Αριθμ. 2146/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Προϋποθέσεις αναδρομικής νομιμοποίησης δαπανών Δήμων που πληρώθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003.
Και εάν ακόμη η επιχορήγηση καταβλήθηκε κατά καταστρατήγηση των ως άνω διατάξεων προς αποφυγή τήρησης των σχετικών διατάξεων δημοσιολογιστικού δικαίου, εφόσον από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι συντελέστηκε ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε η σχετική δαπάνη και ταυτόχρονα πληρούνται και οι λοιπές τιθέμενες με τις ανωτέρω διατάξεις προϋποθέσεις, στην περίπτωση αυτή πρόκειται κατ’ ουσίαν για τυπικές παραλείψεις της διαδικασίας πραγματοποίησης της δαπάνης, τις οποίες και μόνο, όπως προεκτέθηκε, ήθελε να καλύψει ο νομοθέτης θε-σπίζοντας τη συγκεκριμένη ρύθμιση.Ειδικότερα, με τις υπό στοιχείο α΄ διατάξεις (άρθρ. 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004), οι οποίες γνησίως ερμηνεύονται με τις υπό στοιχείο β΄ όμοιες, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση των τελευταίων διατάξεων, αλλά και από το σκοπό θέσπισής τους, που συνίσταται στην άρση των αμφισβητήσεων και παρερμηνειών που είχαν ανακύψει κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους από τους καθύλην αρμόδιους δικαστικούς σχηματισμούς του Δικαστηρίου, και επομένως ανατρέχουν επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 77 παρ. 2 του Συντάγματος, στην ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3274/2004 και εφαρμόζονται και στην κατ’ αναίρεση δίκη, εφόσον η κατά περίπτωση αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί μετά την έναρξη ισχύος των εν λόγω διατάξεων (Ολ. Ελ. Συν. 454/2008, 1721/2009), επιχειρείται η κατά πλάσμα του νόμου αναδρομική νομιμοποίηση, πλην άλλων, και των δαπανών των δήμων που πλη¬ρώθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, εφόσον πληρούνται οι τιθέμενες από τις ίδιες διατάξεις προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, οι ως άνω δαπάνες πρέπει να προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις ή να εμπίπτουν στην έννοια των λειτουργικών δαπανών των δήμων, να έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα και να μην έχουν ακυρωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο και να διαπιστώθηκαν αρμοδίως παραλείψεις ή πλημμέλειες κατά τη διαδικασία πραγματοποίησής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο μέσο ότι ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν έχει εκπληρωθεί. Η παραδοχή, δε, της αντίθετης άποψης, ότι η κατά τα ανωτέρω εισαχθείσα νομοθετική ρύθμιση αφορά αποκλειστικά και μόνο σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν νόμιμα και δεν μπορεί να καλύψει παραλείψεις ή πλημμέλειες της διαδικασίας διενέργειας αυτών, άγει στο άτοπο και κείμενο εκτός νομικής λογικής συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης προέβη σε νομοθετική ρύθμιση χωρίς αντικείμενο. Κατ’ ακολουθία αυτών, οι επίμαχες διατάξεις δεν παραβιάζουν, όπως προεκτέθηκε, τις προανα¬φερόμενες συνταγματικές διατάξεις, εφόσον έ-χουν μεταβατικό χαρακτήρα και δεν αφορούν συλλήβδην όλες τις μη νο-μίμως πραγματοποιηθείσες από τον οικείο δήμο δαπάνες, αλλά ορισμένες μόνο κατηγορίες δαπανών που ελέγχονται ως μη νόμιμες συνεπεία παραλεί-ψεων κατά τη διαδικασία διενέργειάς τους, δηλαδή λόγω τυπικών ελλεί-ψεων και εφόσον έχουν αναληφθεί από το αρμόδιο όργανο, έχει συντελε-στεί ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν και δεν έχουν ακυρωθεί κατά τη νόμιμη διαδικασία. Η ανωτέρω ρύθμιση υπαγορεύτηκε, όπως αναφέρεται στην οικεία εισηγητική έκθεση, από την ανάγκη περαίωσης των σχετικών υποθέσεων, οι οποίες επί σειρά ετών παραμένουν εκκρεμείς ενώπιον των ελεγκτικών οργάνων, δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου και έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική ζωή και ατομική περιουσία των εμπλεκομένων. Επομένως, κατά την κρατήσασα άποψη, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, επιτρεπτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1 και 102 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, θεσπίζουν περιορισμούς στον έλεγχο ορισμένων κατηγοριών δαπανών των δήμων, εξαιρώντας αυτές του οικείου ελέγχου, εφόσον συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις που αναλυτικά προεκτέθηκαν και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αφού δεν άγουν σε καταστρατήγηση των διατάξεων που εγγυώνται την ύπαρξη διαφάνειας κατά τη διαχείριση των διατιθέμενων στους δήμους οικονομικών πόρων, ούτε αναιρούν τις ελεγκτικές και κυρωτικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ. Ελ. Συν. 1748/2010).
ΒΛ. και μη κρατούσα ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ ( ΛΥΚΕΣΑ).
