ΕΣ 2457/2012, ΟΛΟΜ., συνταξιοδοτικο, αρθ.8§ 14 ν.2592/1998, δεν αντίκειται στο 41§1 και § 5 Σ , ουτε στο 22§1, ουτε στο 1 ΠΠΕΣΔΑ η περικοπή κατα 70% συντάξεως στρατιωτικού διότι δεν δήλωσε την ανάληψη εργασίας, δεδομένου οτι αποτελεί περιορισμό κατά το ά

ΕΙΡ

2457/2012 ΕΣ (ΟΛΟΜ)  
 

(ΕΔΔΔΔ 2012/1038, ΕΔΚΑ 2012/973)

Συνταξιούχοι του Δημοσίου. Οσοι υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα και λαμβάνουν ταυτόχρονα σύνταξη και αποδοχές, εισπράττουν τις συντάξεις μειωμένες κατά 70%, με εξαίρεση όσους υπάγονται στους νόμους 1897/90 και 1977/91. Αν οι ανωτέρω δεν δηλώσουν στην Υπηρεσία Συντάξεων του ΓΛΚ την κατοχή δημόσιας θέσης, με αποτέλεσμα να μη μειωθεί η σύνταξή τους, τους καταλογίζονται τα ποσά που εισέπραξαν αχρεώστητα. Ο περιορισμός στην καταβολή της σύνταξης δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Πότε η αναζήτηση και επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Αναιρετικός έλεγχος των εννοιών της καλής πίστης και της οικονομικής αδυναμίας. Δεν συνέτρεχε το στοιχείο της καλής πίστης στο πρόσωπο του αιτούντος, πρώην Γενικού Διευθυντή του ΓΛΚ. Δεν αρκούσε ενημέρωση του φορέα στον οποίο προσλήφθηκε για την καταβολή και σύνταξης. Δεκτή η αναίρεση του Δημοσίου.

  

Αριθμ. 2457/2012, Ολομελείας

Πρόεδρος: Ιωάννης Καραβοκύρης

Εισηγήτρια: Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σύμβουλος

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Κων/ντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος

Δικηγόροι: Νικόλαος Καραγιώργης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Γεώργιος Νικολάου

1….

     2. Με την 127642/05/16.2.2006 πράξη του Διευθυντή της 45ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. καταλογίστηκε σε βάρος του δεύτερου των αιτούντων και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το ποσό των 26.236,85 ευρώ το οποίο φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα από το Δημόσιο Ταμείο ως σύνταξη κατά το χρονικό διάστημα από τις 21.2.2003 έως και τις 27.5.2004, καθόσον παράλληλα με την ιδιότητα του ως πολιτικού συνταξιούχου του Δημοσίου (πρώην Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών) κατείχε θέση Γενικού Γραμματέα στο Δήμο Π., με συνέπεια η σύνταξη του να πρέπει να καταβληθεί μειωμένη κατά 70%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998. Κατά της άνω πράξης ο δεύτερος των αιτούντων άσκησε ένσταση ενώπιον του Α` Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την 547/2007 πράξη του έκρινε ότι η σύνταξη του έπρεπε κατά χρονικό διάστημα που αυτός κατείχε και θέση Γενικού Γραμματέα στο Δήμο Π. να καταβάλλεται μειωμένη κατά 70%, ενώ περαιτέρω ότι ο επίμαχος καταλογισμός δεν δύναται να αρθεί ολικά ή μερικά κατ` εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης διότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο αυτού καλόπιστη είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού αφού κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 69 παρ. 4 και 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 παρέλειψε να δηλώσει στην Υπηρεσία. Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. το διορισμό του ως Γενικού Γραμματέα στο Δήμο Π., ενώ, ανεξαρτήτως αυτού, από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή του καταλογισθέντος ποσού μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς, σε μη ανεκτό βαθμό, τα μέσα διαβίωσης αυτού και της οικογένειας του. Εφεση του ανωτέρω κατά της πράξης αυτής έγινε εν μέρει δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (2391/2008). Ειδικότερα, το δίκασαν Τμήμα δέχθηκε ότι: α) είναι νόμιμος ο καταλογισμός του ανωτέρω με το 70% της σύνταξης που έλαβε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (21.1.2003 έως και 27.5.2004) κατά το οποίο κατείχε θέση στο δημόσιο τομέα ως Γενικός Γραμματέας του Δήμου Π. και λάμβανε πλήρη σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, αφού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 έπρεπε να καταβάλλεται σ` αυτών το 30% της σύνταξης του, β) ότι κατ` ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων, το Α` Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι η περικοπή του 70% της σύνταξης του αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., στην αρχή της ανταποδοτικότητας των συνταξιοδοτικών παροχών, στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), στις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 3 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, επίσης ότι συνιστά δυσμενή φορολογική μεταχείριση των συνταξιούχων που προσλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα έναντι των λοιπών συνταξιούχων, ενώ περαιτέρω ότι αποτελεί εισφορά υπέρ του Δημοσίου από την οποία ο ίδιος δεν ωφελείται, γ) ότι εσφαλμένα το Α` Κλιμάκιο δεν δέχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης και τη σύμφωνα μ` αυτές μείωση ή άρση του επιβληθέντος καταλογισμού, ενώ περαιτέρω έκρινε ότι ναι μεν παρέλειψε να δηλώσει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. το διορισμό του ως Γενικού Γραμματέα του Δήμου Π., όμως δεν απέκρυψε την ιδιότητα του ως συνταξιούχου την οποία δήλωσε στο Δήμο, συνεπώς δικαιολογημένα δημιουργήθηκε σ` αυτόν η πεποίθηση της νόμιμης είσπραξης του ποσού που αντιστοιχεί στο 70% της σύνταξης του, το οποίο εισέπραξε καλόπιστα, παράλληλα δε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του μερική οικονομική αδυναμία και ότι η επιστροφή ποσού πέραν των 10.000 ευρώ θα έχει δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του.

     3.    Ηδη με τις κρινόμενες αιτήσεις ζητείται, η αναίρεση της ανωτέρω απόφασης, του Ι Τμήματος. Ειδικότερα, από τον Υπουργό Οικονομικών υποστηρίζεται ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 και 69 παρ. 4 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι στοιχειοθετούνται στην περίπτωση του δεύτερου αιτούντος οι έννοιες της καλής πίστης και της οικονομικής αδυναμίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν έγινε ορθή υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στην έννοια το μεν, της καλής πίστης, η οποία κρίνεται αποκλειστικά από την συμπεριφορά του συνταξιούχου και από το αν εκπλήρωσε την αυτοτελή του υποχρέωση να ενημερώσει την Υπηρεσία Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., το δε της οικονομικής αδυναμίας, την οποία δέχθηκε ότι συντρέχει με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2005, χωρίς την παράθεση άλλων στοιχείων, ενώ αυτή έπρεπε να κριθεί κατά το χρόνο παροχής της αιτούμενης έννομης προστασίας και της πρώτης επί της ουσίας συζήτησης της υπόθεσης του ενώπιον του Α` Κλιμακίου (ήτοι στις 26.3.2007). Περαιτέρω ο δεύτερος αιτών ζητεί την

αναίρεση της ως άνω αποφάσεως κατά το σκέλος της και μόνο που δέχθηκε τη μερική οικονομική του αδυναμία, προβάλλοντας παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, αφού αυτή δεν περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την επιστροφή του ποσού των 10.000 ευρώ από μέρους του, η οποία όπως κρίθηκε, δεν θα έχει δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του.

     4.     Ο νόμος 2592/1998 «Αναπροσαρμογή συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» ορίζει στην παράγραφο 14 του άρθρου 8 ότι: «Οι αναπροσαρμοζόμενες, οι ανακαθοριζόμενες και οι εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2512/1997 και του παρόντος νόμου καθώς και οι

συντάξεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ Α` 65) που χορηγούνται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για όσους συνταξιούχους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58

του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως καταβάλλονται μειωμένες κατά 70% με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α`) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α`) ως εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων καθώς και τις εξ ιδίου δικαιώματος παθόντων στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής». Περαιτέρω το άρθρο 69 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000, ΦΕΚ Α` 153) στην παρ. 4 ορίζει ότι: «Αν ο συνταξιούχος ξαναδιορισθεί σε δημόσια θέση ή ανακληθεί στη στρατιωτική υπηρεσία υποχρεούται να το δηλώσει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και στην υπηρεσία που έχει προσληφθεί… Εξάλλου αν οι συνταξιούχοι παραλείψουν να υποβάλουν την παραπάνω δήλωση μέσα σ` ένα μήνα από το διορισμό τους … υποχρεούνται σε ανόρθωση της ζημιάς που προξενήθηκε από τη σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται. Το ποσό … της σύνταξης που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται βεβαιώνεται με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών ως δημόσιο έσοδο και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων». Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 13 του ν. 2703/1999 «Αναπροσαρμογή συντάξεων συνταξιούχων μελών ΔΕΠ, των Α.Ε.Ι., Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., γιατρών Ε.Σ.Υ. και διπλωματικών υπαλλήλων ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 72 Α`) ορίζεται ότι: «… Από την πρώτη του επομένου της έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου μήνα, η πρώτη πληρωμή αποδοχών συνταξιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παράγραφος 1 του ν. 1256/1982 τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση προσκόμισης στον εκκαθαριστή αποδοχών της θέσης τους, βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης της υπηρεσίας Συντάξεων ότι δηλώθηκε η κατοχή της θέσης. Η μη προσκόμιση της βεβαίωσης αυτής αναστέλλει την καταβολή των αποδοχών με ευθύνη του οικείου εκκαθαριστή …».

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Οι συντάξεις των πολιτικών συνταξιούχων που υπηρετούν σε θέσεις της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Κ.Π.Σ.Σ.) δηλαδή σε θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%. Η καταβολή της μειωμένης σύνταξης ισχύει για όσο χρόνο ο συνταξιούχος κατέχει παράλληλα θέση στο δημόσιο τομέα και αποσκοπεί στην αποτροπή της πολυθεσίας και την καταπολέμηση της ανεργίας. Και ναι μεν η ιδιότητα του συνταξιούχου δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού του σε θέση του δημόσιου τομέα και λήψεως αποδοχών του από τη θέση αυτή, διότι άλλως θα παραβιαζόταν το δικαίωμα της απασχόλησης του όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, πλην όμως η απασχόληση του αυτή τελεί υπό περιορισμούς του αφορούν το σύνολο των απολαβών (σύνταξης και αποδοχών της θέσης) που δικαιούται όταν κατ` εξαίρεση προσλαμβάνεται σε θέση του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Οι περιορισμοί αυτοί (βλ. και διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 9 του ν. 2512/1997, 24 παρ. 7 του ν. 2592/1998, και 1 παρ. 10 του ν. 2703/1999) έχουν γενική και ενιαία εφαρμογή σε όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς συνταξιούχους του δημόσιου τομέα που λαμβάνουν σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στους οποίους επιβάλλονται ανεξαρτήτως ηλικίας του συνταξιούχου και ύψους της συντάξεως και δεν αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού δεν εισάγουν άνιση (δυσμενή) μεταχείριση συγκεκριμένης στο νόμο κατηγορίας συνταξιούχων του Δημοσίου ή του δημόσιου τομέα. Η δε διαφορετική μεταχείριση των συνταξιούχων αυτών που υπηρετούν σε θέσεις του δημόσιου τομέα έναντι εκείνων που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα δεν παρίσταται αυθαίρετη και άνιση αφού πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες συνταξιούχων που τελούν υπό ουσιώδεις διάφορες συνθήκες.

Περαιτέρω οι περιορισμοί αυτοί δεν συνιστούν ούτε πρόσθετη φορολόγηση της κατηγορίας αυτής των πολιτών κατά παράβαση της καθιερουμένης στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη αφού δεν πρόκειται για επιβολή εισφορών αλλά για δικαιολογημένους περιορισμούς και μάλιστα προσωρινής ισχύος στην καταβολή της σύνταξης όσων παράλληλα απασχολούνται και σε θέση του δημόσιου τομέα.

Τέλος δεδομένου ότι η σύνταξη είναι κοινωνικοασφαλιστική παροχή η θέσπιση όρων και περιορισμών στην καταβολή της, όπως αυτός που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος με την οποία δεν θεσπίζεται συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα αλλά παρέχονται κατευθύνσεις με την έννοια της συνταγματικής εντολής στο κοινό νομοθέτη προκειμένου να λάβει μέτρα για την προστασία του γήρατος σε κάθε δε περίπτωση η διάταξη αυτή όπως και η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος δεν εμπεριέχει απαγόρευση περιορισμού ή αναστολής της σύνταξης γήρατος που λαμβάνει ο συνταξιούχος που παράλληλα απασχολείται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Συνεπώς ο θεσπιζόμενος με το άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 περιορισμός στην καταβολή των συντάξεων δεν αντίκειται στα άρθρο 4 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 3 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος.

Εξάλλου ο ως άνω περιορισμός στην καταβολή της σύνταξης δεν συνιστά αθέμιτη στέρηση απονεμηθείσας σύνταξης αλλά επιτρεπόμενη προσωρινού χαρακτήρα μείωση αυτής, με συνέπεια να μη θίγεται το προστατευόμενο από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Αλλωστε ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ως άνω διάταξη εγγυάται σε όσους έχουν συνεισφέρει σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το δικαίωμα να αποκομίσουν οφέλη από το σύστημα αυτό δεν μπορεί ωστόσο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει αξίωση για παροχή σύνταξης ορισμένου ύψους(βλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 12.10.2004, υπόθεση Kjartan Asmundsson) ή ότι αποκλείει τη μεταβολή στο μέλλον του ύψους της ήδη κανονισθείσας σύνταξης όταν μάλιστα τούτο επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 1266/2007, 510/1999, 2262/2009, 2263/2009 και 2142/2010). Ενόψει αυτών και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 69 παρ. 4 του Κ.Π.Σ.Σ. οι συνταξιούχοι του Δημοσίου που προσλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα υποχρεούνται να δηλώσουν στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) την κατοχή από αυτούς δημόσιας θέσης και σε περίπτωση που παραλείψουν να υποβάλλουν την εν λόγιο δήλωση και συνεχίσουν να λαμβάνουν ολόκληρη τη σύνταξη καταλογίζονται με το ποσό της σύνταξης που εισέπραξαν αχρεώστητα. Είναι δε η υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι της ευθύνης την οποία έχει ο εκκαθαριστής αποδοχών της θέσης να αναστέλλει την καταβολή αποδοχών στην περίπτωση που δεν έχει προσκομιστεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. ότι δηλώθηκε η κατοχή αυτής (θέσης), σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 13 του ν. 2703/1999.

     5.     Περαιτέρω όπως πάγια γίνεται δεκτό από το Ελεγκτικό Συνέδριο, στις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεώστητα χρηματικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, η αναζήτηση και επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης όταν: α) κρίνεται, μετά από εκτίμηση των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμόδιων κρατικών αρχών ότι δημιουργήθηκε σ` εκείνον που εισέπραξε τα παραπάνω ποσά σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτών και συνεπώς καλόπιστα τα εισέπραξε και β) προκύπτει από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του ανωτέρω ότι η αναζήτηση μετά παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει σ` αυτόν απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειας του. Οι έννοιες δε της καλής πίστης και της οικονομικής αδυναμίας είναι νομικές υποκείμενες στον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με το αν ορθώς το δικαστήριο της ουσίας υπήγαγε τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στο νόμο (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 1428/2005, 1489/2000, 1636/1995, 577/1993).

