ΕΣ 2078/2010, Ολομ.,ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ , ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ, Βουλευτική αποζημίωση, έννοια αρθ.1 ΠΠΕΣΔΑ , δεδικασμένο ειδικού δικαστηρίου αρθ.88 παρ.2 Σ.

ΕΣ Ολομ

Αριθμ. 2078/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Έννοια της βουλευτικής αποζημίωσης. Προϋποθέσεις αναπροσαρμογής βουλευτικής συντάξεως για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα. Κατά το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται προστασίας της περιουσίας του. Στην περιουσία αυτή εντάσσεται και το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου για τη λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον όμως συντρέχουν οι εκάστοτε τασσόμενες από το εσωτερικό δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους σχετικές προϋποθέσεις. Οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράγουν κατά το άρθρο 8 του ν. 3038/2002 τα αποτελέσματά τους μόνο έναντι των διαδίκων της δίκης και δεν έχουν ισχύ έναντι των τρίτων μη διαδίκων.

Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγητής: Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Σχοινιωτάκης

1. Με τις κρινόμενες: α) από 14.4.2009 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 61 παρ. 1 και 117 του π.δ. 1225/1981) και β) από 18.5.2009 αίτηση αναίρεσης του Α.Α., όπως διευκρινίζεται με το από 9.11.2009 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το 2204498 Σειράς Α΄ ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου), ζητείται, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, η αναίρεση της 2801/ 2008 οριστικής απόφασης του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι αιτήσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Συνεπώς, είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω συνάφειας και να εξεταστούν κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων εκάστης εξ αυτών, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
2. Με την 176769/06/12.3.2007 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, απορρίφθηκε αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσιβλήτου, συνταξιούχου βουλευτή …, για αναπροσαρμογή της σύνταξής του από 1.1.2001, με βάση τις «αποδοχές Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τις 13, 23 και 24/2006 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με την αναβάθμισή τους στο ύψος των συνολικών αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων». Έφεση δε του ιδίου κατά της ως άνω πράξης της Υπηρεσίας Συντάξεων έγινε εν μέρει δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση 2801/2008 του II Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, ακυρώθηκε εν μέρει η ανωτέρω προσβαλλόμενη 176769/06/12.3.2007 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και αναπέμφθηκε ο συνταξιοδοτικός φάκελος του (τότε) εκκαλούντος, ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσιβλήτου, στη Διεύθυνση αυτή, προκειμένου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική του σύνταξη για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 2/1601/0022/30.1.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και με τους όρους και προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στις διατάξεις αυτές, και να ορισθεί η κατ’ αύξηση αυτή προκύπτουσα σύνταξη πληρωτέα κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην παρ. 6 της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης (ήτοι, άμεσα κατά το μέρος που αφορά τις δύο πρώτες δόσεις, και κατά τα έτη 2009, 2010 και 2001, αντιστοίχως, κατά το μέρος που αφορά τις λοιπές δόσεις). Επίσης απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η σωρευόμενη στην έφεση, αγωγή αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, με την αιτιολογία που αναφέρεται ειδικότερα σ’ αυτή. Με τις κρινόμενες αιτήσεις επιδιώκεται, για τους αναφερόμενους σε κάθε μία λόγους, η αναίρεση της απόφασης αυτής, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσιβλήτου (όσον αφορά την πρώτη αίτηση αναίρεσης) και κατά το μέρος που απορρίφθηκε η έφεση (όσον αφορά τη δεύτερη αίτηση αναίρεσης), αντίστοιχα.