——————————————-
Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγήτρια: Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Σχοινιωτάκης
Ι. …
ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση που ασκήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον αποβιώσαντα Γ.Κ. του Κ. – μετά το θάνατο του οποίου η δίκη συνεχίστηκε στο όνομα των νόμιμων κληρονόμων του, ήδη τριών πρώτων από τους αναιρεσείοντες – και τους λοιπούς αναιρεσείοντες, μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ν.Σ., κατά της 387/31.1.2003 καταλογιστικής απόφασης των Οικονομικών Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας, Χ.Δ. και Κ.Μ., με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος τους και υπέρ του ως άνω Δήμου, αλληλεγγύως και σε ολόκληρο, το ποσό των 14.673,51 ευρώ, λόγω ισόποσου ελλείμματος που δημιουργήθηκε στη χρηματική διαχείριση του Δήμου κατά το από 17.11.2000 έως 31.12.2002 χρονικό διάστημα, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 3.730,01 ευρώ. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη μεταρρυθμίστηκε η εκκληθείσα καταλογιστική απόφαση με την άρση του καταλογισμού κατά το μέρος που αφορούσε τους τόκους υπερημερίας και περιορίστηκε το συνολικά καταλογισθέν σε βάρος των ανωτέρω ποσό σε 14.673,51 ευρώ. Ήδη, με την ένδικη αίτηση, οι αναιρεσείοντες, επιδιώκοντας την πλήρη άρση του επιβληθέντος καταλογισμού, ζητούν την αναίρεση, κατά το απορριπτικό της μέρος, της απόφασης αυτής, προβάλλοντας τις ακόλουθες αναιρετικές αιτιάσεις: α) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 26 του ν. 3274/2004 και 29 του ν. 3448/2006 η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχθηκε ότι η επίμαχη δαπάνη για την επιχορήγηση της Πολιτιστικής Ένωσης Ν., που κρίθηκε με την ίδια απόφαση μη νόμιμη, δεν νομιμοποιήθηκε κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, β) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τηρήθηκε για την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακρόασης, γ) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ν.δ. 1264/1972 έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η καταλογιστική απόφαση είναι νομίμως αιτιολογημένη και δ) ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας το δικάσαν Τμήμα δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό τους, που είχε προβληθεί με την έφεση.
III. Στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Στην αρμοδιό-τητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. … γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο. δ. … στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με … τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄ …» και στο άρθρο 102 αυτού, ότι: «1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. … 5. Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών …». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την οργάνωση της διακυβέρνησης της χώρας, απονέμει θεσμικό ρόλο στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, αναθέτοντας σ’ αυτούς τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, και εγγυάται την οικονομική αυτοτέλειά τους, διασφαλίζοντας συγχρόνως τη διαφάνεια κατά τη διαχείριση των διατιθέμενων σ’ αυτούς πόρων. Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού ο συνταγματικός νομοθέτης, πλην άλλων, καθιέρωσε ένα σύστημα εξωτερικού τακτικού δικαστικού ελέγχου των απολογισμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, την άσκηση του οποίου καθώς και την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από τον έλεγχο αυτό ανέθεσε στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Με τη συνταγματική αυτή ρύθμιση καθιερώθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές και ένα γενικό πλαίσιο, εντός του οποίου ο κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να καθορίσει το περιεχόμενο τού κατά τα ανωτέρω ελέγχου των απολογισμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και να θεσπίσει τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις άσκησής του και μάλι-στα με αναδρομική δύναμη, εφόσον τούτο δεν προσκρούει σε ρητές απαγορευτικές διατάξεις του ιδίου του Συντάγματος. Δηλαδή, η ως άνω συνταγματική ρύθμιση δεν αποστερεί από το νομοθέτη τη ρυθμιστική εξουσία οργάνωσης του ελέγχου με τη θέσπιση περιορισμών κατά την άσκηση αυτού, οι οποίοι μπορεί να συνίστανται και στην, επιβαλλόμενη από εξαιρετικές περιστάσεις, εξαίρεση ορισμένων, χρονικά και ποσοτικά προσδιορισμένων κατηγοριών δαπανών, αρκεί οι τιθέμενοι περιορισμοί να μην είναι τέτοιου είδους και έκτασης που να επιφέρουν ουσιαστικά κατάλυση του ελέγχου αυτού και να καθιστούν κενό γράμμα τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις. Ως εκ τούτου, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, είναι συνταγματικά ανεκτές οι διατάξεις α) του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού» (ΦΕΚ Α΄, 195), που ορίζουν, στην παράγραφο 1, ότι: «Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που πληρώθηκαν μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2003 από … δήμους …, σε βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον αυτές: α) προβλέπονται από τις οικείες διατά-ξεις ή συνάδουν προδήλως με την αποστολή και τις αρμοδιότητες των παρα-πάνω φορέων, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) διενεργήθηκαν για σκοπό που έχει επιτελεσθεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.» και β) της παραγράφου 8 του άρθρου 29 του ν. 3448/2006 (ΦΕΚ Α΄, 57), που ορίζουν ότι: «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 (ΦΕΚ Α΄, 195) είναι ότι θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που πληρώθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003 από Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Δήμους και Κοινότητες, ν.