Αριθμ. 2442/2008, Ολομελείας
Περίληψη: Αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα, μεταξύ των οποίων και η προβλεπόμενη στα άρθρα 12 του ν. 2470/1997 και 5 παρ. 6 του ν. 2592/1998 οικογενειακή παροχή υπόκεινται στη γενική πενταετή παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 και όχι στη διετή παραγραφή της παρ. 5 του ίδιου άρθρου και νόμου (2362/1995). Μειοψηφία.
Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγήτρια: Χρυσούλα Καραμαδούκη, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Σχοινιωτάκης
Ι. …
II. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η από 22.11.2002 αγωγή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν.Κ., με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 2.653,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη στο άρθρο 12 του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 2592/1998 οικογενειακή παροχή λόγω γάμου που δεν του καταβλήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 22.11.2002. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι ο τότε ενάγων δικαιούται την ένδικη παροχή μόνο για το από 1.1.1999 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα, καθόσον η σχετική αξίωσή του κατά μεν το μέρος που αφορά το από 1.3.2001 και εντεύθεν χρονικό διάστημα έχει ικανοποιηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οικ. 2/ 3013/0022/20.1.2004 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 70), που εκδό¬θη¬κε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3205/2003, καθώς και του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3016/2002, όπως τούτο προέκυπτε και από την 126521/26.9.2006 βεβαίωση της 45ης Διεύ¬θυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά δε το μέρος που αφορά το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα διότι έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), στο οποίο έχει κωδικοποιηθεί η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995). Ήδη, με την ένδικη αίτησή του, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος, που έγινε με αυτή δεκτό ότι η αξίωση του τότε ενάγοντος και ήδη δεύτερου αναιρεσίβλητου για την καταβολή της οικογενειακής παροχής του από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικού διαστήματος υπέπεσε σε παραγραφή, για τους λόγους που περιέχονται στο οικείο δικόγραφο και με τους οποίους, κατ’ ορθή εκτίμησή τους, αποδίδεται σ’ αυτήν η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας της ως άνω διάταξης του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα περί διετούς παραγραφής, καθόσον η διάταξη αυτή, με την οποία θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη παραγραφή για τις αξιώσεις των συνταξιούχων κατά του Δημοσίου και περιορίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερούμενων συντάξεων, επιδομάτων και βοηθημάτων, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας, αντίκειται, ενόψει της ευνοϊκότερης πενταετούς παραγραφής, που θεσπίζεται με το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 για τις χρηματικές απαιτήσεις του Δημοσίου, στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 2 παρ. 3α του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997) και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974) και είναι ως εκ τούτου ανίσχυρη, με συνέπεια η ένδικη αξίωση να υπόκειται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 σε πενταετή παραγραφή και να μην έχει παραγραφεί ούτε κατά το μέρος που αφορά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.1998, όπως εσφαλμένως κατά τον αναιρεσείοντα έγινε δεκτό με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
III. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ο κοινός νομοθέτης δε-σμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις ή διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τα δικαστήρια. Με το δε άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια μάλιστα της κατά τα ανωτέρω προστατευόμενης περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, εί¬τε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι ήδη γεννημέ¬νες απαιτήσεις για συνταξιοδοτικές και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Περαιτέρω, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει: α) στο άρ-θρο 86 ότι «1. Καμιά χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή το αρμόδιο Τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). … 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιου¬μένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. …», β) στο άρθρο 90 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δη¬μοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διά¬τα¬ξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. … 3. Η απαίτηση οποι¬ου¬δήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της. … 5. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δη¬μοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών, από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. …» και γ) στο άρθρο 91 ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδι-κής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθη¬κε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. …». Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη δεκαπέντε (15) μελών του Δικαστηρίου, με την ως άνω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή για τις έναντι του Δημοσίου αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα. Η διάταξη αυτή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα της κατηγο¬ρίας αυτής προσώπων να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λό¬γους δημοσίου συμφέροντος ή δημοσίας ωφέλειας, στους οποίους δεν υπάγεται η ανάγκη τήρησης της δημοσιονομικής τάξης, ταχείας εκκαθάρισης των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου και γενικότερα προστασίας της δημόσιας περιουσίας, αφενός μεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εισάγει άνιση (δυσμενέστερη) μεταχείριση της κατηγορίας αυτής δικαιούχων και αξιώσεων τόσο έναντι αυτού τούτου του Δημοσίου, οι αξιώσεις του οποίου κατά το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, όσο και έναντι άλλων κατηγοριών δικαιούχων και αξιώσεων, στις οποίες έχει εφαρμογή η γενική πενταετής παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, αφετέρου δε αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού περιορίζει τις σχετικές περιουσιακής φύσης αξιώσεις της κατηγορίας αυτής προσώπων, των συνταξιούχων δηλαδή του Δημοσίου για την αναδρομική διεκδίκηση συντάξεων, επιδομάτων και βοηθημάτων. Άλλωστε, η διαφορετική νομοθετική μεταχείριση ως προς τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφής μεταξύ των αξιώσεων του Δημοσίου κατά παντός τρίτου και των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημο¬σίου κατ’ αυτού, συνεπαγόμενη, σε περίπτωση προσφυγής στο δικαστήριο, την περιορισμένη αναδρομική ικανοποίηση των αξιώσεων των τελευταίων αυτών, αντίκειται και στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6, 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 α και β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, πρέπει δε να τύχει εφαρμογής και για τις αξιώσεις αυτές των συνταξιούχων του Δημοσίου η γενική πενταετής παραγραφή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 (βλ. σχετ. και Ειδ. Δικαστ. 1/2005, ΣτΕ 3428/20061).