3. Με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ν.δ/τος 99/1974 «περί συνταξιοδοτήσεως των Προέδρων ή Αντιπροέδρων Κυβερνήσεως, των Βουλευτών, ως και των οικογενειών αυτών» (όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 1694/1987), το ποσό την μηνιαίας σύνταξης που δικαιούνται οι βουλευτές εκ του Δημοσίου Ταμείου «ορίζεται στο ένα τέταρτο του συνόλου της βουλευτικής αποζημίωσης που καταβάλλεται εκάστοτε», το ποσό δε αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25 τοις εκατό διά κάθε πλήρες έτος βουλευτείας μέχρι το δέκατο έτος και κατά ποσοστό 10 τοις εκατό για κάθε επί πλέον πλήρες έτος βουλευτείας πέραν του δεκάτου έτους, σε καμία περίπτωση όμως το ποσό της μηνιαίας σύνταξης δεν μπορεί να είναι ανώτερο του 80 τοις εκατό του συνόλου της βουλευτικής αποζημίωσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος «οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματος τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες, το δε ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής». Περαιτέρω, σύμφωνα με απόφαση της Βουλής που εκδόθηκε σε εκτέλεση του προϊσχύοντος άρθρου 75 παρ. 1 του Συντάγματος 1952 (ταυτοσήμου κατά το σημείο τούτο με το ανωτέρω άρθρο 63 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος) και ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 Συνεδρίασή της «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού υποκειμένη εις τας εξής κρατήσεις …». Η απόφαση αυτή της Βουλής διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που ορίζει ότι: «Η βουλευτική αποζημίωσις, ως αυτή έχει καθορισθή δι’ αποφάσεως της Βουλής, ληφθείσης κατά την συνεδρίασιν ΚΔ΄ αυτής της 22ας Δεκεμβρίου 1964, διατηρουμένης εν ισχύϊ, υπόκειται εις τας κάτωθι μόνον κρατήσεις: α) … β) Εν τοις εκατόν (1%) υπέρ του Δημοσίου διά υγιειονομικήν περίθαλψιν». Τέλος, κατά το άρθρο 111 παρ. 2 του Συντάγματος «Συντακτικές πράξεις που εκδόθηκαν από τις 24 Ιουλίου 1974 έως τη σύγκληση της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς και Ψηφίσματά της εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τις διατάξεις τους τις αντίθετες προς το Σύνταγμα και επιτρέπεται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με νόμο …». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιτάσσει την καταβολή μιας χρηματικής παροχής στους βουλευτές από το Κράτος για την άσκηση του λειτουργήματος τους, η οποία περιλαμβάνει αφενός «αποζημίω-ση» που καλύπτει τα έξοδα διαβίωσης των βουλευτών και αφετέρου «δαπάνες» που καλύπτουν κυρίως τα έξοδα της λειτουργίας του γραφείου τους. Πρόκειται για ένα δημοσίου δικαίου δικαίωμα των βουλευτών, που κατοχυρώνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή για την άσκηση του λειτουργήματος τους και σκοπός του είναι η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο καθορισμός του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης και των δαπανών έχει ανατεθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής και καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας αυτής, και όχι με νόμο, στο πλαίσιο της εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής. Η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος με την απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 και ορίσθηκε «ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού». Έτσι η απόφαση αυτή προσδιόρισε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις νόμιμες αποδοχές του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού, που είναι ο Πρόεδρος των Ανωτάτων Δικαστηρίων του Κράτους και αναμφιβόλως έχει την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως κάθε φορά καθορίζονται από τις κείμενες διατάξεις. Η απόφαση αυτή της Βουλής διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975, οι διατάξεις του οποίου μπορεί κατά το άρθρο 12 παρ. 2 αυτού και το άρθρο 111 παρ. 2 του Συντάγματος να καταργηθούν με «νόμο». Ως νόμος εννοείται εν προκειμένω η απόφαση της Ολομέλειας ή και ο Κανονισμός της Βουλής για τις διατάξεις που ρυθμίζουν το ποσό της αποζημίωσης και των δαπανών, εφόσον κατά τα προεκτεθέντα το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (και όχι με νόμο) στο πλαίσιο της εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής, και ο τυπικός νόμος για τις άλλες διατάξεις του Ψηφίσματος (βλ. και Συνταγματικό Δίκαιο, Αθαν. Ράϊκου, τομ. Α σελ. 69 επόμ., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Ευάγγ. Βενιζέλου σελ. 521). Ακολούθως, η σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων, επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης. Επομένως, οποιαδήποτε μεταβολή των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων του Κράτους, αφού επηρεάζει αμέσως το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, συνεπάγεται και την αντίστοιχη μεταβολή της καθοριζόμενης, σε ποσοστό της βουλευτικής αποζημίωσης, σύνταξης των διατελεσάνων βουλευτών (βλ. Ολομ. Ελεγκ. Συν. 183/1993, 1505/2001 και Πρακτικά 26ης Γεν. Συν./17.9.1986).
