Αριθμ. 22/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Δικονομικοί κανόνες και διατυπώσεις για την έγκυρη προσφυγή στα δικαστήρια είναι θεμιτοί, μόνο όταν τελούν σε εύλογη αναλογία με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και εφόσον δεν πλήττεται στον πυρήνα του το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας. Το 6μηνο το άρθρου 51 του 774 είναι αντισυνταγματικό.ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ .
Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγήτρια: Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Σχοινιωτάκης
II. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε καταργημένη η δίκη, που ανοίχθηκε με την από 16.10.2002 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 610/28.5.2002 πράξης του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του το ποσό των 650.496,76 ευρώ που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους στο πλαίσιο υλοποίησης του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Κεντρικής Μακεδονίας. Ειδικότερα με την αναιρεσιβαλλομένη κρίθηκε ότι, εφόσον αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης, που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επιδόθηκε στην έδρα του Υπουργείου Οικονομικών και όχι στο κατάστημα του Ν.Σ.Κ., στο οποίο και μόνο γίνονται νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου και 28 παρ. 19 του ν. 2386/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998, οι προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, επιδόσεις, θεωρείται ότι η έφεση αυτή δεν επιδόθηκε στο εφεσίβλητο εντός εξαμήνου από την περιέλευσή της στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 51 παρ. 1 του π.δ. 774/1980 και ως εκ τούτου το τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον παραιτήθηκε από την ασκηθείσα έφεση του σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο. Ήδη, με την ένδικη αίτηση, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το Δικαστήριο, το αναιρεσείον επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη μορφή της παρά το νόμο κήρυξης της δίκης καταργημένης, προβάλλοντας ειδικότερα τις ακόλουθες αιτιάσεις κατ’ αυτής: 1) ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 51 του π.δ. 774/1980, 49, 52 και 77 του π.δ. 1225/1981, έγινε δεκτό στην προκειμένη περίπτωση ότι το τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον νομικό πρόσωπο παραιτήθηκε κατά πλάσμα δικαίου από την έφεσή του, εφόσον (α) με το άρθρο 52 του π.δ. 1225/1981 καταργήθηκε σιωπηρά το άρθρο 51 του π.δ. 774/198Θ, (β) η διαγραφόμενη από το άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ. 774/1980 συνέπεια της κατάργησης της δίκης, όταν δεν κατατεθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, εντός εξαμήνου από την περιέλευση σ’ αυτό του ασκηθέντος ένδικου βοηθήματος ή μέσου, το αποδεικτικό κοινοποίησης αυτού στον αντίδικο, συνεπάγεται τη στέρηση του προστατευόμενου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικού δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας και αντίκειται στην κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αφού η συνέπεια αυτή δεν τελεί σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο από την ως άνω διάταξη σκοπό, που συνίσταται στην έγκαιρη ενημέρωση του αντιδίκου και στην αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισης του με την προπαρασκευή των μέσων άμυνάς του, (γ) η εμπρόθεσμη, πλην όμως πλημμελής τήρηση του διαδικαστικού τύπου της κοινοποίησης, δεν μπορεί να οδηγεί σε ακυρότητα αυτής, χωρίς την επίκληση δικονομικής βλάβης από μέρους του αντιδίκου και (δ) οι ως άνω συνέπειες της πλημμελούς κοινοποίησης του δικογράφου της έφεσης, που οφείλεται σε σφάλμα του δικαστικού επιμελητή, στον οποίο κατά νόμο έχει ανατεθεί η επίδοση των δικογράφων και κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του αυτός δρα ως βοηθητικό όργανο της Δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση ως όργανο του Κράτους, δεν μπορεί να βαρύνουν τον (μη υπεύθυνο) εντολέα – διάδικο, καθόσον η τήρηση μιας τόσο αυστηρά τυπικής διαδικασίας εμποδίζει την πρόσβαση του διαδίκου σε δικαστήριο και παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998, έγινε δεκτό στην ένδικη υπόθεση ότι δεν ήταν νόμιμη η κοινοποίηση προς τον ίδιο τον Υπουργό Οικονομικών, αφού πρόκειται για διαφορά δημοσιονομικού χαρακτήρα, που προσομοιάζει με τις φορολογικές διαφορές, για τις οποίες δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, ενώ άλλωστε οι ως άνω διατάξεις δεν προβλέπουν ακυρότητα της επίδοσης, όταν αυτή γίνεται προς τον ίδιο το διάδικο (Υπουργό Οικονομικών) και όχι στο κατάστημα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
