ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 203/2011
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Ιωάννης Καραβοκύρης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Διονύσιος Λασκαράτος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αργυρώ Λεβέντη (εισηγήτρια), Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης, Χριστίνα Ρασσιά και Θεολογία Γναρδέλλη, Σύμβουλοι (Ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Χρήστος Ντάκουρης και οι Σύμβουλοι Άννα Λιγωμένου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Αγγελική Μυλωνά και Γεωργία Τζομάκα απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Γ ι α να δικάσει την από 15 Ιανουαρίου 2008 (αριθ. κατάθ. 5/16-1-2008) για αναίρεση της 1984/2006 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του …, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η από 10-2-2005 αίτηση του Γεν. Επιτρόπου της Επικρατείας περί καταλογισμού του ήδη αναιρεσείοντος με το ποσό των 4.157,35 ευρώ υπέρ του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη αυτό, από βαρεία αμέλεια του ως άνω αναιρεσείοντος Ταξιάρχου ε.α., κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον αναιρεσείοντα που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης,
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα και τους Συμβούλους Χρυσούλα Καραμαδούκη, Γεώργιο Βοΐλη, Ελένη Λυκεσά που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Θεολογία Γναρδέλλη που αποχώρησε από τη διάσκεψη σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1984/2006 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2895127, σειράς Α΄, έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων αυτής, χωρίς να κωλύεται η πρόοδος της δίκης από τη δικονομική απουσία του αναιρεσείοντος, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και ζήτησε την εκδίκασή της.
II. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η από 10-2-2005 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, περί καταλογισμού του ήδη αναιρεσείοντος με το ποσόν των 4.153,35 ευρώ, ως αποζημίωση, του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, για την αποκατάσταση ισόποσης ζημίας την οποία υπέστη το τελευταίο, από την εκ βαρείας αμέλειας του αναιρεσείοντος, Ταξιάρχου ε.α. απώλεια, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, μιας συσκευής κρυπτοκινητού τηλεφώνου την 9-4-2004, κυριότητος του αναιρεσίβλητου, κατά τα ειδιότερον στην προσβαλλομένη απόφαση οριζόμενα. Κατά της απόφασης αυτής με την υπό κρίση αίτησή του, όπως εκτιμάται, παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση και ειδικότερα για την εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών.
ΙΙ. Ο Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, ΦΕΚ – Α’, 189) ορίζει στο άρθρο 46 παρ. 4 ότι : «Δημόσιοι υπάλληλοι υπαγόμενοι εις τας διατάξεις του Ν. 1811/1951 «περί Κώδικος καταστάσεως των Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων», Στρατιωτικοί εν γένει οι ανήκοντες εις τα Σώματα Ασφαλείας και το Λιμενικόν Σώμα ως και οι εις τας Ενόπλους Δυνάμεις υπηρετούντες πάσης κατηγορίας υπάλληλοι ή εργατοτεχνίται, ευθύνονται έναντι του Δημοσίου δια πάσαν θετικήν ζημίαν, ην προυξένησαν εις αυτό εκ δόλου ή βαρείας αμελείας κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτών … (βλ. και άρθρο 38 του ν.2683/1999 «Κώδικας κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ.» καθώς και άρθρο 1 του ν.δ./τος 2998/1954 με το οποίο οι διατάξεις περί αστικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων επεκτάθηκαν στους στρατιωτικούς εν γένει και στους ανήκοντες στα σώματα ασφαλείας). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι στρατιωτικοί εν γένει, εάν ζημίωσαν το Δημόσιο κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, ευθύνονται έναντι αυτού προς ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας, εφόσον η ζημιογόνος συμπεριφορά τους αποδίδεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Βαριά αμέλεια υπάρχει, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όταν δεν καταβάλλεται όχι μόνον η απαιτούμενη στις συναλλαγές, αντικειμενικά και αφηρημένα, επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου, αλλά ούτε και η στοιχειώδης επιμέλεια την οποία αξιώνει ο νόμος από όλους τους ανθρώπους μέσα στον κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής τους δραστηριότητας (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 1349/89, 642/87, 310/86 κ.