ΕΣ 2169/2010, Ολομ.,ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ, ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΛΑΒΟΝΤΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ (ΑΡΘ.102 ΚΔΛ) ΛΟΓΩ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ – ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ (6ΠΑΡ.2 ΕΣΔΑ) ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΦΟΣΟΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤ

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 2169/2010

ΠΕΡΙΛΗΨΗ : ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΛΑΒΟΝΤΟΣ  ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ (ΑΡΘ.102 ΚΔΛ) ΛΟΓΩ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ – ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ ΤΟ ΤΚΕΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ (6ΠΑΡ.2 ΕΣΔΑ)  ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΦΟΣΟΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση : Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Θεοχάρης Δημακόπουλος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης (εισηγητής), Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι (ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, ο Αντιπρόεδρος Διονύσιος Λασκαράτος και οι Σύμβουλοι Νικόλαος Μηλιώνης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη και Αγγελική Μυλωνά απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 15 Μαΐου 2006 (αριθ. καταθ. 207/16.5.2006) αίτηση για αναίρεση της 754/2005 οριστικής αποφάσεως του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και το από 23 Δεκεμβρίου 2009 (αριθ. καταθ. 825/24.12.2009) δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» (ως καθολικής διαδόχου δυνάμει της από 25.8.2001 σύμβασης συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης εταιρίας «…»), η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διευθύνοντα Σύμβουλό της …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Φωτόπουλου (ΑΜ/ΔΣΑ 21715).

Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.

Με την 2/81358/Γ0041/27.11.2000 πράξη δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομικών καταλογίστηκε η αναιρεσείουσα με το ποσό των 6.916.951 δραχμών που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα για την εκτέλεση επενδυτικού σχεδίου στα πλαίσια του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/1986.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 754/2005 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης η οποία μεταρρυθμίστηκε και περιορίστηκε το ποσό του καταλογισμού της πράξης αυτής στο ποσό των 16.140,86 ευρώ (ή ισόποσο σε δραχμές 5.500.000).

Με την κρινόμενη αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής και για τους λόγους που αναφέρονται στα δικόγραφα αυτά ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ι Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη αυτής.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Χρήστο Ντάκουρη και τους Συμβούλους Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και Ελένη Λυκεσά που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, όπως αυτά διευκρινίζονται με το από 12.1.2010 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, με τα οποία ζητείται η αναίρεση της 754/2005 οριστικής απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση των οποίων καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. τα 2798212, 2798218, 2798217, 2411936, 2411937, 2411938, 2411939, 2411940, 2411941, 2411942, 2411935 Σειράς Α΄ ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου) έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως τα ως άνω δικόγραφα είναι τυπικά δεκτά και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων αυτών.

ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 2/81358/Γ0041/27.11.2000 πράξης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομικών με την οποία καταλογίστηκε η αναιρεσείουσα με το ποσό των 6.916.951 δραχμών που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα για την εκτέλεση επενδυτικού σχεδίου στα πλαίσια του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/1986, μεταρρυθμίστηκε η πράξη αυτή και περιορίστηκε το ποσό του καταλογισμού της πράξης αυτής στο ποσό των 16.140,86 ευρώ (ή ισόποσο σε δραχμές 5.500.000). Ήδη με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και το δικόγραφο προσθέτων λόγων η αναιρεσείουσα επιδιώκει, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτών, την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το κεφάλαιο που απορρίφθηκε η έφεσή της, προβάλλοντας ως λόγους αναιρέσεως α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση διατάξεων, β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με τις ειδικότερες αιτιάσεις της έλλειψης αιτιολογίας και της μη λήψης υπόψη ουσιωδών ισχυρισμών και γ) παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το οποίο θεσπίζει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου.