     6.    Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το δίκασαν Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στο δεύτερο των αιτούντων, τέως Γενικό Διευθυντή του Γ.Λ.Κ., με την 3446/1994 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. κανονίστηκε σύνταξη πληρωτέα από τις 25.2.1994. Ακολούθως με την 1/2.1.2003 απόφαση του Δημάρχου Π. ο ανωτέρω διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Δήμου Π., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 241 του ν. 1188/1981 και 67 του ν.1416/1984. Την ίδια ημέρα υπογράφηκε μεταξύ του ανωτέρω και του Δημάρχου Π. το 131/2.1.2003 συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών στο οποίο, ρητά αναφέρεται ότι, ο πρώτος, είναι συνταξιούχος του Δημοσίου και τέως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του Οικονομικών. Τον ως άνω διορισμό του στο Δήμο Π. ο ανωτέρω παράλειψε να δηλώσει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. με αποτέλεσμα να συνεχίσει να λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη του κατά το χρονικό διάστημα από 21.1.2003 έως 27.5.2004. Για το λόγο αυτό, με την 127642/05/16.2.2006 πράξη του Διευθυντή της 45ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., καταλογίστηκε με το ποσό των 26.236,85 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 70% της σύνταξης που εισέπραξε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Κατά της ανωτέρω πράξης ο δεύτερος των αιτούντων άσκησε ένσταση ενώπιον του Α` Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίο με την 547/2007 πράξη του έκρινε ότι η σύνταξη του ανωτέρω έπρεπε να καταβάλλεται μειωμένη κατά 70% σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 και ότι ο επίμαχος καταλογισμός δεν δύναται να αρθεί ολικά ή μερικά κατ` εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκηση, αφού δεν συντρέχει στο πρόσωπο αυτού καλόπιστη είσπραξη του ποσού, ανεξαρτήτως δε αυτού, από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή του καταλογισθέντος ποσού μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς, σε μη ανεκτό βαθμό, τα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειας του. Κατά της πράξης αυτής του Κλιμακίου ο ανωτέρω άσκησε έφεση και με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι είναι νόμιμος ο καταλογισμός του με το 70% της σύνταξης που έλαβε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (21.1.2003 έως 27.5.2004). Περαιτέρω το Τμήμα απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του ότι η περικοπή της σύνταξης του αντίκειται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ,Δ.Α., στην αρχή της ανταποδοτικότητας των συνταξιοδοτικών παροχών καθώς και σης διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 3, 22 παρ. 1 του Συντάγματος και ότι συνιστά δυσμενή φορολογική μεταχείριση των συνταξιούχων του Δημοσίου που προσλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα έναντι των λοιπών συνταξιούχων, καθώς και εισφορά υπέρ του Δημοσίου από την οποία ο ίδιος δεν ωφελείται. Περαιτέρω έκρινε ότι, οι ισχυρισμοί του ανωτέρω ότι η ιδιότητα του ως συνταξιούχου δεν αποτέλεσε κώλυμα για το διορισμό του ενώ ο εκκαθαριστής των αποδοχών του έπρεπε να μην καταβάλει σ` αυτόν τις παράνομες αποδοχές της θέσης του είναι αλυσιτελείς, διότι και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν επιδρούν στην νομιμότητα του καταλογισμού του. Ακολούθως όμως έκρινε ότι εσφαλμένα το Α` Κλιμάκιο δεν δέχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης διότι, ναι μεν παρέλειψε να δηλώσει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. το διορισμό του ως Γενικού Γραμματέα του Δήμου Π., πλην δεν απέκρυψε την ιδιότητα του ως συνταξιούχου,ως εκ τούτου δικαιολογημένα δημιουργήθηκε σ` αυτόν η πεποίθηση της νόμιμης είσπραξης του ποσού που αντιστοιχεί στο 70% της σύνταξης του και καλόπιστα το εισέπραξε. Περαιτέρω έκρινε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του μερική οικονομική αδυναμία και ότι η επιστροφή ποσού πέραν των 10.000,00 ευρώ θα έχει άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του. Συνεπώς αποφάνθηκε ότι, κατά το μέρος τούτο, ο επίδικος καταλογισμός αντιβαίνει στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης και αφού έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση του ακύρωσε την 597/2007 πράξη του Α` Κλιμακίου, μεταρρύθμισε την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και περιόρισε το ποσό του καταλογισμού στο ποσό των 10.000 ευρώ. Ετσι όμως που έκρινε το Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, ενώ ειδικότερα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης και συγκεκριμένα ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως έκανε δεκτά, στην έννοια της καλής πίστης, αφού ο ανωτέρω, λόγω της προηγούμενης ιδιότητας του ως Γενικού Διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, γνώριζε την αυτοτελή του υποχρέωση του για την ενημέρωση της Υπηρεσίας Συντάξεων σε περίπτωση διορισμού του σε δημόσια θέση, σε κάθε περίπτωση, η από μέρους του ενημέρωση του Δήμου Π. για την ιδιότητα του συνταξιούχου, δεν αίρει την υποχρέωση του για την ενημέρωση της Υπηρεσίας Συντάξεων, εφόσον ο Δήμος (ως εκκαθαριστής των αποδοχών του) ήταν αρμόδιος μόνο για την καταβολή ή την αναστολή της καταβολής των αποδοχών της θέσης του. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αναιρέσεως αυτού και κατά το πρώτο σκέλος αυτού και να αναιρεθεί η 2391/2008 απόφαση του 1 Τμήματος κατά το μέρος της εκείνο με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του δεύτερου αιτούντος κατά της 597/2007 πράξης του Α` Κλιμακίου, ακολούθως να διακρατηθεί η υπόθεση διότι δεν χρήζει διευκρίνησης ως προς το πραγματικό της μέρος, να εκδικαστεί δε η έφεση του ανωτέρω και να απορριφθεί. Εξάλλου παρίσταται αλυσιτελής η έρευνα του δεύτερου σκέλους του ως άνω αναιρετικού λόγου ως προς την ορθή υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στην έννοια της οικονομικής αδυναμίας. Περαιτέρω, είναι απορριπτέα η συνεκδικαζόμενη μετ` αυτής λόγω της συνάφειας της, αίτηση του Β.Ρ. του Κ., με την οποία προσβάλλεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση μόνο κατά το σκέλος εκείνο με το οποίο κρίθηκε η μερική οικονομικη του αδυναμία, ενώ πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε από τον δεύτερο των αιτούντων για την άσκηση της υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 56 του π.δ. 774/1980 και 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981).

Ν.Σ.

 10/2009 ΕΣ (ΟΛΟΜ) ( 501176) 
  
 

(ΕΔΚΑ 2009/429)

Στρατιωτικοί συνταξιούχοι και καταβολή σύνταξης μειωμένης κατά 70% αν αυτοί υπηρετούν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται το ν. 1256/1982. Σ` αυτόν περιλαμβάνονται και οι ανώνυμες εταιρείες στις οποίες αποκλειστικός ή κύριος μέτοχος είναι το δημόσιο ή έχουν προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση. Η Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε. και η Ολυμπιακή Αεροπλοϊα Α.Ε. ανήκουν στο δημόσιο τομέα και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που υπηρετούν σε κάποια από αυτές υφίστανται μείωση της σύνταξής τους. Η σχετική για τη μείωση της σύνταξης διάταξη του άρθρου 4 του ν. 2512/1997 δεν αντίκειται στα άρθρα 4 και 22 παρ. 4 του συντάγματος, ούτε στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Ο νομοθέτης μπορεί να μεταβάλει το ύψος της σύνταξης και με μείωσή της και η ανωτέρω ρύθμιση δεν αντίκειται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των συνταξιούχων. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν αντιβαίνει το άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Η απονομή της σύνταξης ή η αναπροσαρμογή της συνεπεία νέας νομοθετικής ρύθμισης των συνταξοδοτικών συντελεστών ανήκει στην αρμοδιότητα της διεύθυνσης κανονισμού στρατιωτικών και πολιτικών συντάξεων, ενώ στη διεύθυνση ελέγχου και εντολής πληρωμής στρατιωτικών και πολεμικών συντάξεων ανήκει η αρμοδιότητα μεταβολής του πληρωτέου ποσού. Η τελευταία διεύθυνση είναι αρμόδια για την καταβολή σε στρατιωτικό συνταξιούχο που απασχολείται στο δημόσιο τομέα μειωμένης κατά 70% σύνταξης.

  

ΕΛ.Σ. 510/2009 (Ολομέλεια)

Πρόεδρος: Ι. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ

Εισηγητής: Θ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Γεν. Επίτροπος: Γεώργ. Σχοινιωτάκης

Δικηγόρος: Νικ. Καραγιώργης Π.Ν.Σ.Κ.

Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1206/04 αποφάσεως του Ι Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων της, χωρίς να εμποδίζεται η πρόοδος της δίκης από την ερημοδικία του αναιρεσείοντος, εφόσον ως προκύπτει από την περί επιδόσεως κλήσης από 27.2.08 έκθεση του αρμόδιου υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Β.Π., αυτός κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί στο Δικαστήριο τούτο κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο (άρθρα 16, 27, 65 παρ. 3 και 117 του Π.Δ. 1225/81).

II. Με την κρινόμενη αίτηση και κατ` εκτίμηση των λόγων της, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή: α) των διατάξεων των άρθρων 66 παρ. 1 εδ. 1 και 67 παρ. 2 Π.Δ. 1041/1979, β) της παραγράφου 9 του άρθρου 4 του Ν. 2512/1997, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι οι τιθέμενοι με την ως άνω διάταξη (2512/1997) περιορισμοί καταβολής της σύνταξης παραβιάζουν την κατοχυρωμένη, με το άρθρο 4 του Συντάγματος, αρχή της ισότητας, ότι η ως άνω διάταξη αντίκειται στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), στο άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, στις συνταγματικές αρχές της προστατευμένης εμπιστοσύνης και αντίκειται επίσης στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και στο άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.)

III. Επειδή με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 εδ. α` του προϊσχύσαντος Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041/1979, ΦΕΚ 292 Α`), όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του από 8.4.1999 με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 15 του Ν. 2703/1999 ορίζεται ότι: “Ο κανονισμός των εις βάρος του Δημοσίου Ταμείου πληρωτέων συντάξεων, βοηθημάτων και επιδομάτων, εξαιρέσει των δυνάμει προσωπικών νόμων χορηγουμένων, ενεργείται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου παρά της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δια πράξεως, εκδιδομένης υπό του Διευθυντού της αρμοδίας Διευθύνσεως Κανονισμού Συντάξεων” ενώ με τη διάταξη του άρθρου 67 παρ. 1 του ανωτέρω Π.Δ. ότι: “1. Το Υπουργείο Οικονομικών επιμελείται της εκτελέσεως των περί κανονισμού συντάξεων πράξεων και αποφάσεων. 2. Μετά την δια πράξεως ή αποφάσεως αναγνώρισιν των εις σύνταξιν δικαιούχων προσώπων, πάσα τυχόν, συνεπεία μεταβολής της καταστάσεως τούτων, μείωσις του ποσού της συντάξεως ή του αριθμού των προσώπων ενεργείται δια πράξεως του Υπουργού των Οικονομικών”. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 περ. στ` και 5 του Ν. 2343/1995 “Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 211 Α`) ορίζεται ότι: “4. Συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών οι παρακάτω γενικές διευθύνσεις, καταργουμένων των υφισταμένων γενικών διευθύνσεων του άρθρου 1 του Π.Δ. 17/1991 (ΦΕΚ 7 Α`) α) … στ) Γενική Διεύθυνση Μισθών και Συντάξεων … 5. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2390/1996). Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών καθορίζονται: α) Η συγκρότηση των παραπάνω Γενικών Διευθύνσεων …”. Κατ` εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε το Π.Δ. 167/1996 “Τροποποίηση του Π.Δ. 284/1988 …” (ΦΕΚ 128 Α`), με τις διατάξεις του άρθρου 2 του οποίου ορίσθηκε ότι: “Οι Γενικές Διευθύνσεις της παρ. 4 … του άρθρου 1 του Ν. 2343/1995 … συγκροτούνται από τις εξής Διευθύνσεις και Υπηρεσίες, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 284/1988, όπως ισχύει και του παρόντος: 1. … 5. Γενική Διεύθυνση Μισθών και Συντάξεων α) … δ) Διεύθυνση Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων … στ) Διεύθυνση Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων …”. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12 του Π.Δ. 79/1990 (ΦΕΚ 37 Α`) με τις οποίες αναδιαρθρώθηκαν οι ανωτέρω Διευθύνσεις Κανονισμού και Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων, που προβλέπονται στο Π.Δ. 284/1988, προκύπτει ότι στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων ανήκει μεταξύ άλλων ο κανονισμός και η αναπροσαρμογή των συντάξεων των Αξιωματικών, Ανθυπασπιστών, Υπαξιωματικών και Οπλιτών, ενώ στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολών Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων και συγκεκριμένα του Τμήματος Β` αυτής, οι ενέργειες σε περίπτωση μεταβολής των πληρωτέων ποσών συντάξεων των ανωτέρω συνταξιούχων. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 9 του Ν. 2512/1997 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι οι αναπροσαρμοζόμενες και εφεξής κανονιζόμενες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, συντάξεις των στρατιωτικών συνταξιούχων που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολιτικών Συντάξεων ανήκει ο κανονισμός, δηλαδή η απονομή στρατιωτικής ή πολεμικής σύνταξης ή η αναπροσαρμογή αυτής βάσει νέας νομοθετικής ρύθμισης συνεπεία της οποίας προέκυψε μεταβολή των συνταξιοδοτικών συντελεστών (βασικού μισθού, χρονοεπιδόματος), ενώ στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων ανήκει, εκτός των άλλων, η διεξαγωγή των απαραιτήτων ενεργειών για την μεταβολή δηλαδή αύξηση ή μείωση του πληρωτέου στον συνταξιούχο ποσού σύνταξης, βάσει προσωπικής μεταβολής ή νομοθετικής ρύθμισης, συνεπεία της οποίας το ποσό της ήδη κανονισθείσας σύνταξης καταβάλλεται αυξημένο ή μειωμένο. Στην περίπτωση αυτή υπάγεται η καταβολή σε στρατιωτικό συνταξιούχο, μειωμένου κατά 70%, του ποσού της απονεμηθείσας σ` αυτόν σύνταξης, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2512/1997, που ανήκει, κατά συνέπεια, στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων (46η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ.), δεδομένου ότι αφορά θέμα καταβολής ήδη κανονισθείσας σύνταξης και συνεπώς δεν ανακύπτει ζήτημα κανονισμού αλλά ούτε και αναπροσαρμογής αυτής, εφόσον δεν υφίσταται ζήτημα μεταβολής των συνταξιοδοτικών συντελεστών ώστε να ιδρύεται η αρμοδιότητα της Διεύθυνσης (44ης) Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολιτικών Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., για κανονισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης με έκδοση νέας συνταξιοδοτικής πράξης.

