ΕΣ 2267/11, Ολομ., Εννοια άρθρου 33 ΚΔΛ ΑΦΟΡΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΥΠΟΛΟΓΟ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΕ ΥΠΟΛΟΓΟΥΣ ΝΠΔΔ-ΟΧΙ ΝΟΜΙΜΗ Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΕ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΕΣ Ολομ

Αριθμ. 2267/2011, Ολομελείας
Περίληψη: Τα μέλη των Επιτροπών Διοίκησης των Δημοτικών Γυμναστηρίων, ως διαχειριζόμενα και διοικούντα την περιουσία τους, έχουν την ιδιότητα του υπολόγου νπδδ, συνεπώς ευθύνονται για κάθε έλλειμμα που διαπιστώνεται στην οικεία διαχείριση. Η Επιτροπή Διοίκησης Δημοτικού Γυμναστηρίου μη νομίμως ανέλαβε υποχρέωση και κατέβαλε δαπάνη για την ασφάλιση του προσωπικού σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, καθόσον από καμία διάταξη νόμου δεν παρέχεται τέτοια αρμοδιότητα στην Επιτροπή Διοίκησης και ούτε πρόκειται για δαπάνη συναφή με το σκοπό λειτουργίας του Γυμναστηρίου. Αναγκαία προϋπόθεση για την εκτέλεση μιας δαπάνης νπδδ είναι η εγγραφή της στον προϋπολογισμό του νπδδ αυτού και όχι στον ισολογισμό του. Η κρίση περί τα πράγματα είναι ανέλεγκτη στην κατ’ αναίρεση δίκη.
Πρόεδρος: Ιωάννης Καραβοκύρης
Εισηγητής: Νικόλαος Μηλιώνης, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Διονύσιος Λασκαράτος

Ι. …
ΙΙ. Από το συνδυασμό των άρθρων 1 παρ. 2 περ. γ΄, 3 περ. γ΄ και 4, 6 παρ. 1, 8 παρ. 1, 4 και 5, 10, 11 παρ. 3, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 1 του ν. 423/1976 «Περί γυμναστηρίων και ρυθμίσεις θεμάτων αφορώντων εις τον εξωσχολικόν αθλητισμόν» (ΦΕΚ Α΄ 223), όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 6 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 περ. ε΄ του ν. 665/1977 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί εξωσχολικού αθλητισμού και γυμναστηρίων νομοθεσίας και λοιπών συναφών διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 225), 3 και 4 του π.δ. 456/1988 «Οργάνωση και λειτουργία Γυμναστηρίων» (ΦΕΚ Α΄ 209) και 32 παρ. 1, 35 παρ. 1 και 40 του ν.δ. 496/1974 «Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 204) συνάγεται ότι τα μέλη των Επιτροπών Διοίκησης των Δημοτικών Γυμναστηρίων, ως διαχειριζόμενα και διοικούντα την περιουσία τους, έχουν την ιδιότητα του υπολόγου ΝΠΔΔ, συνεπώς ευθύνονται για κάθε έλλειμμα που διαπιστώνεται στην οικεία διαχείριση (ad hoc Ολ. Ελ. Συν. 23, 17/2004, 1315/2003). Η ευθύνη του υπολόγου προϋποθέτει πλημμελή διαχείριση, η οποία συνδέεται με υπαίτια συμπεριφορά του, έστω και υπό τη μορφή της ελαφράς αμέλειας, η δε υπαιτιότητα αυτή τεκμαίρεται ότι υπάρχει επί ελλείμματος και μόνο αν αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται οπωσδήποτε και σε κανένα βαθμό, τότε στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η απαλλαγή του υπόλογου από την ευθύνη του. Εξάλλου, ως έλλειμμα νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση τα νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία και εκείνης που πράγματι υπάρχει, καθώς και κάθε ανοίκειος πληρωμή, δηλαδή κάθε πληρωμή που δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπόλογου ή δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά ή για την πραγματοποίησή της δεν τηρή-θηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπόλογου ή είναι άσχετη με το σκοπό της διαχείρισης (Ολ. Ελ. Συν. 736/2007, 1416/2006 κ.ά.).