ΙΙΙ. Το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2082/1993 του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1993 «για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 όσον αφορά το συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων» (EE L 193 της 31.7.1993) ορίζει ότι : «1. Για να εξασφαλίζεται η επιτυχία των δράσεων που εκτελούν δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά την υλοποίηση των δράσεων, τα αναγκαία μέτρα ώστε : – να εξακριβώνεται τακτικά ότι οι δράσεις που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα έχουν εκτελεσθεί σωστά, – να προλαμβάνονται και να διώκονται οι παρατυπίες, – να ανακτώνται τα απωλεσθέντα κεφάλαια λόγω κατάχρησης ή παράλειψης …». Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2064/1997 της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 1997 «για τον καθορισμό των λεπτομερών διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 του Συμβουλίου όσον αφορά το δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη» EE L 290 της 23.10.1997 ορίζει στο άρθρο 2 ότι : «1. Τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των κρατών μελών : α) εξασφαλίζουν την ορθή υλοποίηση των μορφών παρέμβασης σύμφωνα με τους στόχους της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, β) …» και στο άρθρο 4 ότι : «Με τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 3, τα κράτη μέλη επιδιώκουν να επαληθεύσουν τα ακόλουθα : α) την πρακτική εφαρμογή και αποτελεσματικότητα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, β) για επαρκή αριθμό λογιστικών εγγραφών, την αντιστοιχία των εν λόγω εγγραφών με τα δικαιολογητικά έγγραφα στο επίπεδο του τελικού δικαιούχου και των ενδιάμεσων αρχών, γ) την ύπαρξη μιας επαρκούς διαδρομής ελέγχου, δ) …». Ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄, 247) ορίζει στο άρθρο 102 ότι : «Χρηματοδοτήσεις, ενισχύσεις ή επιδοτήσεις σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς που καταβάλλονται στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναζητούνται από το Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί από τα κατά περίπτωση αρμόδια όργανα ότι έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως ή παρανόμως …». Η κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 104 του ως άνω νόμου εκδοθείσα 2007892/461/27.5.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Γεωργίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Ανάκτηση αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια της υλοποίησης κοινοτικών πολιτικών (ΦΕΚ Β΄, 606) ορίζει, στο άρθρο 1 ότι : «1. Μετά από τη διενέργεια ελέγχου εκ μέρους των κατά νόμο αρμοδίων οργάνων και εφόσον διαπιστώνεται αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς, χρηματικών ποσών από χρηματοδοτήσεις, ενισχύσεις ή επιδοτήσεις που καταβάλλονται στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντάσσεται σχετική έκθεση ελέγχου. Απόσπασμα της έκθεσης ελέγχου με τα αποτελέσματα αυτού κοινοποιείται στον ελεγχόμενο … Με το ίδιο έγγραφο καλείται ο ενδιαφερόμενος να λάβει γνώση της εκθέσεως και να διατυπώσει επ’ αυτής εγγράφως και εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από της κοινοποίησης τις αντιρρήσεις του … 2. Εάν η ανωτέρω προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή οι αντιρρήσεις του ενδιαφερομένου κριθούν αβάσιμες εκδίδεται πράξη καταλογισμού. Στην περίπτωση που οι αντιρρήσεις του ενδιαφερομένου κριθούν βάσιμες εν όλω, εκδίδεται σχετική πράξη με την έγκριση του αρμοδίου για την έκδοση της καταλογιστικής πράξης οργάνου άλλως, διατάσσεται η διεξαγωγή, στα όρια των αντιρρήσεων που κρίθηκαν βάσιμες, συμπληρωματικού ελέγχου, ολοκληρουμένου εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών. Μετά από αυτά, εκδίδεται πράξη καταλογισμού εφόσον συντρέχει περίπτωση», στο άρθρο 2 ότι : «Αρμόδια για τον καταλογισμό και την έκδοση της σχετικής καταλογιστικής