4. Με βάση τις διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του ι-σχύοντος αναθεωρημένου Συντάγματος, με τις οποίες καθιερώνεται, ως ου-σιώ¬δες χαρακτηριστικό της δικαστικής λειτουργίας, η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των φορέων (οργάνων) της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με αφορμή την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, δέχτηκε, με σειρά αποφάσεών του (13/ 2006, 23/2006, 24/2006, 44/2007 κ.ά.), ότι η χορήγηση στους λειτουργούς των άλλων δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής) αποδοχών μεγαλύτερων από εκείνες που καταβάλλονται στα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστικούς λειτουργούς) παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, πλήττοντας ουσιωδώς τη δικαστική ανεξαρτησία, έχει δε ως συνέπεια την κατ’ ευθεία εφαρμογή των διατάξεων αυτών αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών στο ύψος των συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών. Με βάση την παραδοχή αυτή, έγινε δεκτό από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, εκδικάζοντας αγωγές εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, ότι, εφόσον ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, που προΐσταται Αρχής, ενταγμένης στην εκτελεστική εξουσία, ελάμβανε κατά το κρίσιμο στην ένδικη κατά περίπτωση υπόθεση χρονικό διάστημα, υπό μορφή αποζημίωσης, αποδοχές ανώτερες από εκείνες των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, γεννάται «ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, λόγω της κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράλειψης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση, με την οποία οι αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων να ανέρχονται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα τουλά-χιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών να διαβαθμίζονται αναλόγως». Ενόψει των αποφάσεων αυτών του Ειδικού Δικαστηρίου, οι οποίες κατά το άρθρο 8 του ν. 3038/2002 ισχύουν μόνο έναντι των διαδίκων, αλλά και του γεγονότος ότι είχαν ασκηθεί και εκκρεμούσαν μαζικές αγωγές ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού από εν ενεργεία και συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, επιχειρήθηκε η εξεύρεση, μέσω σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, μιας συμβιβαστικής λύσης για την ικανοποίηση των αξιώσεων όλων των δικαστικών λειτουργών, ανεξάρτητα αν είχαν προσφύγει ή μη, που απορρέουν από την ως άνω παράνομη παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να αναβαθμίσουν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων (και αναλόγως τις αποδοχές των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας) στο ύψος των συνολικών αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Περαιτέρω, το άρθρο μόνο της 2/1601/0022/30.1.2008 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης «Καταβολή έκτακτης παροχής στους δικα¬στικούς λειτουργούς, στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), εν ενεργεία και συνταξιούχους όλων των βαθμίδων» (ΦΕΚ Β΄ 149), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 «Αύξηση συντάξεων του Δημοσίου από το έτος 2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 276) και τυγχάνει εφαρμογής και στην κρινόμενη περίπτωση, ενόψει του ότι δημοσιεύθηκε μεν μετά την έκδοση της 176769/06/12.3.2007 πράξης της 43ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., όμως έχει αναδρομική