IV. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 εδ. γ` του Συντάγματος 1975/1986 “Οι Υφυπουργοί ασκούν τας δια κοινής αποφάσεως του Πρωθυπουργού και του οικείου Υπουργού ανατιθέμενος εις αυτούς αρμοδιότητας”. Κατ` εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης εκδόθηκε η 1107147/1239/006Α/4.10.1996 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών “Ανάθεση αρμοδιοτήτων Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών” (ΦΕΚ 922/7.10.1996 Β`), με την οποία ανατέθηκε στον Υφυπουργό Νικόλαο Χριστοδουλάκη, μεταξύ άλλων, η άσκηση αρμοδιοτήτων επί θεμάτων των Διευθύνσεων, Αυτοτελών Τμημάτων και Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1558/1985 “Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα” (ΦΕΚ 137 Α`) ορίσθηκε στην παρ. 1 ότι: “Οι υπουργοί, αναπληρωτές και υφυπουργοί μπορούν με απόφαση τους, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάζουν στο γενικό γραμματέα του υπουργείου, σε γενικούς γραμματείς που προΐστανται γενικών γραμματειών, σε ειδικούς γραμματείς, σε διευθυντές και γενικά σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων ορισμένες αρμοδιότητες τους ή το δικαίωμα να υπογράφουν κατά περίπτωση “με εντολή υπουργού” ή “με εντολή υφυπουργού” …”. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 1 της 2000019/13/0004/2.1.1997 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών Νικολάου Χριστοδουλάκη “Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και της εξουσίας να υπογράφουν “Με εντολή Υφυπουργού” …” (ΦΕΚ 1/10.1.1997 Β`), μεταβιβάσθηκε η αρμοδιότητα του ανωτέρω Υφυπουργού, που είχε ανατεθεί σ` αυτόν σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω 1107147/1239/006Α/4.10.1996 απόφαση, στο Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής και Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, όσον αφορά θέματα διαφόρων υπηρεσιακών μονάδων της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μεταξύ των οποίων και για θέματα των Δ44ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων και Δ46ης Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων. Περαιτέρω, για ορισμένα, ειδικά αναφερόμενα στο άρθρο 2 της ανωτέρω Υπουργικής απόφασης ζητήματα, ορίσθηκε ότι μεταβιβάζεται, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένα αναφερομένων οργάνων και στους Προϊσταμένους Διευθύνσεων και Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η εξουσία να υπογράφουν “Με εντολή Υφυπουργού” αποφάσεις, έγγραφα, εντολές και άλλες διοικητικές πράξεις. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι για όσα ειδικά αναφερόμενα θέματα καθορίσθηκε ότι μεταβιβάζεται η εξουσία υπογραφής “Με εντολή Υφυπουργού”, για τα ζητήματα αυτά ο Υφυπουργός Οικονομικών δεν μεταβίβασε την αρμοδιότητα του στον Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής και Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και συνεπώς, σ` αυτόν πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει μεταβιβασθεί, βάσει της παρ. 1 της ανωτέρω Υπουργικής απόφασης, μόνο η αρμοδιότητα του Υφυπουργού Οικονομικών επί των λοιπών θεμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., πλην των ειδικά αναφερομένων στο άρθρο 2 της απόφασης αυτής θεμάτων. Εξάλλου, στο κεφάλαιο ΔΙΙ παρ. 13 του ανωτέρω άρθρου 2 της εν λόγω απόφασης ορίσθηκε ότι μεταβιβάζεται η εξουσία να υπογράφουν “Με εντολή Υφυπουργού” στους Προϊσταμένους των Διευθύνσεων Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων “α) Πράξεις για αποδοχή των αποφάσεων και πράξεων των οργάνων που έχουν δικαιοδοσία σε θέματα συντάξεων και έγγραφα που εκδίδονται για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών για εγγραφή των συνταξιούχων και για αύξηση ή μείωση των συντάξεων, πλην των αυξομειώσεων χορηγιών τέως Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων, β) Φύλλα μεταβολών που συντάσσονται, εφόσον με αυτά ενεργείται εγγραφή νέων συνταξιούχων”. Περαιτέρω, στο κεφάλαιο ΕΠ παρ. 7 περ. δ` του αυτού άρθρου 2 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης ορίσθηκε ότι στους Προϊσταμένους Τμημάτων των Διευθύνσεων Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων μεταβιβάζεται η εξουσία να υπογράφουν “Με εντολή Υφυπουργού” “Έγγραφα για μείωση, αύξηση ή διακοπή της σύνταξης σε περίπτωση μεταβολής, που επέρχεται μετά την αναγνώριση του δικαιώματος σύνταξης”. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, προκύπτει ότι έγγραφα που αφορούν μείωση κατά 70% του καταβαλλόμενου σε στρατιωτικούς συνταξιούχους ποσού της ήδη κανονισθείσας σ` αυτούς σύνταξης, κατ` εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 4 του Ν. 2512/1997, νομίμως υπογράφονται “Με εντολή Υφυπουργού” από τον Προϊστάμενο του Β` Τμήματος της 46ης Διεύθυνσης Ελέγχου και Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αφορούν μείωση της σύνταξης Αξιωματικών, Ανθυπασπιστών, Υπαξιωματικών και Οπλιτών, λόγω νομοθετικής μεταβολής που επήλθε μετά την αναγνώριση του δικαιώματος σύνταξης, και όχι από τον Προϊστάμενο της ανωτέρω Διεύθυνσης, εφόσον η αντίστοιχη αρμοδιότητα αυτού αφορά, όπως προεκτέθηκε, άλλα ζητήματα. Στα έγγραφα αυτά δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται ποιος Υφυπουργός Οικονομικών έχει μεταβιβάσει την εξουσία υπογραφής αυτών με εντολή του, δεδομένου ότι όλα τα ζητήματα που εφάπτονται των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων έχουν ανατεθεί με την 1107147/1239/006Α/4.10.1996 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών στον Υφυπουργό Νικόλαο Χριστοδουλάκη και συνεπώς κάθε ζήτημα συνταξιοδοτικής φύσεως ανάγεται, χωρίς αμφισβήτηση, στην αρμοδιότητα του ανωτέρω Υφυπουργού.

V. Με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 2512/1997 “Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων στρατιωτικών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 138 Α`) ορίζεται στην παρ. 9 ότι: “Οι αναπροσαρμοζόμενες και εφεξής κανονιζόμενες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, συντάξεις των στρατιωτικών συνταξιούχων που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%, με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α`) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α`)”. Εξάλλου, το άρθρο 8 του Ν. 2592/1998 “Αναπροσαρμογή συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 57 Α`) ορίζει στην παράγραφο 14 ότι: “Οι αναπροσαρμοζόμενες, οι ανακαθοριζόμενες και οι εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 2512/1997 … για όσους συνταξιούχους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%, με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των Νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α`) και 1977/1991 (ΦΕΚ 187 Α`), τις εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων καθώς και τις εξ ιδίου δικαιώματος συντάξεις παθόντων στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής …”. Περαιτέρω, το άρθρο 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041/1979 ΦΕΚ 292 Α`) ορίζει στην παράγραφο 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 1489/1984 (ΦΕΚ 170 Α`) και ισχύει, ότι: “Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του δημοσίου γενικά που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημοσίου τομέα, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`) και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ούτε από το δημόσιο ούτε και από άλλους ασφαλιστικούς φορείς …”. Τέλος, το άρθρο 6 του Ν. 2227/1994 “Αύξηση των συντάξεων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 129 Α`) ορίζει στην παρ. 16 ότι: “Οι διατάξεις των άρθρων 54 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α`), 5 του Ν. 1284/1982 (ΦΕΚ 114 Α`), δεύτερου του Ν. 1584/1985 (ΦΕΚ 16 Α) και 22 του Ν. 1694/1987 (ΦΕΚ 35 Α`), καθώς και οι όμοιες των άρθρων 6 του Ν. 1379/1983 (ΦΕΚ 101 Α`) και 17 του Ν. 1489/1984 (ΦΕΚ 170 Α`) εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την επαναοριοθέτηση του δημοσίου τομέα, για την εφαρμογή δε των διατάξεων αυτών ως δημόσιος τομέας νοείται πάντοτε αυτός που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`), έστω κι αν ορισμένες υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται στον τομέα αυτόν, κατόπιν των διατάξεων του άρθρου 51 του Ν. 892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`) ή άλλων τυχόν διατάξεων που ισχύουν ή θα ισχύσουν μελλοντικά”.

VI. Το άρθρο 1 του Ν. 1256/1982 “Για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα …” ορίζει στην παράγραφο 6 ότι: “Η αληθινή έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1232/1982 για την “επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις” είναι ότι στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται όλοι οι κρατικοί φορείς ανεξάρτητα από το καθεστώς δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που τους διέπει ήτοι: α) οι Κρατικές ή Δημόσιες υπηρεσίες όπως εκπροσωπούνται από το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, β) οι Κρατικοί ή Δημόσιοι Οργανισμοί σαν κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γ) οι Κρατικές ή Δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, η Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση κ.λπ., δ) … ε) οι Τραπεζιτικές και άλλες ανώνυμες εταιρείες στις οποίες είτε τα κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις νομικά πρόσωπα έχουν το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου είτε έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση … ζ) Οι θυγατρικές ανώνυμες εταιρείες των πιο πάνω Νομικών προσώπων των εδαφίων α`-στ` αυτής της παραγράφου που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά”. Περαιτέρω, με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 1947/1991 (ΦΕΚ 70 Α`) ορίσθηκε ότι “Η έξοδος φορέων από το δημόσιο τομέα, που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α`) μπορεί να είναι ολική ή μερική και γίνεται μόνο με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου”. Κατ` εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων εκδόθηκε το Π.Δ. 362/1991 “Έξοδος Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε από τον δημόσιο τομέα” (ΦΕΚ 128 Α”) στο άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι: “Από την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει το παρόν, η Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε. παύει να υπάγεται στις διατάξεις που ισχύουν για το δημόσιοο τομέα, με την επιφύλαξη διατήρησης της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 30 του Ν. 1914/1992 και των ακολούθων ρυθμίσεων …” ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ανωτέρω Π.Δ/τος όλες οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στις θυγατρικές εταιρείες ή επιχειρήσεις της πιο πάνω εταιρείας και η ισχύς του αρχίζει από τη δημοσίευση του (20.8.1991) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, με την παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 2271/1994 “Εξυγίανση της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε.” (ΦΕΚ 229 Α`) ορίσθηκε ότι: “Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού η Ο.Α. και οι θυγατρικές της εταιρείες Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε. και Ολυμπιακή Τουριστική Α.Ε. παύουν να υπάγονται στις διατάξεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στο δημόσιο τομέα, εξαιρουμένων των διατάξεων των άρθρων 1 έως 24 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`)”, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 6 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι η ισχύς του αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

VII. Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, συνάγεται μεταξύ άλλων ότι στους στρατιωτικούς συνταξιούχους, που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 παρ. 9 του Ν. 2512/1997, που αναφέρονται στα θύματα της τρομοκρατικής ενέργειας καταβάλλεται σύνταξη μειωμένη κατά 70% και αποδοχές, εφόσον υπηρετούν σε θέσεις του δημόσιου τομέα. Για την εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης ως δημόσιος τομέας νοείται κατά ρητή επιταγή του νομοθέτη (άρθρο 6 παρ. 16 του Ν. 2227/1994 και η ως άνω διάταξη του Ν. 2512/1997) εκείνος που προσδιορίζεται με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982, με την έννοια της ύπαρξης των κριτηρίων οριοθέτησης του δημόσιου τομέα που τίθενται από την άνω διάταξη (Ολομ.Ελ.Συν. 395/2007). Εξάλλου, το άρθρο 6 παρ. 16 του Ν. 2227/1994, που ως διάταξη εισάγουσα εξαίρεση είναι στενά ερμηνευτέα, δεν αναφέρει, μεν, ρητά στις απαριθμούμενες σ` αυτό διατάξεις και το άρθρο 58 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, αλλά τούτο δεν έχει την έννοια ότι δεν καταλαμβάνει και το άρθρο αυτό, γιατί μνημονεύει ρητά το άρθρο 17 του Ν. 1489/1984, με το οποίο αντικαταστάθηκε η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 58 παρ. 1, όπως ισχύει, και επομένως, αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο σκοπό της νομοθετικής ρύθμισης. Επομένως, ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί, για την εφαρμογή των αναφερομένων στο άρθρο 6 παρ. 16 του Ν. 2227/1994 διατάξεων, να περιλαμβάνει και την Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε. και τη θυγατρική αυτής Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι: α) Με βάση τις διατάξεις του εδ. δ` του άρθρου 1 του Π.Δ. 362/1991 σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 του ως άνω Π.Δ/τος τα δικαιώματα του Δημοσίου ως μετόχου στην Ολυμπιακή Αεροπορία και τη θυγατρική αυτής εταιρεία Ολυμπιακή Αεροπλοΐα διατηρήθηκαν και μετά την έξοδο τους από το δημόσιο τομέα, και β) από το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 1 και επομένων του Ν. 2271/1994 “Εξυγίανση της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε. διαφαίνονται οι διάφορες παρεμβάσεις του Ελληνικού Δημοσίου σε θέματα της Ολυμπιακής Αεροπορίας και της θυγατρικής αυτής Ολυμπιακής Αεροπλοΐας Α.Ε., όπως διαγραφής χρεών τους προς το Ελληνικό Δημόσιο, ανάληψης από το Ελληνικό Δημόσιο της κάλυψης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου τους, της παροχής εγγυήσεων για δάνεια συναπτόμενα από την Ολυμπιακή Αεροπορία και την Ολυμπιακή Αεροπλοΐα, και τέλος σε θέματα εποπτείας και κατάστασης του προσωπικού τους. Συνεπώς, η Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε. και η θυγατρική αυτής Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε. παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά στις διατάξεις της παρ. 6 περ. ε` του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, εφόσον η σχετική απαρίθμηση των ανωτέρω κρατικών φορέων είναι ενδεικτική, εξακολουθεί να ανήκει στον ως άνω καθοριζόμενο δημόσιο τομέα, για την εφαρμογή και μόνο των αναφερομένων στο άρθρο 6 παρ. 16 του Ν. 2227/1994 διατάξεων, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα εξήλθε από αυτόν. Συνεπώς, οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που υπηρετούν στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε. και δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις των άρθρων 4 παρ. 9 του Ν. 2512/1997 και 8 παρ. 14 του Ν. 2592/1998, λαμβάνουν σύνταξη μειωμένη κατά 70%, εφόσον η ανωτέρω εταιρεία λογίζεται με βάση το άρθρο 16 του Ν. 2227/1994 ότι εξακολουθεί να ανήκει στο δημόσιο τομέα των άρθρων 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982, σύμφωνα πάντοτε με την έννοια της ύπαρξης των κριτηρίων οριοθέτησης του δημόσιου τομέα που τίθενται από τη διάταξη αυτή.

