ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2404/2011
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος (εισηγητής) και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι, Ελένη Σκορδά και Εριέττα Πίσχου, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Κωνσταντίνος Τόλης, που αναπληρώνει νόμιμα τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας,
Γραμματέας: Σταύρος Χρονόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 5.6.2006 (αριθμός βιβλίου δικογράφων 326/8.6.2006) «έφεση – αίτηση θεραπείας», που κατατέθηκε στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νομού Θεσσαλονίκης (αριθμός πρωτοκόλλου 320/5.6.2006):
Της …, η οποία δεν παραστάθηκε,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και
κατά της 385/2006 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Με την «έφεση – αίτηση θεραπείας» αυτή ζητείται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, η ακύρωση της 385/2006 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορριπτικής της από 23.12.2002 αγωγής της εκκαλούσας με αίτημα τη χορήγηση σε αυτήν της οικογενειακής παροχής.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της «έφεσης – αίτησης θεραπείας» ως απαράδεκτης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με την υπό κρίση «έφεση – αίτηση θεραπείας», η οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η εκκαλούσα ζητεί την ακύρωση της 385/2006 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορριπτικής της από 23.12.2002 αγωγής της με αίτημα τη χορήγηση σε αυτήν της οικογενειακής παροχής, επιδιώκοντας την επανεξέταση της αγωγής αυτής. Η έφεση αυτή, για την οποία κατατέθηκε παράβολο (βλ. το, σειράς Α΄, 648233 ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Ελληνικού Δημοσίου), νομίμως φέρεται προς συζήτηση, παρά την απουσία της εκκαλούσας, η οποία, πέραν του ότι κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί στην παρούσα συζήτηση (βλ. την από 21.10.2010 έκθεση επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης …), με την από 15.12.2010 δήλωσή της (αριθμός πρωτοκόλλου εισερχομένων εγγράφων Ελεγκτικού Συνεδρίου 67289/21.12.2010) δήλωσε ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεσή της χωρίς την παρουσία της (άρθρα 16, 27 και 65 του π.δ. 1225/1981). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό αυτής.
ΙΙ. Το π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄, 304) ορίζει, στην παρ. 1 του άρθρου 31, ότι: «1. Τα υπό των διαδίκων … υποβαλλόμενα εις το Συνέδριον δικόγραφα πρέπει να αναφέρουν: α) Την Ολομέλειαν ή το Τμήμα ενώπιον του οποίου απευθύνονται, β) το είδος του δικογράφου, γ) το όνομα, το επώνυμον, το όνομα πατρός, την κατοικίαν, μετά προσδιορισμού της συνοικίας, οδού και αριθμού εκάστου των διαδίκων… δ) το αντικείμενον του δικογράφου, κατά τρόπον σαφή, ωρισμένον και ευσύνοπτον …», στο άρθρο 53, ότι : «1.Το δικόγραφον της εφέσεως δέον να περιέχη … α) τον αριθμόν και χρονολογία της εκκαλουμένης πράξεως ή αποφάσεως β) τους λόγους εφέσεως κατά τρόπον σαφή και ωρισμένον γ) σαφές και συγκεκριμένον αίτημα … 2. Το δικόγραφον το μη πληρούν απάσας τας απαιτήσεις της προηγουμένης παραγράφου τότε μόνο είναι άκυρον, όταν, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, αι ελλείψεις καθιστούν τούτο εντελώς αόριστον και ανεπίδεκτον δικαστικής εκτιμήσεως», στο άρθρο 54, ότι: «Δευτέρα έφεσις παρά του αυτού διαδίκου κατά της αυτής πράξεως ή αποφάσεως, ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον δεν επιτρέπεται, εκτός εάν η πρώτη απερρίφθη διά τυπικόν λόγον» και, στο άρθρο 85, ότι: «Αι οριστικαί επί της υποθέσεως αποφάσεις ως και πάσαι αι περιέχουσαι οριστικάς διατάξεις, αλλά μόνον ως προς αυτάς, δεν ανακαλούνται μετά την δημοσίευσιν αυτών υπό του εκδόντος ταύτας δικαστηρίου», ενώ στα άρθρα 102 του ίδιου ως άνω π.