ΕΣ 24/10, Ολομ., ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΓΙΑΠΟΛΥΘΕΣΙΑ, ΟΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΒΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΣΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Ν2156/82.

ΕΣ Ολομ

24/2010
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2008, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας και Αγγελική Μυλωνά (εισηγήτρια), Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Νικόλαος Αγγελάρας και Ελένη Φώτη και οι Σύμβουλοι Θεοχάρης Δημακόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Ελένη Λυκεσά και Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ :  Αντώνιος Νικητάκης, Σύμβουλος, ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου Επικρατείας, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για  να δικάσει την, από 28 Νοεμβρίου 2006, για αναίρεση της 2157/2005 αποφάσεως του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Αθανασίου Σταθόπουλου του Νικολάου, κατοίκου Ανοίξεως Αττικής (οδός Δ. Λαμπράκη αρ. 6, Τ.Κ. 145 78), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κυριάκου Δοντά (ΑΜ/ΔΣΑ 1683).
Κ α τ ά   του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την 4/2003 πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταλογίστηκε ο ήδη αιτών, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και συνταξιούχος της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), με το ποσό των 7.415,05 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.1986 μέχρι 31.12.1986, από 1.1.1989 μέχρι 31.12.1989 και από 1.1.1990 μέχρι 31.12.1990, με την αιτιολογία ότι οι καταβληθείσες σ’ αυτόν : α) απολαβές από τη θέση του Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και                 β) συντάξεις από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως υπερέβαιναν τα ανώτατα όρια απολαβών του άρθρου 6 του ν. 1256/1982.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2157/2005 απόφαση του IV Τμήματος απορρίφθηκε έφεση του ίδιου κατά της ως άνω πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Με την αίτηση, που κρίνεται, και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του IV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τον    Πάρεδρο    του    Νομικού    Συμβουλίου    του    Κράτους,   που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης. Και
Τον ασκούντα καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Σύμβουλο, ο οποίος  πρότεινε την απόρριψη της αίτησης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές, που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη, τις Συμβούλους Βασιλική Ανδρεοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και το Σύμβουλο Δημήτριο Πέππα, που αποχώρησε από τη διάσκεψη σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι.  Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 2157/2005 αποφάσεως του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για τη συζήτηση της οποίας τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία και καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο του Δημοσίου (υπ’ αριθ. 3438755 Σειράς Α΄ και υπ’ αριθ. 2412874 Α΄ Σειράς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων αυτής.
ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος, Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και συνταξιούχου της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) κατά της 4/2003 πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία καταλογίστηκε αυτός με το ποσό των 7.415,05 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.1986 μέχρι 31.12.1986, από 1.1.1989 μέχρι 31.12.1989 και από 1.1.1990 μέχρι 31.12.1990, με την αιτιολογία ότι οι καταβληθείσες σ’ αυτόν : α) απολαβές από τη θέση του Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και                 β) συντάξεις από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως υπερέβαιναν τα ανώτατα όρια απολαβών του άρθρου 6 του ν. 1256/1982. Ήδη, με την ένδικη αίτησή του ο αναιρεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης, για τους λόγους που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, όπως αυτοί διευκρινίζονται παραδεκτώς με το, από 15.12.2008, υπόμνημα, και ειδικότερα για : 1) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση και   συγκεκριμένα : α) του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 1256/1982 και β) των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 20 παρ. 2, 25 παρ. 1, 88 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ  και     2) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις :    α) της μη λήψης υπόψη των 1998/1991 και 3670/1994 αποφάσεων του ΣτΕ και β) της ανεπαρκούς αιτιολογίας, καθόσον δεν αιτιολογείται με επάρκεια και σαφήνεια ο προσδιορισμός των δεδομένων απ’ τα οποία προέκυψε το ύψος των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, ούτε αιτιολογείται πώς και με βάση ποιά στοιχεία προέκυψαν οι καθαρές αποδοχές του αναιρεσείοντος.