πράξης όργανα είναι τα ακόλουθα : 1. Ο αρμόδιος Διατάκτης (Υπουργός, Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας, αρμόδια όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης) ή άλλο εξουσιοδοτημένο όργανο, για προγράμματα, πολιτικές ή δράσεις για τα οποία η εθνική συμμετοχή βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό, τον Προϋπολογισμό της Περιφέρειας ή τον Προϋπολογισμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …» και στο άρθρο 3 ότι : «Στην πράξη καταλογισμού πρέπει να αναφέρονται : Ο υπόχρεος προς επιστροφή του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού. Το ποσό του οποίου επιδιώκεται η επιστροφή. Η προέλευση των εθνικών και των κοινοτικών πόρων από τους οποίους χρηματοδοτείται το άνω ποσό (ΕΓΤΠΕ – Προσανατολισμός, ΕΚΤ, ΕΤΠΑ, Ταμείο Συνοχής, ΧΜΠΑ, λοιπές γραμμές κοινοτικού προϋπολογισμού). Ο επιμερισμός του οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με το ποσοστό που αναλογεί σε κάθε πηγή χρηματοδότησης του προς ανάκτηση ποσού. Η αιτία της επιστροφής του άνω ποσού με ειδικότερη αναφορά στην έκθεση ελέγχου. Προθεσμία ενός (1) μηνός για επιστροφή του ποσού. Τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια υλοποίησης κοινοτικών αναπτυξιακών πολιτικών και εκτελούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, ασκείται έλεγχος στη διαχείριση των χρημάτων αυτών ώστε να διαπιστώνεται η τήρηση της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών και να διασφαλίζεται η διάθεση των κοινοτικών πόρων για την υλοποίηση των σκοπών για τους οποίους προορίζονται. Στην περίπτωση δε που κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστωθεί παράνομη ή αχρεώστητη καταβολή των χρηματοδοτήσεων λόγω παραβίασης της κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας, τα σχετικά ποσά αναζητούνται από το Δημόσιο με την έκδοση καταλογιστικής πράξης σε βάρος του λαβόντος με την περιγραφόμενη στην προαναφερόμενη ως άνω κοινή υπουργική απόφαση διαδικασία.

ΙV. Στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/86 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986 «σχετικά με κοινοτικές δράσεις για τη βελτίωση και την προσαρμογή των διαρθρώσεων του τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας» (EE L 376 της 31.12.1986) ορίζεται ότι : «1. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή σε δημόσια, ημιδημόσια ή ιδιωτικά σχέδια με : α) υλικές επενδύσεις για την κατασκευή, τον εξοπλισμό, τον εκσυγχρονισμό ή την επέκταση εγκαταστάσεων για την εκτροφή ιχθύων, οστρακόδερμων ή μαλακίων …» και στο άρθρο 45 ότι «1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα μέτρα που είναι αναγκαία για : – να διασφαλίζουν την πραγματική και κανονική υλοποίηση των ενεργειών που χρηματοδοτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, – να διασφαλίζουν την πρόληψη και την καταστολή των ανωμαλιών, – να ανακτούν τα ποσά που έχουν χαθεί λόγω ανωμαλιών ή αμέλειας …». Στο άρθρο 20 του κεφαλαίου Ε΄ της υπ’ αριθ. 257192/12.1.1993 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας με θέμα «Καθορισμός διαδικασίας υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων ίδρυσης, επέκτασης και εκσυγχρονισμού – εξοπλισμού μονάδας υδατοκαλλιέργειας στον Κανονισμό (ΕΟΚ) 4028/86 ως και καταβολής των οικονομικών ενισχύσεων στους δικαιούχους» (ΦΕΚ Β΄, 30/28.1.1993) ορίζεται ότι «1. Για την καταβολή της κοινοτικής και εθνικής οικονομικής ενίσχυσης, ο δικαιούχος υποβάλλει στην αρμόδια Υπηρεσία Αλιείας του Νομού συγκεκριμένα δικαιολογητικά, που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι χρηματοδοτικές προϋποθέσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στην εγκριτική απόφαση του Υπ. Γεωργίας … 2. … 3. … 4. Η αίτηση του δικαιούχου προς την αρμόδια Υπηρεσία Αλιείας του Νομού πρέπει να συνοδεύεται από τα εξής δικαιολογητικά για την καταβολή της εθνικής και κοινοτικής επιδότησης. 