προσαυξήσεων, της προσαύξησης του βασικού μισθού με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τον πολλαπλασιασμό του μηνιαίου αθροίσματος αυτών επί δεκατέσσερα (14). Ο προσδιορισμός της παροχής αυτής για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που ήταν στην ενέργεια την 1.1.2008 γίνεται από τους οικείους εκκαθαριστές, με βάση τους κατωτέρω πίνακες διαφορών των βασικών μισθών με επιπλέον συνυπολογισμό επί των βασικών αυτών μισθών του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στον κάθε δικαιούχο χωριστά κατά τους κρίσιμους χρόνους. … 2. Δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την ιδιότητα του συνταξιούχου πριν από την 1.1.2008, θα λάβουν, ανάλογα με το βαθμό συνταξιοδότησής τους μετά της μισθολογικής προαγωγής που τυχόν έχουν λάβει, ποσοστό επί του ποσού που δικαιούνται οι εν ενεργεία συνάδελφοί τους, αντίστοιχο με το ποσοστό σύνταξης επί του μηνιαίου συντάξιμου μισθού τους (άρθρα 9 παρ. 4 και 15 του π.δ. 169/2007, 5 παρ. 3 του ν. 1902/1990, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1976/1991), όπως αυτό καθορίζεται στην οικεία πράξη κανονισμού της σύνταξής τους. …3. Οι εν λόγω παροχές προς τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, θα καταβληθούν με μετρητά σε πέντε (5) δόσεις ως εξής : Ι) 1η δόση. Μέρος της παροχής θα καταβληθεί στους δικαιούχους σε μετρητά το βραδύτερο μέχρι 31.1.2008 για τους εν ενεργεία και 22.2.2008 για τους συνταξιούχους, σε ποσό προ φόρων ως ακολούθως …ΙΙ) Οι επόμενες τέσσερις (4) δόσεις … θα καταβληθούν η 2η την 5.5.2008, η 3η την 1.7.2009, η 4η την 1.7.2010 και η 5η την 1.7.2011. … .6. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή των ανωτέρω ποσών στους δικαιούχους είναι η υποβολή, από μέρους τους, άπαξ μόνο, υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986, πριν από την είσπραξη της πρώτης δόσης, με την οποία θα δηλώνεται ότι ο δικαιούχος παραιτείται από κάθε άλλη αξίωση προς βελτίωση των αποδοχών ή της σύνταξής του, είτε του έχει επιδικαστεί είτε όχι, για το από 1.1.2000 μέχρι 31.12.2007 χρονικό διάστημα βάσει συνταγματικών ή άλλων διατάξεων της εσωτερικής ή κοινοτικής νομοθεσίας …». Τέλος, με το άρθρο 24 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128) αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 και ορίσθηκε, πλην άλλων, ότι η έκτακτη αυτή παροχή θα καταβληθεί τμηματικά σε μία εξαετία.
 Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Δικαστήριο, ότι η χορηγούμενη με αυτές στους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, «έκτακτη παροχή», παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε αναδρομική αναγνώριση επιπλέον απολαβών προς τους δικαστικούς λειτουργούς λόγω των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους (βλ. σχετ. εισηγητική έκθεση του ν. 3620/2007), δεν συνιστά ούτε χρονικά περιορισμένη αναβάθμιση – αύξηση των αποδοχών και συντάξεων αυτών, αφού, έστω και αν ο υπολογισμός του ύψους της συναρτάται με τον βαθμό που είχε και τις μισθολογικές προαγωγές και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που ελάμβανε κάθε δικαιούχος αυτής κατά το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα, πάντως δεν συνδέεται ουδόλως, όπως ρητά αναφέρεται στο κείμενο του νόμου, με το ισχύσαν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα ειδικό μισθολόγιο των προαναφερόμενων προσώπων (ν. 2521/1997 και ν. 3205/2003), στο οποίο άλλωστε δεν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή.
Συνεπώς, εφόσον δεν τροποποιήθηκαν οι σχετικές πάγιες μισθολογικές διατάξεις, η επίμαχη έκτακτη παροχή που χορηγήθηκε στους δικαστικούς λειτουργούς δεν μπορεί να επεκταθεί στους τυχόν εξομοιούμενους μισθολογικά με αυτούς δημοσίους λειτουργούς ή υπαλλήλους, ούτε να επηρεάσει κατ’ αύξηση το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και κατ’ επέκταση της βουλευτικής σύνταξης, σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 Συνεδρίασή της και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ν.δ. 99/1974, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 1694/1987.
Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων που μειοψήφησαν ήτοι των: Συμβούλων Συμβούλων Μιχαήλ Ζυμή, Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη και Ελένης Λυκεσά  από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της 2/1601/0022/30.1.2008 Κ.Υ.Α. συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη με αυτές έκτακτη παροχή προς τους δικαστικούς λειτουργούς, εν ενεργεία και συνταξιούχους, συνιστά στην ουσία χρονικά περιορισμένη (για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα) αναβάθμιση των αποδοχών και συντάξεων αυτών, αφού συνέχεται αναγκαία, όπως αναφέρεται και στη σχετική εισηγητική έκθεση του ν. 3620/2007, αφενός με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης τους, που απαιτεί την πολύωρη, επίπονη και συνεχή απασχόλησή τους, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας τους και του επίπονου και δυσχερούς έργου τους, και αφετέρου με την καθήλωση του ισχύοντος γι’ αυτούς ειδικού μισθολογίου, που θεσπίστηκε το έτος 1997 και έχει ως επί το πλείστον επιδοματικό χαρακτήρα, σε χαμηλά επίπεδα. Άλλωστε, η χορήγηση της ως άνω έκτακτης παροχής όχι μόνο στους εν ενεργεία, αλλά και στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς όλων των βαθμών της ιεραρχίας, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι αυτή προσαυξάνει ανάλογα για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας, ανεξάρτητα από την ονομασία της ως έκτακτης παροχής και τον τρόπο καταβολής της, για δημοσιονομικούς προδήλως λόγους, σε πέντε τμηματικές δόσεις κατά τα έτη 2008 μέχρι 2011 (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. Αποφ. 2078, 2082, 2083/2010 και Πρακτ. 7ης Γεν. Συνεδρίασης της 16.4.2008). Σύμφωνα δε με όσα έγιναν δεκτά στην υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη, η χρονικά αυτή περιορισμένη αύξηση των αποδοχών των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων επιφέρει αυτοδίκαια, για το ίδιο χρονικό διάστημα και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και, κατ’ επέκταση, της βουλευτικής σύνταξης. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν εκράτησε.
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν ΙΙ Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ήδη αναιρεσίβλητος, συνταξιούχος βουλευτής λαμβάνει από 3.6.1989 βουλευτική σύνταξη με βάση συνολικό χρόνο βουλευτείας από έτη 19-4-24 (σχετ. η … πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). Με αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, επικαλούμενος τις 13, 23 και 24/2006 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση των ενώπιόν του προσφυγόντων εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., λόγω της κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράλειψης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση, με την οποία οι αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων να ανέρχονται κατά το κρίσιμο στην ένδικη κατά περίπτωση υπόθεση χρονικό διάστημα τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών να διαβαθμίζονται αναλόγως», ζήτησε την από 1.1.2001 αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, στο ύψος των οποίων, όπως έγινε δεκτό με τις ανωτέρω αποφάσεις, πρέπει κατ’ ευθεία εφαρμογή των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος να αναβαθμιστούν οι αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε με την 83849/07/20.8.2007 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία αφενός μεν ότι οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράγουν κατά το άρθρο 8 του ν. 3038/2002 τα αποτελέσματά τους μόνο έναντι των διαδίκων της δίκης, αφετέρου δε ότι με τη 17/2006 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου έγινε αντίθετα δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να αναβαθμίσουν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων (και αναλογικά των λοιπών βαθμών των δικαστικών λειτουργών) στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και, κατ’ επέκταση, δε θεμελιώνεται από αυτούς δικαίωμα αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ.. Κατά της απορριπτικής αυτής πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 1.10.2007 έφεσή του, με την οποία ζήτησε την ακύρωσή της και την από 1.1.2001 αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατά τα ανωτέρω. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, κατά το πληττόμενο κεφάλαιο αυτής, ότι, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 2/1601/0022/30.1.2008 κοινής υπουργικής απόφασης, οι οποίες, αν και τέθηκαν σε ισχύ μετά την έκδοση της εκκληθείσας ενώπιον του Τμήματος πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εντούτοις έχουν αναδρομική δύναμη, αφού με αυτές, κατά τα δεκτά γενόμενα υπό του Τμήματος, προσαυξάνονται υπό όρους και προϋποθέσεις οι αποδοχές όλων των βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα, δικαιούνται και οι συνταξιούχοι βουλευτές αντίστοιχη κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της σύνταξής τους για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις. Συνεπώς, μετά τη θέση σε ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων η προσβληθείσα πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απώλεσε, κατά την κρίση του Τμήματος, εν μέρει το νόμιμο έρεισμά της και ακολούθως για το λόγο αυτό το Τμήμα έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη έφεση, ακύρωσε την εκκληθείσα αυτή πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. και ανέπεμψε το συνταξιοδοτικό φάκελο του ήδη αναιρεσιβλήτου στη Διεύθυνση αυτή, προκειμένου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική σύνταξή του για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 2/1601/0022/30.1.2008 Κ.Υ.Α. και με τους όρους και προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στις διατάξεις αυτές, όρισε δε ότι η κατ’ αύξηση αυτή προκύπτουσα σύνταξη είναι πληρωτέα κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην παρ. 6 της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α. (ήτοι, άμεσα μεν κατά το μέρος που αφορά τις δύο πρώτες δόσεις και κατά τα έτη 2009, 2010 και 2011, αντιστοίχως, κατά το μέρος που αφορά τις λοιπές δόσεις). Αυτά δεχθέν το Τμήμα, ότι δηλαδή η θεσπιζόμενη με τις διατάξεις της 2/1601/0022/30.1.2008 Κ.Υ.Α. έκτακτη παροχή προς τους δικαστικούς λειτουργούς, εν ενεργεία και συνταξιούχους, συνιστά στην ουσία χρονικά περιορισμένη (για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα) αναβάθμιση των αποδοχών και συντάξεων αυτών και επιφέρει αυτοδικαίως, για το ίδιο χρονικό διάστημα και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και, κατ’ επέκταση, της βουλευτικής σύνταξης, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη, με τις ως άνω διατάξεις χορηγήθηκε στους δικαστικούς λειτουργούς εφάπαξ έκτακτη οικονομική ενίσχυση, που δεν έχει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα (και ειδικότερα από 1.1.2003 έως 31.12.2007) αναβάθμισης του ισχύοντος για αυτούς ειδικού μισθολογίου, με συνέπεια να αποκλείεται και οποιαδήποτε αντίστοιχη μεταβολή της βουλευτικής αποζημίωσης και κατ’ επέκταση της βουλευτικής σύνταξης, και για το λόγο αυτό αναιρετέα κατέστησε την απόφαση αυτού. Αναιρουμένης δε της προσβαλλομένης αποφάσεως για το λόγο αυτό, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του ετέρου λόγου αναιρέσεως.
Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, που δέχθηκε, κατά τις προαναφερόμενες υπό στοιχ. ΙΙΙ σκέψεις της, ότι η ως άνω παροχή προσαυξάνουσα για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και αναλόγως των δικαστικών λειτουργών των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας,επιφέρει αυτοδίκαια, για το ίδιο χρονικό διάστημα και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και, κατ’ επέκταση, της βουλευτικής σύνταξης ορθά έκρινε το Τμήμα, και κατά συνέπεια έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος αναιρέσεως. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν εκράτησε.
V. Μετά την αναίρεση κατά πλειοψηφία της προσβαλλόμενης 81/2009 απόφασης του ΙΙ Τμήματος για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, η υπόθεση που δεν χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος (άρθρα 58 παρ. 4 π. δ/τος 774/1980 και 116 π. δ/τος 1225/1981) πρέπει να διακρατηθεί και να δικασθεί στην ουσία από την Ολομέλεια η ένδικη έφεση, κατά το μέρος που η απόφαση ήχθη ενώπιον της Ολομελείας και αναιρέθηκε, αφορά δε την αναπροσαρμογή της συντάξεως του αναιρεσιβλήτου κατά το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα. Περαιτέρω δε πρέπει να κριθεί ότι ο νυν αναιρεσίβλητος δεν δικαιούται, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, αναπροσαρμογής της συντάξεώς του και ότι η έφεσή του πρέπει ν’ απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του αναιρεσιβλήτου.
Δέχεται την από 14.4.2009 (αριθμ. καταθ. 171/15.4.2009) αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.
Αναιρεί την προσβαλλόμενη 81/2009 οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.
Διακρατεί και δικάζει την έφεση κατά το μέρος που αφορά την αναπροσαρμογή της συντάξεως του εκκαλούντος – αναιρεσιβλήτου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2007 και απορρίπτει αυτήν.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2012.