ΙΙΙ.  Ο ν. 1256/1982 «Για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα …» (ΦΕΚ 65 Α΄) στο άρθρο 1 ορίζει ότι : «1. Απαγορεύεται στους λειτουργούς ή υπαλλήλους έμμισθους και άμισθους πολιτικούς και στρατιωτικούς ή μισθωτούς που απασχολούνται στο Δημόσιο και τα Κρατικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου του άρθρου 9 του Ν. 1232/1982 για την «Επαναφορά σε ισχύ τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις» και, άσχετα από τη φύση της σχέσεως που τους συνδέει με το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο, να διορισθούν ή προσληφθούν και σε δεύτερη θέση ή απασχόληση στο δημόσιο τομέα αυτό, τόσο στην ημεδαπή, όσο και στην αλλοδαπή … 4. Για τους κατά την παρ. 1 δημοσίου τομέα λειτουργούς ή υπαλλήλους ή μισθωτούς και συνταξιούχους, είναι δυνατός ο διορισμός ή η πρόσληψη σε δεύτερη θέση ή απασχόληση …». Στο άρθρο 6 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 1326/1983 (ΦΕΚ 19 Α΄) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει ότι : «Οι συνολικές μηνιαίες καθαρές απολαβές, από οποιοδήποτε φορέα, όπως αυτές προσδιορίζονται με την κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, Υπουργική Απόφαση, που προέρχονται από την άσκηση εργασίας, λειτουργήματος, έργου ή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση ή από συνταξιοδοτικό ή ασφαλιστικό φορέα κυρίας και επικουρικής ασφάλισης των μισθωτών γενικά και λειτουργών του δημοσίου τομέα του άρθρου 1 του παρόντος δεν μπορεί να είναι ανώτερες από το συνολικό μηνιαίο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου που έχει σύζυγο και δύο (2) τέκνα και συνολική δημόσια υπηρεσία είκοσι εννέα (29) ετών. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται τα επιδόματα συζύγου, τέκνων και σπουδών. Ως καθαρές απολαβές λογίζεται το ποσό που απομένει μετά από την αφαίρεση, από το ακαθάριστο ποσό των απολαβών των δικαιούχων, των κάθε είδους κρατήσεων που κατά νόμο τις βαρύνουν και του φόρου εισοδήματος ως και της εισφοράς ΟΓΑ που αναλογούν σ’ αυτές τις απολαβές. Για τον υπολογισμό του φόρου δε λαμβάνονται υπόψη τυχόν άλλα εισοδήματα του δικαιούχου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θεωρείται ότι έχει σύζυγο και δύο τέκνα που τον βαρύνουν». Ακολούθως, ο ν. 1268/1982 «Δομή και λειτουργία των ΑΕΙ» (ΦΕΚ 87 Α΄) στο άρθρο 31 παρ. 8 ορίζει ότι : «Τα μέλη του ΔΕΠ μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του δημόσιου τομέα και στους Γεωργικούς Συνεταιρισμούς, όπως επίσης και σε Διεθνείς Οργανισμούς στα πλαίσια των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο νόμο αυτό …». Εξάλλου, με την 1688/1991 απόφαση του ΣτΕ, η οποία εκδόθηκε επί αποζημιωτικής (κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ) αγωγής δικαστικών λειτουργών κρίθηκε ότι προκειμένου να υλοποιηθεί η συνταγματική επιταγή, που επιβάλλει την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών έναντι των λοιπών υπαλλήλων και λειτουργών του δημόσιου τομέα, οι μηνιαίες αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας πρέπει να αναβαθμιστούν στο ύψος των αποδοχών των Διευθυντών ιατρών ΕΣΥ. Με την απόφαση δε αυτή κρίθηκε ότι οι επί πλέον αποδοχές, τις οποίες εδικαιούντο οι ενάγοντες δικαστικοί λειτουργοί και οι οποίες παρανόμως δεν κατεβλήθησαν σ’ αυτούς, έχουν το χαρακτήρα τακτικών αποδοχών για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργήματός των και όχι αποζημιώσεως για υπερωριακή απασχόληση ή ειδικού επιδόματος. Περαιτέρω, στις 11.10.1991 τέθηκαν σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 1968/1991 «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (ΦΕΚ 150 Α΄), ο οποίος στο άρθρο 14 παρ. 11 όριζε ότι : «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών θα καθορισθεί το ύψος και ο τρόπος εξοφλήσεως των οφειλομένων ποσών προς τους δικαστικούς λειτουργούς και το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, λόγω