VIII. Στην κρινόμενη υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Στον εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα, στρατιωτικό συνταξιούχο και υπάλληλο της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας Α.Ε. με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με το 42297/7.4.1999 έγγραφο που υπογράφεται “με εντολή Υφυπουργού Οικονομικών” από τον Προϊστάμενο του Β` Τμήματος της 46ης Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., γνωστοποιήθηκε ότι από 1.4.1999 και εφεξής θα διακοπεί η καταβολή του 70% της σύνταξης του, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 του Ν. 2512/1997, γιατί κατέχει θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα στον οποίο ανήκει η Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε. Κατά της ανωτέρω άρνησης καταβολής σ` αυτόν ολόκληρου του ποσού της σύνταξης του ο αναιρεσείων άσκησε την από 17.5.1999 ένσταση του ενώπιον του Α` Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την 2437/2000 πράξη του απέρριψε την ένσταση αυτή με την αιτιολογία ότι: α) Για το, από 1.4.1999 μέχρι 7.4.1999 χρονικό διάστημα, κατέστη αυτή άνευ αντικειμένου, εφόσον, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 5 παρ. 13 του Ν. 2703/1999 (8.4.1999) η αρμόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την απόδοση στον εκκαλούντα του παρακρατηθέντος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ποσού του 70% της σύνταξης του. β) Το προσβαλλόμενο με την ένσταση αυτή έγγραφο, το οποίο ως εκ του περιεχομένου του, αφορά στην εκτέλεση συνταξιοδοτικής πράξης, αρμοδίως εκδόθηκε, με εντολή Υφυπουργού, από τον Τμηματάρχη του Β` Τμήματος της 46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ και γ) Νόμιμα η σύνταξη του καταβάλλεται από 8.4. 1999 μειωμένη κατά 70%, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 9 του Ν. 2512/1997, γιατί η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση καταλαμβάνει και τους στρατιωτικούς συνταξιούχους που υπηρετούν, όπως ο αναιρεσείων ή προσλαμβάνονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε., ανεξάρτητα αν η τελευταία έχει, στο μεταξύ, εξέλθει του δημοσίου τομέα, ως θυγατρική εταιρεία της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε., γιατί μετά την ισχύ του άρθρου 6 παρ. 16 του Ν. 2227/1994, ως δημόσιος τομέας νοείται πάντοτε εκείνος του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982, στον οποίο περιλαμβάνονταν οι θυγατρικές εταιρείες των κρατικών ή δημοσίων και παραχωρηθεισών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως αν ορισμένες υπηρεσίες έχουν στο μεταξύ εξέλθει από αυτόν. Κατά της πράξεως αυτής ασκήθηκε η από 23.1.2001 έφεση η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη 1206/2004 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την ίδια αιτιολογία. Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων στρέφεται κατά της ανωτέρω απόφασης προβάλλοντας με τον όγδοο λόγο του δικογράφου αυτής ότι κατά παράβαση των άρθρων 66 παρ. 1 εδ. α` και 67 παρ. 2 του Π.Δ. 1041/1974 αυτή δέχθηκε ότι το ανωτέρω, 42297/7.4.1999, έγγραφο, το οποίο αποτελεί άρνηση καταβολής του ποσού της σύνταξης του στο ακέραιο, εκδόθηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών και υπογράφεται κατ` εντολή του από τον Τμηματάρχη του Β` Τμήματος της 46ης Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., ενώ έπρεπε να εκδοθεί από το Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρόκειται για ζήτημα καταβολής μειωμένου του ποσού της ήδη κανονισθείσας στον αναιρεσείοντα σύνταξης και συνεπώς ανήκει στην αρμοδιότητα του Β` Τμήματος της 46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. να προβεί στις αναγκαίες για το σκοπό αυτό ενέργειες και δεν αφορά θέμα κανονισμού ή αναπροσαρμογής σύνταξης, εφόσον δεν υφίστανται μεταβολή οι συνταξιοδοτικοί συντελεστές ώστε να εκδοθεί νέα συνταξιοδοτική πράξη. Περαιτέρω, με τον ένατο και δέκατο λόγο της αίτησης ο αναιρεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν δέχθηκε ότι μη νόμιμα στο ανωτέρω έγγραφο δεν αναγράφεται ποιος Υφυπουργός Οικονομικών το εξέδωσε και ότι παρέλειψε να απαντήσει στον ουσιώδη ισχυρισμό του ότι το έγγραφο αυτό εν τέλει εξέδωσε ο Υφυπουργός Γεώργιος Δρυς, ο οποίος ήταν αρμόδιος. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, εφόσον στο ανωτέρω έγγραφο δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται ποιος Υφυπουργός Οικονομικών το εξέδωσε, δεδομένου ότι πρόκειται για ζήτημα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, που ανατέθηκε με την 1107147/1239/006 Α/4.10.1996 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών στον Υφυπουργό Νικόλαο Χριστοδουλάκη. Εξάλλου, ο αναιρεσείων δεν αποδεικνύει τον αντίθετο ισχυρισμό του ότι το έγγραφο αυτό εξέδωσε ο Υφυπουργός Γεώργιος Δρυς. Περαιτέρω, με τον ενδέκατο λόγο της αίτησης του ο αναιρεσείων προβάλλει ότι εάν γίνει δεκτό ότι το έγγραφο εξέδωσε ο Υφυπουργός Νικόλαος Χριστοδουλάκης η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της 2000019/13/0004/2.1.1997 απόφασης του ανωτέρω Υφυπουργού Οικονομικών δέχθηκε ότι νόμιμα ο ανωτέρω Υφυπουργός εξέδωσε το εν λόγω έγγραφο, εφόσον είχε μεταβιβάσει την σχετική αρμοδιότητα του στον Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής και Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Ο λόγος αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί ο ανωτέρω Υφυπουργός μεταβίβασε την αρμοδιότητα του στον Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής και Συστημάτων μόνο για όσα θέματα δεν περιλαμβάνονται ρητά στα ζητήματα, για τα οποία έχει μεταβιβάσει σε διάφορα όργανα την εξουσία να υπογράφουν με “εντολή Υφυπουργού”, για τα οποία, συνεπώς, διατηρεί την αρμοδιότητα του, μεταξύ αυτών δε περιλαμβάνεται και η έκδοση εγγράφων σχετικών με μείωση, αύξηση ή διακοπή της σύνταξης σε περίπτωση μεταβολής που επέρχεται μετά την αναγνώριση του δικαιώματος σύνταξης. Περαιτέρω, με τον δωδέκατο λόγο της αίτησης ο αναιρεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το ανωτέρω έγγραφο υπογράφεται “με εντολή Υφυπουργού” από τον Τμηματάρχη του Β` Τμήματος της 46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. ενώ έπρεπε να υπογραφεί “με εντολή Υφυπουργού” από τον Διευθυντή της Διεύθυνσης αυτής. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί σύμφωνα με την παρ. 7 περ. δ` του Κεφαλαίου ΕΠ της προαναφερθείσας 2000019/13/0004/2.1.1997 απόφασης, τα έγγραφα που αφορούν μείωση, αύξηση ή διακοπή της σύνταξης σε περίπτωση μεταβολής, που επέρχεται μετά την αναγνώριση του δικαιώματος σύνταξης υπογράφονται “με εντολή Υφυπουργού” από τους Προϊσταμένους των Τμημάτων των Διευθύνσεων Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων και όχι από τους Διευθυντές αυτών. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν σε προηγούμενη σκέψη και τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά νόμιμα καταβάλλεται στον αναιρεσείοντα στρατιωτικό συνταξιούχο, που συγχρόνως εργάζεται στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε. και λαμβάνει σχετικές αποδοχές η απονεμηθείσα σ` αυτόν σύνταξη, μειωμένη κατά 70%, αφού ο ανωτέρω κατέχει θέση του δημοσίου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982, ο οποίος, κατά την έννοια της ύπαρξης των κριτηρίων οριοθέτησης του που τίθενται από τη διάταξη αυτή, εξακολουθεί για την εφαρμογή των διατάξεων, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παρ. 16 του Ν. 2227/1994, να περιλαμβάνει και όλες τις ανώνυμες εταιρείες στις οποίες το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου έχει το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου είτε έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση όπως την Ολυμπιακή Αεροπορία και την θυγατρική αυτής Ολυμπιακή Αεροπλοΐα, ανεξαρτήτως αν με μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις εξήλθαν αυτού. Συνεπώς, τα προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης ότι η εν γένει παραπομπή των ως άνω διατάξεων στο δημόσιο τομέα της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, αφορά στις ρυθμίσεις αυτού, όπως ισχύουν κατά το χρόνο που ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής τους και ότι δεν μπορεί, εν προκειμένω να θεσπίζεται ένας ιδιαίτερος δημόσιος τομέας, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μεταγενέστερη διεύρυνση ή περιορισμό του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται ότι οι ως άνω τιθέμενοι στην καταβολή της σύνταξης περιορισμοί, παραβιάζουν την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 4 του Συντάγματος, αφού εισάγουν αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση ανάμεσα στους συνταξιούχους του Δημοσίου που εργάζονται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, που δεν ανήκαν το 1982 στο δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους εκείνους του Δημοσίου που εργάζονται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες το 1982 ανήκαν, κατά το Ν. 1256/1982, στο δημόσιο τομέα, έστω κι αν μεταγενέστερα εξήλθαν απ` αυτόν. Όμως η αρχή της ισότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίζει διακρίσεις που συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση των υπαγομένων στην σχετική ρύθμιση, με την προϋπόθεση ότι αυτοί τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκτός εάν οι διακρίσεις αυτές ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, οι περιορισμοί που τίθενται με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 9 του Ν. 2512/1997 και 8 παρ. 14 του Ν. 2592/1998 και έχουν ενιαία εφαρμογή σ` όλους τους συνταξιούχους του Δημοσίου, που απασχολούνται παράλληλα στο δημόσιο τομέα, είναι συνταγματικά ανεκτοί, αφού δικαιολογούνται από τους λόγους δημοσίου συμφέροντος για περιορισμό της πολυθεσίας στον δημόσιο τομέα και δεν εισάγουν δυσμενή μεταχείριση σε βάρος του αναιρεσείοντος ο οποίος τελεί υπό διαφορετικές συνθήκες από τους απασχολούμενους στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς, δεν παραβιάζεται η επικαλούμενη αρχή της ισότητας και ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, (Ολομ.Ελ.Συν. 1266/2007). Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 9 του Ν. 2512/1997 αντίκειται ευθέως στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997 και τέθηκε σε ισχύ από 5.8.1997, αφού, εν προκειμένω, πρόκειται για ρύθμιση, που δικαιολογείται αντικειμενικά και εξυπηρετεί δημόσια ωφέλεια, δηλαδή τον περιορισμό της πολυθεσίας στο δημόσιο τομέα λόγω της παράλληλης απασχόλησης των ως άνω συνταξιούχων στο δημόσιο τομέα και δεν πρόκειται για τις απαγορευόμενες από το ως άνω άρθρο διακρίσεις κυρίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας κ.λπ., ώστε να πλήττεται η αποτελεσματική προστασία αυτών και η ίση μεταχείριση τους ενώπιον του νόμου. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι οι ως άνω δημοσιονομικοί περιορισμοί του άρθρου 4 του Ν. 2512/1997, ως προς την καταβολή της απονεμηθείσας στον αναιρεσείοντα σύνταξης, αντίκεινται ευθέως στο άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος. Η συνταγματική αυτή διάταξη, η οποία ορίζει ότι: “Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως ο νόμος ορίζει” και η οποία αποτελεί έκφανση του κοινωνικού κράτους, καταλαμβάνει μόνο τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και όχι και τους απασχολούμενους στο Δημόσιο πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, σε κάθε δε περίπτωση εναπόκειται στη βούληση του νομοθέτη να προσδιορίσει τη μορφή και την έκταση της παρεχομένης ασφαλιστικής προστασίας, συνεπώς είναι δυνατή η θέσπιση προσωρινών περιορισμών, όταν μάλιστα αυτοί δεν αφορούν στον κανονισμό της σύνταξης αλλά στην καταβολή της και συναρτώνται με την κατοχή από τον συνταξιούχο του Δημοσίου, θέσης στο δημόσιο τομέα και απόληψης σχετικών αποδοχών τα δε αντίθετα προβαλλόμενα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, (Ολ.Ελ.Συν. 1266/2007). Ως αβάσιμος, εξάλλου, ελέγχεται και ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η περικοπή αυτή της σύνταξης του ισοδυναμεί στην ουσία με στέρηση αυτής, αφού απομένει ελάχιστο μόνο ποσοστό της αρχικής σύνταξης (30%) στην συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων, δοθέντος ότι, ο νομοθέτης έχει ευρύ περιθώριο εκτίμησης όταν προσδιορίζει την οικονομική και κοινωνική του πολιτική και σταθμίζει τον τρόπο αντιμετώπισης των αναγκαιοτητών της δημόσιας ωφέλειας εκτός εάν η κρίση του στερείται, προδήλως, εύλογης βάσης. Εξάλλου, δεν εγείρεται εν προκειμένω, ζήτημα προσβολής της συνταγματικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του συνταξιούχου, αφού η μεταβολή του ύψους της σύνταξης του μέσα στα όρια της εκάστοτε δημοσιονομικής ευχέρειας του προϋπολογισμού είναι έργο της νομοθετικής εξουσίας η οποία δύναται να αυξομειώσει τη σύνταξη ανάλογα, χωρίς από το λόγο αυτό να προσβάλλεται παράνομα, αποκτημένο δικαίωμα του συνταξιούχου ή να θίγεται κάποιο συνταξιοδοτικό κεκτημένο (βλ. απόφ. Ολ.Ελ.Συν. 41/1959, 55/1972, 385/1984) ο δε σχετικός πέμπτος λόγος αναίρεσης, είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο αναιρεσείων επίσης προβάλλει ότι η απαίτηση του ως συνταξιούχου, για την καταβολή της ήδη κανονισθείσας σ` αυτόν σύνταξης στο ακέραιο, η οποία (απαίτηση) έχει ήδη γεννηθεί και αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του δεν επιτρέπεται να περιοριστεί με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση, αν δεν συντρέχουν λόγοι πραγματικής δημόσιας ωφέλειας, γιατί αυτό έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 1 εδ. α` του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α`) και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ. Με την ως άνω διάταξη κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ανθρώπου, την οποία κανείς δεν μπορεί να αποστερηθεί παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια δε της περιουσίας περιλαμβάνονται, όπως έχει κριθεί, όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” καθώς και οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. απόφ. ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9.12.1992 από την πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., Πρακτικά 10ης Γεν. Συν. Ολ.Ελ.Συν. της 24.2.1999 και Ολ.Α.Π. 40/1998). Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (Ε.Δ.Δ.Α.: υπόθεση Αντωνακόπουλου κ.α κατά Ελλάδος της 14.12.1999, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, Ολ.Ελ.Συν. 2274/1997, Σ.τ.Ε. 3739/1999). Πράγματι, η ως άνω διάταξη του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. αναγνωρίζει στον συνταξιούχο την απαίτηση για την καταβολή της ήδη κανονισθείσας σύνταξης του στο ακέραιο, δεν αποκλείει όμως τη δυνατότητα του νομοθέτη να θεσπίσει προσωρινούς περιορισμούς, οι οποίοι συναρτώνται με την παράλληλη κατοχή από τον ανωτέρω και δεύτερης θέσης στο δημόσιο τομέα, οι δε περιορισμοί αυτοί, οι οποίοι επιβάλλονται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, (περιορισμό της πολυθεσίας στο δημόσιο τομέα) δεν συνιστούν στέρηση της σύνταξης του αλλά ρύθμιση του τρόπου υπολογισμού της (βλ. και το άρθρο 1 παρ. 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου). Εξάλλου και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου εγγυάται σ` όσους έχουν συνεισφέρει σ` ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το δικαίωμα να αποκομίσουν οφέλη από το σύστημα αυτό, δεν μπορεί ωστόσο να ερμηνευθεί ότι παρέχει αξίωση για παροχή σύνταξης ορισμένου ύψους ή ότι αποκλείει την μεταβολή στο μέλλον του ύψους της ήδη κανονισθείσας σύνταξης όταν μάλιστα αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατ` εφαρμογή του άρθρου 31 της Ε.Σ.Δ.Α., 1.10.1975, καθώς και απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Muller κατά Αυστρίας). Συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο σχετικός έκτος λόγος αναίρεσης, (Ολ.Ελ.Συν. 1266/2007). Τέλος και ο έβδομος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι η διαφορετική μεταχείριση αυτής της κατηγορίας των συνταξιούχων αντίκειται στο άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται μόνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται από τη Σύμβαση της Ρώμης και δεν αφορά στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα και συνακόλουθα, στην απαίτηση του συνταξιούχου για την καταβολή της σύνταξης του στο ακέραιο (βλ. και απόφ. Α` Τμημ. Σ.τ.Ε. 3739/1999). Κατόπιν αυτών και, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ` ουσίαν στο σύνολο της και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 56 παρ. 2 του Π.Δ. 774/1980 και 61 παρ. 3 του Π.Δ. 1225/1981).