π.δ.δ. αυτών, καθώς και συνδέσμους πρωτοβαθμίων ο.τ.α., σε βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον: α) το είδος της δαπάνης προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις ή συνάδει με τις αρμοδιότητες και την εν γένει κοινωνική αποστολή των παραπάνω φορέων, όπως απορρέουν από την κείμενη νομοθεσία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πλημμέλεια ή παράλειψη κατά τη σχετική διαδικασία, από την οποία και δημιουργήθηκε για τους παραπάνω φορείς υποχρέωση εξόφλησης της οικείας δαπάνης, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο μέσο ότι ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν έχει εκπληρωθεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία». Ειδικότερα, με τις υπό στοιχείο α΄ διατάξεις (άρθρ. 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004), οι οποίες γνησίως ερμηνεύονται με τις υπό στοιχείο β΄ όμοιες, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση των τελευταίων διατάξεων, αλλά και από το σκοπό θέσπισής τους, που συνίσταται στην άρση των αμφισβητήσεων και παρερμηνειών που είχαν ανακύψει κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους από τους καθύλην αρμόδιους δικαστικούς σχηματισμούς του Δικαστηρίου, και επομένως ανατρέχουν επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 77 παρ. 2 του Συ-ντάγματος, στην ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3274/2004 και εφαρμόζο-νται και στην κατ’ αναίρεση δίκη, εφόσον η κατά περίπτωση αναιρεσιβαλλό-μενη απόφαση έχει εκδοθεί μετά την έναρξη ισχύος των εν λόγω διατάξεων (Ολ. Ελ. Συν. 454/2008, 1721/2009), επιχειρείται η κατά πλάσμα του νόμου αναδρομική νομιμοποίηση, πλην άλλων, και των δαπανών των δήμων που πλη¬ρώθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, εφόσον πληρούνται οι τιθέμενες από τις ίδιες διατάξεις προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, οι ως άνω δα-πάνες πρέπει να προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις ή να εμπίπτουν στην έννοια των λειτουργικών δαπανών των δήμων, να έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα και να μην έχουν ακυρωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο και να διαπιστώθηκαν αρμοδίως παραλείψεις ή πλημμέλειες κατά τη διαδικασία πραγματοποίησής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο μέσο ότι ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν έχει εκπληρωθεί. Η παραδοχή, δε, της αντίθετης άποψης, ότι η κατά τα ανωτέρω εισαχθείσα νομοθετική ρύθμιση αφορά αποκλειστικά και μόνο σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν νόμιμα και δεν μπορεί να καλύψει παραλείψεις ή πλημμέλειες της διαδικασίας διενέργειας αυτών, άγει στο άτοπο και κείμενο εκτός νομικής λογικής συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης προέβη σε νομοθετική ρύθμιση χωρίς αντικείμενο. Κατ’ ακολουθία αυτών, οι επίμαχες διατάξεις δεν παραβιάζουν, όπως προεκτέθηκε, τις προανα¬φερόμενες συνταγματικές διατάξεις, εφόσον έ-χουν μεταβατικό χαρακτήρα και δεν αφορούν συλλήβδην όλες τις μη νο-μίμως πραγματοποιηθείσες από τον οικείο δήμο δαπάνες, αλλά ορισμένες μόνο κατηγορίες δαπανών που ελέγχονται ως μη νόμιμες συνεπεία παραλεί-ψεων κατά τη διαδικασία διενέργειάς τους, δηλαδή λόγω τυπικών ελλεί-ψεων και εφόσον έχουν αναληφθεί από το αρμόδιο όργανο, έχει συντελε-στεί ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν και δεν έχουν ακυρωθεί κατά τη νόμιμη διαδικασία. Η ανωτέρω ρύθμιση υπαγορεύτηκε, όπως αναφέρεται στην οικεία εισηγητική έκθεση, από την ανάγκη περαίωσης των σχετικών υποθέσεων, οι οποίες επί σειρά ετών παραμένουν εκκρεμείς ενώπιον των ελεγκτικών οργάνων, δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου και έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική ζωή και ατομική περιουσία των εμπλεκομένων. Επομένως, κατά την κρατήσασα άποψη, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, επιτρεπτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1 και 102 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, θεσπίζουν περιορισμούς στον έλεγχο ορισμένων κατηγοριών δαπανών των δήμων, εξαιρώντας αυτές του οικείου ελέγχου, εφόσον συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις που αναλυτικά προεκτέθηκαν και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αφού δεν άγουν σε καταστρατήγηση των διατάξεων που εγγυώνται την ύπαρξη διαφάνειας κατά τη διαχείριση των διατιθέμενων στους δήμους οικονομικών πόρων, ούτε αναιρούν τις ελεγκτικές και κυρωτικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ. Ελ. Συν. 1748/2010). Κατόπιν αυτών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3274/2004, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, δαπάνη που πραγματοποιήθηκε από δήμο πριν από την 31η.12.2003 για την καταβολή επιχορήγησης κατά το άρθρο 262 του π.δ. 