III. Ο Κώδικας Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (δ/μα της 26.6/10.7. 1944) ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Η ενώπιον των δικαστηρίων εκπροσώπησις του Δημοσίου γίνεται δια του Υπουργού των Οικονομικών», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τας δι-ατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 και υπό στοιχείον Ρ4Γ΄ Νόμου γενόμενοι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας» και στο άρθρο 6 παρ. 1, ότι «Αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τους κειμένους νόμους επιδόσεις γίνονται εν τω οικήματι, εν ω εδρεύει η Διεύθυνσις Νομικών Υπηρεσιών». Ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998, οι προβλεπόμενες από διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας επιδόσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Δημοσίου, γίνονται στο κατάστημα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους». Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται το ενιαίο της δικαστικής εκπροσώπησης του Δημοσίου από τον Υπουργό Οικονομικών και προβλέπεται η κοινοποίηση των δικογράφων που στρέφονται κατά του Δημοσίου στο κατάστημα του Ν.Σ.Κ., προκειμένου αυτό να προβαίνει άμεσα στις ενέργειες της αρμοδιότητάς του για τη δικαστική υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 51 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) το αποδεικτικό κοινοποίησης στον ενδιαφερόμενο των εφέσεων και των άλλων ένδικων μέσων και βοηθημάτων που ασκούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρέπει να κατατίθεται στη Γραμματεία αυτού το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από την περιέλευση του δικογράφου στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο (πριν από την αντι-κατάστασή της με το άρθρο 58 παρ. 9 του ν. 3160/30.6.2003), αν παρέλθει ά-πρακτη η ως άνω προθεσμία, θεωρείται ότι εκείνος που άσκησε το ένδικο μέ-σο παραιτήθηκε από αυτό και καταργείται αυτοδικαίως η δίκη. Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν τόσο στην έγκαιρη διασφάλιση της δυνατότητας οργάνωσης αποτελεσματικής άμυνας και υπεράσπισης του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται το ένδικο μέσο, όσο και στην επίσπευση της διαδικασίας δικαστικής επίλυσης της διαφοράς με την έγκαιρη προπαρασκευή της συζήτησης της υπόθεσης και τον ορισμό προς τούτο δικασίμου, που κατά το άρθρο 56 του π.δ. 1225/1981 γίνεται μετά τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου, στα οποία προδήλως περιλαμβάνεται και το αποδεικτικό κοινοποίησης του οικείου δικογράφου στον αντίδικο. Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων αν ο ασκών το ένδικο μέσο, δεν κοινοποιήσει ή κοινοποιήσει εκπροθέσμως ή πλημ¬με¬λώς στον αντίδικό του αντίγραφο του οικείου δικογράφου ή καταθέσει μετά την πάροδο του εξαμήνου το σχετικό αποδεικτικό κοινοποίησης, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι παραιτήθηκε από το ένδικο μέσο που άσκησε, με συνέπεια την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης (βλ. σχετ. Ολ. Ελ. Συν. 2148/ 1991, 2339/1998, 2039, 2040, 2041/2003, 1375/2007). Ο νομοθέτης δεν κωλύε¬ται να θεσπίζει δικονομικούς κανόνες και διατυπώσεις για την έγκυρη προσφυγή (πρόσβαση) στα δικαστήρια και την παροχή έννομης προστασίας, που αποβλέπουν στη διασφάλιση της καλής απονομής της δικαιοσύνης και εξυπηρετούν τη νομική ασφάλεια. Οι περιορισμοί, όμως, αυτοί είναι θεμιτοί μόνο όταν τελούν σε εύλογη σχέση (αναλογία) με τους επιδιωκόμενους σκο-πούς και είναι τέτοιου βαθμού ώστε να μην πλήττεται στον πυρήνα του το δικαίωμα πρό¬σβασης στο δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας, το οποίο προστατεύεται