ά). Εξάλλου, το π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ 304 Α’) ορίζει, στο άρθρο 97 παρ. 1, ότι : «Το Συνέδριον, ασκούν τη δικαιοδοσία αυτού, δικαιούται προς μόρφωσιν πεποιθήσεως, να κάμη χρήσιν κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν, παντός αποδεικτικού μέσου (ομολογίας, τεκμηρίων, αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, μαρτύρων, όρκου και εγγράφων), εφ’ όσον υπό των διεπουσών την υπό κρίσιν υπόθεσιν ειδικών διατάξεων δεν καθορίζονται ωρισμένα αποδεικτικά μέσα ή δεν περιορίζεται η χρήσις τούτων» και, στο άρθρο 101, ότι : «Το Συνέδριον εκτιμά κατ’ ελευθέραν αυτού κρίσιν τας αποδείξεις, εφ’ όσον άλλως δεν ορίζεται υπό των διεπουσών την υπό κρίσιν υπόθεσιν ειδικών διατάξεων ή του παρόντος Διατάγματος». Από τις προεκτεθείσες διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 3 και 395 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που εφαρμόζονται αναλόγως σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, προκύπτει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της αλήθειας ή αναλήθειας του πραγματικού υλικού της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του, δικαιούται να χρησιμοποιεί, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, δικαστικά τεκμήρια, τα οποία δύνανται να συναχθούν και από άκυρα και παράτυπα έγγραφα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι παραδεκτή η απόδειξη με μάρτυρες καθώς και ότι η γνησιότητα του εγγράφου, που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου από το οποίο το δικαστήριο συνάγει τα συμπεράσματά του, δεν αμφισβητείται (βλ. σχετ. ΑΠ 430/2001).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το V Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι ο καθ’ ου, …, Ταξίαρχος ε.α., κατά το χρονικό διάστημα από 28-5-2001 έως 30-8-2004 υπηρέτησε ως Ακόλουθος Άμυνας (ΑΚΑΜ) στην Ελληνική Πρεσβεία της … (…). Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην ως άνω θέση και συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του έτους 2003 παραδόθηκε σ’ αυτόν μια συσκευή κρυπτοκινητού τηλεφώνου τύπου SAGEM C 850 και με αριθμό κλήσης …, για την κάλυψη των αναγκών της υπηρεσίας του. Η συσκευή αυτή εξασφαλίζει κρυπτογραφημένη τηλεφωνική επικοινωνία με χρήση κλείδας κρυπτογράφησης για την ασφαλή διαβίβαση πληροφοριών από τους χρήστες του συγκεκριμένου δικτύου. Στις 8-4-2004 ο καθ’ ου αναχώρησε από την Άγκυρα με την οικογένειά του, με ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο τύπου “MERCEDES C-180” που του παραχώρησε το Ελληνικό Προξενείο στην … και το οποίο έφερε διπλωματικές πινακίδες, για πενθήμερη εκδρομή στην περιοχή της Νοτιοανατολικής …., αρνούμενος τη διακριτική συνοδεία που του πρόσφερε, για λόγους ασφαλείας, η τουρκική αστυνομία. Κατά τη μετακίνησή του αυτή ο καθ’ ου μετέφερε μαζί του και την προαναφερόμενη συσκευή, ώστε να έχει τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με την υπηρεσία του. Στις 9-4-2004 και περί ώρα 11.00, κατά τη διαδρομή από … προς … και συγκεκριμένα τρία (3) περίπου χιλιόμετρα πριν την κωμόπολη …, ο καθ’ ου στάθμευσε το αυτοκίνητό του στη δεξιά πλευρά του δρόμου, προκειμένου να επισκεφθεί με την οικογένειά του τα ερείπια βυζαντινού ναού, που βρισκόταν σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τον τόπο στάθμευσης. Πριν την απομάκρυνσή του από το αυτοκίνητο ο καθ’ ου τοποθέτησε το κρυπτοκινητό τηλέφωνο μέσα σε δερμάτινη τσάντα, την οποία άφησε στο αυτοκίνητο, κάτω από τη θέση του συνοδηγού. Επιστρέφοντας στο χώρο στάθμευσης, μετά την πραγματοποίηση της επίσκεψης, ο ανωτέρω διαπίστωσε ότι το όχημά του είχε παραβιαστεί από άγνωστα πρόσωπα, τα οποία είχαν σπάσει το τζάμι της πίσω αριστερής πόρτας του οχήματος και είχαν αφαιρέσει από αυτό διάφορα προσωπικά είδη του ιδίου και της οικογένειάς του καθώς και τη δερμάτινη τσάντα με την ως άνω κρυπτοσυσκευή. Αμέσως ειδοποίησε τις τουρκικές αστυνομικές αρχές της περιοχής, οι οποίες όμως επέδειξαν αδιαφορία και δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα για την ανεύρεση των δραστών. Ότι, από την απώλεια του ως άνω κρυπτοκινητού τηλεφώνου προκλήθηκε στο Δημόσιο ζημία συνολικού ύψους τεσσάρων χιλιάδων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (4.157,35), που αντιστοιχεί στην αξία του απωλεσθέντος υλικού κατά το χρόνο της απώλειας, μετά τη μείωση αυτής (αρχικής αξίας) κατά ποσοστό 15% λόγω παλαιότητας και ότι ο καθ’ ου είναι αποκλειστικά υπαίτιος της απώλειας, του ανωτέρω κρυπτοκινητού τηλεφώνου, η οποία οφείλεται σε βαριά του αμέλεια, καθόσον αυτός, αν και όφειλε και μπορούσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή φύλαξη αυτού, το οποίο μάλιστα λόγω της αξίας του και κυρίως του διαβαθμισμένου χαρακτήρα του (με την περιέλευσή του στην κατοχή τρίτων προσώπων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την υποκλοπή διαβαθμισμένων πληροφοριών) αποτελούσε ελκυστικό υλικό, άφησε τη δερμάτινη τσάντα με την ως άνω συσκευή μέσα στο αυτοκίνητό του, το οποίο έφερε διακριτικά ξένης αποστολής και αποτελούσε προφανή στόχο, και, στη συνέχεια, απομακρύνθηκε από αυτό, εξαιτίας δε της συμπεριφοράς του αυτής, που αποκλίνει σημαντικά από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού αξιωματικού, προκλήθηκε η εν λόγω απώλεια και η συνακόλουθη ζημία του Δημοσίου. Έτσι που έκρινε το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του νόμου και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Μετά απ’ αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως (αρθρ.61 παρ.3 και 117 π.δ.1225/1981 και 59 π.δ.774/1980).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του αναιρεσείοντος.
Απορρίπτει την από 15-1-2008 αίτηση του … για αναίρεση της 1984/2006 οριστικής αποφάσεως του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Διατάσσει την κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 2 Φεβρουαρίου 2011.