III. Στην υπό κρίση υπόθεση, το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Τμήμα δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, τα εξής: Με την 7/10.1.1995 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ν.Σ. οι ήδη αναιρεσείοντες διορίστηκαν μέλη της Επιτροπής Διοίκησης του Δημοτικού Γυμναστηρίου Ν.Σ. Κατόπιν της από 20.1.1997 εξώδικης διαμαρτυρίας υπαλλήλων του Δημοτικού Γυμναστηρίου σχετικά με παρατυπίες και παραλείψεις των οργάνων αυτού, διενεργήθηκε από την Οικονομική Επιθεώρηση Αττικής έλεγχος στην οικεία διαχείριση για το χρονικό διάστημα από 1.1.1995 έως 7.5.1997, μετά το πέρας του οποίου συντάχθηκε η Α.4170/25.6.1998 έκθεση διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου. Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων ότι η Επιτροπή Διοίκησης με παρόντες τους αναιρεσείοντες ενέκρινε με την 31/19.2.1996 απόφαση, κατόπιν σχετικής εισήγησης του διευθυντή του Δημοτικού Γυμναστηρίου, την ομαδική ασφάλιση του προσωπικού του Δημοτικού Γυμναστηρίου σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία και την πίστωση του σχετικού ποσού, αναθέτοντας τις περαιτέρω απαιτούμενες ενέργειες στον διευθυντή του Δημοτικού Γυμναστηρίου. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής υπογράφηκαν 54 ατομικά ασφαλιστήρια συμβόλαια με την ασφαλιστική ε-ταιρία «N.Ν.», που αφορούσαν 20 υπαλλήλους του Δημοτικού Γυμναστηρίου. Από τον έλεγχο των χρηματικών ενταλμάτων του χρονικού διαστήματος 1996 έως 7.5.1997, καθώς και ύστερα από σχετική βεβαίωση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας προέκυψε ότι για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών έτους 1996 εκδόθηκαν από το Δημοτικό Γυμναστήριο τα 122 και 228/1996 και 304, 305 και 307/1997 χρηματικά εντάλματα, συνολικού ποσού 12.756.770 δραχμών. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Α.2232/ 4.5.1998 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής, με την οποία καταλογίστηκαν οι αναιρεσείοντες με το ποσό των 12.756.770 δραχμών που, σύμφωνα με την απόφαση, αποτελούσε έλλειμμα της διαχείρισης του Δημοτικού Γυμναστηρίου κατά το χρονικό διάστημα από 19.2.1996 έως 31.3.1997, πλέον προσαυξήσεων ποσού 4.089.642 δραχμών, ήτοι με το συνολικό ποσό των 16.846.412 δραχμών. Κατόπιν νέων καταγγελιών, διενεργήθηκε από την Οικονομική Επιθεώρηση Ανατολικής Αττικής συ-μπληρωματικός έλεγχος στην οικεία διαχείριση του Δημοτικού Γυμναστηρίου και συντάχθηκαν οι 5530/19.12.2000 και 6288/11.2.2002 εκθέσεις ελέγχου, σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή Διοίκησης ενέκρινε με την 31/19.2.1996 απόφαση την ομαδική ασφάλιση του προσωπικού του Δημοτικού Γυμναστηρίου για το ποσό των 30.177.512 δραχμών. Για δε το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως και 11.12.2001 το Δημοτικό Γυμναστήριο συνέχιζε να καταβάλει ασφάλιστρα για το προσωπικό του, τα οποία, σύμφωνα με το από 11.12.2001 έγγραφο της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, ανέρχονταν στο ποσό των 8.351.602 δραχμών. Ακολούθως, εκδόθηκε η 1124/11.2.2002 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Αττικής, με την οποία καταλογίστηκαν οι αναιρεσείοντες με το ποσό των 8.351.602 δραχμών, που, σύμφωνα με την απόφαση, αποτελεί έλλειμμα της διαχείρισης του Δημοτικού Γυμναστηρίου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 13.12.2001, με την αιτιολογία ότι η ανάληψη της υποχρέωσης και η καταβολή της δαπάνης για την ασφάλιση του προσωπικού στην ανωτέρω ιδιωτική εταιρία δεν ήταν νόμιμη, διότι α) οι ως άνω συμβάσεις, οι οποίες δημιούργησαν υποχρεώσεις σε βάρος του Δημοτικού Γυμναστηρίου, συνήφθησαν κατά παράβαση του άρθρου 40 του ν.δ/τος 496/1974 και χωρίς να προβλέπονται από γενικές ή ειδικές διατάξεις, β) η σχετική δαπάνη δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Δημοτικού Γυμναστηρίου, γ) η δαπάνη αυτή δεν προβλεπόταν από εγκεκρι-μένους προϋπολογισμούς και δ) τα χρηματικά ποσά που δαπανήθηκαν προορίζονταν για ειδικούς σκοπούς (πληρωμή μισθοδοσίας προσωπικού, πληρωμή νόμιμων ασφαλιστικών εισφορών και κρατήσεων υπέρ Δημοσίου και λοιπά λειτουργικά έξοδα του Δημοτικού Γυμναστηρίου). Επί της ασκηθείσας κατά της τελευταίας καταλογιστικής απόφασης έφεσης των αναιρεσειόντων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η συνομολόγηση της σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επίμαχη δαπάνη, προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 40 του ν.δ. 496/1974, δεδομένου ότι από καμία διάταξη νόμου δεν παρέχεται αρμοδιότητα στις Επιτροπές Διοίκησης των Δημοτικών Γυμναστηρίων να προβαίνουν σε ασφάλιση του προσωπικού του Δημοτικού Γυμναστηρίου σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, καθώς αυτό ασφαλίζεται υποχρεωτικά στο Ι.Κ.Α.