626/2015 ΕΣ ΤΜΗΜΑ Ι ( 714562) 
  
 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Στρατιωτικοί συνταξιούχοι από μεταβίβαση. Καταλογισμός συνταξιούχου του Δημοσίου. Αχρεώστητη καταβολή. Αυτόματη Τιμαριθμική αναπροσαρμογή. Συνταξιούχοι του δημοσίου που κατέχουν και θέση υπαλλήλου σε ΝΠΔΔ. Δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης ο διοικητικός καταλογισμός αχρεωστήτως καταβληθέντων συνταξιοδοτικών παροχών. Προϋπόθεση καλοπιστίας. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του Δημοσίου που προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι στο δημόσιο τομέα και λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη και αποδοχές λογίζεται ως συντάξιμος εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιστρέψουν τη σύνταξη που έλαβαν.

  

Απόφαση: 626/2015

                                     ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

                                                  ΤΜΗΜΑ Ι

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ι Τμήματος, Κωνσταντίνα Ζώη, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Σύμβουλοι, Αριστοτέλης Σακελλαρίου, Αγγελική Κέντρου, Πάρεδροι. Γραμματέας: Ασπασία Μπαμπαρούτση, Γραμματέας του I Τμήματος.

Για να δικάσει την από 6.7.2012 (Α.Β.Δ. 250/9.7.2012) έφεση της …………, κατοίκου …… Αττικής (οδός ………..), η οποία παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαμπρόπουλο (ΑΜ/ΔΣΑ 21961)

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Καραγιώργη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 6305/2011 Πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε: Τον πληρεξούσιο της εκκαλούσας, που ζήτησε την παραδοχή της έφεσης

Τον αντιπρόσωπο του Υπουργού Οικονομικών, που ζήτησε την απόρριψή της, και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευάγγελο Καραθανασόπουλο, ο οποίος ανέπτυξε την από 4.2.2014 έγγραφη γνώμη του και πρότεινε ομοίως την απόρριψη της έφεσης. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου.

Άκουσε την εισήγηση του Παρέδρου Αριστοτέλη Σακελλαρίου και

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

Ι. Για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1330932, 130931, 2853597, 2488410 Σειράς Α ειδικά έντυπα παραβόλου)

IΙ. Mε την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 6305/2011 Πράξης του Α΄ Κλιμακίου, με την οποία απορρίφθηκαν οι από 30.12.2010 ενστάσεις (με αρ. πρωτ. ΓΛΚ 192618 και 192631) της εκκαλούσας, πολιτικής συνταξιούχου του Δημοσίου, κατά των …../2001/3.12.2010 και …./9.12.2010 πράξεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.). Με την πρώτη εξ αυτών των πράξεων (20536/2001/3.12.2010), καταλογίστηκε σε βάρος της το ποσό των 9.427,96 ευρώ, που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως από το Δημόσιο Ταμείο με τη σύνταξή της και αντιστοιχεί αφενός στην Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (Α.Τ.Α.) και τις συναφείς ποσοστιαίες αυξήσεις, που έλαβε από 23.6.1995 έως 31.12.1996, αφετέρου στο 70% της σύνταξής της, που έλαβε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998, από 8.4.1999 έως 30.3.2001, με την αιτιολογία ότι καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα ελάμβανε συγχρόνως και αποδοχές από τη θέση της ως υπάλληλος στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής Κ.Α.Τ.. Με τη δεύτερη καταλογιστική πράξη (…./9.12.2010) καταλογίστηκε σε βάρος της το ποσό των 13.472,76 ευρώ, που έλαβε ως σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο κατά το χρονικό διάστημα από 23.6.1995 έως 31.3.2001, προκειμένου να αναγνωριστεί, ύστερα από σχετική αίτησή της, ως συντάξιμος ο αντίστοιχος χρόνος υπηρεσίας της στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής Κ.Α.Τ..

ΙΙΙ. A. Με τις διατάξεις της 9019/295/25.1.1982 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (B΄ 36),

που κυρώθηκε με το άρθρο 55 του ν.1249/1982 (Α΄ 43), της Γ.691/127/M.13/3-36/25.1.1982 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών (B΄ 42), που κυρώθηκε με το άρθρο 9 του ν.1282/1982 (ΦΕΚ Α΄ 110), καθώς και του άρθρου 5 του

ν.1284/1982 (ΦΕΚ A΄ 114), ορίστηκε ότι στους συνταξιούχους του Δημοσίου, που συγχρόνως κατέχουν και θέση υπαλλήλου στο Δημόσιο, τα N.Π.Δ.Δ. και τους O.T.A. καταβάλλεται αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (A.T.A.) και διορθωτικό ποσό μόνο με τις αποδοχές της υπαλληλικής θέσης τους στο Δημόσιο, τα N.Π.Δ.Δ. και τους O.T.A. και με βάση το άθροισμα των αποδοχών της θέσης αυτής και της καταβαλλόμενης σ’ αυτούς σύνταξης (με μεταγενέστερες διατάξεις η ρύθμιση επεκτάθηκε για τους εργαζομένους σε όλον τον Δημόσιο τομέα). Για το σκοπό αυτόν, στις ίδιες διατάξεις, προβλέφθηκε ότι οι δικαιούχοι υπάλληλοι οφείλουν να δηλώσουν στον εκκαθαριστή των αποδοχών της θέσης τους, την ιδιότητα τους ως συνταξιούχων, την πηγή της συνταξιοδότησής τους και το ποσό της λαμβανομένης σύνταξης, ώστε με αυτά να γίνει ο νόμιμος υπολογισμός του Δ.Π. και της A.T.A. που δικαιούνται. Την ίδια δε υποχρέωση ενημέρωσης έχουν οι ανωτέρω, ως συνταξιούχοι, κατά το άρθρο 69 παρ.1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ Α΄292, για το κρίσιμο διάστημα) και προς την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.K., σχετικά με την κατεχόμενη από αυτούς θέση, ώστε να διακοπεί η καταβολή σ’ αυτούς, με τη σύνταξή τους, της προαναφερόμενης παροχής (Δ.Π και A.T.A). Συνεπώς, στην περίπτωση που σε συνταξιούχο του Δημοσίου, ο οποίος κατέχει και θέση υπαλλήλου σε Ν.Π.Δ.Δ., καταβληθεί η προαναφερόμενη παροχή και από τις δύο πηγές (σύνταξη και αποδοχές), λόγω του ότι αυτός παρέλειψε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, νόμιμα καταλογίζεται σε βάρος του το ποσό της ΑΤΑ που εισέπραξε αχρεώστητα με τη σύνταξή του (ΕΣ 1214/2003, 1236, 1520/2004, 1198, 1531/2005, 1453/2006, 107, 2209/2012). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και για τις ποσοστιαίες αυξήσεις, που χορηγήθηκαν από 1.1.1991 αντί της A.T.A., αρχικά με την 64117/2589/24.12.1990 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Εργασίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (B΄ 811), που κυρώθηκε με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν.1947/1991 (Α΄70) και, στη συνέχεια, για το έτος 1992 με το άρθρο 1 του ν.2042/1992 (Α΄75), για το έτος 1993 με τα άρθρα 1 και 3 του ν.2129/1993 (Α΄57), για το έτος 1994 με τα άρθρα 1 του ν.2227/1994 (Α΄

129) και 1 του ν.2198/1994 (Α΄ 43), για το έτος 1995 με το άρθρο 1 του ν.2320/1995 (Α΄133) και για το έτος 1996 με τα άρθρα 1 και 2 του ν.2399/1996 (Α΄90), ενώ, τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.11 του ν.2592/1998 (Α΄ 57) ορίσθηκε ότι το ποσό της Α.Τ.Α. και των αυξήσεων που έχουν χορηγηθεί μετά την κατάργησή της, μέχρι και του έτους 1996, καταργείται για τις αναπροσαρμοζόμενες με βάση τις ίδιες διατάξεις συντάξεις, από 1ης Αυγούστου 1997.

Β. Στον προαναφερθέντα ν.2592/1998 «Αναπροσαρμογή συντάξεων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 57), στο άρθρο 8 παρ. 14 εδάφιο πρώτο ορίζεται ότι «Οι αναπροσαρμοζόμενες, οι ανακαθοριζόμενες και οι εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.2512/1997 και του παρόντος νόμου, καθώς και οι συντάξεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄) (…), για όσους συνταξιούχους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παραγρ. 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%, με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 120) και 1977/1991 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 185), τις εξ ιδίου δικαιώματος πολιτικές συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, καθώς και τις εξ ιδίου δικαιώματος συντάξεις παθόντων στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής (…) Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παρούσας παραγράφου για μεν τους συνταξιούχους του Δημοσίου που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν από 1ης Αυγούστου 1997 (…)». Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 5 του ν.2703/1999 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 72), ορίζεται ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων (…) της παρ. 14 του άρθρου 8 (…) του ν.2592/1998 δεν εκδίδονται καταλογιστικές αποφάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ισχύος τους μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου. (…)», ήτοι μέχρι τις 8.4.1999 (βλ. άρθρο 28). Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι συντάξεις των πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου που υπηρετούν σε θέσεις της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, δηλαδή σε θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%. Σε περίπτωση που καταβληθεί σε κάποιον συνταξιούχο το σύνολο της σύνταξης χωρίς την ανωτέρω περικοπή, λόγω της παράλειψης αυτού να ενημερώσει την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 69 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, το ποσό αυτό καταβάλλεται αχρεωστήτως και καταλογίζεται σε βάρος του, για το διάστημα από 8.4.1999 και εφεξής.

Γ. Κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ. Ολομ. 1980/2013, 2457/2012, 2438/2008, 1114/2007, 1453/2006, 1428/2005), ο διοικητικός καταλογισμός συνταξιοδοτικών παροχών, οι οποίες καταβλήθηκαν αχρεώστητα, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι παροχές αυτές εισπράχθηκαν καλόπιστα, β) από την καλόπιστη είσπραξη των παροχών αυτών παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα και γ) ενόψει της οικονομικής, προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του λαβόντος, η επιστροφή τους θα δημιουργήσει σε αυτόν απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επιρροή στα μέσα διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειας του. Εξάλλου, ο λαβών τις παραπάνω παροχές θεωρείται καλόπιστος, εφόσον, ενόψει των υφισταμένων κατά περίπτωση συνθηκών και ιδίως της συμπεριφοράς των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, δημιουργήθηκε σε αυτόν δικαιολογημένα η πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών.

Δ. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, στη συνέχεια π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007) στο άρθρο 58 ορίζει ότι «1. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του δημοσίου γενικά που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημόσιου τομέα, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ούτε από το δημόσιο ούτε και από άλλους ασφαλιστικούς φορείς (…)» και στο άρθρο 96, όπου έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις των άρθρων 40 του ν.955/1979, 18 παρ.12 του ν.1489/1984 και 31 του ν.1694/1987, ότι «1. Ο χρόνος υπηρεσίας συνταξιούχων του Δημοσίου από δική τους υπηρεσία ή από δικό τους πάθημα ή από μεταβίβαση σε θέσεις του Ν.Δ. 641/70, για τον οποίο μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 955/1979 έπαιρναν σύνταξη και αποδοχές μαζί, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος εφόσον αυτοί επιστρέψουν τη σύνταξη που εισέπραξαν. 2. Για την επιστροφή του παραπάνω ποσού με σκοπό την αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου της προηγούμενης παραγράφου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει σχετική δήλωση στην αρμόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία και προβαίνει στον καταλογισμό του ποσού. (…) 4. Ο χρόνος υπηρεσίας, από την ισχύ του Ν.955/1979 των συνταξιούχων του Δημοσίου γενικά σε θέσεις που προβλέπονται από το Ν.Δ. 641/1970 και από το άρθρο 6 του Ν.1379/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του Ν.1489/1984, για τον οποίο καταβάλλονταν συγχρόνως σύνταξη και αποδοχές, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιστρέψουν τη σύνταξη που έλαβαν, όπως ορίζεται παρακάτω. Το ποσό της σύνταξης που πρέπει να επιστραφεί υπολογίζεται με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού ή του κλιμακίου συνταξιοδότησής τους, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης επιστροφής, και εισπράττεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του παρόντος (…)». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του Δημοσίου που προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι στο δημόσιο τομέα και λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη και αποδοχές, δεν λογίζεται ούτε προσμετράται ως συντάξιμος (πρβλ. Ολ.Ελ.Συν. 1177/1988,1404/2000). Παρέχεται, ωστόσο, η δυνατότητα στους συνταξιούχους, που μετά την ισχύ του ν. 955/1979 (ήτοι μετά τις 21.8.1979), υπηρέτησαν σε θέσεις του κατά την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 δημόσιου τομέα και εισέπρατταν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, να αναγνωρίσουν ως συντάξιμο τον πιο πάνω χρόνο, εφόσον

επιστρέψουν το ποσό της σύνταξης που έλαβαν. Για το σκοπό αυτό, υποβάλουν σχετική αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προκειμένου η τελευταία, βάσει της αίτησης αυτής, να προβεί στον καταλογισμό σε βάρος των αιτούντων του οικείου ποσού. Συνεπώς, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με την επιστροφή του ποσού της εισπραχθείσας σύνταξης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση του προαναφερόμενου χρόνου ως συντάξιμου, πραγματοποιείται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου και αφού ο ίδιος σταθμίσει τις προσδοκώμενες επωφελείς γι αυτόν συνέπειες από την ενέργειά του αυτή, η σχετικώς εκδιδόμενη καταλογιστική πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης (Ε.Σ. 563/1999, 1445/2000, 1201, 1209, 1514/2004, 2209/2012).

ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα, στρατιωτική συνταξιούχος από μεταβίβαση, κατά το χρονικό διάστημα από 23.6.1995 έως 31.3.2001, κατά το οποίο εργαζόταν παράλληλα ως υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Γενικού Νοσοκομείου Κ.Α.Τ., εισέπραξε με τη σύνταξή της τα ακόλουθα ποσά: α) ποσό 3.838,56 ευρώ, ως ποσοστιαίες αυξήσεις που χορηγούνταν αντί της (καταργηθείσας) Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) και με τους ίδιους όρους, κατά το χρονικό διάστημα από 23.6.1995 έως 31.12.1996, ήτοι για παροχή που έπρεπε να είχε λάβει μόνο με τις αποδοχές της θέσης της, και β) ποσό 5.589,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μείωση της σύνταξής της σε ποσοστό 70%, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998, κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.1999 έως 30.3.2001 (ημερομηνία από την οποία διεκόπη, κατόπιν αίτησής της, η χορήγηση σε αυτήν της σύνταξής της). Τα εν λόγω χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 9.427,96 ευρώ, καταλογίστηκαν σε βάρος της με την 20546/2001/3.12.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.). Κατά της απόφασης αυτής, η εκκαλούσα άσκησε την από 30.12.2010 (Α.Π./Γ.Λ.Κ. 192618) ένσταση ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη, που έκρινε νόμιμο τον σε βάρος της καταλογισμό των ανωτέρω χρηματικών ποσών, απορρίπτοντας, ως ουσία αβάσιμο, τον ισχυρισμό της ότι ο καταλογισμός της αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της καλοπιστίας, αφού αυτή δεν ενημέρωσε προσηκόντως τις συνταξιοδοτικές αρχές ότι εργαζόταν στο Νοσοκομείο. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι στην από 10.4.1995 αίτηση της εκκαλούσας προς το Γ.Λ.Κ., με την οποία ζητούσε να της χορηγηθεί η σύνταξη του θανόντος συζύγου της, υπήρχε χειρόγραφη επισημείωση στην άνω αριστερή γωνία «ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΤ, Αορίστου χρόνου, Ασφάλεια ΙΚΑ», εντούτοις, στα δικαιολογητικά συνταξιοδότησης η εκκαλούσα είχε συνυποβάλει την με όμοια ημερομηνία (10.4.1995) υπεύθυνη δήλωση με αντίθετο περιεχόμενο, όπου δήλωνε ότι «Με γνώση των συνεπειών, που προβλέπονται από το νόμο για ψευδή δήλωση σε κάθε Δημόσια Αρχή, δηλώνω υπεύθυνα τα ακόλουθα: 1.Το χρόνο υπηρεσίας, για τον οποίο ζητώ τον Κανονισμό σύνταξής μου, δεν χρησιμοποίησα, ούτε θα χρησιμοποιήσω για την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης από άλλη πηγή και ούτε έλαβα για την υπηρεσία μου αυτή εφάπαξ αποζημίωση ή χρηματική αμοιβή από άλλο Ταμείο. 2. Δεν λαμβάνω άλλη σύνταξη από το Δημόσιο ή άλλο Ν.Π.Δ.Δ. ούτε μετά την αποχώρησή μου από την υπηρεσία προσλήφθηκα στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. (…)». Περαιτέρω, η εκκαλούσα, με την από 6.12.2010 αίτησή της, ζήτησε από την 46η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους να προβεί στις νόμιμες ενέργειες για την επιστροφή των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 23.6.1995 έως 31.3.2001, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας της στο Νοσοκομείο ΚΑΤ. Με βάση την αίτησή της αυτή, με την 180112/9.12.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.), καταλογίστηκε σε βάρος της το ποσό των 13.472,76 ευρώ, που αντιστοιχεί στις συντάξεις (σε ποσοστό 30%) που έλαβε νομίμως κατά το ως άνω χρονικό διάστημα. Κατά της απόφασης αυτής, η εκκαλούσα άσκησε την από 30.12.2010 (Α.Π./Γ.Λ.Κ. 192631) ένσταση ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία συνεξετάστηκε από το Κλιμάκιο και απορρίφθηκε με την ίδια πράξη του (προσβαλλόμενη), που έκρινε νόμιμο τον σε βάρος της καταλογισμό του ανωτέρω χρηματικού ποσού, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό ότι ο καταλογισμός της αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, με την αιτιολογία ότι η καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε ύστερα από αίτηση της εκκαλούσας, για την αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου υπηρεσίας της στο Νοσοκομείο.

V. Με την κρινόμενη έφεσή της, η εκκαλούσα αμφισβητεί την ουσιαστική ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης του Α΄ Κλιμακίου, υποστηρίζοντας ότι η καλοπιστία της αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενημέρωσε τις συνταξιοδοτικές αρχές για την υπηρεσιακή της κατάσταση, με την προαναφερθείσα επισημείωση επί της αρχικής αίτησής της ότι ήταν υπάλληλος στο Νοσοκομείο ΚΑΤ, επισημαίνει δε, προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, ότι ζήτησε η ίδια τη διακοπή της σύνταξής της αμέσως μόλις αντελήφθη ότι δεν την εδικαιούτο, με την 20536/13.1.2001 αίτησή της. Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία να επιστρέψει το συνολικό καταλογιζόμενο ποσό και ότι ο καταλογισμός του μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, τόσο από την αχρεώστητη λήψη της παροχής όσο και από την ουσιαστική γνώση των συνταξιοδοτικών αρχών για την παράνομη χορήγηση της σύνταξης (που ενημερώθηκαν με την προαναφερθείσα αίτηση, στις 13.1.2001), αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, αφού της δημιούργησε τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι τα αχρεωστήτως ληφθέντα ποσά δεν θα αναζητηθούν. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η καθυστέρηση καταλογισμού των αχρεωστήτως ληφθεισών συντάξεων δεν δικαιολογεί την ακύρωση της σχετικής καταλογιστικής πράξης, στο μέτρο που οι σχετικές αξιώσεις του Δημοσίου δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, επιπλέον, σύμφωνα με τις νόμιμες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης Πράξης του Α΄ Κλιμακίου, ο καταλογισμός δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, στο μέτρο που η εκκαλούσα δεν ήταν καλόπιστη κατά τη λήψη των παροχών, δεδομένου ότι δεν ενημέρωσε προσηκόντως τις αρμόδιες συνταξιοδοτικές αρχές για την υπηρεσιακή της κατάσταση. Αντιθέτως, με δήλωσή της είχε βεβαιώσει τις συνταξιοδοτικές αρχές ότι δεν είχε προσληφθεί στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., η παραπλανητική δε αυτή δήλωση, ως ρητή και ανεπιφύλακτη, δεν αναιρείται από την πρόχειρη επισημείωση επί της αίτησης, την οποία επικαλείται η εκκαλούσα. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο καταλογισμός των ληφθεισών συντάξεων ουδέποτε αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, όταν πραγματοποιείται μετά από αίτηση του λαβόντος, σύμφωνα με το άρθρο 96 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας του κατά το ίδιο διάστημα. Ως εκ τούτου, η εκκαλούσα αβασίμως επικαλείται τις αρχές αυτές για να επιτύχει την ακύρωση του καταλογισμού της, αφού η ίδια, με την από 6.12.2010 αίτησή της, ζήτησε να επιστρέψει στο Δημόσιο Ταμείο τις συντάξεις που έλαβε, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας της στο Γενικό Νοσοκομείο ΚΑΤ. Η αίτησή της δε αυτή αφορούσε στην επιστροφή του συνόλου των συντάξεων που εισέπραξε καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα (23.6.1995 έως 31.3.2001), συνεπώς, όχι μόνο στο ποσόν των 13.472,76 ευρώ, που εισέπραξε νόμιμα και καταλογίστηκε σε βάρος της με την 180112/9.12.2010 απόφαση (κεφάλαιο της προσβαλλόμενης πράξης για το οποίο δεν προβάλλει κανέναν ειδικότερο ισχυρισμό), αλλά και στο υπόλοιπο ποσό των 9.427,96 ευρώ, ανεξαρτήτως του ότι καταλογίστηκε σε βάρος της ως αχρεωστήτως καταβληθέν.

VΙ. Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν , η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την έφεση. Και

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου 2014.

                       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

               ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ                       ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ        

                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                       ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΑΜΠΑΡΟΥΤΣΗ

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Ιανουαρίου 2015.

           Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

     ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ                             ΕΥΔΟΞΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ

Α.Σ.

 937/2015 ΕΣ ΤΜΗΜΑ Ι ( 718037) 
  
 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Καταλογισμός σε βάρος πολιτικού συνταξιούχου του Δημοσίου. Συνταξιούχος ΟΣΕ. Ταυτόχρονη λήψη σύνταξης και αποδοχών. Καταβολή μειωμένης σύνταξης. Αχρεώστητη καταβολή. Ορισμός δημόσιας επιχείρησης. Νπδδ. Ο Ο.Σ.Ε συνιστά δημόσια επιχείρηση. Η ιδιότητα του συνταξιούχου δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού τους σε θέση του δημόσιου τομέα. Υποχρέωση γνωστοποίησης διορισμού συνταξιούχου του Δημοσίου. Άρση του καταλογισμού δικαιολογείται ότι συντρέχουν σωρευτικώς καλοπιστία και οικονομική αδυναμία του λαβόντος συνταξιούχου.

  

Αριθμός απόφασης: 937/2015

                                    ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

                                             ΤΜΗΜΑ Ι

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2013 με την εξής σύνθεση: Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ι Τμήματος, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Τζούμα, Σύμβουλοι, Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Χρυσούλα Μιχαλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας: Ασπασία Μπαμπαρούτση, Γραμματέας του I Τμήματος.

Για να δικάσει την από 3.2.2010 (Α.Β.Δ.131/2010) έφεση:  

Tου …….., κατοίκου …….. Αττικής (οδός ……….), ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, και δήλωσε ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης που τον αφορά,

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους Κωνσταντίνο Κατσούλα.

Με την έφεση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση της 545/2009 Πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον Αντιπρόσωπο του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευάγγελο Καραθανασόπουλο, ο οποίος ανέπτυξε την από 5.11.2013 γνώμη του και πρότεινε την απόρριψη της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου.

Άκουσε την εισήγηση της Παρέδρου Χρυσούλας Μιχαλάκη. Και

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

Ι. Για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ειδικό έντυπο παραβόλου 2480247, Σειράς Α΄, πρβ. ΕΣ 3710/2014).

II. Με την υπό κρίση έφεση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 545/2009 Πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορριπτική της από 20.2.2008 ενστάσεως του εκκαλούντος, πολιτικού συνταξιούχου του Δημοσίου, κατά της 140872/07/30.1.2008 πράξης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). Με την τελευταία αυτή πράξη ο εκκαλών καταλογίσθηκε με το ποσό των 63.225,23 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό 70% της σύνταξης που φέρεται ότι καταβλήθηκε σ’ αυτόν αχρεωστήτως από το Δημόσιο Ταμείο κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.1999 έως 4.6.2007, με την αιτιολογία ότι, κατά το προαναφερόμενο διάστημα, εργαζόταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και, ειδικότερα, στην ανήκουσα στον όμιλο εταιρειών του Ο.Σ.Ε. εταιρεία με την επωνυμία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.».

III. Α1. Το άρθρο 8 του ισχύοντος από 18.3.1998 ν. 2592/1998 «Αναπροσαρμογή συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 57), ορίζει στην παράγραφο 14 ότι: «Οι αναπροσαρμοζόμενες, οι ανακαθοριζόμενες και οι εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2512/1997 και του παρόντος νόμου, … για όσους συνταξιούχους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70% με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Φ.Ε.Κ. 120 Α΄) και 1977/1991 (Φ.Ε.Κ. 185 Α΄), τις εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, καθώς και τις εξ ιδίου δικαιώματος συντάξεις παθόντων στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής …». Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, στη συνέχεια π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 1489/1984 (Α΄ 170), ως θέσεις που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται οι πολιτικοί συνταξιούχοι νοούνται αυτές του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρ. 4 του ιδίου Κώδικα «Αν ο συνταξιούχος ξαναδιορισθεί σε δημόσια θέση ή ανακληθεί στη στρατιωτική υπηρεσία υποχρεούται να το δηλώσει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και στην υπηρεσία που έχει προσληφθεί … Εξάλλου αν οι συνταξιούχοι παραλείψουν να υποβάλουν την παραπάνω δήλωση μέσα σ’ ένα μήνα από το διορισμό τους … υποχρεούνται σε ανόρθωση της ζημιάς που προξενήθηκε από τη σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται. Το ποσό … της σύνταξης που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται βεβαιώνεται με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών ως δημόσιο έσοδο και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.».

Επίσης, με την παρ. 13 του άρθρου 5 του ν. 2703/1999 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 72/8.4.1999), ορίζεται ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων …. της παρ. 14 του άρθρου 8…. του ν. 2592/1998 δεν εκδίδονται καταλογιστικές αποφάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ισχύος τους μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου …. Από την πρώτη του επόμενου, της έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, μήνα η πρώτη πληρωμή αποδοχών συνταξιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παράγραφος 6 του ν. 1256/1982 τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση προσκόμισης, στον εκκαθαριστή αποδοχών της θέσης τους, βεβαίωσης της αρμόδιας Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Συντάξεων ότι δηλώθηκε η κατοχή της θέσης. Η μη προσκόμιση της βεβαίωσης αυτής αναστέλλει την καταβολή των αποδοχών, με ευθύνη του οικείου εκκαθαριστή». Περαιτέρω, στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65) ορίζεται ότι: «….στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται όλοι οι κρατικοί φορείς ανεξάρτητα από το καθεστώς δημοσίου ή ιδιωτικού ή μικτού δικαίου που τους διέπει ήτοι: α) οι Κρατικές ή Δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκπροσωπούνται από το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, β) οι Κρατικοί ή Δημόσιοι Οργανισμοί σαν κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γ) οι Κρατικές ή Δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, η Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση κ.λ.π. δ) Τα Κοινωφελή Ιδρύματα του Αστικού Κώδικα που περιήλθαν στο Δημόσιο και χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται απ’ αυτό …. ε) οι Τραπεζιτικές και άλλες ανώνυμες εταιρείες στις οποίες είτε τα κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις νομικά πρόσωπα έχουν το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου είτε έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση …. κ.ά. στ) τα κρατικά νομικά πρόσωπα που έχουν χαρακτηρισθεί από το νόμο ή τα δικαστήρια ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου….και που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από οποιοδήποτε των προαναφερομένων νομικών προσώπων. ζ) Οι θυγατρικές ανώνυμες εταιρείες των πιο πάνω Νομικών Προσώπων των εδαφίων α΄ – στ΄ αυτής της παραγράφου που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά». Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α΄ 101), όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 1943/1991 (Α΄ 50), επαναοριοθετήθηκε ο δημόσιος τομέας, ο οποίος περιλαμβάνει κατά την παρ. 1 του προαναφερομένου άρθρου 51 «….α. Τις κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες, που υπάγονται στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου και εκπροσωπούνται από αυτό. β. Τα κάθε είδους ν.π.δ.δ., εξαιρουμένων των Χρηματιστηρίων Αξιών … γ. Τις κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμούς, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς. δ.…ε. Τις κάθε είδους θυγατρικές εταιρείες των νομικών προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ αυτού του άρθρου….» Ακολούθως, στο άρθρο 22 του ν. 1947/1991 με τον τίτλο «Τρόπος εξαίρεσης φορέων από το δημόσιο τομέα» (Α΄ 70), ορίζεται ότι : «1. Η έξοδος φορέων από το δημόσιο τομέα … μπορεί να είναι ολική ή μερική και γίνεται μόνο με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. 2. Με τον τρόπο που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να επαναφερθεί, ολικά ή μερικά, στο δημόσιο τομέα φορέας που βγήκε απ’ αυτόν. 3….». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 16 του ν. 2227/1994 «Αύξηση των συντάξεων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» (Α΄ 129) η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 1489/1984 εξακολουθεί να ισχύει και μετά την επαναοριοθέτηση του δημοσίου τομέα, για δε την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ως δημόσιος τομέας νοείται πάντοτε αυτός που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, έστω και αν ορισμένες υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτόν, κατόπιν των διατάξεων του άρθρου 51 του ν. 1892/1990.