4.1. … 4.2. Εξοφλημένα τιμολόγια και λοιπά λογιστικά έγγραφα (εντάλματα πληρωμής, εκκαθαρίσεις πληρωμών κ.λ.π.), πρωτότυπα ή θεωρημένα από την ΑΤΕ σε περίπτωση δανεισμού, που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Σ. από πωλητές ή κατασκευαστές στο όνομα του δικαιούχου της επένδυσης. Οι αγορές αφορούν καινούργια και όχι μεταχειρισμένα υλικά. Σε περίπτωση που ο πωλητής ή κατασκευαστής και ο αγοραστής δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Κ.Φ.Σ., εξοφλητική απόδειξη νόμιμα χαρτοσημασμένη και θεωρημένη από τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της περιοχής … Τιμολόγια οίκου εξωτερικού, προκειμένου για προμήθεια που έγινε απ’ ευθείας από το εξωτερικό στο όνομα του δικαιούχου με αντίγραφο της σχετικής άδειας παράδοσης εκτελωνισθέντων ειδών … 4.6. Κατάσταση δαπανών βάσει των υποβληθέντων τιμολογίων …» και στο άρθρο 24 ότι «1. Το Υπ. Γεωργίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 του Καν. (ΕΟΚ) 4253/88 και του άρθρου 46 του Καν. (ΕΟΚ) 4028/86 διεξάγει τακτικούς δειγματοληπτικούς επιτόπιους ελέγχους προκειμένου – να εξακριβωθεί ότι οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται έχουν διεξαχθεί νομότυπα – να προλαμβάνει και να διώκει τις παρατυπίες – να μεριμνά για την ανάκτηση των απωλεσθέντων κεφαλαίων λόγω κατάχρησης ή παράλειψης. 2. Κάθε ποσό το οποίο αποτελεί αντικείμενο απαίτησης ως αχρεωστήτως καταβληθέν επιστρέφεται. α. Σε ό,τι αφορά την ανάκτηση οικον. ενισχύσεων ακολουθείται η διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων που προαναφέρθηκε (Ν.Δ. 356/74) …». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για να είναι νόμιμη η χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων ίδρυσης, επέκτασης και εκσυγχρονισμού – εξοπλισμού μονάδας υδατοκαλλιέργειας θα πρέπει να υποβληθούν στην αρμόδια Υπηρεσία Αλιείας του Νομού συγκεκριμένα δικαιολογητικά μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εξοφλημένα τιμολόγια και λοιπά λογιστικά έγγραφα, που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Σ. από πωλητές ή κατασκευαστές στο όνομα του δικαιούχου της επένδυσης. Παρέπεται δε εξ αυτών ότι σε περίπτωση υποβολής μη νόμιμων δικαιολογητικών για τη χρηματοδότηση των ανωτέρω επενδυτικών σχεδίων, όπως η υποβολή πλαστών και εικονικών τιμολογίων, η χρηματοδότηση αυτών καθίσταται παράνομη και ο λαβών χρηματικά ποσά βάσει τοιούτων παράνομων δικαιολογητικών καταλογίζεται να επιστρέψει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα σ’ αυτόν ποσά με την περιγραφόμενη στην προηγούμενη (ΙΙΙ) σκέψη διαδικασία.

V. Στην υπό κρίση υπόθεση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : Με την 259762/14.9.1993 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας εγκρίθηκε επενδυτικό σχέδιο που υπέβαλε η αναιρεσείουσα στη Διεύθυνση Αλιείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας για την ένταξη της επιχείρησής της στο καθεστώς ενισχύσεων για επενδύσεις σε μονάδες υδατοκαλλιέργειας και ειδικότερα για τη δημιουργία μονάδας πάχυνσης τσιπούρας και λαβρακιού σε πλωτούς υχθυοκλωβούς στο νησί Οβριός του Σαρωνικού κόλπου, στα πλαίσια του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/86, με τελικό επιλέξιμο κόστος 194.962.958 δραχμών. Η οικονομική ενίσχυση, που καθορίστηκε στο 55% των επιλέξιμων δαπανών, ανήλθε στο ύψος των 107.229.627 δραχμών. Από το ποσό αυτό η καταβληθείσα κοινοτική επιδότηση ανήλθε στο ποσό των 77.985.183 δραχμών, ποσοστό 40% και η εθνική επιδότηση στο ποσό των 29.244.444 δραχμών, ποσοστό 15%. Μετά τη διενέργεια ελέγχου από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) στο ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της αναιρεσείουσας διαπιστώθηκαν, εκτός άλλων, μη επιλέξιμες δαπάνες που αφορούσαν καταβληθείσες οικονομικές ενισχύσεις ποσού δραχμών 5.500.000 (4.000.000 δραχμές από κοινοτικούς πόρους και 1.500.000 δραχμές από εθνικούς πόρους) που αντιστοιχούσαν στο 258/29.9.1995 τιμολόγιο αγοράς δύο ιχθυοκλωβών, διαμέτρου 16 μέτρων, με εκδότη την εταιρία «… ΕΠΕ», ποσού δραχμών 10.000.000, για το οποίο το ΣΔΟΕ απεφάνθη ότι «είναι πλαστό διότι διατρήθηκε παράνομα και εικονικό διότι εκδότης φέρεται ανύπαρκτο πρόσωπο» αφού η εταιρία αυτή δεν είχε καταχωρηθεί στο μητρώο εταιριών του Κέντρου Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών, δεν στεγάζετο και δεν ασκούσε δραστηριότητα στην αναγραφόμενη στο τιμολόγιο διεύθυνση, ήταν άγνωστη στην κατά τόπο αρμόδια Δ.