της διαφοράς των αποδοχών τους με τις αποδοχές των διευθυντών γιατρών του ΕΣΥ είτε έχουν εγείρει αγωγές είτε όχι». Κατά την ως άνω παρασχεθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση εκδόθηκε στη συνέχεια η αριθ. 2019812/1209/0022/28.2.1992 Κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης «Καταβολή διαφοράς αποδοχών στους δικαστικούς  λειτουργούς» (ΦΕΚ 232 Β΄), η οποία όριζε ότι : «1. Απαιτήσεις δικαστικών λειτουργών που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις, λόγω διαφοράς των αποδοχών τους με τις αποδοχές των διευθυντών – γιατρών του ΕΣΥ για το από 1-1-1987 μέχρι     30-11-1991 χρονικό διάστημα, εξοφλούνται κατά μισθολογικό βαθμό ως εξής : Α) Το εβδομήντα τοις εκατόν (70%) των απαιτήσεων καταβάλλεται στους δικαιούχους σε έξι (6) ισόποσες άτοκες εξαμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη την 1η Απριλίου 1992, σύμφωνα με τα επόμενα : α) Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο με βαθμό Προέδρου και Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων δρχ. = 20.611.193 Χ 70% = 14.427.835 : 6 = 2.404.639 … 2. … 3. … 4. Τα ποσά αυτά, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ανωτάτου ορίου απολαβών της παρ. 1 του άρθρου 6 του       Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 76 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του            Ν. 1326/1983 (ΦΕΚ 19 Α΄) καθώς και για την προσαύξηση των αυξημένων αποδοχών που έλαβαν οι ανωτέρω λόγω εκπαιδευτικής άδειας …». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται γενικός κανόνας για την απαγόρευση κατοχής δεύτερης θέσης στο δημόσιο τομέα από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, εκτός των άλλων, στις περιπτώσεις διορισμού σε δεύτερη θέση του διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (βλ. αποφ. IV Τμ. Ε.Σ. 31/1997 κ.ά.). Το σύνολο, όμως, των καθαρών απολαβών του ως άνω διδακτικού προσωπικού από τις δύο θέσεις δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ανώτατο όριο απολαβών του άρθρου 6 του ν. 1256/1982, αφού ο νόμος αυτός αφορά και στους δημόσιους λειτουργούς, όπως είναι και οι καθηγητές ΑΕΙ (άρθρ. 16 παρ. 5 Συντ.). Το σύνολο δηλαδή των καθαρών απολαβών του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το συνολικό μηνιαίο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Στις αποδοχές δε του Προέδρου του Αρείου Πάγου συμπεριλαμβάνονται και οι διαφορές αποδοχών που χορηγήθηκαν σε αυτόν με την ως άνω Κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΚΥΑ) σε συμμόρφωση προς δικαστικές αποφάσεις, όπως η ως άνω αναφερόμενη απόφαση ΣτΕ 1688/1991, λόγω διαφοράς των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών με τις αποδοχές των διευθυντών γιατρών του ΕΣΥ. Οι διαφορές αποδοχών, που ρυθμίστηκαν με την ως άνω ΚΥΑ είναι τακτικές αποδοχές, που χορηγήθηκαν στους δικαστικούς λειτουργούς για την άσκηση των καθηκόντων τους, η καταβολή τους δε σε καμμία περίπτωση δεν συναρτάται με τυχαίο γεγονός, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι συνιστούν τυχαία καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά και ως εκ τούτου να μην συμπεριληφθούν στο σύνολο των ακαθάριστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, με την ως άνω ΚΥΑ καθορίστηκε το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των διαφορών αποδοχών στους δικαστικούς λειτουργούς. Όμως, η ρύθμιση της παρ. 4 της ως άνω ΚΥΑ, στην οποία ορίστηκε ότι τα ποσά που αναφέρονται σ’ αυτήν δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ανωτάτου ορίου απολαβών της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1256/1982, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 1326/1983, δεν θεσπίζεται εγκύρως, ως στερούμενη εξουσιοδοτικού νομοθετικού ερείσματος, αφού η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 14 του ν. 1968/1991 δεν περιέχει σχετικώς ειδική και ρητή εξουσιοδότηση.