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (ΦΕΚ Α΄, 231), που ορίζει, στην παράγραφο 3 αυτού, ότι: «Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου είναι δυνατή η παροχή χρηματικών επιχορηγήσεων σε αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους που έχουν έδρα τους στο δήμο ή την κοινότητα …» σε πολιτιστικό σύλλογο, τοπικής αρμοδιότητας αυτού. Και τούτο, γιατί και εάν ακόμη η επιχορήγηση καταβλήθηκε κατά κα-ταστρατήγηση των ως άνω διατάξεων προς αποφυγή τήρησης των σχετι-κών διατάξεων δημοσιολογιστικού δικαίου, εφόσον από τα πραγματικά πε-ριστατικά προκύπτει ότι συντελέστηκε ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε η σχετική δαπάνη και ταυτόχρονα πληρούνται και οι λοιπές τιθέμενες με τις ανωτέρω διατάξεις προϋποθέσεις, στην περίπτωση αυτή πρόκειται κατ’ ου-σίαν για τυπικές παραλείψεις της διαδικασίας πραγματοποίησης της δαπάνης, τις οποίες και μόνο, όπως προεκτέθηκε, ήθελε να καλύψει ο νομοθέτης θεσπίζοντας τη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Μειοψήφησαν έξι (6) μέλη του Δικαστηρίου και ειδικότερα ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Αγγελάρας και οι Σύμβουλοι Χρυσούλα Καραμαδούκη, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Ελένη Λυκεσά, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές γνησίως ερμηνεύθηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, ο κοινός νομοθέτης επιδιώκει την αναδρομική νομιμοποίηση παράνομων δαπανών που διενεργήθηκαν μέχρι 31.12.2003 σε βάρος των προϋπολογισμών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση ως προς τη βαρύτητα της πλημμέλειας ή παράλειψης που μεσολάβησε κατά τη διαδικασία ανάληψης ή διενέργειας της εν λόγω δαπάνης, αρκούμενος στο γεγονός και μόνο ότι η δαπάνη αυτή προβλέπεται από διάταξη νόμου ή είναι λειτουργική και έχει πραγματοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε. Με τον τρόπο αυτό οι ως άνω διατάξεις, λόγω της γενικότητας και καθολικότητας του πεδίου εφαρμογής τους, περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό και άρα ανεπίτρεπτα την κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συ-νεδρίου για την άσκηση κατασταλτικού ελέγχου επί των δαπανών αυτών και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από πράξεις ή αποφάσεις καταλογισμού σε βάρος των οικείων υπολόγων. Και ναι μεν ανήκει στη ρυθμιστική εξουσία του κοινού νομοθέτη να καθορίσει το περιεχόμενο του ελέγχου που ασκείται επί των λογαριασμών των υπολόγων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και τις προϋποθέσεις και διαδικασία για την ανάληψη και διενέργεια των δαπανών τους, πλην όμως από τη στιγμή που έχει ήδη εκφρασθεί η βούληση του νομοθέτη με την καθιέρωση συγκεκριμένου συστήματος ελέγχου των λογαριασμών αυτών και τη θέσπιση συγκεκριμένων προϋποθέσεων για την ανάληψη και διενέργεια των δαπανών τους, κωλύεται, για λόγους δημοσιονομικής νομιμότητας και χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η μεταγενέστερη και μάλιστα με αναδρομική δύναμη μεταβολή του συστήματος και των προϋποθέσεων αυτών, με απώτερο και μόνο σκοπό την αποφυγή των δυσμενών συνεπειών που συνεπάγεται για τα κατά περίπτωση υπεύθυνα όργανα η διενέργεια μη νομίμων δαπανών, την αποτροπή δηλαδή επιβολής καταλογισμών ή την άρση ήδη επιβληθέντων καταλογισμών σε βάρος των οικείων υπολόγων προς αποκατάσταση των διαχειριστικών ελλειμμάτων που προέκυψαν από τις παράνομες αυτές δαπάνες. Το ότι αυτή είναι η πρόθεση του νομοθέτη συνάγεται από το γεγονός ότι αυτός δεν παρεμβαίνει με πάγιου χαρακτήρα –έστω και αναδρομικές– ρυθμίσεις στη μεταβολή των προϋποθέσεων ανάληψης και διενέργειας των δαπανών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά νομιμοποιεί, και μάλιστα με σειρά διατάξεων, εκ των υστέρων ήδη πραγματοποιηθείσες παράνομες δαπάνες, για τις οποίες επαπειλείται ή έχει ήδη επιβληθεί καταλογισμός (βλ. σχετ. άρθρο 33 του ν. 2130/1993 για δαπάνες που έχουν διενεργηθεί μέχρι 28.2.1993, άρθρα 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 για δαπάνες που έχουν διενεργηθεί μέχρι 31.12.2003, άρθρο 34 του ν. 3801/2009 για δαπάνες που έχουν διενεργηθεί μετά την 1.7.2005 και μέχρι την κατάθεση του νόμου αυτού και άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 3838/2010 για δαπάνες που έχουν διενεργηθεί από 1.1.2004 μέχρι 30.6.2005). Ενόψει αυτών, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές γνησίως ερμηνεύθηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, περιορίζουν, κατά παράβαση του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος, σε σημαντικό βαθμό τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση ελέγχου επί των λογαριασμών των υπολόγων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από τον έλεγχο αυτό και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε. Μειοψήφησαν, επίσης, τρία (3) ακόμη μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Σύμβουλοι Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη και Δέσποινα Κωνσταντάρα – Καββαδία, οι οποίες διατύπωσαν την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/ 2006 και ισχύουν κατά τη σύμφωνη με τη διάταξη του άρθρου 102 παρ. 5 του Συντάγματος ερμηνεία τους, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο τους δαπάνη που δημιουργήθηκε κατά καταστρατήγηση του νόμου και ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 262 παρ. 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, εφόσον με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται μεν η δυνατότητα επιχορήγησης αθλητικών ή πολιτιστικών συλλόγων, όμως τα νομικά αυτά πρόσωπα πρέπει να υφίστανται κατά το χρόνο της επιχορήγησης και να δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο των καταστατικών σκοπών τους, διαφορετικά η επιχορήγηση σ’ αυτά γίνεται κατά καταστρατήγηση των ανωτέρω διατάξεων του Δ.Κ.Κ. και η σχετική δαπάνη δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί, εφόσον κατ’ ουσίαν δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση των διατάξεων των νόμων 3274/2004 και 3448/2006, η πρόβλεψη δηλαδή σε διάταξη νόμου.
