ΕΣ, 2364/2011, Ολομ., τοκοφορία αγωγής με επιτόκιο 6% αντίκειται στο Σύνταγμα και την ισότητα των διαδίκων (ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΜΩΣ εκδόθηκε ΚΑΙ Η 2812/2011 ΟΛΟΜ. που παραπέμπει στο ΑΕΔ λόγω αντίθετης απόφασης του ΣτΕ)

ΕΣ Ολομ

ΕλΣυν Ολ 2364/2011

περιληψη : Αίτηση αναιρέσεως με προβολή λόγων αφενός περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων (ΚΥΑ) για τον καθορισμό του ποσοστού της ΑΤΑ στις συντάξεις και με την ειδικότερη αιτίαση ότι το μειωμένο ποσό της ΑΤΑ επί του ποσού των διαφορών συντάξεων που επιδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποζημίωση στον ενάγοντα δεν αποτελεί την αναλογούσα κατά τις διατάξεις των οικείων ΚΥΑ ΑΤΑ και αφετέρου περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων περί τοκογονίας των ποσών που απορρέουν από οφειλές του Δημοσίου και ειδικότερα για την μη εφαρμογή των άρθρων 293 ΑΚ και 15 παρ. 5 Ν 876/1979 . Στην προκείμενη περίπτωση κρίθηκε ότι το δικάσαν Τμήμα πλημμελώς εφάρμοσε τις διατάξεις της ΑΤΑ. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΒΔ 26.6/10.7.1944), κατά το μέρος που καθορίζει το νόμιμο επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας σε 6% ετησίως είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντ ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Το Δημόσιο οφείλει επί των χρηματικών απαιτήσεων κατ’ αυτού τόκους, από την επίδοση της σχετικής αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ και το άρθρο 15 παρ. 5 Ν 876/1979 . Εν προκειμένω, όμως, ορθώς ορίστηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το Δημόσιο οφείλει με το επιτόκιο του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (6%) καθ’ ερμηνεία του αιτήματος της αγωγής επιχειρούμενη υπό το φως της κατά την άσκηση της αγωγής (1.11.1994) κρατούσας νομολογίας για υπολογισμό επί χρηματικών οφειλών του Δημοσίου επιτοκίου 6% και διότι το ανίσχυρο του επίμαχου μέρους της διάταξης αυτής και η συνακόλουθη εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος για τους ιδιώτες επιτοκίου, απαγγέλθηκε για πρώτη φορά μεταγενέστερα με την ΕλΣυν Ολ 513/2009.

Πρόεδρος: Ε. Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΕλΣυν
Εισηγήτρια: Γ. Τζομάκα, Σύμβουλος ΕλΣυν
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Δ. Λασκαράτος
Δικηγόροι: Κ. Κατσούλας, Πάρεδρος ΝΣΚ, Α. Χατζητζανή
Αίτηση αναιρέσεως με προβολή λόγων αφενός περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων (ΚΥΑ) για τον καθορισμό του ποσοστού της ΑΤΑ στις συντάξεις και με την ειδικότερη αιτίαση ότι το μειωμένο ποσό της ΑΤΑ επί του ποσού των διαφορών συντάξεων που επιδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποζημίωση στον ενάγοντα δεν αποτελεί την αναλογούσα κατά τις διατάξεις των οικείων ΚΥΑ ΑΤΑ και αφετέρου περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων περί τοκογονίας των ποσών που απορρέουν από οφειλές του Δημοσίου και ειδικότερα για την μη εφαρμογή των άρθρων 293 ΑΚ και 15 παρ. 5 Ν 876/1979  . Στην προκείμενη περίπτωση κρίθηκε ότι το δικάσαν Τμήμα πλημμελώς εφάρμοσε τις διατάξεις της ΑΤΑ. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΒΔ 26.6/10.7.1944), κατά το μέρος που καθορίζει το νόμιμο επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας σε 6% ετησίως είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντ  ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Το Δημόσιο οφείλει επί των χρηματικών απαιτήσεων κατ’ αυτού τόκους, από την επίδοση της σχετικής αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ και το άρθρο 15 παρ. 5 Ν 876/1979  . Εν προκειμένω, όμως, ορθώς ορίστηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το Δημόσιο οφείλει με το επιτόκιο του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (6%) καθ’ ερμηνεία του αιτήματος της αγωγής επιχειρούμενη υπό το φως της κατά την άσκηση της αγωγής (1.11.1994) κρατούσας νομολογίας για υπολογισμό επί χρηματικών οφειλών του Δημοσίου επιτοκίου 6% και διότι το ανίσχυρο του επίμαχου μέρους της διάταξης αυτής και η συνακόλουθη εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος για τους ιδιώτες επιτοκίου, απαγγέλθηκε για πρώτη φορά μεταγενέστερα με την ΕλΣυν Ολ 513/2009.