IV.  Στην υπό κρίση υπόθεση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής : Ο αναιρεσείων, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και συνταξιούχος της ΕΤΒΑ καταλογίστηκε, με την 4/2003 πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με το ποσό των 7.415,05 ευρώ, επειδή οι καταβληθείσες σ’ αυτόν συνολικές μηνιαίες καθαρές απολαβές κατά τα έτη 1986, 1989 και 1990 υπερέβαιναν κατά τα εν λόγω έτη τα ποσά των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Το Τμήμα έκρινε ότι ο ως άνω καταλογισμός είναι νόμιμος και απέρριψε τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του ήδη αναιρεσείοντος. Ειδικότερα, με την έφεσή του, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι η περαιτέρω καταβολή αναδρομικών αποδοχών στους δικαστές, λόγω των αντίθετων προς το Σύνταγμα (άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2) μειωμένων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου έναντι εκείνων των διευθυντών του ΕΣΥ (ΣτΕ 1688/1991 κ.ά.) επιφέρει αντίστοιχη αύξηση στις αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου και ότι η αύξηση αυτή πρέπει να αποτελέσει την ορθή βάση του επίδικου υπολογισμού. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος, διότι, κατά την κρίση του Τμήματος, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων του ν. 1256/1982, οι συνολικές μηνιαίες  καθαρές απολαβές του κατ’ εξαίρεση απασχολουμένου σε δεύτερη θέση στο δημόσιο τομέα καθορίζονται με βάση το συνολικό μηνιαίο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, που αποτελεί τη σταθερή και αντικειμενική βάση του κρίσιμου υπολογισμού που καθορίζει ο νόμος ως κριτήριο σύγκρισης και βάση ελέγχου, το δε τυχαία καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό των αναδρομικών στους δικαστικούς λειτουργούς δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αυξάνει την ως άνω βάση υπολογισμού, έτσι ώστε ο υπό κρίση υπολογισμός των αχρεωστήτως ληφθέντων να γίνει σε άλλη αυξημένη βάση. Πλην όμως, με τα δεδομένα αυτά η κρίση του Τμήματος ελέγχεται ως μη νόμιμη, αφού ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρα 61 παρ. 5 και 117 του π.δ. 1225/1981).
V.  Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης η Ολομέλεια κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο IV Τμήμα, καθόσον αυτή χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος της (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την, από 28 Νοεμβρίου 2006, αίτηση του Αθανασίου Σταθόπουλου του Νικολάου για αναίρεση της 2157/2005 αποφάσεως του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση.
Αναπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με διαφορετική σύνθεση  και
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στον αναιρεσείοντα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις  25 Φεβρουαρίου 2009.
     Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ  ΚΟΥΡΤΗΣ                      ΑΓΓΕΛΙΚΗ  ΜΥΛΩΝΑ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις  13 Ιανουαρίου 2010.
              Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ  ΚΟΥΡΤΗΣ                               ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