ισχύ, καθόσον ρυθμίζει έννομες σχέσεις που εμπίπτουν στο κρίσιμο χρονικό διάστημα, ορίζει: «Το ακριβές ύψος της έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς όλων των βαθμών της ιεραρχίας … εν ενεργεία και συνταξιούχους, καθορίζεται σε ετήσια βάση, με βάση το βασικό μισθό των βαθμών ή τη συνταξιοδοτική κλίμακα που κατεί¬χε κάθε ένας στο χρονικό διάστημα από 1.1.2003 μέχρι 31.12.2007, συνυπο¬λο¬γιζόμενων των τυχόν μισθολογικών προσαυξήσεων, της προσαύξησης του βασικού μισθού με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τον πολλαπλασιασμό του μηνιαίου αθροίσματος αυτών επί δεκατέσσερα … Δικαστικοί λειτουργοί … με την ιδιότητα του συνταξιούχου πριν από την 1.1.2008, θα λάβουν, ανάλογα με το βαθμό συνταξιοδότησης τους μετά της μισθολογικής προαγωγής που τυχόν έχουν λάβει, ποσοστό επί του ποσού που δικαιούνται οι εν ενεργεία ομοιόβαθμοι συνάδελφοι τους, αντίστοιχο με το ποσοστό σύνταξης επί του μηνιαίου συ¬νταξίμου μισθού τους … Οι εν λόγω παροχές προς τους δικαστικούς λειτουργούς … εν ενεργεία και συνταξιούχους, θα καταβληθούν με μετρητά σε πέντε (5) δόσεις … Η πληρωμή των ποσών της έκτακτης παροχής που αντιστοιχεί στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς… θα γίνει, με τη διαδικασία καταβολής της σύνταξής τους, από την 45η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως ακολούθως … Ο χρόνος καταβολής των δόσεων στους … συνταξιούχους ορίζεται ως εξής: α) η πρώτη δόση, με τη σύνταξη του μηνός Μαρτίου 2008, β) η δεύτερη δόση, με τη σύνταξη του μηνός Μαΐου 2008, γ) η τρίτη δόση, με τη σύνταξη του μηνός Ιουλίου 2009, δ) η τέταρτη δόση, με τη σύνταξη του μηνός Ιουλίου 2010 και ε) η πέμπτη δόση, με τη σύνταξη του Ιουλίου 2011». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη με αυτές έκτακτη παροχή προς τους δικαστικούς λειτουργούς, εν ενεργεία και συνταξιούχους, συνιστά στην ουσία χρονικά περιορισμένη (για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα) αναβάθμιση των αποδοχών και συντάξεων αυτών, αφού συνέχεται αναγκαία, όπως αναφέρεται και στη σχετική εισηγητική έκθεση του ν. 3620/2007, αφενός με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης τους, που απαιτεί την πολύωρη, επίπονη και συνεχή απασχόλησή τους, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας τους και του επίπονου και δυσχερούς έργου τους, και αφετέρου με την καθήλωση του ισχύοντος γι’ αυτούς ειδικού μισθολογί-ου, που θεσπίστηκε το έτος 1997 και έχει ως επί το πλείστον επιδοματικό χαρακτήρα, σε χαμηλά επίπεδα. Άλλωστε, η χορήγηση της ως άνω έκτακτης παροχής όχι μόνο στους εν ενεργεία, αλλά και στους συνταξιούχους δικαστι-κούς λειτουργούς όλων των βαθμών της ιεραρχίας, καθώς και ο τρόπος υπο-λογισμού της, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι αυτή προσαυξάνει ανάλογα για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας, ανεξάρτητα από την ονομασία της ως έκτακτης παροχής και τον τρόπο καταβολής της, για δημοσιονομικούς προδήλως λόγους, σε πέντε τμηματικές δόσεις κατά τα έτη 2008 μέχρι 2011 (βλ. πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. 7ης Γεν. Συν/σης της 16ης.4.2008). Σύμφωνα δε με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, η χρονικά αυτή περιορισμένη αύξηση των αποδοχών των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων επιφέρει αυτοδίκαια, για το ίδιο χρονικό διάστημα και με τους ίδιους όρους και προϋ-ποθέσεις, αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και, κατ’ επέ-κταση, της βουλευτικής σύνταξης.
5. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ήδη αναιρεσείων – αναιρεσίβλητος, συνταξιούχος βουλευτής, λαμβάνει ήδη από 3.6.1989 βουλευτική σύνταξη με βάση συνολικό χρόνο βουλευτείας από έτη 17-02-27 (σχετ. η 13737/1989 πράξη της 1ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). Με αίτησή του δε προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, επικαλούμενος τις 13, 23 και 24/2006 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση των ενώπιον του προσφευγόντων εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, λόγω της κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράλειψης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση, με την οποία οι αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων να ανέρχονται κατά το κρίσιμο στην ένδικη κατά περίπτωση υπόθεση χρονικό διάστημα τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών να διαβαθμίζονται αναλόγως», ζήτησε την αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, στο ύψος των οποίων, όπως έγινε δεκτό με τις ανωτέρω αποφάσεις, πρέπει κατ’ ευθεία εφαρμογή των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος να αναβαθμιστούν οι αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε, με το 176769/06/12.3.2007 έγγραφο (πράξη) της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία αφενός μεν ότι οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου παράγουν κατά το άρθρο 8 του ν. 3038/2002 τα αποτελέσματά τους μόνο έναντι των διαδίκων της δίκης, αφετέρου δε ότι με την 17/2006 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου έγινε αντίθετα δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να αναβαθμίσουν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων (και αναλογικά των λοιπών βαθμών των δικαστικών λειτουργών) στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και κατ’ επέκταση δεν θεμελιώνεται από αυτούς δικαίωμα αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Κατά της απορριπτικής αυτής πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ο ήδη αναιρεσείων – αναιρεσίβλητος άσκησε την από 16.4.2007 έφεσή του, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της πράξης αυτής και την από 1.1.2001 αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, ότι, ενόψει αυτών και δεδομένου αφενός μεν ότι οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος δεν έχουν, τόσο κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, όσο και κατά τις διατάξεις του ν. 3038/2002, που εκδόθηκε σε εκτέλεσή της, ισχύ νόμου, παράγουν δε τα αποτελέσματά τους κατά το άρθρο 8 του τελευταίου αυτού νόμου μόνο έναντι των διαδίκων της δίκης, αφετέρου δε ότι με τις αναφερόμενες από τον εκκαλούντα αποφάσεις του Ειδικού αυτού Δικαστηρίου αναγνωρίσθηκε απλώς η υποχρέωση του Δημοσίου να αποζημιώσει κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ τους ενώπιον του προσφεύγοντες (ενάγοντες) δικαστικούς λειτουργούς, αβασίμως αιτείται ο ήδη αναιρεσείων – αναιρεσείβλητος την από 1.1.2001 και εφεξής αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση αποδοχές Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου αναβαθμισμένες στο ύψος του συνόλου των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αφού δεν υφίσταται τέτοια πάγια μισθολογικού περιεχομένου διάταξη για τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων (και αναλογικά για τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς), ώστε να δικαιωθούν οι μεν εν ενεργεία βουλευτές, σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12. 1964 Συνεδρίαση της και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, αντί-στοιχου ποσού βουλευτική αποζημίωση, οι δε συνταξιούχοι βουλευτές, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ν.δ. 99/1974, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρ-θρο 29 παρ. 1 του ν. 1694/1987, αντίστοιχη κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της βουλευτικής τους σύνταξης. Πλην όμως, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 2/1601/0022/30.1.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, με τις οποίες, αν και τέθηκαν σε ισχύ (δημοσιεύθηκαν) μετά την έκδοση της ήδη προσβαλλόμενης πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εντούτοις έχουν αναδρομική δύναμη, αφού προσαυξάνονται με αυτές με τους εκεί διαλαμβανόμενους όρους και προϋποθέσεις οι αποδοχές όλων των βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα, έκρινε ότι δικαιούνται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, και οι συνταξιούχοι βουλευτές αντίστοιχη κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της σύνταξής τους για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις. Συνεπώς, μετά τη θέση σε ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων απώλεσε εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους το νόμιμο έρεισμά της και ακολούθως για το λόγο αυτό έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη έφεση, ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη 176769/06/12.3.2007 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και ανέπεμψε το συνταξιοδοτικό φάκελο του ήδη αναιρεσείοντος – α-ναιρεσιβλήτου στη Διεύθυνση αυτή, προκειμένου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική σύνταξη του για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 2/1601/0022/30.1.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και με τους όρους και προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στις διατάξεις αυτές, να ορισθεί δε η κατ’ αύξηση αυτή προκύπτουσα σύνταξη πληρωτέα κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην παρ. 6 της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης (ήτοι, άμεσα κατά το μέρος που αφορά τις δύο πρώτες δόσεις και κατά τα έτη 2009, 2010 και 2011, αντιστοίχως, κατά το μέρος που αφορά τις λοιπές δόσεις).