Ο.Υ. της … και ο αριθμός φορολογικού μητρώου που αναγράφετο σε φορολογικά της στοιχεία ήταν ψευδής και ανήκε σε άλλον επιτηδευματία. Μετά την κοινοποίηση στην αναιρεσείουσα εγγράφου της 41ης Δ/νσης Δημοσιονομικών Σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της ζητήθηκε να διατυπώσει εγγράφως, εντός τριάντα ημερών, τις αντιρρήσεις της μετά την υποβολή των οποίων και μετά την έκδοση της 3256/1999 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της κατά της 163/24.9.1998 απόφασης επιβολής χρηματικού προστίμου σε βάρος της από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά 20.000.000 δραχμών για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εκδόθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας η 2/81358/Γ0041/27.11.2000 καταλογιστική πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, στηριζόμενη στην από 20.5.1999 έκθεση ελέγχου του Ειδικού Συντονιστικού Οργάνου Ελέγχου που ερεύνησε τα πραγματικά περιστατικά και διαπίστωσε τις ανωτέρω πλημμέλειες. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε νόμιμος ο επιβληθείς με την ανωτέρω πράξη σε βάρος της αναιρεσείουσας καταλογισμός κατά το μέρος που αφορούσε το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό των 5.500.000 δραχμών με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα για την υπαγωγή της στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων υπέβαλε, μαζί με τα δικαιολογητικά τελικής πληρωμής στη Δ/νση Αλιείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας το με αριθ. 258/29.9.1995 τιμολόγιο αγοράς των δύο ιχθυοκλωβών με εκδότη την εταιρία «… ΕΠΕ» ποσού δραχμών 10.000.000, το οποίο αποδείχθηκε όμως ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων αφού αυτό ήταν πλαστό και εικονικό. Περαιτέρω το Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε και απέρριψε ως αλυσιτελή τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η συναλλαγή της με την ως άνω εταιρία δεν ήταν εικονική και ότι οι κλωβοί αγοράσθηκαν και παραλήφθηκαν νόμιμα με την αιτιολογία ότι και αν ακόμη ήθελε κριθεί βάσιμο το γεγονός αυτό, από μόνο του, δεν θα οδηγούσε στην ευδοκίμηση της έφεσης, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα καταλογίσθηκε γιατί δεν τήρησε τη διάταξη του άρθρου 20 της προαναφερόμενης 257192/12.1.1993 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/86 και η οποία απαιτεί, κατά την κατάθεση των δικαιολογητικών για την καταβολή της εθνικής και κοινοτικής επιδότησης, τα προσκομιζόμενα τιμολόγια να έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων. Ακόμη κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν ασκεί επιρροή η ύπαρξη ή μη καλής πίστης της αναιρεσείουσας, ούτε η ακύρωση με την 1862/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, χωρίς την κατ’ ουσία εξέταση της διαφοράς, της προαναφερόμενης 3256/1999 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, ούτε η κήρυξη ως αθώου «ελλείψει δόλου», με την 44184/19.4.2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών του, κατά το χρόνο της αγοράς των δύο ιχθυοκλωβών, Γενικού Διευθυντή και Διευθύνοντος Συμβούλου της αναιρεσείουσας με την αιτιολογία ότι η επίμαχη καταλογιστική πράξη εκδόθηκε σε εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του εθνικού και κοινοτικού δικαίου και στηρίζεται στον ουσιαστικό έλεγχο που διενεργήθηκε από την οικεία ομάδα ελέγχου. Επίσης με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Τμήμα απέρριψε και τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί πλημμελούς αιτιολογίας της καταλογιστικής πράξης δεχόμενο ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως στηριζόμενη στην από 20.5.1999 έκθεση ελέγχου, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση των με αριθ. 232065/28.9.1998 και 61814/22.5.1998 εγγράφων του Υπουργείου Γεωργίας και του Σ.