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν VII Τμήμα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι με την 424/ 29.12.1999 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ν. εγκρίθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 262 παρ. 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Δ.Κ.Κ.), η παροχή οικονομικής επιχορήγησης ποσού 5.000.000 δραχμών (ήδη 14.673,51 ευρώ) προς το Σωματείο με την επωνυμία «Πολιτιστική Εταιρία Ν.» (Π.Ε.Ν.) με έδρα τον ως άνω Δήμο, «για την αποπληρωμή των ΓΕΡΑΚΙΝΕΙΩΝ παρελθόντων ετών». Τα ΓΕΡΑΚΙΝΕΙΑ είναι εβδομαδιαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται αρχές Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου στο Δήμο Ν. (βλ. σχετικά έντυπα προγραμμάτων εκδηλώσεων). Ότι σε εκτέλεση της εν λόγω απόφασης του δημοτικού συμ-βουλίου, η οποία εγκρίθηκε με τη 2553/16.2.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας, που εκδόθηκε κατά την άσκηση του προβλεπόμενου από τα άρθρα 215 και 222 του Δ.Κ.Κ. ελέγχου νομιμότητας, εκδόθηκε, στις 27.9.2000, το 938, οικονομικού έτους 2000, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του ως άνω Δήμου, το οποίο εξοφλήθηκε στις 17.11.2000. Ότι σε εκτέλεση των 1034083/936/ 291-Α/10.4.2001 και 1043624/1290/378-Α/17.5.2001 εντολών της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών διενεργήθηκε διαχειριστικός έλεγχος στη διαχείριση του Δήμου Ν. από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας Χ.Δ. και Κ.Μ. Ο έλεγχος αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.1.19995 έως 7.6.2001 (ημεροχρονολογία έναρξης του ελέγχου). Τα αποτελέσματα του ελέγχου καταχωρήθηκαν στα 4013/3.12.2002 και 189/21.1.2003 πορίσματα των ως άνω οικονομικών επιθεωρητών. Ότι κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στα χρηματικά εντάλματα πληρωμής, που εκδόθηκαν κατά το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα, ελέγχθηκε και το 938, οικονομικού έτους 2000, ποσού 5.000.000 δραχμών, χρηματικό ένταλμα με δικαιούχο την Π.Ε.Ν., για το οποίο διαπιστώθηκαν οι εξής σοβαρές ελλείψεις α) δεν υπάρχει υπογραφή στη θέση του λαβόντος, β) δεν υπάρχει εξουσιοδότηση του Δ.Σ. της Π.Ε.Ν. για την είσπραξη του, γ) είναι συνημμένο σε αυ-τό το με αριθμό 13 γραμμάτιο είσπραξης της Π.Ε.Ν., το οποίο δεν έχει ημερομηνία, δ) έχει υπογραφή χωρίς ονοματεπώνυμο και δεν έχει θεωρηθεί από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (βλ. σελ. 11 του 189/21.1.2002 πορίσματος ε) δεν υπάρχει υπογραφή του Δ/ντού της Ταμειακής Υπηρεσίας εξουσιοδότηση για την είσπραξη του ποσού (βλ. σελ. 7 του 4013/3.12.2002 και σελ. 10 του 189/21.1.2003 πορίσματος). Αποδέκτης του άνω ποσού της επιχορήγησης ήταν η Π.Ε.Ν. Ότι σύμφωνα με τα ως άνω πορίσματα των οικονομικών επιθεωρητών (βλ. σελίδες 11 του πρώτου και 17 του δεύτερου κατά σειρά πορίσματος) η Π.Ε.Ν. δεν υπάρχει ουσιαστικά από το τέλος του 1994, αφού α) δεν τηρούσε κανένα απολύτως βιβλίο (Γεν. Συνέλευσης, Συνεδριάσεως Δ.Σ., Ταμείου), β) παρουσιάστηκαν ελάχιστα παραστατικά εξόδων, γ) οι φερόμενοι ότι εισέπραξαν χρηματικά ποσά, κατέθεσαν ενόρκως ότι δεν τα εισέπραξαν (βλ. μαρτυρικές καταθέσεις των Μ., Μ. και Τ.), δ) σε πρόχειρες αποδείξεις πληρωμής αναφέρονται ως πληρώσαντες πρόσωπα που δεν ήταν στο Δ.Σ. της Π.Ε.Ν. (βλ. μαρτυρική κατάθεση του Μ.), ε) όλοι οι εμπλεκόμενοι κατέθεσαν ενόρκως ότι τη διοργάνωση των εκδηλώσεων των Γ. την αναλάμβανε επιτροπή που οριζόταν από το Δημοτικό Συμβούλιο και την αποτελούσαν, ο Δήμαρχος, Δημοτικοί Σύμβουλοι και εκπρόσωποι φορέων της Ν., στ) από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το σωματείο συγκαλούσε Γεν. Συνελεύσεις και ότι γίνονταν εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Δ.Σ.. Ότι η επιχορήγηση αυτού του νομικού προσώπου με το ποσό των 5.000.000 δραχμών κρίθηκε από τους οικονομικούς επιθεωρητές μη νόμιμη και μετά από τη 210/20.1.2003 πρόσκληση που απευ-θύνθηκε σε όλα τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, που έλαβαν μέρος στη συνεδρίαση της 29.12.1999 (απόφαση 424), στην οποία αποφασίστηκε η επιχορήγηση της Π.Ε.Ν. με το ως άνω χρηματικό ποσό και τα οποία μέλη γνώριζαν τη μη δραστηριοποίηση της Π.Ε.