Διατάξεις: άρθρα 21 ΒΔ 26.6/10.7.1944, 293 ΑΚ, 15 [παρ. 5] Ν 876/1979  , ΚΥΑ 2003454/282/0022/22.1.1990 (ΦΕΚ Β΄ 55), ΚΥΑ 64117/2589/24.12.1990 (ΦΕΚ Β΄ 811)
1. Η υπό κρίση αίτηση, για αναίρεση της 2784/2008 οριστικής απόφασης του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα … και … ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
2. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όπως αυτή εκτιμάται από το δικαστήριο, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης προβάλλοντας: α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των 2003454/282/0022/22.1.1990 (Β΄ 55) και 64117/2589/24.12.1990 (κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εμπορικής Ναυτιλίας περί καθορισμού του ποσοστού της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) στις συντάξεις και τα βοηθήματα του Δημοσίου, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι το μειωμένο ποσό της ΑΤΑ επί του ποσού των διαφορών συντάξεων που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποζημίωση στον ενάγοντα, δεν αποτελεί την αναλογούσα κατά τις διατάξεις των ανωτέρω ΚΥΑ ΑΤΑ και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί τοκογονίας ποσών που απορρέουν από οφειλές του Δημοσίου, με την ειδικότερη αιτίαση της μη εφαρμογής από το Δικαστήριο της ουσίας των άρθρων 293 ΑΚ και 15 παρ. 5 του Ν 876/1979   περί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας επί του ποσού της άνω αποζημίωσης, που το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα.
3. Με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 1587/1986   «Ειδικές μισθολογικές ρυθμίσεις δικαστικών λειτουργών» (Α΄ 37), προβλέφθηκε η χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) από 1.5.1985 και εφεξής, σύμφωνα με το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή και τους περιορισμούς που καθορίζονταν κάθε φορά για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους με τις ήδη ισχύουσες γι’ αυτούς διατάξεις. Σύμφωνα με τις τελευταίες αυτές διατάξεις (κατά παραπομπή ισχύουσες και για τους δικαστικούς λειτουργούς), για την ανάγκη ενίσχυσης των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης από την εφαρμογή της εισοδηματικής πολιτικής, αλλά και την ανάγκη προστασίας των εισοδημάτων των συνταξιούχων του Δημοσίου από τον πληθωρισμό, με την Γ-691/127/Μ13/3-36/25.1.1982 κοινή απόφαση (ΚΥΑ) των υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Kοινωνικών Υπηρεσιών, που κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν 1982 (Α΄ 110 ), από 1.1.1982 καθιερώθηκε νέο σύστημα αύξησης των χορηγούμενων από το Δημόσιο αποδοχών και συντάξεων, αυτό της ΑΤΑ, σύμφωνα με το οποίο η αύξηση όλων των αποδοχών και συντάξεων του Δημοσίου θα πραγματοποιείται στην αρχή του επόμενου τετραμήνου σύμφωνα με το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου τετραμήνου, που θα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, έπειτα από γνώμη Ειδικής Επιτροπής. Προκειμένου δε να ευνοούνται οι χαμηλοσυνταξιούχοι, από την ίδια ως άνω ΚΥΑ, προβλέπεται αφενός το ποσό των 80.000 δρχ. ως ανώτατο όριο (οροφή) σύνταξης ή τμήματος αυτής μέχρι το οποίο χορηγείται η ΑΤΑ και αφετέρου κλιμάκωση του ποσοστού της, αντίστοιχη προς τις καθοριζόμενες από αυτή κλίμακες ποσών σύνταξης και ειδικότερα, για σύνταξη ή τμήμα αυτής μέχρι 35.000 δραχμές χορηγείται ολόκληρο το ποσοστό της ΑΤΑ, από 35.001 δραχμές μέχρι 55.000 δραχμές το 1/2 του ποσοστού της και από 55.001 και μόνο μέχρι 80.000 δραχμές το 1/4 του ποσοστού αυτής. Περαιτέρω, για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων του Δημοσίου, ανάλογες προς τις ανωτέρω κλιμακώσεις του κάθε φορά προβλεπόμενου ποσοστού ΑΤΑ καθορίσθηκαν: α) από 1.1.1984, με την κυρωθείσα με το άρθρο 10 του Ν 1518/1985   (Α΄ 30) ΚΥΑ Γ854/65/Μ13/3-36/21.1.1984, Β΄ 56/7.2.1984 (για σύνταξη ή τμήμα αυτής μέχρι 50.000 δρχ. ολόκληρο το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, από 50.001-75.000 το 1/2 του ποσοστού μεταβολής, από 75.001 και μόνο μέχρι 100.000 δρχ το 1/4 του ποσοστού της μεταβολής), β) από 1.1.1987, με την κυρωθείσα με το άρθρο 6 του Ν 1803/1988   (Α΄ 176) ΚΥΑ 176/Μ.13/3-36/18.3.1987, Β΄ 192 (για σύνταξη ή τμήμα αυτής μέχρι 60.000 δρχ. ολόκληρο το ποσοστό μεταβολής του δείκτη, από 60.001 έως 75.000 δρχ. το ½ του ποσοστού, από 75.001 και μόνο μέχρι 100.000 δρχ. το 1/4 του ποσοστού) γ) από 1.1.1989, με την κυρωθείσα με το άρθρο 8 του Ν 1859/1989   (Α΄ ) ΚΥΑ 2007087/557/0022/23.1.1989, Β΄ 68 (για σύνταξη ή τμήμα αυτής μέχρι 70.000 δρχ. ολόκληρο το ποσοστό μεταβολής του δείκτη, από 70.001 έως 100.000 δρχ. το 75% του ποσοστού μεταβολής του και από 100.001 δρχ. και άνω το 50% του ποσοστού μεταβολής, αφαιρουμένου του εισαγόμενου πληθωρισμού) και δ) από 1.1.1990, με την κυρωθείσα με το άρθρο 1 τουΝ 1881/1990   (Α΄ 42) ΚΥΑ 2003454/282/0022/22.1.1990, Β΄ 55 (για σύνταξη ή τμήμα αυτής μέχρι 130.000 δρχ. ολόκληρο το ποσό της μεταβολής του δείκτη, από 130.001 και άνω το 75% του δείκτη αφαιρουμένου του εισαγόμενου πληθωρισμού). Εξάλλου, τα ποσοστά μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, με βάση τα οποία κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις αναπροσαρμόζονται οι συντάξεις καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της ΑΤΑ, καθορίσθηκε (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 7 της ΚΥΑ Γ-691/127/Μ13/3-36/25.1.1982 και στο άρθρο 4 του Ν 1587/1986  ): 1) για το 2ο και 3ο τετράμηνο του έτους 1985 σε ποσοστό 6,6% και 2,1% αντιστοίχως, με τις 2331/681/9.5.1985 και 4029/1088/11.9.1985 υπουργικές αποφάσεις 2) για το 1ο, 2ο και 3ο τετράμηνο του έτους 1986 σε ποσοστό 4,5%, 1,3% και 4,7% αντιστοίχως με τις οικείες 238/64/18.1.1986, 2332/750/30.4.1986 και 4121/1266/28.8.1986 υπουργικές αποφάσεις 3) για το 1ο, 2ο και 3ο τετράμηνο του έτους 1987 σε ποσοστό 4,1%, 1% και 4,5% αντιστοίχως, με τις 60/23/9.1.1987, 2168/680/8.5.1987 και 787/Δ1108/9.9.1987 οικείες υπουργικές αποφάσεις 4) για το 1ο, 2ο και 3ο τετράμηνο του έτους 1988 σε ποσοστό 4%, 1% (με διορθωτικό ποσό αυτής 0,5%) και 6,5%, αντιστοίχως, με τις 443/Δ20/8.1.1988, Α 9564/Δ 503/6.5.1988 και Α 9199/Δ 955/9.9.1988 υπουργικές αποφάσεις καθώς και διορθωτικό ποσό έτους 1988 4,3% με την Α 442/Δ 19/8.1.1988 υπουργική απόφαση. 5) για το 1ο, 2ο και 3ο τετράμηνο του έτους 1989 σε ποσοστό 4%, 1% και 8,5% αντιστοίχως, (με διορθωτικό ποσό της τελευταίας 0,7%) με τις Α 734/Δ 15/10.1.1989, 4817/657/9.5.1989 οικείες υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διορθωτικό ποσό έτους 1,4% με την Α 735/Δ 16/10.1.1989 υπουργική απόφαση και 6) για το 1ο και 3ο τετράμηνο του έτους 1990 σε ποσοστό 5,7% (με διορθωτικό ποσό αυτής 0,1%) και 7,1% αντιστοίχως, με τις 1405/55/121-1990 και 37678/1886/6.9.1990 υπουργικές αποφάσεις, ενώ δεν χορηγήθηκε ΑΤΑ για το 2ο τετράμηνο του ίδιου έτους (1990). Τέλος, μετά την αντικατάσταση από 1.1.1991 του συστήματος της ΑΤΑ, με την καθιέρωση ποσοστιαίων αυξήσεων επί του εισπραττόμενου ποσού μηνιαίως ως σύνταξη, με την κυρωθείσα με το άρθρο 24 του ν. 1947/1991 (Α΄ 70) ΚΥΑ 64117/2589/24.12.1990, προβλέφθηκε αύξηση των συντάξεων σε ανώτατο ποσοστό 4% από 1.1.1991 και πρόσθετη αύξηση σε ποσοστό 4% από 1.7.1991.