τόσο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, αποβαίνει ερευνητέο από τα δικαστήρια που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το νόμο, αν το υφιστάμενος κανονιστικό πλαίσιο, ενόψει και των πραγματικών δεδομένων της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης, είναι συμβατό προς τις ως άνω διατάξεις, με γνώ¬μονα την αποφυγή εξαιρετικά τυπικών προσεγγίσεων στην ερμηνεία διατά¬ξεων που θεσπίζουν αυστηρούς διαδικαστικούς κανόνες και προβλέπουν δυσα¬νάλογες συνέπειες (βαρύτατες κυρώσεις) σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, πα¬ρεμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση σε δικαστήριο και την παροχή έννομης προ¬στασίας. Τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση, που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., γίνεται όταν το δικαστήριο, αφού διαπιστώσει την ακυρότητα της επίδοσης του στρεφόμενου κατά του Ελληνικού Δημοσίου δικογράφου, για το λόγο ότι αυτή, κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, δεν έγινε στο κατάστημα του Ν.Σ.Κ., αλλά στον ίδιο τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο αυτού, στην έδρα του Υπουργείου, κρίνει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 παρ. 2 του π.δ. 774/1980, ότι ο διάδικος παραιτήθηκε από το ένδικο μέσο που άσκησε και κηρύσσει καταργημένη τη σχετική δίκη. Τούτο μάλιστα ιδίοις αν τόσο η ως άνω, αν και πλημμελής, κοινοποίηση, όσο και η κατάθεση του οικείου αποδεικτικού, έχουν γίνει μέσα στην καθοριζόμενη εξάμηνη προθεσμία και το Ν.Σ.Κ. αφενός έλαβε εγκαίρως γνώση του οικείου δικογράφου, ώστε να προετοιμάσει αποτελεσματικά τα μέσα άμυνας και υπεράσπισης των συμφερόντων του, αφετέρου δεν επικαλείται δικονομική βλάβη από την πλημμελή αυτή κοινοποίηση. Επιπροσθέτως δε η ακυρότητα της επίδοσης οφείλεται σε σφάλμα του εντολοδόχου δικαστικού επιμελητή, ο οποίος είναι αποκλει¬στικά υπεύθυνος για την τήρηση των όρων της κοινοποίησης, αφού κατά την άσκηση των οικείων καθηκόντων του ενεργεί ως όργανο της πολιτείας (βλ. άρθρο 25 του ν. 2318/1995), με συνέπεια παραλείψεις ή σφάλ-ματα αυτού κατά την επίδοση, που συνεπάγονται σοβαρότατες κυρώσεις ακυρότητας, απαραδέκτου ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατάργησης της δίκης, να μη βαρύνουν τον εντολέα – διάδικο, στερώντας από τον τελευταίο το δικαίωμα πρόσβα¬σης σε δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας με την κατ’ ουσίαν εξέτα¬ση της υπόθεσής του (βλ. σχετ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Δ. της 16ης Νοεμβρίου 2000 υπόθεση Κούτρα κατά Ελλάδας, της l1ης Ιανουαρίου 2001 υπόθεση Πλατάκου κατά Ελλάδας, της 27ης Μαΐου 2004 υπόθεση Μπουλουγούρα κατά Ελλάδας, της 24ης Μαΐου 2006 υπόθεση Λιακοπούλου κατά Ελλάδας, της 14ης Δεκεμβρίου 2006 υπόθεση Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδας κ.ά.). Από τα ανωτέρω παρέ¬πεται ότι η κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998, πλημμελής (άκυρη) επίδοση του στρεφόμενου κατά του Δημοσίου δικογράφου, που οφείλεται σε σφάλμα του δικαστικού επιμελητή, δεν μπορεί να οδηγήσει στην, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 παρ. 2 του π.δ. 774/1980, κατάργηση της δίκης, καθόσον η υιοθέτηση μιας τόσο αυστηρά τυπικής ερμηνείας του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου θίγει στην ουσία του το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστή¬ριο και παροχής έννομης προστασίας, που προστατεύεται από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Άλλωστε, ο νομοθέτης, αντι¬λαμβανόμενος το ασύμβατο προς τις ως άνω διατάξεις της προαναφερόμενης κύρωσης της κατάργησης της δίκης σε περίπτωση μη έγκαιρης κοινοποίησης στον αντίδικο αντιγράφου του ασκηθέντος ένδικου μέσου ή μη έγκαιρης κατάθεσης του σχετικού αποδεικτικού στη Γραμματεία του αρμόδιου Τμήματος Ελεγκτικού Συνε-δρίου, προέβλεψε πλέον (αντικαθιστώντας από 30.6.2003 την παρ. 2 του άρθρου 52 του π.δ. 774/1980 με την παρ. 9 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003), ως κύρωση, το απαράδεκτο της συζήτησης αυτού. Η κύρωση, μάλιστα, αυτή παρακάμπτεται και η υπόθεση συζητείται στην ουσία αν ο αντίδικος παρασταθεί κατά τη συζήτηση και δεν αντιλέξει στην πρόοδο αυτής (Ολ. Ελ. Συν. 727/2009).
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Ι Τμήμα που δίκασε δέχτηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα: Ότι η από 16.10.2002 έφεση (αριθμ. κατάθ. 74/22.11.2002) του αναιρεσείοντος κατά της 610/28.5.2002 καταλογιστικής πράξης του Υφυπουργού Οικονομικών, η οποία στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, περιήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις 22.11.2002. Ότι αντίγραφο της έφεσης επιδόθηκε, σύμφωνα με την προσκομισθείσα 5769/14.2.2003 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ.Κ., στις 14.11.2002, στον ως άνω Υπουργό, στην έδρα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, επί της οδού Πανεπιστημίου 37, ενώ το σχετικό αποδεικτικό κοινοποίησης κα¬τατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25.2.2003 και Ότι στην ως άνω διεύθυνση δεν εδρεύει το κατάστημα του Ν.Σ.Κ., στο οποίο και μόνο γίνονται νόμιμα, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998, οι επιδόσεις που αφορούν τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Δημοσίου. Με βάση δε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, το δικάσαν Τμήμα, αφού έκρινε ότι η διενεργηθείσα ως άνω επίδοση δεν είναι νόμιμη, θεώρησε ότι η έφεση δεν επιδόθηκε στο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο εντός εξαμήνου από την περιέλευσή της στο Ελεγκτικό Συνέδριο και συνεκδοχικώς ότι το τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον παραιτήθηκε, κατά πλάσμα του νόμου, από την έφεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ. 774/1980, με συνέπεια την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Κατά την κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού του το Τμήμα παρέβλεψε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των παραδεκτώς κατατεθέντων στην κατ’ έφεση δίκη υπομνη¬μάτων των διαδίκων, τα ακόλουθα: α) ότι το Ν.Σ.Κ. έλαβε εγκαίρως γνώση της ασκηθείσας έφεσης και του περιεχομένου αυτής (σχετ. το 39128/56-6608/15.5.2003 έγγραφό του, με το οποίο ζητήθηκαν τα σχετικά στοιχεία από το Υπουργείο Οικονομικών για την αντίκρουση της έφεσης, καθώς και το 753/ 0052/13.6.2003 έγγραφο του τελευταίου, με το οποίο διαβιβάστηκαν τα αιτηθέντα στοιχεία), προκειμένου να προετοιμάσει τα μέσα άμυνας και υπεράσπισης των συμφερόντων του Δημοσίου, στη διασφάλιση των οποίων αποβλέπουν, πλην άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 51 του π.δ. 774/1980, β) ότι ο εκπρό¬σω¬πος του Δημοσίου δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε δικονομική βλάβη από την επίμαχη πλημμελή (άκυρη) επίδοση του δικογράφου της έφεσης στην έδρα του Υπουργείου Οικονομικών και γ) ότι η μη νόμιμη επίδοση της έφεσης οφείλεται αποκλειστικά σε σφάλμα της δικαστικής επιμελήτριας, η οποία έλαβε την εντολή να κοινοποιήσει το οικείο δικόγραφο στο αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο, όπως τούτο βε-βαιώνεται και από την ίδια στην προσκομισθείσα κατ’ έφεση, από 20.10.2005, σχετική βεβαί-ωσή της. Ενόψει αυτών, με την ως άνω εκφερθείσα κρίση του το δικάσαν Τμήμα παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας. Τούτο δε, γιατί υιοθετώντας, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 51 του π.δ. 774/1980 και 6 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, σε συνδυασμό με το άρ¬θρο 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998, μια εξαιρετικά τυπική προσέγγιση των προϋποθέσεων που οδηγούν στην κατάργηση της δίκης και αποδε¬χόμενο την εν λόγω δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς συνέπεια (κύρωση) της πλημμελούς κοινοποίησης του δικογράφου τής ενώπιόν του ασκηθείσας έφεσης, στέρησε, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, από το ήδη αναιρεσείον νομικό πρόσωπο το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο και παροχή έννομης προστασίας, παραβιάζοντας έτσι τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος αναίρεσης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της παρά το νόμο κήρυξης καταργημένης της δίκης, είναι βάσιμος και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ν’ αναιρεθεί η προσβαλλό-μενη απόφαση, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών αναιρετικών λόγων. Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει ν’ απαλλαγεί το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε, από 4.7.2006, με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
V. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Ολομέλεια κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει ν’ αναπεμφθεί για νέα κρίση στο αρμόδιο Ι Τμήμα, με διαφορετική σύνθεση, καθόσον αυτή χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό της μέρος (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).