Α2. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) Η ιδιότητα του συνταξιούχου δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού τους σε θέση του δημόσιου τομέα και λήψεως αποδοχών του από τη θέση αυτή, διότι άλλως θα παραβιαζόταν το δικαίωμα της απασχόλησής τους όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, πλην η απασχόλησή του αυτή τελεί υπό περιορισμούς, οι οποίοι αφορούν στο σύνολο των απολαβών (σύνταξης και αποδοχών της θέσης) που δικαιούται όταν κατ’ εξαίρεση προσλαμβάνονται σε θέση του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΕΣ 2457/2012). Στο πλαίσιο αυτό, στους πολιτικούς συνταξιούχους, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 και υπηρετούν σε θέσεις του δημόσιου τομέα, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που τους συνδέει με αυτόν, λαμβάνοντας συγχρόνως σύνταξη και αποδοχές ενέργειας, καταβάλλεται μεν, κατά το χρόνο απασχόλησής τους, η σύνταξή τους, μειωμένη, όμως, κατά 70%. Αυτός ο περιορισμός της καταβολής μειωμένης σύνταξης, για όσο χρόνο ο συνταξιούχος κατέχει παράλληλα θέση στο δημόσιο τομέα, συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο επέμβασης στις συνταξιοδοτικής φύσης αξιώσεις των τελευταίων, ήτοι σε περιουσιακό τους στοιχείο που απορρέει από την γενικότερη υποχρέωση καταβολής σύνταξης υπό προϋποθέσεις στο πλαίσιο απασχόλησης των δημοσίων υπαλλήλων (πρβ. ΕΣ 3710/2014, απόφ. ΕΔΔΑ της 3.3.2011 «Klein κατά Αυστρίας», σκ. 57, της 2.2.2010 «Αizpurua Ortiz κλπ. κατά Ισπανίας», σκ. 38, της 22.10.2009 «Αποστολάκης κατά Ελλάδος», σκ. 29 και 35, της 9.7.2009 «Ζeibek κατά Ελλάδος» σκ. 37, απόφ. της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 13.7.1988, “Sture Stigson”, ΣτΕ 2001/2014, 121/2012 και πρβ. απόφ. ΔΕΕ της 26.3.2009, C- 559/07, «Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας», σκ. 42) και εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, το οποίο επιτρέπεται να την στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ, Stec κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. της 6.7.2005, Κοκκίνης κατά Ελλάδας, απόφ. της 6.11.2008, σκ. 29,   Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας, απόφ. της 4.12.2008, σκ. 27, Khoniakina κατά Γεωργίας, απόφ. της 19.6.2012, σκ. 69 επ., Κωσταδήμας κατά Ελλάδας, απόφ. της 26.6.2012, σκ. 29, ΕΣ Ολομ. 2705/2014, 3023, 441/2012, 1031/2011, 984, 166, 26/2010 2274/1997). Έχει δε θεσμοθετηθεί στο πλαίσιο της κατ’ αρχήν ευχέρειας του νομοθέτη να αξιολογεί τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, κατόπιν στάθμισης παραμέτρων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης (πρβ. αποφ. ΕΔΔΑ της 21.2.1986 James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου σκ. 46, της 20.11.1995 «Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου» σκ. 37, της 23.10.1997 «National & Provincial Building Society, Leeds Permanent Building Society et Yorkshire et Yorkshire Building Society κατά Ηνωμένου Βασιλείου», απόφ., σκ. 80, της 8.7.2004 «Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδας», σκ. 25, 18.2.2009 «Andrejeva κατά Λετονίας», σκ. 83, της 11.2.2010 «Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας», σκ. 36,

της 12.2.2014, «Pyrantien? κατά Λιθουανίας», σκ. 46, ΕΣ 2705, 2673, 2669, 3710/2014, ΣτΕ 3613/2013, ΣτΕ 668/2012 Ολομ), επιδιώκει δε την θεραπεία θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται αφενός στην διασφάλιση εξοικονόμησης των κονδυλίων του Δημοσίου Ταμείου ενόψει της αρχής της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, αφετέρου στην αποτροπή της πολυθεσίας και την καταπολέμηση της ανεργίας (ΟλΕΣ 2457/2012, πρβ. απόφ. ΕΔΔΑ της 12.10.2004 «Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας», σκ. 43, της 6.1.2005, «Hoogendijk κατά Ολλανδίας», της 15.4.2014 Stefanetti κατά Ιταλίας, σκ. 56, της 3.10.2013 «Γιαβή κατά Ελλάδας», σκ. 48, της 7.5.2013 «Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας», σκ. 38 και 39). Εξάλλου, ο περιορισμός αυτός δεν προκαλεί δυσανάλογο βάρος του συνταξιούχου, αφού αυτός απολαύει αποδοχές ενέργειας, ούτε διαταράσσει άνευ ετέρου τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος και των περιουσιακών δικαιωμάτων του συνταξιούχου. Και τούτο διότι η δίκαιη ισορροπία δεν διαταράσσεται αποκλειστικά και μόνο από το ύψος του ποσοστού της επιβληθείσας μείωσης της σύνταξης, αλλά η διάγνωση της διατάραξης αυτής προϋποθέτει τη συνεκτίμηση των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε περίπτωσης(απόφ. «Stefanetti κλπ. κατά Ιταλίας» και της 18.10.2005 «Banfield κατά Ηνωμένου Βασιλείου»). Όπως άλλωστε έχει κριθεί, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου εγγυάται σε όσους έχουν συνεισφέρει σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το δικαίωμα να αποκομίσουν οφέλη από το σύστημα αυτό δεν μπορεί ωστόσο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει αξίωση για παροχή σύνταξης ορισμένου ύψους (απόφ. ΕΔΔΑ της 12-10-2004, «Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας») ή ότι αποκλείει τη μεταβολή στο μέλλον του ύψους της ήδη κανονισθείσας σύνταξης όταν μάλιστα τούτο επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΟλΕΣ. 1266/2007, 510/1999, 2262/2009, 2263/2009, 2142/2010, 2457/2012). Έπεται συνεπώς εκ των ανωτέρω ότι η θέσπιση του ως άνω περιορισμού, ο οποίος όπως προεκτέθηκε έχει προσωρινό χαρακτήρα, δεν θίγει το προστατευόμενο από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (Ολομ. 2705/2014, 3023, 441/2012, 1031/2011, 984, 166, 26/2010 2274/1997).

β. Περαιτέρω, συνάγεται ότι η ρύθμιση περί καταβολής μειωμένης σύνταξης καταλαμβάνει τόσο τις εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις, όσο και αυτές που έχουν ήδη απονεμηθεί με συνταξιοδοτικές πράξεις εκδοθείσες προ της ισχύος του ν. 2592/1998. Τούτο συνάγεται από τη ρητή διατύπωση του νομοθέτη (ο οποίος αναφέρεται στις αναπροσαρμοζόμενες συντάξεις), αλλά και από τη μεταγενέστερη θέσπιση του περιορισμού του άρθρου 5 παρ. 13 του ν. 2703/1999. Επιπροσθέτως, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 δεν εξαρτάται από το χρόνο πρόσληψης του συνταξιούχου, αφού αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή της επίμαχης ρύθμισης συναρτάται με το τυχαίο γεγονός της πρόσληψης και ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνει όσους συνταξιούχους ανέλαβαν υπηρεσία πριν την έκδοση του νόμου, δεν συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό του νομοθέτη, παράλληλα, αντίκειται στην αρχή της ισότητας. Εξάλλου, ενόψει του προαναφερθέντος δημοσιονομικού σκοπού της επίμαχης ρύθμισης και σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 69 του Σ.Κ., οι συνταξιούχοι του Δημοσίου έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν στη Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους το διορισμό τους σε θέση του δημόσιου τομέα. Και τούτο διότι η απασχόληση αυτή συνιστά μεταβολή της συνταξιοδοτικής τους κατάστασης, η οποία επιβάλλει την περικοπή της σύνταξής τους κατά 70% (ΟλΕΣ 2262/2009, 146/2010, ΕΣ 513/2003, πρβ. ΔΕφΑ 846/2009). Είναι δε η υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι της ευθύνης την οποία έχει ο εκκαθαριστής αποδοχών της θέσης να αναστέλλει την καταβολή αποδοχών στην περίπτωση που δεν έχει προσκομιστεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. ότι δηλώθηκε η κατοχή αυτής (θέσης), σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 13 του ν. 2703/1999 (ΟλΕΣ 2457/2012). Σε περίπτωση δε που, κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998, καταβληθεί στο συνταξιούχο, που λαμβάνει αποδοχές από θέση του δημοσίου τομέα, ποσό συντάξεως καθ’ υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου 30%, τότε ο συνταξιούχος αυτός καταλογίζεται με το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, μόνον, όμως, κατά ρητή επιταγή του νομοθέτη, από την έναρξη ισχύος του ν. 2703/1999, ήτοι από 8.4.1999, και εντεύθεν (πρβ. Ε.Σ. 2209/2012). Τούτο, όμως, με την επιφύλαξη των επιταγών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης που ισχύουν παράλληλα με το προεκτεθέν κανονιστικό σύστημα επιστροφής των χωρίς νόμιμη αιτία καταβληθεισών παροχών (πρβ. ΣτΕ 3415/2013, 1618/2011, 2911/2007, 827/2005) αλλά και των εκάστοτε ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες τελεί ο αχρεωστήτως λαβών συνταξιούχος. Ειδικότερα, όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Δικαστήριο τούτο (βλ. ΕΣ Ολομ. 1246/2014, 4324, 1980/2013, 1385/2012, 1680/2009, 2438/2008, 1114/2007, 1453/2006, 1428/2005), στις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως χρηματικά ποσά συντάξεων, η αναζήτηση και επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης, όταν: α) κρίνεται, κατόπιν εκτίμησης των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της επί μακρόν χρόνο συμπεριφοράς των αρμοδίων κρατικών οργάνων, ότι δημιουργήθηκε, σε εκείνον που εισέπραξε τα ανωτέρω ποσά, σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτών και συνεπώς, τα εισέπραξε καλοπίστως (πρβ. και απόφ. ΕΔΔΑ της 15.9.2009 «Μoskal κατά Πολωνίας», σκ. 72, της 5.1.2000 «Beyeler κατά Ιταλίας», σκ. 119 έως 122) και β) προκύπτει, από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που εισέπραξε τα ποσά αυτά, ότι η αναζήτηση, μετά παρέλευση μακρού χρόνου και η απόδοση των οφειλομένων θα δημιουργήσει στον ίδιο ή την οικογένεια του, σοβαρές και απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες, οι οποίες θα έχουν άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσής του η οποία παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από την παρακράτηση σκοπό (πρβ. απόφ. ΕΔΔΑ, ό.π. Moskal, σκ. 74, 76). Η τελευταία αυτή προϋπόθεση (οικονομική αδυναμία) πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο παροχής της αιτούμενης έννομης προστασίας, δηλαδή κατά την πρώτη επί της ουσίας συζήτηση της υπόθεσης στο Τμήμα (βλ. αποφ. ΕΣ Ολομ. 2438/2008, 807/1997), απαιτείται δε αμφότεροι οι ανωτέρω όροι (καλοπιστία και οικονομική αδυναμία) να συντρέχουν σωρευτικώς και δεν αρκεί η συνδρομή του ενός εξ αυτών για την άρση του επιβαλλόμενου μέτρου επιστροφής (βλ. αποφ. Ολομ. ΕΣ 458/2002, 1680/2009), καθόσον, πλην της καλόπιστης είσπραξης, θα πρέπει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποδεικνύεται η πραγματική διατάραξη της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του επιδιωκόμενου με την επιστροφή των αχρεωστήτως ληφθέντων σκοπού γενικού συμφέροντος και των περιουσιακών δικαιωμάτων του συνταξιούχου (πρβ. ΕΣ 2508/2010, απόφ. ΕΔΔΑ, ό.π., Moskal, σκ. 74, ΕΣ 3710/2014).

γ. Εξάλλου, για την εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, ως δημόσιος τομέας νοείται κατά ρητή επιταγή του νομοθέτη (άρθρο 6 παρ. 16 του ν. 2227/1994) εκείνος που προσδιορίζεται με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, υπό την έννοια της εφαρμογής των κριτηρίων οριοθέτησης του δημόσιου τομέα που τίθενται από την άνω διάταξη, ενώ είναι αδιάφορο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής αν, μετά την την έκδοση του ως άνω νόμου κάποιος φορέας δεν υπάγεται πλέον στον δημόσιο τομέα (πρβλ. ΟλΕΣ.395/2007,752/2010, 2209/2012, ΣτΕ 4713/2012, 3787/2013). Ειδικότερα, στο δημόσιο τομέα εντάσσονται, σύμφωνα με τις περ. γ΄ και ζ΄ της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους ανώνυμες εταιρείες οι οποίες ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτές, ενώ η αναφορά στην προπαρατεθείσα διάταξη της περ. γ΄ συγκεκριμένων δημοσίων επιχειρήσεων είναι ενδεικτική και δεν σκοπεί στο να αποκλείσει την υπαγωγή στο δημόσιο τομέα και άλλων εταιρειών που, ενόψει του σκοπού τους και των διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία τους, έχουν το χαρακτήρα δημοσίων επιχειρήσεων, που λειτουργούν υπό τον έλεγχο του Δημοσίου και χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Συνακόλουθα, στην περ. ζ΄ περιλαμβάνονται όχι μόνο οι θυγατρικές ανώνυμες εταιρείες που υφίσταντο ήδη κατά τη δημοσίευση του ν. 1256/1982, αλλά και όσες συστήθηκαν μεταγενέστερα, εφόσον, προδήλως ο εν λόγω νόμος δεν απέβλεπε αποκλειστικά στα υπάρχοντα κατά το χρόνο δημοσίευσης του νομικά πρόσωπα αλλά και σε όσα επρόκειτο να συσταθούν στο μέλλον και πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται από αυτόν (ΣτΕ 2266, 4713/2012).