Ν. (βλ. σελ. 18 του δεύτερου πορίσματος) και απέβλεπαν στην κάλυψη δαπανών χωρίς νόμιμα δικαιολογητικά (σελ. 20 του δεύτερου πορίσματος), καθώς και στην αποφυγή ελέγχου των δαπανών αυτών από το Ελεγκτικό Συνέδριο (σελ. 13 του πρώτου πορίσματος), εκδόθηκε σε βάρος τους η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, κατά την αναι-ρετικά ανέλεγκτη κρίση του, και τα ακόλουθα: Ότι αποδεικνύεται η πλήρης «αδράνεια» του νομικού αυτού προσώπου, το οποίο συστάθηκε το 1972 (Αποφ. Πολ. Πρωτ. Σερρών 99/1972) και δεν έχει διαλυθεί (88/24.5.2005 Πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Σ.). Ότι ει-δικότερα, η διοργάνωση των Γ., η οποία είναι εβδομαδιαία πολιτιστική εκδήλωση, που λαμβάνει χώρα στη Ν. κάθε χρόνο, για την κάλυψη των δαπανών της οποίας επιχορηγήθηκε με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα η Π.Ε.Ν., δεν είχε ανατεθεί στην τελευταία, αλλά σε Οργανωτική Επιτροπή (άτυπη κατά τους εκκαλούντες, βλ. σελ. 8 δικογράφου της έφεσης), που οριζόταν από το Δημοτικό Συμβούλιο (χωρίς να έχει καταγραφεί ποτέ σε απόφασή του, αλλά τα μέλη της «είναι καταγεγραμμένα σε βιντεοσκοπήσεις» (βλ. σελ. 8 δικογράφου έφεσης) και αποτελούνταν από το Δήμαρχο, Δημοτικούς Συμβούλους και εκπροσώπους τοπικών φορέων (βλ. τις από 23.10.2202 μαρτυρικές καταθέσεις των Μ.Μ., Γ.Μ. και Ν.Π., μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Π.Ε.Ν. τα έτη 1999-2000), η οποία αναλάμβανε και τη διαχείριση των χρημάτων για την πληρωμή των εκδηλώσεων (βλ. τις μαρτυρικές καταθέσεις από 11.9.2002 του Α.Μ., ταμία της Π.Ε.Ν., από 24.10.2002 του Λ.Ν., ταμία του δήμου τα έτη 1993 έως 31.8.1998, τις διευκρινίσεις χωρίς ημεροχρονολογία του Δημάρχου Α.Κ. σε απάντηση του 3528/27.9.2002 εγγράφου των ως άνω οικονομικών επιθεωρητών), με την ολοκλήρωση των οποίων (εκδηλώσεων) ενημερωνόταν το δημοτικό συμβούλιο για την οικονομική διαχείριση αυτών υποβαλλόταν ένας «άτυπος οικονομικός απολογισμός» από τους «υπευθύνους» (όπως ομολογείται στη σελ. 8 του δικογράφου της έφεσης). Ότι δεν αποδεικνύεται ότι υφίστατο ενεργός διοίκηση του ως άνω σωματείου, καθόσον δεν φαίνεται ότι διενεργούνταν εκλογές, αφού α) στο από 17.3.1997 Πρακτικό Συνεδρίασης του Δ.Σ. της Π.Ε.Ν. «περί κατανομής αξιωμάτων» συμπεριλαμβάνονται άτομα (Τ.Σ., Δ.Σ. και Μ.Χ.), τα οποία δεν είχαν εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση σύμφωνα με το από 4.9.1996 «Πρακτικό Γενικής Συνέλευσης της Π.Ε.Ν.», β) στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Ν., οπότε ελήφθη η 80/1998 απόφαση, ο δημοτικός σύμβουλος Γ.Σ. διαμαρτυρήθηκε για τη συμμετοχή της Π.Ε.Ν. στην οργάνωση των «Γ.» «γιατί η διοίκηση της Π.Ε.Ν. δεν υφίσταται νομικά» (βλ. σελ. 18 του 189/21.1.2003 πορίσματος), γ) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Π.Ε.Ν., τα οποία φέρονταν ως ταμίες, δήλωσαν είτε ότι συμμετείχαν εντελώς τυπικά στο Δ.Σ. και δεν ασκούσαν τα καθήκοντά τους, αφού δεν πραγματοποίησαν ούτε εισπράξεις ούτε πληρωμές για λογαριασμό του σωματείου, είτε ότι δεν εισέπραξαν ποτέ χρηματικά ποσά και δεν ανα-γνώρισαν τις υπογραφές τους σε χρηματικά εντάλματα (βλ. τις μαρτυρικές καταθέσεις από 11.9.2000 του Α.Σ., ταμία καθ’ ομολογία του της Π.Ε.Ν. το 1994 και «πιθανόν και τις αρχές του 1995» και από 4 και 11.9.2002 της Σ.Μ. της φερόμενης ως ταμία τα έτη 1997, 1998, η οποία δήλωσε ότι δεν υπήρξε ποτέ ταμίας της Π.Ε.Ν., δεν παραβρέθηκε σε καμία συνεδρίαση αυτής και δεν έδωσε καμία τηλεφωνική εξουσιοδότηση για την είσπραξη οποιουδήποτε ποσού). Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά το δικάσαν Τμήμα, έκρινε ότι νομίμως καταλογίστηκαν, αλληλεγγύως και σε ολόκληρο, τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Ν., που μετείχαν στη συνεδρίαση της 29ης.12.1999, κατά την οποία λήθηκε η απόφαση για την επιχορήγηση της Π.Ε.Ν. – μεταξύ των οποίων και ο δικαιοπάροχος των τριών (3) πρώτων από τους αναιρεσείοντες, καθώς και οι λοιποί αναιρεσείοντες – με το ως άνω ποσό των 14.673,51 ευρώ, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι, αφενός μεν, δεν υπήρχε πραγματική δραστηριοποίηση της Π.Ε.Ν., προϋπόθεση που κατά τη γενόμενη δεκτή από το Τμήμα ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 262 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. απαιτείται να συντρέχει για το επιτρεπτό της επιχορήγησης του εν λόγω πολιτιστικού συλλόγου, αφετέρου δε, ότι τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου χρησιμοποίησαν τον πολιτιστικό αυτό σύλλογο ως μέσο για την εκταμίευση του ποσού της επιχορήγησης από τον προϋπολογισμό του δήμου και τη διαχείρισή του από την άτυπη οργανωτική επιτροπή ελευθέρως. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η επίμαχη δαπάνη του Δήμου Ν. για την επιχορήγηση της Π.Ε.Ν., η οποία προβλέπεται μεν από τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., πραγματοποιήθηκε, όμως, κατά καταστρατήγηση της διάταξης αυτής, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004 και συνεπώς δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί κατ’ εφαρμογή τούτων, γιατί δεν συντρέχει κατ’ ουσίαν η πρώτη κατά σειρά από τις σωρευτικά απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής της. Ενόψει της τελευταίας αυτής παραδοχής της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και σύμφωνα με όσα, κατά πλειοψηφία, έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, το δικάσαν Τμήμα, κρίνοντας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι δεν νομιμοποιήθηκε η επίμαχη δαπάνη επιχορήγησης, γιατί διενεργήθηκε κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που την προβλέπουν, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3227/2004, όπως αυτές αυθεντικά ερμηνεύτηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις τελευταίες διατάξεις, για τη νομιμοποίηση των δαπανών που έχουν διενεργηθεί από δήμους μέχρι 31.12.2003, η απαιτούμενη προϋπόθεση της πρόβλεψής τους από διάταξη νόμου τελεί σε άμεση συνάρτηση με τη συνδρομή και των σωρευτικά απαιτούμενων λοιπών προϋποθέσεων εφαρμογής τους και ειδικότερα της εκπλήρωσης του σκοπού για τον οποίο διενεργήθηκαν και επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον η, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 262 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., έγκριση από το αρμόδιο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ν. καταβολής στην Π.Ε.Ν. επιχορήγησης ποσού 5.000.000 δραχμών (και ήδη 14.673,51 ευρώ) είχε ως αποκλειστική συνέπεια την ύπαρξη τυπικών πλημμελειών και παραλείψεων εφαρμογής του λογιστικού των Ο.Τ.Α. που παρεισέφρησαν κατά τη διαδικασία πραγματοποίησης της σχετικής δαπάνης, ο σκοπός της οποίας εκπληρώθηκε πλήρως, η διενεργηθείσα κατά τα ανωτέρω δαπάνη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το δικάσαν Τμήμα εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις για τη νομιμοποίηση των δαπανών, είναι, κατά την πλειοψηφούσα άποψη, βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το απορριπτικό της μέρος, ενώ μετά την παραδοχή του ως άνω αναιρετικού λόγου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου. Κατά τη μειοψηφούσα, όμως, άποψη του Αντιπροέδρου Νικόλαου Αγγελάρα και των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Μαρίας Αθανασοπούλου, Ασημίνας Σαντοριναίου και Ελένης Λυκεσά, που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, ο λόγος αυτός αναίρεσης έπρεπε να απορριφθεί, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές γνησίως ερμηνεύτηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ορθά, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, έγινε δεκτό από το δικάσαν Τμήμα ότι δεν νομιμοποιείται η επίμαχη δαπάνη κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Περαιτέρω, κατά τη δεύτερη μειοψηφούσα άποψη των Συμβούλων Ευαγγελίας – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνας Ζώη και Δέσποινας Κωνσταντάρα – Καββαδία, που παρατίθεται ομοίως στην προηγούμενη σκέψη, με δεδομένα, βεβαίως, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικάσαν Τμήμα, εφόσον δεν εξετάστηκαν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, που πλήττουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και άπτονται, δια μέσου του ελέγχου της αιτιολογίας αυτής, της νομιμότητας του επίμαχου καταλογισμού και κατά συνέπεια έπρεπε να προταχθεί η εξέτασή τους, έναντι εκείνου, που αναφέρεται στη νομοθετική νομιμοποίηση της επίμαχης δαπάνης, η δαπάνη αυτή δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 και συγκεκριμένα δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση των διατάξεων αυτών, η πρόβλεψη δηλαδή της νομιμοποιούμενης δαπάνης σε διάταξη νόμου, εφόσον έγινε κατά καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 262 του Δ.Κ.Κ.. Και τούτο διότι αφού δεν εξετάστηκε κατά τα ήδη εκτεθέντα η αιτιολογία της προσβαλλομένης και συνεπώς κατά την κρίση της η Π.Ε.Ν. δεν υφίστατο νομικά από το έτος 1994, δεν μπορούσε να επιχορηγηθεί, γιατί σκοπός του νόμου (άρθρ. 262 Δ.Κ.Κ.) είναι η επιχορήγηση υφιστάμενων πολιτιστικών συλλόγων.