Δ.Ο.Ε. απόσπασμα της οποίας της κοινοποιήθηκε. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί στις προηγούμενες (ΙΙΙ και V) σκέψεις, το Τμήμα, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις κρίνοντας νόμιμο τον προαναφερόμενο επιβληθέντα σε βάρος της αναιρεσείουσας καταλογισμό με την 2/81358/Γ0041/27.11.2000 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, αφού η χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων με κοινοτικούς και εθνικούς πόρους καθίσταται νόμιμη μόνον εφόσον στηρίζεται σε υποβολή νόμιμων δικαιολογητικών που έχουν εκδοθεί με βάση τις διέπουσες την έκδοση αυτών διατάξεις της Εθνικής νομοθεσίας και ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νόμιμο δικαιολογητικό πλαστό και εικονικό τιμολόγιο εκδοθέν κατά παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπως, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Η εν λόγω δε παρανομία του ως άνω δικαιολογητικού (τιμολογίου) και η συνακόλουθη παράνομη βάσει αυτού χρηματοδότηση επενδυτικού σχεδίου στα πλαίσια της προαναφερόμενης διαδικασίας δεν αίρεται ούτε στην περίπτωση της απαλλαγής από τις ποινικές ευθύνες του υπευθύνου της εταιρίας που το έλαβε και το υπέβαλε ως δικαιολογητικό χρηματοδότησης της δαπάνης ούτε σε περίπτωση απαλλαγής από φορολογικά πρόστιμα, εφόσον το σχετικό δικαιολογητικό, όπως εν προκειμένω με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το επίμαχο τιμολόγιο, εξακολουθεί να είναι παράνομο, γεγονός αντικειμενικό και ανεξάρτητο είτε από την αλήθεια της συναλλαγής είτε από την ανυπαιτιότητα του λαβόντος, προϋποθέσεις που ακόμη και αν συνέτρεχαν δεν θα καθιστούσαν νόμιμη την επίμαχη χρηματοδότηση. Κατ’ ακολουθίαν αυτών ο σχετικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω το Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέλαβε πλήρη, ειδική, εμπεριστατωμένη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία σχετικά με τη νομιμότητα του επίδικου καταλογισμού και έλαβε υπόψη και απάντησε σε όλους τους προβληθέντες από την αναιρεσείουσα νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου αναιρέσεως. Τέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο λόγος αναιρέσεως περί παραβιάσεως από το δικάσαν Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου το οποίο θεσπίζεται με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) καθόσον το εν λόγω τεκμήριο αφορά κατηγορούμενους σε ποινικές υποθέσεις και δεν σχετίζεται με καταλογιστικές διαδικασίες στα πλαίσια παραβίασης δημοσιονομικών κανόνων, όπως στην προκείμενη υπόθεση με την έκδοση σε βάρος της αναιρεσείουσας της επίμαχης καταλογιστικής πράξης η νομιμότητα της οποίας, για τους προεκτιθέμενους λόγους, δεν επηρεάζεται από την αθώωση του υπευθύνου της αναιρεσείουσας για τη λήψη του πλαστού και εικονικού τιμολογίου.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και το δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναιρέσεως υπέρ του Δημοσίου (άρθρ. 56 του π.δ. 774/1980, 61 και 117 του π.δ. 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 15 Μαΐου 2006 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» ως καθολικής διαδόχου της εταιρίας «…» για αναίρεση της 754/2005 απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το από 23 Δεκεμβρίου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής. Και

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως υπέρ του Δημοσίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2010.