4. Στην υπό κρίση υπόθεση η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της τα ακόλουθα: Στον ενάγοντα … του …, πρώην Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων με αποδοχές (μισθολογικό βαθμό) Προέδρου Εφετών και δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών, ο οποίος αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας στις 11.6.1990, κανονίσθηκε σύνταξη με την …/1990 πράξη της 1ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), με βάση την από έτη 42, μήνες 10 και ημέρες 13 πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του και το βασικό μισθό του βαθμού του Προέδρου Εφετών, προσαυξημένο σε ποσοστό 60% λόγω χρονοεπιδόματος. Με την από 24.1.1992 αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ζήτησε την αναπροσαρμογή της σύνταξής του από 12.9.1990 και εφεξής με βάση το σύνολο των αποδοχών των διευθυντών ιατρών του ΕΣΥ, τις οποίες δικαιώθηκαν οι ομοιόβαθμοι του εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 26 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος  , 29 και 30 του Ν 1397/1983  , με τα οποία ρυθμίστηκαν τα των αποδοχών των ιατρών του ΕΣΥ, και της 2019812/1209/0022/28.2.1992 (φ. 232 Β΄) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του 14 παρ. 11 του Ν 1968/1991   και με την οποία ρυθμίστηκαν τα της καταβολής στους εν ενεργεία δικαστές των διαφορών αποδοχών που προκύπτουν σε σχέση με τις ως άνω αυξημένες αποδοχές των ιατρών του ΕΣΥ. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την …/29.1.1992 πράξη (έγγραφο) της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά της οποίας ο ενάγων άσκησε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η 2152/1992 απόφαση του ΙΙ Τμήματος. Με την τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε ότι οι καθοριζόμενες κατά τα ανωτέρω διαφορές αποδοχών των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών δεν επηρεάζουν καθόλου τις συντάξιμες αποδοχές τους, αφενός γιατί δεν τους προσδόθηκε ο νομικός χαρακτήρας των συντάξιμων αποδοχών με συνταξιοδοτική διάταξη, κατά το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος   και αφετέρου γιατί η άνω εξουσιοδοτική διάταξη δεν περιέχει παγίου χαρακτήρα μισθολογική ρύθμιση. Με την 1018/1994 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έγινε δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του ενάγοντος κατά της άνω 2152/1992 απόφασης του ΙΙ Τμήματος, εκδικάστηκε η έφεσή του κατά της …/29.1.1992 πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή, με την παραδοχή ότι η άνω συνταξιοδοτική πράξη είναι μεταρρυθμιστέα ως μη νόμιμη, μόνο κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του ενάγοντος για αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.1991 έως 30.11.1991, στο οποίο μπορούσαν να ανατρέξουν, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, τα οικονομικά αποτελέσματα της κατ’ αύξηση κανονισθείσας (αναπροσαρμοσθείσας) σύνταξής του. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1.11.1994 καταψηφιστική αγωγή του, με την οποία ζητούσε ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ για τη ζημία που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξης, που δικαιώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για το πέραν της τριετίας χρονικό διάστημα, ήτοι από 12.9.1990 έως 30.4.1991, το ποσό των 2.411.240 δραχμών. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την 7864/1996 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία του επιδίκασε το αιτούμενο ποσό, και ακολούθως έφεση κατ’ αυτής του Ελληνικού Δημοσίου απορρίφθηκε με την 4103/1997 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ενώ αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της τελευταίας απόφασης έγινε δεκτή με την 1174/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, αφού έκρινε ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία επί της αγωγής, παρέπεμψε αυτήν στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Στη συνέχεια το αρμόδιο (ΙΙ) Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την 2299/2004 απόφασή του απέρριψε την εν λόγω αγωγή, με την αιτιολογία ότι ενόψει της απόλυτης διατύπωσης του άρθρου 60 του ΣΚ δεν υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, καθόσον το άρθρο 60 του ΣΚ καλύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό κάθε καθυστέρηση καταβολής μέχρι τρία έτη αναδρομικά από την έκδοση της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης, αποκλειομένης κάθε άλλης περαιτέρω υποχρέωσης για καταβολή άλλης αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου. Αίτηση αναιρέσεως του ενάγοντος κατά της ως άνω απόφασης του ΙΙ Τμήματος έγινε δεκτή με την 2668/2006 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 105 του ΕισΝΑΚ και 60 παρ. 1 του ΣΚ και αναπέμφθηκε στο ίδιο Τμήμα για νέα κρίση. Το τελευταίο με την 1451/2007 απόφασή