Μειοψήφησαν δέκα (10) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Καραβοκύρης, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Κωνσταντίνα Ζώη και Δημήτριος Πέππας, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, με την οποία θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή για τις έναντι του Δημοσίου ευθείες (και όχι αποζημιωτικές) αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα, αποβλέπουσα το μεν στην ταχεία εκκαθάριση των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου, η οποία συνδέεται άμεσα με την τήρηση και εφαρμογή του κρατικού προϋπολογισμού, το δε στην προστασία της δημόσιας περιουσίας, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες, δεν εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση της κατηγορίας αυτής προσώπων, των συνταξιούχων δηλαδή του Δημοσίου, ούτε έναντι αυτού τούτου του Δημοσίου, για τις απαιτήσεις του οποίου προβλέπεται στο άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 πενταετής πα-ραγραφή, αφού πρόκειται για διαφορετικής φύσεως αξιώσεις, ούτε έναντι της γενικότερης πενταε-τούς παραγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ίδιου ως άνω νόμου, αφού δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να θεσπίζει διαφορετικό χρόνο παραγραφής για διαφορετικές κατηγορίες αξιώσεων και δικαιούχων. Άλλωστε, τυχόν διαφορετική μεταχείριση ως προς τον χρόνο παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου για την καταβολή οφειλόμενων συντάξεων, επιδομάτων και βοηθημάτων έναντι των ασφαλισμένων άλλων ασφαλιστικών φορέων, που έχουν δικαιωθεί σύμφωνα με τις οικείες κατά περίπτωση διατάξεις αντίστοιχες ασφαλιστικές παροχές (σύνταξη λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, επιδόματα ή βοηθήματα), δεν συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών, αφού η όποια διαφοροποίηση δικαιολογείται ενόψει του διαφορετικού νομικού καθεστώτος που διέπει τις σχέσεις κάθε μιας από τις δύο αυτές κατηγορίες προσώπων με τον συνταξιοδοτικό και τον ασφαλιστικό τους, αντίστοιχα, φορέα. Περαιτέρω, με την ως άνω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 2 παρ. 3α του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το ν. 2462/1997, με το οποίο κατοχυρώνεται η ύπαρξη «πρόσφορης προσφυγής» σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), με το οποίο ε-ξασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, αφού οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν τη θέσπιση διαφορετικού, έστω και σύντομου σε ορισμένες περιπτώσεις, χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων. Η διετία, άλλωστε, που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 ως χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου κατ’ αυτού – η οποία μάλιστα κατά το άρθρο 91 του ίδιου νόμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο οι αξιώσεις αυτές γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη – κρίνεται επαρκής για την άσκηση (διεκδίκηση) των σχετικών δικαιωμάτων (απαιτήσεών) τους και επομένως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι συνιστά ουσιώδη περιορισμό στην ικανοποίηση των αξιώσεων αυτών ή ότι ο περιορισμός αυτός δεν τελεί σε αναλογία (δίκαιη ισορροπία) προς τον επιδιωκόμενο με τη σχετική ρύθμιση σκοπό, που, όπως προεκτέθηκε, ανάγεται στην ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου και μη ανατροπής του κρατικού προϋπολογισμού (βλ. και σχετική εισηγητική έκθεση ν. 2362/1995). Τέλος, η ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού με αυτές παρεμποδίζεται ο νομοθέτης να καταργεί (όχι μόνο εμπράγματα, αλλά) και ενοχικά ακόμη δικαιώματα, όχι όμως να θεσπίζει κανόνες δικαίου που καθορίζουν διαφορετικό κατά περίπτωση χρόνο παραγραφής, αρκεί η παραγραφή αυτή να μη θεσπίζεται αναδρομικά, να αφορά δηλαδή αξιώσεις που γεννώνται μετά την έναρξη ισχύος των σχετικών διατάξεων. Άλλωστε, με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Πρώτου αυτού Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αναγνωρίζεται ευθέως το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων κατηγοριών πολιτών του, όταν τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση ή εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι στην ένδικη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 για την άσκηση των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου κατ’ αυτού εντός ορισμένου, έστω και σύντομου (διετία), εκ των προτέρων όμως καθορισμένου χρόνου, αφού αυτό, όπως προαναφέρεται, επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην τήρηση της δημοσιονομικής τάξης και στην προστασία της δημόσιας περιουσίας (βλ. σχετ. και ΣτΕ 1881/2005, 3546/2004, 1769/2004, ΑΠ 1449/2002, 659/2003, 1139/2003, 22/2005, 38/2005, 31/2007, 588/2007 κ.ά.). Συνεπώς, κατά τη μειοψηφούσα αυτή άποψη, η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, με την οποία θεσπίζεται διετής παραγραφή για τις κατά του Δημοσίου αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε σε άλλες συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ή αρχές.