IV. Ήδη με την υπό κρίση αναίρεση οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι ενώ με την προδικαστική απόφαση διατάχθηκε η προσκόμιση των αιτούμενων αποδείξεων στη Γραμματεία του κατ’ ουσίαν δικάσαντος Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση στην Οικονομική Επιθεώρηση της απόφασης αυτής, εντούτοις τα αποδεικτικά αυτά μέσα προσκομίστηκαν εκπροθέσμως πέραν του ταχθέντος τριμήνου, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 70 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981 και περαιτέρω ότι δεν γίνεται μνεία ότι ελήφθησαν υπόψη νομίμως όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Ο λόγος αυτός, ως προς το πρώ¬το σκέλος της, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, «το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως να αποφασίζη περί συμπληρώσεως των αποδείξεων δια παντός προσφόρου μέσου», θέτοντας προς τούτο προθεσμία, η τεθείσα προθεσμία για τη συμπλήρωση των αποδεικτικών μέσων έχει ενδεικτικό χαρακτήρα, η υπέρβαση της οποίας δεν συνεπάγεται συ¬νέπειες ακύρωσης. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του αναιρετικού λόγου, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κάνει μνεία του γεγονότος ότι ελήφθησαν νομίμως υπόψη όλες οι προσκομισθείσες αποδείξεις, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το δικαστήριο της ουσίας είναι μεν υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία για καθένα από αυτά (Ολ. Ελ. Συν. 1589/2002, Α.Π. 250/2000, ΕλλΔνη 41, σ. 979).
V. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι κατ’ εσφαλμένη ερμη-νεία και εφαρμογή του νόμου το δικάσαν Τμήμα έκανε δεκτό ότι είναι κατά νόμο ανεπιτρεπτή η ασφάλιση του προσωπικού του Εθνικού Γυμναστηρίου σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, προβάλλοντας τον ειδικότερο ισχυρισμό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 12 παρ. 14 και 17 του κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 423/1976 εκδοθέντος π.δ/τος 456/1988, η Επιτροπή Διοίκησης του Γυμναστηρίου δικαιούται να προβαίνει σε παροχές ακόμη και σε είδος προς τους εργαζομένους αυτού. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο, διότι ναι μεν στο άρθρο 3 του ως άνω π.δ/τος 456/1988 ορίζεται ότι η Επιτροπή Διοίκησης κάθε Γυμναστηρίου μεριμνά, μεταξύ άλλων, για την αποδοτικότερη και οικονομικότερη λειτουργία του Γυμναστηρίου, στο δε άρθρο 12 παρ. 14 ότι το Τμήμα ή Γραφείο Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών φροντίζει για τη μισθοδοσία και τις λοιπές παροχές στους εργαζομένους και στο άρθρο 17 ότι στο προσωπικό που ασκεί χειρονακτική εργασία (κηπουροί, καθαρίστριες, συντηρητές κ.λπ.) χορηγούνται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μια φορά τον χρόνο στολές και τα απαραίτητα είδη για την εργασία τους• πλην όμως, η ασφάλιση του προσωπικού σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία δεν εμπίπτει στις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν συνιστά παροχή που συμβάλλει στην αποδοτικότερη και οικονομικότερη λειτουργία του Γυμναστηρίου, ενόψει μάλιστα, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά στην προσβαλλομένη, και των υφιστάμενων οφειλών αυτού προς το ΙΚΑ και το Δημόσιο από τη μη πληρωμή νόμιμων ασφαλιστικών εισφορών και κρατήσεων, ούτε άλλωστε η εν λόγω δαπάνη εί-ναι συναφής με το σκοπό λειτουργία του Γυμναστηρίου.