του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, ερειδόμενη στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ είναι νόμιμη, δεδομένου δε ότι με την 1018/1994 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασίας, είχε ήδη γίνει δεκτό ότι τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα έσφαλαν ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 88 παρ. 2 του Συντάγματος  , 29 και 30 του Ν 1397/1983   και 14 παρ. 11 του Ν 1968/1991   και της 2019812/ 1209/0022/28.2.1992 (φ. 232 Β΄) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης με το να μην αναπροσαρμόσουν (εξαρχής) τη σύνταξη του ενάγοντος στο νόμιμο ύψος, συντρέχει δε εν προκειμένω η απαιτούμενη για τη νομική βασιμότητα της αγωγής προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της σχετικής άρνησης των οργάνων αυτών που εκδηλώθηκε με την …/29.1.1992 πράξη (έγγραφο) της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται υποχρέωση του Δημοσίου προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ενάγων από την παράνομη αυτή στέρηση των αυξημένων συντάξεων του κατά το πέραν της τριετίας από την πρώτη του μήνα έκδοσης της 1018/1994 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου χρονικό διάστημα (ήτοι, από 12.9.1990 έως 30.4.1991), στο οποίο δεν ανέτρεξαν, λόγω του προβλεπόμενου στο άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα χρονικού περιορισμού, τα οικονομικά αποτελέσματα της κατ’ αύξηση ανακαθορισθείσας με την ως άνω απόφαση σύνταξης του ενάγοντος. Ακολούθως, με την παραδοχή ότι σύμφωνα με την 1018/1994 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο ενάγων που αποχώρησε από την υπηρεσία με το βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και με αποδοχές (μισθολογικό βαθμό) Προέδρου Εφετών, έχοντας συμπληρώσει πραγματική συντάξιμη υπηρεσία από έτη 42, μήνες 10 και ημέρες 13, δικαιούται μηνιαία σύνταξη, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 5, 9, 14, 18, 55 και 75 του ΑΝ 1854/1951, 6 του ΝΔ 3768/1957, 1 του ΝΔ 829/1971, 5 παρ. 1 του Ν 787/1978  , 1 του Ν 1202/1981   και 1, 4 και 10 του Ν 1694/1987  , ίση με τα 80% του μηνιαίου βασικού μισθού ενεργείας του βαθμού του Προέδρου Εφετών, προσαυξημένου κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, το Τμήμα με τη άνω (1451/2007) απόφασή του έκρινε ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου με βεβαίωση των αρμοδίων (42ης και 45ης) Διευθύνσεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από την οποία να προκύπτουν επακριβώς τα ποσά των συντάξεων που έπρεπε να λάβει ο ενάγων κατά το από 12.9.1990 έως 30.4.19991 χρονικό διάστημα, εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί με βάση τις διαφορές αποδοχών που χορηγήθηκαν στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βάση την 2019812/1209/0022/ 28.2.1992 (φ. 232 Β΄) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, πλέον της κατά νόμο αναλογούσας επί των ποσών αυτών Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ). Σε εκτέλεση της τελευταίας αυτής απόφασης του Τμήματος, υποβλήθηκε από την 45η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους το …/6.11.2007 έγγραφό της, στο οποίο αναγράφονται τα ακαθάριστα ποσά των συντάξεων, με την αναλογούσα ΑΤΑ, που ο ενάγων εισέπραξε κατά το επίμαχο από 12.9.1990 έως 30.4.1991 χρονικό διάστημα, καθώς και τα ακαθάριστα ποσά συντάξεων και πάλι με την αναλογούσα ΑΤΑ που έπρεπε αυτός να εισπράξει σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλει στις νόμιμες κληρονόμους του ενάγοντος (και ήδη αναιρεσείουσες) κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστης το ποσό των 2.046.144 δραχμών ή των 6.004,82 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση ένδικης αγωγής στο καθού, ήτοι από 2.11.1994. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι αβασίμως ο ενάγων υποστηρίζει με την αγωγή του ότι το ποσό που δικαιούται ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για τις συντάξεις που στερήθηκε κατά το από 12.9.1990 έως 30.4.1991 χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.411.240 δραχμών ή 7.076,27 ευρώ, αφού με βάση το 152833/07/6.11.2007 έγγραφο του ΓΛΚ, σε συνδυασμό με τα λοιπά έγγραφα του φακέλου, το ποσό αυτό ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.046.144 δραχμών ή των 6.004,82 ευρώ, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα των 1.058.925 δραχμών και 987.219 δραχμών, δηλαδή των ποσών αποζημίωσης που αντιστοιχούν στα από 12.9.1990 έως 30.12.1990 και από 1.1.1991 έως 30.4.1991 χρονικά διαστήματα. Τα επί μέρους αυτά ποσά, κατά την κρίση του Τμήματος, προέκυψαν από την ακόλουθη ανάλυση: α) Από 12.9.1990 έως 30.12.1990, ο ενάγων ελάμβανε μηνιαίως σύνταξη (ακαθάριστα) συνολικού ποσού 234.947 δραχμών, δηλαδή 153.600 δρχ. ως βασική σύνταξη και 81.347 δρχ. ως αναλογούσα ΑΤΑ, ενώ έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως βασική σύνταξη (ακαθάριστα) συνολικού ποσού 463.492 δραχμών, δηλαδή 378.120 δρχ. ως σύνταξη και 85.372 δρχ. ως αναλογούσα ΑΤΑ. Συνεπώς, αυτός εδικαιούτο για το ως άνω χρονικό διάστημα μηνιαία διαφορά σύνταξης ποσού 228.545 δραχμών και συνολικά διαφορές σύνταξης ποσού 1.058.925 δραχμών (= 228.545 Χ 4 + 228.545 Χ 19/30) β) Από 1.1.1991 έως 30.4.1991, ο ενάγων ελάμβανε μηνιαίως ως βασική σύνταξη (ακαθάριστα) συνολικού ποσού 244.345 δραχμών, δηλαδή 153.600 δρχ. ως σύνταξη και 90.745 δρχ. ως αναλογούσα ΑΤΑ, ενώ έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως βασική σύνταξη (ακαθάριστα) συνολικού ποσού 463.727 δραχμών, δηλαδή 369.490 δρχ. ως σύνταξη και 94.237 δρχ. ως αναλογούσα ΑΤΑ. Συνεπώς, αυτός εδικαιούτο μηνιαία διαφορά σύνταξης ποσού 219.382 δραχμών και συνολικά για όλο αυτό το χρονικό διάστημα διαφορές σύνταξης ποσού 987.219 δραχμών (= 219.382 Χ 4,5). Έτσι όμως κρίνοντας το Τμήμα, ότι δηλαδή η αναλογούσα ΑΤΑ επί των δικαιούμενων αυξημένων μηνιαίων συντάξεων ποσού 378.120 δρχ. και 369.490 δρχ. κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα 12.9.1990 – 30.12.1990 και 1.1.1991- 30.4.1991, ανέρχεται σε 85.372 δρχ. και 94.237 δρχ., αντιστοίχως, πλημμελώς εφάρμοσε τις προεκτεθείσες στη σκέψη 2 διατάξεις της ΑΤΑ. Και τούτο, διότι κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων αυτών, δηλαδή καθ’ υπολογισμό επί της κατά τα ανωτέρω αυξημένης σύνταξής του της ΑΤΑ, με κλιμάκωση των ποσοστών μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, αντίστοιχη προς αυτή των ποσών ή τμημάτων μηνιαίας σύνταξης, κατά τα οριζόμενα για τους δικαστικούς λειτουργούς από 1.5.1985 με το άρθρο 4 του Ν 1587/1986   και μεταγενέστερα με τις σχετικές κοινές υπουργικές αποφάσεις (Γ691/127/Μ13/3.36/25.1.1982, Γ854/65/Μ13/3.36/21.1.1984, 176/Μ.13/3.36/ 18.3.1987, 2007087/557/0022/23.1.1989, 2003454/282/ 0022/22.1.1990, 2331/681/9.5.1985, 4029/1088/ 11.9.1985, 238/64/18.1.1986, 2332/750/ 30.4.1986, 4121/1266/ 28.8.1986, 60/23/9.1.1987, 2168/680/8.5.1987, 787/Δ1108/ 9.9.1987, 443/Δ20/8.1.1988, Α 9564/Δ 503/6.5.1988, Α 9199/Δ955/ 9.9.1988, Α 442/Δ 19/8.1.1988, Α734/Δ15/10.1.1989, 4817/ 657/9.5.1989, Α735/Δ16/10.1.1989, 1405/55/12.1.1990, 37678/ 1886/ 6.9.1990, 64117/258, 64117/2589/24.12.1990), η αναλογούσα στα άνω ποσά της δικαιούμενης (αυξημένης) σύνταξης ανέρχεται σε 122.792 δρχ. και 140.827 δρχ., αντιστοίχως (βλ. και σχετικές αναλυτικές καταστάσεις του ΓΛΚ περί αναλογούσας ΑΤΑ σε κλίμακα μηνιαίων απολαυών 1985-1993). Συνεπώς, κατά το βασίμως προβαλλόμενο πρώτο λόγο αναίρεσης περί πλημμελούς εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων της ΑΤΑ, η υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος αυτό πρέπει να γίνει δεκτή.
5. Με το άρθρο 21 του «Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Δ/γμα της 26-6/16.7.1944, ΦΕΚ Α΄- 139 ) ορίζεται ότι «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται οικονομικό προνόμιο του Δημοσίου να καταβάλει, κατ’ εξαίρεση των γενικών περί τοκοδοσίας διατάξεων, για κάθε οφειλή του τόκο, νόμιμο ή υπερημερίας, σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής. Η διάταξη όμως αυτή, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 ΕισΝΑΚ, κατά το μέρος που καθορίζει το νόμιμο επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας σε 6% ετησίως είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος  , 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο δε, διότι με τον καθορισμό με αυτήν χαμηλού ύψους οφειλόμενου από το Δημόσιο επιτοκίου (νομίμου και υπερημερίας), και μάλιστα υποπολλαπλάσιου εκείνου που ισχύει γενικώς και οφείλεται από τους ιδιώτες, θεσπίζεται αδικαιολόγητα άνιση και προνομιακή μεταχείριση του τελευταίου (Δημοσίου), έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή. Περαιτέρω με το νομοθετικό αυτό περιορισμό του ποσοστού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου επιτυγχάνεται ουσιαστικά μείωση της οφειλόμενης στον ιδιώτη αντίδικό του αποζημίωσης, αφού αυτή όχι μόνο δεν είναι πλήρης, αλλά ούτε εύλογη, με συνέπεια να υφίσταται προσβολή του προστατευόμενου από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δικαιώματος στην περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα. Εξάλλου, η εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης, έρχεται σε αντίθεση αφενός μεν με την αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδικότερη εκδήλωση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας, όσο και του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος   και επιβάλλει την ίση μεταχείριση των διαδίκων ως προς τους όρους και τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματός τους αυτού, αφετέρου δε με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί η ισότητα των όπλων των διαδίκων, αλλά και με την αρχή της αναλογικότητας, που θεσπίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος   και επιβάλλει να τελούν οι τυχόν νομοθετικοί περιορισμοί των δικαιωμάτων του ατόμου σε εύλογη σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με τις οικείες διατάξεις. Άλλωστε, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη προϋποθέτει τη δραστικότητα και αποτελεσματικότητα των δικαστικών αποφάσεων, η οποία δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με τον τόκο επιδικίας ή υπερημερίας, καθόσον το χαμηλό επιτόκιο, νόμιμου και υπερημερίας τόκου, που ισχύει για το Δημόσιο, μειώνει τη δραστικότητα των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται εις βάρος τους, αφού επιτρέπει σε αυτό (Δημόσιο) να αγνοεί για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκτέλεση των δικαστικών αυτών αποφάσεων, χωρίς σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Συνεπώς, μη εφαρμοζόμενων ως ανίσχυρων κατά τα ανωτέρω των διατάξεων του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6./10.7.1944, το Δημόσιο οφείλει επί των χρηματικών απαιτήσεων κατ’ αυτού τόκους, από την επίδοση της σχετικής αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ και το άρθρο 15 παρ. 5 του Ν 876/1979  , με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) (βλ. ΕλΣυν Ολ 513/2009, σχετ. Ειδ. Δικ. 1/2005, 5/2006, ΣτΕ 802/2007  , 3651/2002, ΕΔΔΑ απόφαση της 22.5.2007 – υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, πρβλ. όμως και ΑΠ 3/2006, 363/2006, 248, 251, 252/2005, 804/2002). Στην προκειμένη όμως υπόθεση, εν αντιθέσει προς τα εκτεθέντα, το Τμήμα δεχόμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής του αρχικώς ενάγοντος περί ‘‘νομιμότοκης’’ καταβολής των οφειλόμενων από το εναγόμενο Δημόσιο ποσών διαφορών συντάξεων, ορθά όρισε ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στις νόμιμες κληρονόμους του τις διαφορές αυτές «με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής …», δηλαδή τους τόκους που προβλέπει η περί τοκογονίας πάσης οφειλής του Δημοσίου ειδική διάταξη του άρθρου 21 του άνω ΒΔ διάταξη, και επομένως 6% ετησίως. Και τούτο, διότι καθ’ ερμηνεία του αιτήματος της αγωγής «… να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να … καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 2.411.240 δραχμών …» και (ήδη 7076,27 ευρώ), επιχειρούμενη υπό το φως της κατά την άσκηση της αγωγής (1.11.1994) κρατούσας νομολογίας για υπολογισμό επί χρηματικών οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου επιτοκίου 6% κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 του άνω Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου -αφού το ανίσχυρο του επίμαχου μέρους της διάταξης αυτής και η συνακόλουθη εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος για τους ιδιώτες επιτοκίου, απαγγέλθηκε για πρώτη φορά μεταγενέστερα με την 513/2009 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου- αυτός (αρχικώς ενάγων) ζήτησε την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού αποζημίωσης με επιτόκιο 6% ετησίως. Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο το αιτούμενο ποσό της αποζημίωσης (για τις παραπάνω διαφορές συντάξεων) είναι καταβλητέο από το Ελληνικό Δημόσιο με το γενικώς ισχύον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα επιτόκιο υπερημερίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως τριών μελών του Δικαστηρίου, των Συμβούλων Μαρίας Βλαχάκη, Κωνσταντίνας Ζώη και Γεωργίας Τζομάκα, κατά παράβαση νόμου με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το ποσό της αποζημίωσης ορίσθηκε καταβλητέο με επιτόκιο 6% ετησίως, δεδομένου ότι η διαπιστούμενη με δικαστική απόφαση αντίθεση της περί επιτοκίου 6% διάταξης του άρθρου 21 του ΒΔ της 26-6/16.7.1944, προς τις διατάξεις περί ισότητας του Συντάγματος, όπως στην κρινόμενη υπόθεση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αρχή της παρούσας σκέψης, έχει ως έννομη συνέπεια αφενός το ανίσχυρο της διάταξης αυτής, το οποίο όμως προϋπάρχει από την έναρξη ισχύος του Συντ. του 1975 και αφετέρου τη συνακόλουθη επέκταση της εφαρμογής της περί του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας ρύθμισης και στην περίπτωση οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου, αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του Συντ. του 1975. Ενόψει αυτού και δεδομένου ότι ο αρχικώς ενάγων με την ασκηθείσα την 1η.11.1994 αγωγή του δεν ζήτησε ρητά την καταβολή του ποσού της αποζημίωσης με επιτόκιο 6%, αλλά ‘‘νομιμοτόκως’’, δηλαδή αποζημίωση σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, όπως κάθε φορά ισχύουν, αυτός, κατά το βάσιμο λόγο αναιρέσεως, δικαιούται την εν λόγω αποζημίωση με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, κατά τα οριζόμενα στις εφαρμοστέες, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διατάξεις των άρθρων 293 του ΑΚ και 15 παρ. 5 του Ν 876/1979  . Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.
6. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που κρίθηκε ότι πρέπει να καταβληθεί ως αποζημίωση για διαφορές συντάξεων χρονικού διαστήματος 12.9.1990-30.4.1991 το ποσό των 6.004,82 €, να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του παραβόλου που κατέθεσαν (άρθρα 59 του ΠΔ 774/1980  , 61 παρ. 5 και 117 του ΠΔ 1225/1981  ) και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 123 του ΠΔ 1225/1981  , όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
7. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το ως άνω συγκεκριμένο μέρος της, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και να δικασθεί περαιτέρω στην ουσία από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου (άρθρα 58 παρ. 4 του ΠΔ 774/1980   και 116 του ΠΔ 1225/1981  ). Σύμφωνα δε με όσα έγιναν δεκτά στις προηγηθείσες 3 και 4 σκέψεις, το συνολικό ποσό των 2.429.178,50 δρχ. (ήδη 7.128,90 €), πλέον της αναλογούσας, κατ’ ορθή εφαρμογή των οικείων διατάξεων, ΑΤΑ, πρέπει να καθορισθεί ως το δικαιούμενο από τις αναιρεσείουσες νόμιμες κληρονόμους του ενάγοντος ποσό, που αντιστοιχεί στις επίμαχες διαφορές συντάξεων που προέκυψαν λόγω της αναπροσαρμογής της σύνταξής του με βάση τις αποδοχές των Διευθυντών ιατρών του ΕΣΥ, κατά τις διατάξεις της σχετικής της 2019812/1209/0022/28.2.1992 (φ. 232 Β΄) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης και σύμφωνα με τη μαθηματική σχέση που εφαρμόσθηκε στην 1018/1994 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (με την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, αναπροσαρμόσθηκε η σύνταξή του, σύμφωνα με τα μισθολογικά δεδομένα των Ν 1397/1993   και 1968/1991) για την εξεύρεση – βάσει του ποσού των 409.920 δρχ. που επιμεριστικώς οφειλόταν μηνιαίως στους εν ενεργεία προέδρους εφετών σύμφωνα με την παραπάνω ΚΥΑ από 1.2.1990 έως 30.11.1991 και επομένως και κατά το επίδικο από 12.9.1990 έως 30.4.1991 χρονικό διάστημα – του ποσού που αντιστοιχεί (επιμεριστικώς) στον αυξημένο κατά την ίδια ΚΥΑ βασικό μισθό του προέδρου εφετών, τα 80% του οποίου, μαζί με την προσαύξηση 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας του ενάγοντος, αποτελεί τη δικαιούμενη αυξημένη βασική σύνταξή του. Το ανωτέρω συνολικό ποσό αποζημίωσης προκύπτει ως ακολούθως: Α) Καταβληθείσες συντάξεις με την αναλογούσα ΑΤΑ, για το χρονικό διάστημα 12.9.1990 – 30.12.1990 ποσού 1.088.587,80 δρχ.[= 234.947 δρχ.(153.600 β.σ. + 81.347 δρχ. ΑΤΑ) Χ 4 + 234.947 Χ 19/30=939.788 δρχ. + 148.799,76] και για το χρονικό διάστημα από 1.1.1991 – 30.4.1991 ποσού 1.099.552,50 [= 244.345 (153.600 β.σ. + 90.745 δρχ. ΑΤΑ) Χ 4,5 = 1.099.552,50 δρχ.] και συνολικά για όλο το επίδικο αυτό χρονικό διάστημα, το μη αμφισβητηθέν από τις αναιρεσείουσες ποσό των 2.188.140,30 δρχ. Β) Δικαιούμενες (αυξημένες) συντάξεις με την αναλογούσα ΑΤΑ, για το χρονικό διάστημα από 12.9.1990 έως 30.12.1990 ποσού 2.320.892,30 δρχ. [500.912 δρχ. (378.120 δρχ. β.σ.+122.792 δρχ. ΑΤΑ) Χ 4 + 500.912 δρχ. Χ 19/30 =2.003.648 δρχ. + 317.244,26 δρχ.], για το χρονικό διάστημα 1.1.1991 – 30.4.1991 ποσού 2.296.426,50 δρχ. [510.317 δρχ. (369.490 δρχ β.σ.+140.827 δρχ ΑΤΑ) Χ 4,5 ] και συνολικά για όλο το επίδικο αυτό χρονικό διάστημα το ποσό των 4.617.318,80 δρχ. Γ) Συνολικές διαφορές συντάξεων ποσού 2.429.178,50 δρχ (4.617.318,80 δρχ. – 2.188.140,30 δρχ.) και ήδη 7.128,91 €. Επειδή όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πέραν του αιτηθέντος ποσού των 2.411.240 δρχ., στις αναιρεσείουσες πρέπει να καταβληθεί κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 2.411.240 δρχ. και ήδη 7.076,27 €. Τέλος πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοστέων στην υπόθεση διατάξεων (άρθρο 123 ΠΔ 1225/1981  , όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και άρθρο 179 ΚΠολΔ).
[Δέχεται εν μέρει την από 1.2.2008 αίτηση αναίρεσης της … χήρας … και της … του … για αναίρεση της 2784/2008 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό. Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση (2784/2008) κατά το μέρος που έγινε δεκτό ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει στις ήδη αναιρεσείουσες από 2.11.1994, ημεροχρονολογία επίδοσης της ένδικης αγωγής, το ποσό των έξι χιλιάδων τεσσάρων ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (6.004,82 ευρώ). Δικάζει την από 1.11.1994 αγωγή του … του …, πολιτικού συνταξιούχου, κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Δέχεται την αγωγή.]