δ. ορίζονται τα ένδικα μέσα κατά οριστικών αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ασκούνται ενώπιον των Τμημάτων αυτών, ήτοι η ανακοπή (άρθρα 102 επ.), η αίτηση αναθεώρησης (άρθρα 105 επ.) και η τριτανακοπή (άρθρα 118 επ.), καθώς και τα της ασκούμενης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου αίτησης αναίρεσης (άρθρα 109 επ.). Περαιτέρω, στην παρ. 6 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000, ΦΕΚ Α΄, 153 και ήδη π.δ. 169/2007, ΦΕΚ Α΄, 210), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ Α΄, 272), ορίζεται ότι: «6. Η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου…», ενώ στο άρθρο 1 περ. Β της ΦΓ8/15686/8.7.2002 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΦΕΚ Β΄, 1242) ορίζεται ότι: «ΙΙ ΤΜΗΜΑ: Στην αρμοδιότητα του Τμήματος αυτού υπάγεται: Η εκδίκαση ένδικων μέσων ή βοηθημάτων (εφέσεων, ανακοπών, αιτήσεων αναθεωρήσεως, αναστολών κ.λ.π.) α) σε διαφορές που ανακύπτουν από τη νομοθεσία για την απονομή πολιτικών συντάξεων … στ)… κάθε … αγωγή εφόσον η υποκείμενη σχέση των αξιώσεων… είναι η απονομή πολιτικών συντάξεων». Τέλος, στο άρθρο 216 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος εφαρμόζεται κατά την εκδίκαση των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων που ασκήθηκαν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου προ της 4.7.2006, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 123 του ως άνω π.δ. 1225/1981, πριν την αντικατάστασή τους από το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄, 135/4.7.2006), ορίζεται ότι: «1. Η αγωγή … πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. 2. Στην αγωγή αναφέρεται α)… β) τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου». Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι για την παραδεκτή άσκηση έφεσης ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αυτή πρέπει να στρέφεται κατά πράξης ή απόφασης της διοίκησης, με την οποία αυτή εκφέρει κρίση επί συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καθώς και να περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης που άγει στην ακύρωση ή μεταρρύθμιση της πράξης ή απόφασης αυτής (βλ. απόφ. 1877/2005 ΙΙ Τμήματος Ελ. Συν.), ενώ έφεση που στρέφεται κατά οριστικής απόφασης Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των προβλεπόμενων από τις προαναφερόμενες διατάξεις ενδίκων μέσων κατά τέτοιας απόφασης. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι οι οριστικές αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν ανακαλούνται μετά τη δημοσίευσή τους. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τον τίτλο που φέρει το δικόγραφο του ενδίκου μέσου ή βοηθήματος που κατατίθεται ενώπιόν του και δύναται να το ερμηνεύσει, εκτιμώντας το περιεχόμενό του. Περαιτέρω, για την παραδεκτή άσκηση αγωγής για την ικανοποίηση αξίωσης με υποκείμενη αιτία την απονομή πολιτικής σύνταξης, είτε αυτή ασκείται το πρώτον ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είτε υποβάλλεται μετά την απόρριψη όμοιας αγωγής για τυπικό λόγο κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 54 του π.δ. 1225/1981, απαιτείται να είναι αυτή ορισμένη. Ειδικότερα, για το ορισμένο αγωγής με αίτημα την χορήγηση οικογενειακής παροχής απαιτείται να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής τα στοιχεία που στηρίζουν την ένδικη αξίωση, ήτοι να προσδιορίζονται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει και βάσει της οποίας κρίνεται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (η απονομή πολιτικής σύνταξης), το αιτούμενο ποσό και ο τρόπος υπολογισμού του (βλ. απόφ. 268/2003 ΙΙ Τμήματος), καθώς και τα στοιχεία που αφορούν στην οικογενειακή κατάσταση του ενάγοντος, όπως είναι οι ημερομηνίες τέλεσης του γάμου του και της γέννησης των τέκνων του (βλ. απόφ 2481/2009 ΙΙ Τμήματος).
ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι με την από 23.12.2002 «αίτησή» της, η εκκαλούσα ζήτησε να της καταβληθεί, από 1.1.2000, η οικογενειακή παροχή, ως πολιτικός συνταξιούχος του Δημοσίου. Η «αίτηση» αυτή εκτιμήθηκε ως αγωγή, με την 385/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε δε ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 52 του π.δ. 1225/1981, αυτή ασκήθηκε με αποστολή δια του Ταχυδρομείου. Ήδη με την κρινόμενη «έφεση – αίτηση θεραπείας», η οποία ασκείται ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χωρίς να προσδιορίζονται τα στοιχεία της διεύθυνσης κατοικίας της εκκαλούσας (τα οποία προκύπτουν, όμως, από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου) και χωρίς να έχει επιδοθεί αντίγραφό της στο Ελληνικό Δημόσιο, εκτίθενται τα εξής: «Με την αριθ. 385/2006 απόφασή σας, απορρίφθηκε η από 23-12-2002 αίτησή μου, για αναδρομική χορήγηση του οικογενειακού επιδόματος, επειδή δεν υποβλήθηκε νομότυπα. Επειδή το αίτημά μου δεν παραγράφηκε και απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, επειδή την αίτησή μου υπέβαλα στην αρμόδια Υπηρεσία του Ε.Σ. την οποία και διαβίβασε στο Δικαστήριό σας, άλλως έπρεπε να μου την επιστρέψει, με την υπόδειξη της νομότυπης υποβολής. Επειδή το Δικαστήριό σας αποδέχθηκε την αίτησή μου, προσδιόρισε δίκη, υπέβαλα δικαιολογητικά και παράβολα κλπ κλπ, έχω την άποψη ότι την περίοδο εκείνη υπήρχε τουλάχιστον ασάφεια ως προς τη διαδικασία υποβολής των αιτήσεων άλλωστε αυτόν τον τρόπο υπέδειξαν δημοσιογράφοι και ειδικοί. Για τους λόγους αυτούς και επειδή έχω τη γνώμη ότι με αδικήσατε με την απόφασή σας, επαναφέρω το αίτημά μου, νομότυπα, και παρακαλώ για τις περαιτέρω ενέργειές σας». Με το ανωτέρω περιεχόμενο, όπως αυτό ερμηνεύεται από το Δικαστήριο τούτο, το κρινόμενο δικόγραφο αποτελεί έφεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της ως άνω 385/2006 απόφασης του ΙΙ Τμήματος, είναι δε απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν προβλέπεται η άσκηση έφεσης ή αίτησης θεραπείας κατά οριστικών αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά ούτε και μπορεί να ερμηνευτεί το εν λόγω δικόγραφο ως άλλο ένδικο μέσο ασκούμενο ενώπιον του ΙΙ Τμήματος. Περαιτέρω, αν θεωρηθεί ότι το ως άνω δικόγραφο περιέχει αίτηση ανάκλησης της 385/2006 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, αυτή θα ήταν ομοίως απορριπτέα καθόσον, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν ανακαλούνται μετά τη δημοσίευσή τους. Εξάλλου, αν θεωρηθεί, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του εν λόγω δικογράφου, ότι με αυτό επανυποβάλλεται, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 54 του π.δ. 1225/1981, η απορριφθείσα με την 385/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αγωγή της εκκαλούσας, και πάλι αυτή θα ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής, καθόσον δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία που αφορούν στη θεμελίωση της ένδικης αξίωσης και καθορίζουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (ήτοι η ιδιότητα της εκκαλούσας ως πολιτικής συνταξιούχου του Δημοσίου), ούτε η οικογενειακή της κατάσταση, ούτε, τέλος, το ύψος του αιτούμενου ποσού και το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά.
ΙV. Κατόπιν αυτών και σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, η ένδικη «έφεση – αίτηση θεραπείας» πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την «έφεση – αίτηση θεραπείας».