V. Ακολούθως, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της αναίρεσης στους αναιρεσείοντες (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981) και να απαλλαγεί εν όλω, μετ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, σε βάρος του οποίου οι αναιρεσείοντες ζητούν να επιβληθεί η δικαστική τους δαπάνη, από την καταβολή των δικαστικών εξόδων αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε, από 4.7.2006, με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
VI. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το απορριπτικό μέρος αυτής, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές αυθεντικά ερμηνεύτηκαν με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και να δικαστεί στην ουσία από την Ολομέλεια (άρθρο 116 του π.δ. 1225/1981).
VII. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία παρατίθενται αναλυτικά ανωτέρω (σκέψη 5), η δαπάνη που πληρώθηκε στις 17.11.2000, με το 938, οικονομικού έτους 2000, χρηματικό ένταλμα του Δήμου Ν. και αφορούσε καταβολή ποσού 5.000.000 δραχμών (ήδη 14.673,51 ευρώ) στην Πολιτιστική Ένωση Ν. (Π.Ε.Ν.) ως επιχορήγηση για την αποπληρωμή των πολιτιστικών εκδηλώσεων «Γ.» παρελθόντων ετών, παρά το ότι διενεργήθηκε κατά καταστρατήγηση των οικείων διατάξεων, αφού ο πολιτιστικός αυτός σύλλογος δεν δραστηριοποιείτο προς εκπλήρωση των σκοπών του, εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν γνησίως με το άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, καθόσον συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη νομιμοποίησή της. Ειδικότερα, η δαπάνη αυτή που διενεργήθηκε πριν από τις 31.12.2003: α) προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., που επιτρέπει, μετά από σχετική απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, την παροχή χρηματικών επιχορηγήσεων σε αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, που έχουν την έδρα τους στο δήμο, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση και η Π.Ε.Ν., η οποία κατά το καταστατικό της είναι πολιτιστικό σωματείο με έδρα το Δήμο Ν., ενώ καλύπτεται η συγκεκριμένη πλημμέλεια ή παράλειψη που μεσολάβησε κατά τη διαδικασία ανάληψης και διενέργειάς της και προσέδωσε σ’ αυτήν τον χαρακτήρα της παράνομης δαπάνης, β) αποφασίστηκε με την 424/29.12.1999 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου N., η οποία εγκρίθηκε με τη 2553/16.2.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας, που εκδόθηκε κατά την άσκηση του προβλεπόμενου από τα άρθρα 215 και 222 του Δ.Κ.Κ. ελέγχου νομιμότητας, γ) εκπληρώθηκε ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε, ήτοι η πληρωμή των δαπανών για τη διοργάνωση και την πραγματοποίηση των πολιτιστικών εκδηλώσεων «Γ.» και δ) δεν έχει ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Κατόπιν αυτών, εφόσον η ως άνω δαπάνη έχει νομιμοποιηθεί κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων, ο καταλογισμός του ποσού των 14.673,51 ευρώ που επιβλήθηκε, με την 387/31.1.2003 απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας Χ.Δ. και Κ.Μ., σε βάρος του δικαιοπαρόχου (Γ.Κ. του Κ.) των τριών (3) πρώτων από τους αναιρεσείοντες, καθώς και των λοιπών αναιρεσειόντων, με την ιδιότητά τους ως μελών του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ν., που αποφάσισαν τη διενέργεια της εν λόγω δαπάνης, απώλεσε το νόμιμο έρεισμά του και πρέπει για το λόγο αυτό να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση κατά το μέρος που τους αφορά. Μετά δε την παραδοχή της έφεσης, δεδομένου ότι το παράβολο έφεσης που κατέθεσαν για την άσκησή της οι εκκαλούντες έχει επιστραφεί σ’ αυτούς με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απαλλαγεί εν όλω, μετ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, από το οποίο και μόνο οι ήδη αναιρεσείοντες ζητούν την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης, από την καταβολή των δικαστικών εξόδων αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε, από 4.7.2006, με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).