IV. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το III Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικάζοντας την από 22.11.2002 αγωγή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν.Κ., με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει την οικογενειακή παροχή λόγω γάμου που δεν του καταβλήθηκε με τη σύνταξή του κατά το από 1.1.1998 έως 22.11.2002 χρονικό διάστημα, δέχθηκε ότι ο προαναφερόμενος στρατιωτικός συνταξιούχος δικαιούται την ένδικη παροχή μόνο για το από 1.1.1999 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα, καθόσον η σχετική αξίωσή του κατά μεν το μέρος που αφορά το από 1.3.2001 και εντεύθεν χρονικό διάστημα έχει ικανοποιηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οικ. 2/3013/0022/20.1.2004 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 70), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3205/2003, καθώς και του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3016/2002, όπως τούτο προέκυπτε και από την 126521/26.9.2006 βεβαίωση της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά δε το μέρος που αφορά το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα έχει υποπέσει – ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής του (22.11.2002), αλλά και του γεγονότος ότι με την από 26.3.2001 αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την καταβολή της παροχής αυτής διέκοψε την παραγραφή μόνο των από 1.1.1999 και εντεύθεν αξιώσεών του – στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), στο οποίο έχει κωδικοποιηθεί η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995). Με βάση τις παραδοχές αυτές, έγινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εν μέρει δεκτή η από 22.11.2002 αγωγή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν.Κ. και αναγνωρίσθηκε ότι το τότε εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό των 915,72 ευρώ ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το από 1.1.1999 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το δικάσαν Τμήμα τις περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995, όπως βασίμως υποστηρίζει ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας με την ένδι¬κη αίτησή του, καθόσον έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι η αξίωση του τότε ενάγοντος υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και δεν έχει, ως εκ τούτου, παραγραφεί ούτε κατά το μέρος που αφορά το ως άνω από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα. Αντίθετα, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, που εκτίθεται στην προηγού¬μενη σκέψη, ορθά το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ότι είναι ισχυρή και εφαρμοστέα στην ένδικη υπόθεση η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 περί διετούς παραγραφής και ότι η αξίωση του τότε ενάγοντος είχε υποπέσει κατά το μέρος που αφορά το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα σε παραγραφή. Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν κράτησε.
V. Ακολούθως, πρέπει σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά ανωτέρω να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας κατά της 302/2007 απόφασης του III Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή κατά το μέρος που έγινε με αυτή δεκτό ότι η ένδικη αξίωση του τότε ενάγοντος στρατιωτικού συνταξιούχου Ν.Κ. είχε υποπέσει κατά το μέρος που αφορούσε το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα σε παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 (άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα).
VI. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών περί παραγραφής διατάξεων που προαναφέρθηκαν, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διε¬ρεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και περαιτέρω να δικασθεί στην ουσία από την Ολομέλεια η από 22.11.2002 αγωγή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν.Κ., κατά το μέρος που ζητείται με αυτή να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει την οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).
VII. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στον ενάγοντα Ν.Κ., απόστρατο Αντιστράτηγο και ήδη από το έτος 1994 στρατιωτικό συνταξιούχο, που κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο ήταν έγγαμος και πατέρας δύο ενηλίκων μη προστατευόμενων τέκνων, δεν καταβλήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 12 του ν. 2470/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 2592/1998, οικογενειακή παροχή λόγω γάμου κατά το από 1.1.1998 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα, ενώ αντίθετα είχε κα¬ταβληθεί η παροχή αυτή για το από 1.3.2001 και εντεύθεν χρονικό διάστημα (βλ. σχετ. την 126521/ 26.9.2006 βεβαίωση της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). Συνεπώς, δικαιούται αυτός την ένδικη οικογενειακή παροχή και για το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα, λαμβανομένου υπόψη ότι η σχετική αξίωσή του, υποκείμενη στη γενική πενταετή παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995, και όχι στη διετή παραγραφή της παρ. 5 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου, αφού η τελευταία αυτή διάταξη αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, δεν έχει, ενόψει του χρόνου κατάθεσης (22.11.2002) της ένδικης αγωγής του, παραγραφεί. Ακολούθως, η από 22.11.2002 αγωγή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν.Κ., κατά το μέρος που ζητείται με αυτή να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει την οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.1998, πρέπει να γίνει δεκτή και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 422,64 ευρώ (12 μήνες Χ 35,22 ευρώ) ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το χρονικό αυτό διάστημα.