VI. Εξάλλου, αβάσιμος και απορριπτέος ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋπόθεσης είναι και ο λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο στην περίπτωση των αναιρεσειόντων έπρεπε να είχε εφαρμοστεί το άρθρο 49 του ν. 2362/1995 και τούτο, διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στην ευθύνη διαχειριστών πάγιων προκαταβολών, δηλαδή ρυθμίζει ζήτημα άσχετο με την υπό κρίση υπόθεση, η δε ευθύνη του αναιρεσείοντος είναι ευθύνη δημόσιου υπολόγου και δεν σχετίζεται σε καμιά περίπτωση με τη διάταξη αυτή που αναφέρεται αποκλειστικά στις υποχρεώσεις των διαχειριστών πάγιων προ-καταβολών.
VII. Επίσης, ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Τμήματος ως προς το ότι τούτο δεν δέχθηκε την ένσταση των αναιρεσειόντων περί συγγνωστής πλάνης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εξαιτίας του νόμω ανελέγκτου κατά την αναιρετική δίκη της ουσιαστικής κρίσης του Τμήματος που δίκασε την υπόθεση.
VIII. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν έπρεπε να καταλογιστούν οι αναιρεσείοντες, αφού δεν είχαν βαριά αμέλεια, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον ο καταλογισμός του ερείδεται στην ευθύνη του ως δημόσιου υπολόγου, η οποία υφίσταται για κάθε πταίσμα, επομένως και για ελαφρά αμέλεια. Ο δε ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και επ’ αυτών το άρθρο 33 του 2362/1995 ότι «μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) στον υπάλληλο που από δόλο ή βαρεία αμέλεια προέβη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή συνέπραξε στην έκδοση αυτών ή στη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών πραγματοποιήσεως της δαπάνης (…)», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον αναφέρεται αφενός στους υπολόγους του Δημοσίου και όχι των ν.π.δ.δ. και αφετέρου σε δημόσιους υπαλλήλους και όχι σε υπολόγους, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
IX. Ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι «η απόφαση της Ε.Δ. του Γυμναστηρίου για την πρόσθετη – παράλληλη ασφάλιση του προσωπικού του σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία δεν κατέστη μη σύννομη και εκ του λόγου ότι η σχετική δαπάνη δεν προβλεπόταν στους ισολογισμούς των ετών 1996 και 1997, οι οποίοι άλλωστε δεν είχαν καθόλου συνταχθεί» είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του λογιστικού των ν.π.δ.δ (π.δ. 496/1974) αναγκαία προϋπόθεση για την εκτέλεση της δαπάνης είναι η εγγραφή στον προϋπολογισμό του ν.π.δ.δ. σχετικής πίστωσης (άρθρ. 40 π.δ. 496/1974), και όχι στον ισολογισμό αυτού, όπως ανακριβώς ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες. Η μη σύνταξη δε του προϋπολογισμού του ν.π.δ.δ. δεν είναι δυνατόν να θεραπεύσει τη νομική πλημμέλεια που προκαλείται για κάθε δαπάνη εξαιτίας της παράλειψης σύνταξης αυτού.
Χ. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι έπρεπε να καταλογιστεί και η ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία ως αχρεωστήτως λαβούσα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται και απορρίπτεται ως αβάσιμος διότι αναφέρεται σε κρίση περί τα πράγματα που είναι ανέλεγκτα κατ’ αναίρεση, καθόσον η τυχόν συνευθύνη άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων δεν αίρει την προσωπική αυτοτελή για το διαχειριστικό έλλειμμα ευθύνη των αναιρεσειόντων ως δημόσιων υπολόγων, οι οποίοι τότε μόνο απαλλάσσονται όταν αποδείξουν ότι οι ίδιοι δεν βαρύνονται ούτε με ελαφρά αμέλεια.
XI. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι οι αναιρεσείοντες καταλογίστηκαν κατά λάθος δύο φορές με το ποσό του ελλείμματος που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.3.1997, ήτοι τόσο με την Α2232/1998 όσο και με την 1124/11.2.2002 καταλογιστική απόφαση, απορρίπτεται ως αβάσιμος, διότι αναφέρεται σε κρίση περί τα πράγματα, που είναι ανέλεγκτα κατ’ αναίρεση
XII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, έτσι που έκρινε το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, διαλαμβάνοντας πλήρη, σαφή και ειδική αιτιολογία, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Επομένως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρ. 59 π.δ. 774/1980 και 61 παρ. 5 και 117 π.δ. 1225/1981).