Έτσι κρίνοντας το δικάσαν Τμήμα, δηλαδή ότι ο αναιρεσείων Α.Α. δεν δικαιούται αναπροσαρμογής της σύνταξής του για το από 1.1.2001 έως 31.12.2002 χρονικό διάστημα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 88 παρ. 2 του Συντάγματος, 8 του ν. 3038/2002 και 5 παρ. 9 ν. 3620/2007. Ειδικότερα, η προεκτεθείσα νομοθετική ρύθμιση δεν παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 του ισχύοντος Συντάγματος), δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή είναι γενική και έχει τεθεί με αντικειμενικά κριτήρια και κρίνεται ως η μόνη κατάλληλη και απολύτως αναγκαία, συνάπτεται δε με τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό, δηλαδή, να επιτευχθεί η προστασία του μείζονος αγαθού της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, όπως με πλήρη και επαρκή αιτιολογία έκρινε το δικάσαν Τμήμα. Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναίρεσης της από 18.5.2009 αίτησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η ως άνω ρύθμιση και ειδικότερα ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούται αναπροσαρμογής της σύνταξης για το από 1.1.2001 έως 31.12.2002 χρονικό διάστη-μα δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Στη διάταξη του άρθρου αυτού, του υπογραφέντος στο Παρίσι την 20 Μαρτίου 1952 Προσθέτου Πρωτοκόλλου, στην από 4 Νοεμβρίου 1950 Σύμβαση της Ρώμης «Διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» των διατάξεων της Συμβάσεως ταύτης, ως και του Προσθέτου Πρωτοκόλλου που κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) και τα οποία έχουν, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, υπέρτερη ισχύ, έναντι των κοινών νόμων, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτος όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται, κατ’ αρχήν, γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται προ-στασίας της περιουσίας του. Στην περιουσία αυτή εντάσσεται, κατ’ αρχήν και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου για λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφ’ όσον όμως συντρέχουν οι τασσόμενες εκάστοτε από το εσωτερικό δίκαιο συμβαλλομένου κράτους σχετικές προϋποθέσεις (ΣτΕ 2118/2005, 3267/2002). Συνεπώς, το ειδικότερο παράπονο του αναιρεσείοντος (Α.Α.) περί παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι, για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 31.12.2002, δεν υπάρχει εκ του νόμου γεγεννημένη απαίτηση για παροχή αυξημένης βουλευτικής αποζημίωσης και, κατ’ επέκταση, αυξημένης βουλευτικής σύνταξης, δεδομένου ότι η αύξηση των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3620/2007, έχει ως αφετηρία την 1.1.2003. Ο ανωτέρω δε προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Για τον ίδιο αυτό λόγο είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος βουλευτή, ότι δεν δύναται διά μεταγε-νεστέρου νόμου να καταργηθεί κεκτημένο δικαίωμα (δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 31.12.2002) χωρίς τη θέληση του δικαιούχου. Επίσης, ο ισχυρισμός του ιδίου αναιρεσείοντος, ότι, εσφαλμένα η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη αμετάκλητα κριθέντα ζητήματα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον οι επικαλούμενες αμετάκλητες αποφάσεις (13, 23, 24/2006 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρ. 88 παρ. 2 του Συντάγματος) αφορούν διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι, τους διαδίκους των συγκεκριμένων υποθέσεων ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και δεν έχουν ισχύ έναντι των τρίτων μη διαδίκων. Επίσης ορθά απορρίφθηκε κατά τα ανωτέρω για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 31.12.2002 η σωρευομένη αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ ως μη νόμιμη αφού δεν υπάρχει παρανομία των οργάνων της συνταξιοδοτικής διοίκησης για το διάστημα αυτό.
6. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως του Α.Α., πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε, υπέρ του Δημοσίου (άρθρ. 61 παρ. 3 και 117 του π.δ/τος 1225/1981).
7. Περαιτέρω, στην παρ. 12 του άρθρου 57 του ν. 3691/2008, με τον ο-ποίο αυξήθηκαν οι συνολικές αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικα-στηρίων από 1.1.2008, ορίζεται ότι: «12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουρ-γούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κρά-τους. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που παραπέμπουν για τον καθορισμό αποδοχών στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αυτές θεωρούνται ότι παραπέμπουν στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέχρι και την ισχύ του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α΄)», ενώ, στην παρ. 2 του άρθρου 111 του ισχύοντος Συντάγματος, ορίζεται ότι: «2. Συντακτικές πράξεις που εκδόθηκαν από τις 24 Ιουλίου 1974 έως τη σύγκληση της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς και ψηφίσματά της, εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τις διατάξεις τους τις αντίθετες προς το Σύνταγμα και επιτρέπεται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με νόμο».
8. Το Ελληνικό Δημόσιο με την από 14.4.2009 συνεκδικαζόμενη αίτησή του για αναίρεση της ίδιας, 2801/2008, οριστικής αποφάσεως του II Τμήμα-τος, ισχυρίζεται, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, ότι, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη (άρθρ. 57 παρ. 12 εδ. β΄ του ν. 3691/2008), η οποία αναπτύσσει αναδρομική ισχύ, καταλαμβάνοντας και το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 1.1.2001 έως 31.12.2006), και τροποποιεί επιτρεπτά, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 2 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, η βουλευτική αποζημίωση καθορίζεται με βάση τις αποδοχές Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τους νόμους 2521/1997 και 3205/2003. Επίσης, ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι η προβλεπόμενη, από την ως άνω διάταξη, έκτακτη παροχή συνιστά στην ουσία αύξηση των αποδοχών των Προέδρων των ανωτάτων Δικαστηρίων με αυτοδίκαια συνέπεια την αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και κατ’ επέκταση της βουλευτικής σύνταξης. Όμως, πέραν των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι, στην προσβαλλόμενη 2801/2008 απόφαση του II Τμήματος δεν αναφέρεται, ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, ότι, μετά την προσαύξηση, με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 2/1601/0022/30.1.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και με τους εκεί διαλαμβανόμενους όρους και προϋποθέσεις, των αποδοχών όλων των βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας για το από 1.1.2003 έως 31.12.2007 χρονικό διάστημα, (ότι) προσαυξήθηκε και η βουλευτική αποζημίω¬ση, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης, αφού, αυτοδίκαια, συνεπάγεται την άμεση μεταβολή της καθοριζόμενης, σε ποσοστό επί της βουλευτικής αποζημίωσης, σύνταξης εκείνων που διετέλεσαν βουλευτές. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τούτο, δεν έχει νόμιμη βάση και καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, περί του εάν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ως άνω κοινής Υπουργικής απόφασης επί των συνταξιούχων βουλευτών. Για το λόγο δε αυτόν και μόνο, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την εκ νέου εξέταση αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό.