ΕΣ 2245/2012,ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΛΑΒΩΝ, ΟΧΙ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΟ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΕΙΝΑΙ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΟ & ΑΠΑΙΤΗΤΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΧΩΡΙΣ ΤΥΠΙΚΟ ΠΡΟΣΟΝ,

Ε.Σ

                                       2245/2012   ΤΜΗΜΑ Ι

Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη, τις Συμβούλους Βιργινία Σκεύη και Βασιλική Σοφιανού και τους Παρέδρους Κωνσταντίνο Κρέπη και Δημήτριο Κοκοτσή (εισηγητή), οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο και τη Γραμματέα Ερατώ Μαρκόζη.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του Καταστήματός του, στις 7 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεπιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Κωνσταντίνου Τόλη, που αναπληρώνει νόμιμα το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος κωλύεται.

Για να δικάσει την από 15.3.2009 (αριθ. καταθ. Ελ. Συν. 53/9.4.2009) έφεση του Γρηγορίου Καραμούζη του Νικολάου, κατοίκου Βέροιας (οδός Περγάμου 36), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σπυρίδωνος Κωνσταντόπουλου (ΔΣΘ/2809).

Με την έφεση αυτή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Νικολάου Καραγιώργη και κατά: α) της ΕΜΠ 223/5.12.2007 απόφασης καταλογισμού της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας, β) της ΕΜΠ 232/19.11.2008 πράξης του ιδίου ως άνω οργάνου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εκκαλούντος για αναθεώρηση της υπό στοιχ. (α΄) απόφασης καταλογισμού και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης.

Με την υπό κρίση έφεση και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, ο εκκαλών ζητεί την ακύρωση των ανωτέρω πράξεων, κατά των οποίων στρέφεται.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Και

Τον Αντεπίτροπο Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε τη μερική παραδοχή της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία και

Σκέφθηκε κατά το νόμο με τη συμμετοχή όλων των δικαστών, οι οποίοι μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παρουσία και της Γραμματέως.

Αποφάσισε τα ακόλουθα:

Ι. Με την υπό κρίση έφεση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 13.2.2012 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση: α) της ΕΜΠ 223/5.12.2007 απόφασης της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος, δημόσιου υπαλλήλου, το συνολικό ποσό των 18.612,89 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορές αποδοχών ύψους 13.417,42 ευρώ, που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2002 έως 30.4.2007, λόγω μη νόμιμης μετάταξής του σε θέση κατηγορίας ΔΕ, καθώς και σε προσαυξήσεις ποσού 5.195,47 ευρώ (βλ. σχετ. πράξη προσδιορισμού καταλογιστέου ποσού της Οικονομικής Επιθεωρήτριας), β) της ΕΜΠ 232/19.11.2008 πράξης του ίδιου ως άνω οργάνου, με την οποία απορρίφθηκε η από 13.5.2008 αίτηση αναθεώρησης του εκκαλούντος κατά της προαναφερόμενης καταλογιστικής απόφασης (βλ. άρθρ. 56 παρ. 12 του ν.2362/1995) και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης. Η ένδικη έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπό στοιχ. α΄ απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον μετά την έκδοση της υπό στοιχ. β΄ πράξης, ενσωματώθηκε σ΄ αυτή και απώλεσε έκτοτε την εκτελεστότητά της. Η ίδια έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά «κάθε άλλης συναφούς πράξεως ή παραλείψεως», είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου, απορριπτέα επίσης ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το Σειράς ΣΤ΄ 92109679 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ της Δ.Ο.Υ Β΄ Θεσσαλονίκης), κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η ακύρωση της ΕΜΠ 232/19.11.2008 πράξης της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙΙ. Ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄247) ορίζει στο άρθρο 33 ότι: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) (…) β) στο λαβόντα εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού. 2. Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό μη νόμιμων δαπανών, που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, είναι ο Διατάκτης και οι κάθε ειδικότητας Επιθεωρητές, που έχουν διαπιστώσει την παράνομη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι ανωτέρω καταλογιστικές αποφάσεις προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…)».

Περαιτέρω, ο Κώδικας Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ Α΄90) ορίζει στο άρθρο 5, όπως αυτό ισχύει, ότι: «Τα χρέη προς το Δημόσιο που βεβαιώνονται στα δημόσια ταμεία και τα τελωνεία του Κράτους γίνονται ληξιπρόθεσμα ως εξής: 1. Τα χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. 2. Τα χρέη που με βάση το νόμο καταβάλλονται σε δόσεις (…) 5. Τα χρέη δημόσιων υπόλογων από καταλογισμό, την ημέρα που ο υπόλογος είχε υποχρέωση για την εισαγωγή των εισπράξεων στο Δημόσιο, εφόσον ο καταλογισμός έγινε για παράλειψη εισαγωγής εισπράξεων, ενώ σε περίπτωση ελλείμματος την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα και αν η εξακρίβωση είναι αδύνατη, την ημέρα κατά την οποία έχει ανακαλυφθεί, κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης, το έλλειμμα. (…)» και στο άρθρο 6, όπως αυτό ισχύει, ότι: «1. Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ’ αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής (…). 5. Οι υπόλογοι της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του παρόντος Ν.Δ., απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής κατά τας περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχύουσας διατάξεις, δια το μέχρι της βεβαιώσεως του χρέους των εις το Δημόσιον Ταμείον διάστημα εφ’ όσον ήθελον αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμμα δεν οφείλονται εις δόλον ή βαρείαν αυτών αμέλειαν».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής του Δημοσίου τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε βάρος του λαβόντος ανεξάρτητα από τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπό του. Περαιτέρω, όμως, μη νομίμως επιβάλλονται σε βάρος του αχρεωστήτως λαβόντος προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, καθόσον η μεν έκδοση της καταλογιστικής πράξης προηγείται της κατά τα ανωτέρω ταμειακής βεβαίωσης, το δε χρέος δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο μέχρι του χρόνου αυτού και μόνο τα χρέη δημοσίων υπολόγων και των μετ’ αυτών συνευθυνομένων από καταλογισμό καθίστανται ληξιπρόθεσμα από την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η παράλειψη εισαγωγής εισπράξεων υπέρ του Δημοσίου ή εξακριβώθηκε το έλλειμμα κ.λπ. (βλ. αποφ. 1140/2002 Ι Τμ., 1546/2007 IV Τμ. Ελ. Συν).

ΙΙΙ. Ο ν. 2683/1999 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 19), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στην παρ. 1 του άρθρου 70 ότι: «Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αντίστοιχα, επιτρέπεται με αίτηση του υπαλλήλου. Ο μετατασσόμενος πρέπει να έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται…», στο άρθρο 75 ότι: «Οι θέσεις του προσωπικού που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες : α) … δ) κατηγορία θέσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) ε) κατηγορία θέσεων Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ)» και στην παρ. 2 του άρθρου 76 ότι: «Θέσεις της κατηγορίας ΔΕ είναι εκείνες, για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος ή πτυχίο σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλου ισότιμου σχολείου …». Περαιτέρω, το ν.δ. 651/70 (ΦΕΚ- Α΄ 179) «Περί οργανώσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως και διοικήσεως του προσωπικού αυτής», που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στην παρ. 1 του άρθρου 1 ότι: «Ως Γενική Εκπαίδευσης νοείται η Δημοτική και η Μέση Εκπαίδευσις, δημοσία και ιδιωτική.», στην παρ. 1 του άρθρου 8 ότι: «Η Μέση Εκπαίδευσις περιλαμβάνει τα παντός τύπου Γυμνάσια, ημερήσια και εσπερινά» και στην παρ. 1 του άρθρου 14 ότι: «Τα Γυμνάσια είναι ημερήσια εξατάξια, εσπερινά επτατάξια και ημερήσια τριτάξια κατωτέρου κύκλου σπουδών. Τα ημερήσια Γυμνάσια έχουν τας τάξεις Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, τα εσπερινά τας τάξεις Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, και Ζ΄ και τα Γυμνάσια κατωτέρου κύκλου τας τάξεις Α΄, Β΄, Γ΄». Περαιτέρω, ο ν. 309/1976 (ΦΕΚ Α΄ 100) «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως» όριζε στην παρ. 1 του άρθρου 1 ότι: «Η Γενική Εκπαίδευσις, Δημοσία και Ιδιωτική, παρέχεται εις τα: α) Νηπιαγωγεία, β) Δημοτικά Σχολεία, γ) Γυμνάσια, δ) Λύκεια» και στο άρθρο 77 ότι: «α) … β) Αι τάξεις Δ’, Ε’, ΣΤ’ των ημερησίων εξαταξίων Γυμνασίων ως και αι τάξεις Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’ των εσπερινών επταταξίων Γυμνασίων συγκροτούν αυτοδικαίως τα κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου Λύκεια». Τέλος, ο ν.1566/85 (ΦΕΚ Α΄ 167) «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» ορίζει στην παρ. 2 του άρθρου 2 ότι: «Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρέχεται σε δύο κύκλους. Ο πρώτος κύκλος καλύπτεται από τα γυμνάσια και ο δεύτερος από τα γενικά, κλασικά, εκκλησιαστικά, τεχνικά – επαγγελματικά, ενιαία πολυκλαδικά λύκεια … ». Από τις προεκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για τη μετάταξη υπαλλήλου από θέση κατηγορίας ΥΕ σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας ΔΕ δεν αρκεί η ολοκλήρωση της φοίτησης στην ΣΤ΄ τάξη του πρώην εσπερινού επτατάξιου γυμνασίου, αλλά απαιτείται η αποφοίτηση και από την τελευταία Ζ΄ τάξη του σχολείου αυτού, που μετά την ισχύ του ν. 309/1976 αποτελεί την τελευταία τάξη του αντίστοιχου λυκείου, αφού μόνο στην περίπτωση αυτή αποκτάται απολυτήριος τίτλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που αποτελεί τυπικό προσόν διορισμού και συνακόλουθα μετάταξης σε θέση κατηγορίας ΔΕ.  

ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών, υπάλληλος της κτηματικής υπηρεσίας της Δ.Ο.Υ. Φλώρινας, ύστερα από αίτησή του και με βάσει το με αριθμ. 3506/9.9.1988 «αποδεικτικό απόλυσης» του 4ου γραφείου Δ/νσης Δ/βάθμιας εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας, μετατάχθηκε από τον κλάδο ΥΕ Επιμελητών σε κενή οργανική θέση του κλάδου Δ.Ε. Εφοριακών, με την 1033294/1538/0001Γ/17.4.2002 (ΦΕΚ Γ΄ 111/1.5.2002) απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Κατόπιν διοικητικής έρευνας που ολοκληρώθηκε με την Εμπ. 29/5.9.2006 πορισματική έκθεση της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας, διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών δεν είχε τα τυπικά προσόντα μετάταξης σε θέση κλάδου ΔΕ, διότι το περιεχόμενο των υποβληθέντων στοιχείων ήταν παραπλανητικό, γεγονός που προέκυπτε από σειρά εγγράφων που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας. Συγκεκριμένα, στην πορισματική έκθεση αναφέρεται ότι: α) σύμφωνα με το 2/23.12.2005/30.12.2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας, ο ανωτέρω τίτλος δεν είναι αποδεικτικό απόλυσης αλλά αποδεικτικό προαγωγής από την Στ΄ τάξη στην Ζ΄ τάξη Εσπερινού Γυμνασίου, β) σύμφωνα με το 2636/22.6.2006 έγγραφό του 4ου γραφείου Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας, ο εκκαλών είναι κάτοχος ενδεικτικού Στ΄ τάξης του Ιδιωτικού Εσπερινού Επτατάξιου Γυμνασίου ΠΑΝ ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΙΩΤΗ και το επίμαχο έγγραφο εκδόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη μεταγραφή του στο Νυχτερινό Γυμνάσιο – Λύκειο Βέροιας, ενώ περαιτέρω γ) σύμφωνα με το 3560/25.7.2006 έγγραφο του ιδίου ως άνω γραφείου δεν προβλέπεται ισοτιμία απολυτηρίου τίτλου που εκδίδεται από Ιδιωτικά Γυμνάσια – Λύκεια της ημεδαπής, δεδομένου ότι ο απολυτήριος τίτλος Ιδιωτικού Γυμνασίου – Λυκείου (Εσπερινού ή Ημερησίου) είναι ισότιμος και αντίστοιχος με απολυτήριο τίτλο Δημοσίου Γυμνασίου – Λυκείου (Εσπερινού ή Ημερήσιου). Στη συνέχεια, ο Υπουργός Οικονομικών με την 1091625/18.10.2006 απόφαση (ΦΕΚ Γ΄ 368/30.10.2006), επικαλούμενος το ως άνω 2/23.12.2005/30.12.2005 απαντητικό έγγραφο της Δ/νσης Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης Α΄Αθήνας-4ο γραφείο, ανακάλεσε την απόφαση μετάταξης, με την αιτιολογία ότι ο εκκαλών δεν είχε τα τυπικά προσόντα διορισμού σε θέση του κλάδου ΔΕ Εφοριακών. Στη συνέχεια διενεργήθηκε συμπληρωματικός έλεγχος από την Οικονομική Επιθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε το υπ’ αριθμ. 1524/26.3.2007 έγγραφο του 4ου γραφείου Δ/θμιας Εκπ/σης Α΄ Αθήνας, στο οποίο εκ νέου βεβαιώνεται ότι το επίμαχο έγγραφο δεν είναι αποδεικτικό απόλυσης αλλά αποδεικτικό προαγωγής και υποβλήθηκαν σχετικά συνημμένα: α) η υπ’ αριθμ. 5/30.9.1971 Πράξη του Συλλόγου Καθηγητών του Ιδιωτικού Εσπερινού Γυμνασίου «Π. Χρυσοβιτσιώτη», στην οποία αναφέρεται ότι ο εκκαλών προάγεται από την Στ΄ Τάξη στην Ζ΄, β) η από 2.9.1988 αίτηση του εκκαλούντος προς την ανωτέρω υπηρεσία (4ο Γραφείο Β/θμιας Εκπ/σης), με την οποία ζητούσε να του χορηγηθεί « … αποδεικτικό της Στ΄ τάξης του Νυκτερινού Ιδιωτικού Γυμνασίου Πολυδώρου Χρυσοβιτσιώτη που έχω τελειώσει το έτος 1971 –1972. Το παραπάνω αποδεικτικό θα το χρησιμοποιήσω για την εγγραφή μου στο Νυκτερινό – Γυμνάσιο – Λύκειο Βέροιας …», βάσει της οποίας εκδόθηκε το επίμαχο 3506/9.9.1988 αποδεικτικό. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το Φ21/1253/27.3.2007 έγγραφο της Δ/νσης Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Ημαθίας – Τμήμα Διοικητικών Θεμάτων, η υπηρεσία αυτή δεν εξέδωσε οποιοδήποτε έγγραφο ισοτιμίας τίτλων σπουδών του εκκαλούντα, αφού, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οι τίτλοι σπουδών των ιδιωτικών σχολείων είναι ισότιμοι, με αυτούς των δημόσιων σχολείων. Τα ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα αξιολογήθηκαν από την Οικονομική Επιθεώρηση με το Εμπ 86/12.4.2007 έγγραφο, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν συντρέχει λόγος να μεταβληθεί η βάση του ήδη διατυπωθέντος πορίσματός, αφού και από τα στοιχεία αυτά αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών γνώριζε ότι δεν αποφοίτησε από το Επτατάξιο Εσπερινό Γυμνάσιο αλλά περάτωσε την Στ΄ Τάξη μόνο, και χρειαζόταν το αποδεικτικό για να συνεχίσει τη φοίτησή του σε άλλο σχολείο. Ακολούθως, με την ΕΜΠ 223/5.12.2007 απόφαση της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καταλογίστηκε ο εκκαλών με το συνολικό ποσό των 18.612,89 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 13.417,42 ευρώ αχρεωστήτως εισπραχθείσες από αυτόν μισθολογικές διαφορές, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2002 έως 30.4.2007, λόγω της μετάταξής του από τον ΥΕ σε θέση κατηγορίας ΔΕ, καθώς και σε προσαυξήσεις ποσού 5.195,47 ευρώ (βλ. σχετ. πράξη προσδιορισμού καταλογιστέου ποσού της Οικονομικής Επιθεωρήτριας). Η ανωτέρω καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε κατ’ επίκληση της απόφασης ανάκλησης της μετάταξής του και με την ειδικότερα διαλαμβανόμενη αιτιολογία, ότι η μετάταξη προκλήθηκε με δόλια υπαιτιότητα του εκκαλούντος, βάσει του μόνου δικαιολογητικού που βρέθηκε στον ατομικό του φάκελο του Υπουργείου Οικονομικών, σε θέση απολυτήριου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δηλ. μίας φωτοτυπίας (επικυρωμένης με ημερομηνία 13.6.2002) ενός λανθασμένου ως προς τον τίτλο («αποδεικτικό απόλυσης» αντί του ορθού «αποδεικτικό προαγωγής») και παραποιημένου ως προς το περιεχόμενο (διαγραφή της επίμαχης λέξης «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ») αποδεικτικού ήτοι του υπ’ αρ. 3506/9.9.1988 «αποδεικτικού απόλυσης» το οποίο εξέδωσε το 4ο γραφείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αθήνας στις 9.9.1988, με συνέπεια να πετύχει την μετάταξή του σε θέση του κλάδου ΔΕ κατά παράβαση των άρθρων 70 παρ. 1 και 76 παρ. 2 του ν. 2683/1999. Ακολούθως, με την ΕΜΠ 232/19.11.2008 πράξη της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας, απορρίφθηκε η από 13.5.2008 αίτηση αναθεώρησης, που ο εκκαλών άσκησε κατά της καταλογιστικής απόφασης, με την αιτιολογία ότι το υπ’ αρ. 3506/1988 «αποδεικτικό απόλυσης» δεν είναι απολυτήριο αλλά λανθασμένο ως προς τον τίτλο αποδεικτικό προαγωγής από την Στ΄ τάξη προς την Ζ΄ τάξη του ΕΠΤΑΤΑΞΙΟΥ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Π. ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΙΩΤΗ, ενώ η με αρ. πρωτ. Φ21/573/14.2.2001 βεβαίωση ισοτιμίας που υποβλήθηκε ως νέο στοιχείο, κρίθηκε ότι δεν ανατρέπει την κρίση του ελέγχου διότι: α) υποβλήθηκε σε ανεπικύρωτη από την εκδούσα αρχή φωτοτυπία, β) είναι άκυρο για το λόγο ότι βεβαιώνει την ισοτιμία και ισοδυναμία ενός ανύπαρκτου απολυτηρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Ιδιωτικού Σχολείου (του υπ΄ αριθμ. 3506/1988 κατά τα ως άνω « αποδεικτικού απόλυσης») με νόμιμο απολυτήριο αντίστοιχου ημεδαπού Δημοσίου Σχολείου και γ) από τις πορισματικές εκθέσεις προκύπτει ότι το ως άνω με αρ. πρωτ. Φ21/573/14.2.2001 έγγραφο ουδέποτε εξήλθε ως εξερχόμενο έγγραφο από το Πρωτόκολλο της Αρχής που φέρεται ότι το εξέδωσε, δηλ. από τη Δ/νση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ημαθίας και οι φερόμενοι ως υπογράψαντες το εν λόγω έγγραφο υπάλληλοι ουδέποτε υπέγραψαν αυτό.    

V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως καταλογίσθηκε ο εκκαλών με τις διαφορές αποδοχών που έλαβε αχρεωστήτως ως υπάλληλος κλάδου ΔΕ Εφοριακών σε σχέση με εκείνες που θα ελάμβανε ως υπάλληλος του κλάδου ΥΕ Επιμελητών, αφού από τα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύεται ότι δεν κατείχε τίτλο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που αποτελεί αναγκαίο κατά το νόμο τυπικό προσόν για τη μετάταξη σε θέση κατηγορίας ΔΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το 1524/26.3.2007 έγγραφο του 4ου γραφείου της Δ/νσης Δ/θμιας Εκπ/σης Α΄ Αθήνας, το 3506/1998 «αποδεικτικό απόλυσης», που είχε εκδώσει κατά το παρελθόν η ίδια υπηρεσία και έγινε δεκτό για τη μετάταξη του εκκαλούντος, αποτελεί αποδεικτικό προαγωγής από τη Στ΄ στη Ζ΄ τάξη του συγκεκριμένου σχολείου. Το ανωτέρω γεγονός αποδεικνύεται και από την από 2.9.1988 αίτηση του εκκαλούντος προς το 4ο γραφείο, η οποία υποβλήθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το αιτούμενο αποδεικτικό για την εγγραφή του στο Νυκτερινό Γυμνάσιο – Λύκειο Βέροιας, ακριβώς για να ολοκληρωθεί η φοίτησή του στο σχολείο αυτό. Περαιτέρω αποδεικνύεται και από την 5η/30.9.1971 πράξη του Συλλόγου καθηγητών του επτατάξιου εσπερινού Γυμνασίου «Π. Χρυσοβιτσιώτη», στην οποία αναφέρεται ότι ο εκκαλών προάγεται από την Στ΄ Τάξη στην Ζ΄, αλλά και από τον από 30.9.1971 ενδεικτικό τίτλο αποφοίτησης εκ της Στ΄ Τάξης του συγκεκριμένου σχολείου που περιλαμβάνεται στα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη ΙΙ, μη νομίμως καταλογίσθηκε ο εκκαλών με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, καθόσον επί ανοικείων πληρωμών η επιβολή προσαυξήσεων χωρεί μόνο σε βάρος των υπολόγων και των μετ’ αυτών συνευθυνομένων προσώπων, στους οποίους δεν συγκαταλέγεται ο εκκαλών, αφού δεν συμμετείχε σε πράξεις διαχείρισης, ούτε του είχε ανατεθεί από το νόμο ή η κατά φαινόμενον διοικητική αρμοδιότητα που επενεργεί αποφασιστικά στην εκταμίευση του δημοσίου χρήματος και επηρεάζει την ομαλή διεξαγωγή της διαχείρισης. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, ο οποίος ως αναγόμενος στο νόμω βάσιμο της προσβαλλόμενης πράξης εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Τμήμα, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται κατά το σκέλος αυτό ακυρωτέα (βλ. αποφ. 963/2011, 203/2010 IV Τμ., 1772/2003 Ι Τμ. Ελ. Συν).

VI. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, ο εκκαλών προβάλλει ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η Φ21/573/14.2.2001 βεβαίωση ισοτιμίας συνιστά πλαστό έγγραφο, αφού αυτό δεν έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο ποινικής δίκης και ότι στο Φ8.1/573/22.1.2007 έγγραφο της Δ/νσης Δ/βάθμιας εκπαίδευσης Ν. Ημαθίας, που δεν προσκομίζεται, αναφέρεται ότι εφόσον ζητηθεί θα κριθεί η γνησιότητά της βεβαίωσης αυτής. Οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται σε κάθε περίπτωση αλυσιτελώς, καθόσον η αξίωση του Δημοσίου προς αναζήτηση των αποδοχών που έλαβε αχρεωστήτως ο εκκαλών σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2362/1995, ερείδεται στο αντικειμενικό γεγονός ότι δεν κατείχε τα τυπικά προσόντα για την μετάταξη σε θέση του κλάδου Δ.Ε. Εφοριακών (άρθρα 70 και 76 του ν. 2683/1999) ανεξάρτητα από τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπό του. Περαιτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι ο εκκαλών δεν είναι καλόπιστος, διότι γνώριζε ότι δεν αποφοίτησε από τη Ζ’ τάξη του εσπερινού επτατάξιου γυμνασίου «Π. Χρυσοβιτσιώτη», αφού ο ίδιος με την από 2.9.1988 αίτηση που υπέβαλε στη Δ/νση Δ/βάθμιας εκπαίδευσης Α΄Αθήνας-4ο γραφείο, ζητούσε να του χορηγηθεί αποδεικτικό της ΣΤ’ τάξης προκειμένου να εγγραφεί στο νυχτερινό γυμνάσιο-λύκειο Βέροιας. Για το λόγο αυτό παρέλκει η εξέταση της επικαλουμένης από τον εκκαλούντα οικονομικής αδυναμίας για την επιστροφή του καταλογισθέντος ποσού, η οποία σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την καλόπιστη είσπραξη για την άρση (ολική ή μερική) του επίδικου καταλογισμού (βλ. σχετ. Ολομ. Ε.Σ. 1304/1990, 1809/1991, 2309/1994, 144/1996, 1453/2006, 1114/2007, Ι Τμ. 1225/2003, 2623/2006, 1783/2007, 2217, 2391/2008, 905/2010 κ.ά.). Επιπλέον, ο εκκαλών επικαλούμενος τις διατάξεις του άρθρου 20 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση του νόμου ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της, εκτός αν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, ισχυρίζεται ότι μη νομίμως ανακλήθηκε η απόφαση μετάταξής του από την κατηγορία ΔΕ σε εκείνη της ΥΕ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η σχετική ανακλητική απόφαση δεν προκύπτει ότι έχει προσβληθεί από τον εκκαλούντα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά η μη νομιμότητά της προβάλλεται το πρώτον παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, η αξίωση του Δημοσίου προς ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων αποδοχών κατά την έννοια του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2362/1995 δεν συναρτάται από την ανάκληση ή μη της αρχικής απόφασης μετάταξής του, αλλά στηρίζεται στο γεγονός ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 70 και 76 του ν. 2683/1999. Περαιτέρω, αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών ότι το 3506/1998 έγγραφο της Δ/βάθμιας Διεύθυνσης συνιστά αποδεικτικό απόλυσης, αφού όπως ήδη έγινε δεκτό ανωτέρω, η υπηρεσία που το έχει εκδώσει, μεταγενεστέρως έχει κρίνει ότι αποτελεί αποδεικτικό (πιστοποιητικό) προαγωγής στη Ζ’ τάξη, το γεγονός δε αυτό αποδεικνύεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του εάν το επίμαχο «αποδεικτικό απόλυσης» συνιστά εκτελεστή πράξη, που κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος έπρεπε να ανακληθεί πριν την επιβολή του ένδικου καταλογισμού κατ’ εφαρμογή των γενικών αρχών ανάκλησης παράνομων διοικητικών πράξεων, το Τμήμα κρίνει, ενόψει όσων ήδη έχουν γίνει δεκτά ανωτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται νομίμως στο άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2362/1995. Τα περαιτέρω δε προβαλλόμενα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του Δημοσίου (άρθρα 904 επομ. ΑΚ), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, αφού η αναγνώριση αξιώσεων από διαφορές που ανακύπτουν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με υποκείμενη σχέση την παροχή εργασίας, δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ άρθρο 98 του Συντάγματος (Ολ. Ε.Σ. 961/2000, Ι Τμ. 2084/2007, 2221/2008, 1669/2009).

Ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, ότι η αξίωση του Δημοσίου για επιστροφή του ποσού που εισέπραξε αχρεώστητα έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή που προβλέπεται στο αρ. 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, καθόσον, ελλείψει ειδικής διάταξης νόμου, η εν λόγω αξίωση του Δημοσίου υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα, η οποία εν προκειμένω δεν έχει συμπληρωθεί (βλ. αποφ. Ι Τμ. Ελ. Συν. 1783/2007, 2714/2010). Περαιτέρω, ο λόγος της έφεσης ότι η προβλεπόμενη με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 διετής παραγραφή των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου έναντι αυτού, πρέπει για λόγους ίσης μεταχείρισης να διέπει και την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών εκ μέρους του Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995, βραχυπρόθεσμη παραγραφή για τις αξιώσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, έχει θεσπιστεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των αξιώσεων που απορρέουν από περιοδικές (κατά μήνα) παροχές και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Δημοσίου, πράγμα απαραίτητο για την προστασία της περιουσίας και τη λειτουργία της υπηρεσίας του, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες με την καταβολή φόρων (βλ. αποφ. 977/2011 Α.Π.). Τέλος, τα όσα ισχυρίζεται ο εκκαλών σχετικά με τη μεροληπτική στάση της Οικονομικής Επιθεωρήτριας που διενήργησε τη σχετική έρευνα, είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτα, αφού προβάλλονται το πρώτον με το από 13.2.2012 υπόμνημα (βλ. αποφ. 1410/2006, 901, 1307/2010 Ι Τμ. Ελ. Συν.). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη ΕΜΠ 232/19.11.2008 πράξη της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας (στην οποία έχει ενσωματωθεί η ΕΜΠ 223/5.12.2007 καταλογιστική απόφαση του ιδίου ως άνω οργάνου), κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκαν προσαυξήσεις ύψους 5.195,47 ευρώ και να περιοριστεί ο επίδικος καταλογισμός στο ποσό των 13.417,42 ευρώ. Τέλος, ενόψει της εν μέρει παραδοχής της ένδικης έφεσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να αποδοθεί στον εκκαλούντα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου κατά το ποσό των 50 ευρώ (βλ. άρθρο 56 παρ.4 του π.δ.774/1970, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ.3 του ν. 3659/2008-ΦΕΚ Α΄ 77), ενώ για τον ίδιο ως άνω λόγο θα πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 123 π.δ.1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.3472/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται εν μέρει την έφεση.

Ακυρώνει εν μέρει την ΕΜΠ 232/19.11.2008 πράξη της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας (στην οποία έχει ενσωματωθεί η ΕΜΠ 223/5.12.2007 καταλογιστική απόφαση του ιδίου ως άνω οργάνου), κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκαν προσαυξήσεις ποσού 5.195,47 ευρώ.

Περιορίζει τον επιβληθέντα εις βάρος του εκκαλούντος καταλογισμό στο ποσό των 13.417,42 ευρώ.

Αποδίδει στον εκκαλούντα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου κατά το ποσό των 50 ευρώ.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2012.

        Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ                           ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΤΣΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΑΤΩ ΜΑΡΚΟΖΗ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2012.

      Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

           ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ                              ΕΡΑΤΩ ΜΑΡΚΟΖΗ