Β1. Το ν.δ. 674/1970 «Περί ιδρύσεως Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 192), ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι «Ιδρύεται Νομικόν Πρόσωπον Ιδιωτικού Δικαίου υπό την επωνυμίαν “Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος” (Ο.Σ.Ε.), εδρεύων εν Αθήναις. Σκοπός τούτου είναι η ενιαία οργάνωσις, εκμετάλλευσις και ανάπτυξις των δια σιδηροδρόμων μεταφορών» και στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Ο Ο.Σ.Ε. αποτελεί δημοσίαν επιχείρησιν, λειτουργούσαν χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνας της ιδιωτικής οικονομίας, υπό μορφήν ανωνύμου εταιρείας, απολαυούσης, διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας, και υπόκειται εις πάσας τας διατάξεις της περί ανωνύμων εταιρειών νομοθεσίας, εκτός αν άλλως ορίζεται εν τω παρόντι. Ο Ο.Σ.Ε. ανήκει εξ ολοκλήρου εις το Ελληνικόν δημόσιον και τελεί υπό την εποπτείαν (και τον έλεγχο) αυτού κατά τα εν τω παρόντι οριζόμενα». Ακολούθως, το άρθρο 6 του ίδιου ν.δ., ορίζει στην παρ. 2, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του   ν.δ. 1116/1972 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 27), τα εξής: «Ο Ο.Σ.Ε., τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος, της περί ανωνύμων εταιρειών νομοθεσίας, ως και των κατά περίπτωσιν ισχυουσών διατάξεων, δύναται, μετά προηγούμενην έγκρισιν του Υπουργού Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών : α)…. στ) Να ιδρύει επιχειρήσεις ή εταιρείες ή κοινοπραξίες κατασκευής έργων που χρηματοδοτούνται από κοινοτικά προγράμματα. Στο αντικείμενο των πιο πάνω εταιρειών περιλαμβάνεται η ολική ή μερική μελέτη, δημοπράτηση, προμήθεια, κατασκευή, εξοπλισμός, οργάνωση, διαχείριση των έργων, καθώς και η διοίκηση, επίβλεψη και παρακολούθησή τους. Επίσης, να ιδρύει ή να συμμετέχει σε τουριστικές ή άλλες επιχειρήσεις, εταιρείες ή κοινοπραξίες με αντικείμενο πρόσθετες υπηρεσίες πλέον του βασικού σιδηροδρομικού έργου (υποδομή, έλξη, εκμετάλλευση), που ασκείται από τον Ο.Σ.Ε. Για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων αρκεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Σ.Ε. και έγκριση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών. Στο καταστατικό των εταιριών αυτών πρέπει να προβλέπεται συμμετοχή ενός τουλάχιστον εκπροσώπου των εργαζομένων του Ο.Σ.Ε. στο Διοικητικό Συμβούλιο. Οι ως άνω επιχειρήσεις ή εταιρείες που ιδρύει ο Ο.Σ.Ε. λειτουργούν για χάρη του δημόσιου συμφέροντος ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και εποπτεύονται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, όπως και ο Ο.Σ.Ε. Διέπονται από τις διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει, και τις διατάξεις που διέπουν τους Οργανισμούς ή τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Επ’ αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 8, 9, 12, 14, 15, 16 και 17 του άρθρου 5 του ν. 2229/1994 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 138) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 2052/1992 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 94), καθώς και οι διατάξεις των άρθρων εβδόμου παρ. 2, 3, 4, 5 και 6, ογδόου παρ. 1, ενάτου παρ. 1, 2, 3 και 5 και δεκάτου παρ. 2, 3, 4, και 5 του   ν. 1955/1991 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 112)….» (η περ. στ΄ προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2366/1995, Α΄ 256). Περαιτέρω, το άρθρο 15 του ως άνω ν.δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν.δ. 1116/1972 (Α΄ 27), αναφέρεται στο μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Σ.Ε. και ορίζει στην παρ. 4 ότι «Διά το κατά την παρ. 1 μετοχικόν κεφάλαιον θα εκδοθούν χίλιοι (1.000) τίτλοι αναπαλλοτρίωτοι, ανήκοντες άπαντες εις το Ελληνικόν Δημόσιον, το οποίον είναι ο μοναδικός μέτοχος του Ο.Σ.Ε.». Εξάλλου, από τις αναφερόμενες στην ανωτέρω περ. στ΄ του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.δ. 674/1970 διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται στις εταιρείες που ιδρύει ο Ο.Σ.Ε. κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, ενδεικτικά ο ν. 2229/1994 «τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 1418/1984 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 138) ορίζει στη μεν παρ. 15 του άρθρου 5 ότι «Οι εταιρείες απολαύουν όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου. Οι διατάξεις του Κώδικα Δικών Δημοσίου εφαρμόζονται και στις εταιρείες αυτές», στη δε παρ. 17 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την εν μέρει τροποποίησή της από την περ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 2308/1995 (Α΄ 114) ότι «Οι εταιρείες απαλλάσσονται από κάθε δημόσιο, κοινοτικό, λιμενικό ή δικαστικό τέλος ή άλλο φόρο, άμεσο ή έμμεσο εισφορά υπέρ τρίτου, δικαίωμα και κράτηση, και συμπαρομαρτούντες φόρους και τέλη, εκτός του Φ.Π.Α. και της κράτησης που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 34 του άρθρου 27 του ν. 2166/1993 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 137)». Κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω περ. στ΄ του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.δ. 674/1970 και δυνάμει της 16532/11.4.1996 πράξεως συστάσεως ανώνυμης εταιρίας του συμβολαιογράφου Αθηνών …………………………., συστήθηκε Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «……………….» και με διακριτικό τίτλο «……………………..», η οποία εδρεύει στο Δήμο ………. (άρθρο 1 του από 2.9.2005 κωδικοποιημένου Καταστατικού της εταιρείας). Σκοπός της εν λόγω εταιρείας είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού της, μεταξύ άλλων, η διαχείριση, μελέτη δημοπράτηση, κατασκευή, επίβλεψη, προμήθεια και εγκατάσταση εξοπλισμού και υλικών των σιδηροδρομικών έργων τα οποία θα υλοποιήσει ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος στα πλαίσια της ολοκλήρωσης του Επενδυτικού του Προγράμματος που χρηματοδοτείται από Κοινοτικά Προγράμματα, και η παράδοσή τους στον Ο.Σ.Ε. για εκμετάλλευση. Περαιτέρω, η εν λόγω εταιρεία, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο καλύφθηκε κατά ποσοστό 99,99% από τον ίδιο τον Ο.Σ.Ε. (άρθρο 32 του Καταστατικού), αποτελεί, κατ’ άρθρο 28 του οικείου Καταστατικού, επιχείρηση κοινής ωφέλειας, λειτουργούσα χάριν του δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (βλ. ανωτέρω άρθρο 6 παρ. 2 περ. στ΄ του ν.δ. 674/1970), σ’ αυτήν δε εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των παρ. 8, 9, 12, 14, 15, 16 και 17 του άρθρου 5 του ν. 2229/1994. Συνεπώς, η εν λόγω επιχείρηση τελεί υπό τον έλεγχο του Ο.Σ.Ε., απολαύει, κατά τις κείμενες διατάξεις, όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου και επίσης απαλλάσσεται από τους φόρους, τέλη και κρατήσεις που ορίζονται στην παρ. 17 του άρθρου 5 του ν. 2229/1994. Τέλος, με το κεφάλαιο Α΄ του ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.), (ΦΕΚ Α΄ 314), θεσπίσθηκαν διατάξεις για την οργάνωση, τη λειτουργία, τη διοίκηση και κρατική εποπτεία των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ενώ για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του σ’ αυτήν ή των κανόνων που τη διέπουν (βλ. άρθρο 1). Περαιτέρω, με το άρθρο 19   του εν λόγω νόμου, προβλέφθηκε η δυνατότητα εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής όλων ή ορισμένων διατάξεων του ανωτέρω Κεφαλαίου Α΄, ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων, κατόπιν κοινής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του εκάστοτε εποπτεύοντος Υπουργού. Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως, εκδόθηκε η Φ.3/18164/1440/24.3.2006 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β΄ 424), με την οποία εξαιρέθηκε η «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.» από το πεδίο εφαρμογής όλων των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005.

Β2. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι ο Ο.Σ.Ε., ο οποίος έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, συνιστά δημόσια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 6 περ. γ΄ του ν. 1256/1982, λειτουργούσα χάριν του δημοσίου συμφέροντος και υπαγόμενη στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, ανεξάρτητα από το αν δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των δημοσίων επιχειρήσεων που ενδεικτικά και υπό μορφήν παραδείγματος αναφέρονται στη διάταξη αυτή (πρβλ. Στ.Ε.1270/2008, ΑΠ 214/2004). Περαιτέρω, η εταιρεία με την επωνυμία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.», η οποία ιδρύθηκε από τον Ο.Σ.Ε. κατ’ εφαρμογή της περ. στ΄ του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.δ. 674/1970, αποτελεί θυγατρική εταιρία του Ο.Σ.Ε., καθόσον ο τελευταίος κάλυψε το 99,99% του μετοχικού της κεφαλαίου, και συνιστά, ενόψει του σκοπού δημοσίου συμφέροντος για τον οποίο συστήθηκε, δημόσια επιχείρηση, χρηματοδοτούμενη από το κράτος, η οποία απολαύει των διοικητικών, οικονομικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίου. Κατά συνέπεια, η εν λόγω εταιρεία υπάγεται στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των περ. γ΄ και ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6    του ν. 1256/1982 και η απασχόληση συνταξιούχου του Δημοσίου σ’ αυτήν συνεπάγεται την εφαρμογή του περιορισμού καταβολής της σύνταξής του κατά ποσοστό 70% σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998. Η εξαίρεση της επίμαχης εταιρείας από τις ρυθμίσεις του ν. 3429/2005, με την Φ.3/18164/1440/24.3.2006 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, δεν αναιρεί την υπαγωγή αυτής στο δημόσιο τομέα, ως δημόσιας επιχείρησης ελεγχόμενης από τον Ο.Σ.Ε., δεδομένου ότι ο ως άνω νόμος περιέχει αποκλειστικά διατάξεις οργανωτικές, αφορώσες στη λειτουργία και διοίκηση των δημοσίων επιχειρήσεων και δεν συνδέεται με την ένταξη μιας εταιρείας στο δημόσιο τομέα με βάση τα κριτήρια που θέτει ο ν. 1256/1982, ενόψει του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί και των διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία της. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που μια εταιρεία εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ως άνω νόμου, όπως η «ΕΡΓΑ     Ο.Σ.Ε. Α.Ε.», δεν δύναται να συναχθεί ότι η εν λόγω εταιρεία δεν συνιστά στην πραγματικότητα δημόσια επιχείρηση, εντασσόμενη κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του προαναφερόμενου Κεφαλαίου, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα υφίστατο εξ αρχής λόγος να εξαιρεθεί, αφού δεν θα ενέπιπτε στις επίμαχες διατάξεις του ν. 3429/2005. Άλλωστε, η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή επιρρωνύεται αφενός, από το γεγονός ότι με το άρθρο 1 του ν. 3899/2010 αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 του ν. 3429/2005 και υπήχθησαν στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α΄ του νόμου αυτού οι δημόσιες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν έχουν εξαιρεθεί από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αφετέρου από το γεγονός ότι η ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε. περιλαμβάνεται ήδη στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (βλ. σχετ. Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας).

ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 21798/1997 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., κανονίσθηκε στον εκκαλούντα, πρώην υπάλληλο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., μηνιαία σύνταξη πληρωτέα από 1.2.1998. Μετά τη συνταξιοδότησή του και κατά το χρονικό διάστημα από 17.2.1998 έως 4.6.2007 απασχολήθηκε στην «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.» με την ιδιότητα του γεωπόνου/γεωλόγου, χωρίς, όμως, να δηλώσει την έναρξη της απασχόλησής του αυτής στην αρμόδια υπηρεσία συντάξεων του Γ.Λ.Κ. Μετά την καταγγελία της σύμβασης του με την ως άνω εταιρεία, ο εκκαλών με το …../9.7.2007 έγγραφο ενημέρωσε την 45η Διεύθυνση του ΓΛΚ ότι από 17.2.1998 εργάστηκε στην ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, ανήκει στον ιδιωτικό τομέα. Επακολούθησε η 140872/07/30.1.2008 πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του εκκαλούντος και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το συνολικό ποσό των 63.225,23 ευρώ, αναλυόμενο κατ’ έτος, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό 70% της σύνταξης που φέρεται ότι έλαβε αχρεωστήτως ο ενιστάμενος κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.1999 (εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος από 17.2.1998 έως 7.4.1999 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2703/1999) μέχρι 4.6.2007, δεδομένου ότι απασχολούνταν στην εταιρεία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.», η οποία υπάγεται στο δημόσιο τομέα. Ένσταση δε αυτού κατά της προαναφερθείσας καταλογιστικής πράξης απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη με την αιτιολογία ότι ο εκκαλών εργάσθηκε ως γεωπόνος/γεωλόγος στην εταιρεία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.», η οποία αποτελεί δημόσια επιχείρηση, θυγατρική του Ο.Σ.Ε. και ελεγχόμενη από αυτόν, που λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ανήκει, συνακόλουθα, στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις ρυθμίσεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982. Συνεπώς, ο εκκαλών, κατά την κρίση του Κλιμακίου, εδικαιούτο να λάβει μόνο το 30% της σύνταξης που του είχε κανονισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998, υποχρεούμενος συγχρόνως να δηλώσει την απασχόλησή του στην αρμόδια υπηρεσία συντάξεων του Γ.Λ.Κ. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο απέρριψε τον προβαλλόμενο λόγο περί ακύρωσης της καταλογιστικής πράξης κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του εκκαλούντος η προϋπόθεση της καλόπιστης είσπραξης, προεχόντως διότι αυτός, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 69 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, δεν ενημέρωσε την αρμόδια υπηρεσία του ΓΛΚ για την έναρξη της απασχόλησης του. Κρίνοντας έτσι το Κλιμάκιο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις. Ειδικότερα, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος από τον εκκαλούντα ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η εξαίρεση της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.» από τις οργανωτικές διατάξεις του ν. 3429/2005 συνεπάγεται και την εξαίρεσή της εν γένει από το δημόσιο τομέα, αφού, όπως ορθά δέχθηκε η προσβαλλόμενη, οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού αφορούν μόνο στη λειτουργία και διοίκηση των δημοσίων επιχειρήσεων, χωρίς η εξαίρεση μια επιχείρησης από το πεδίο εφαρμογής του να επιδρά με οποιονδήποτε τρόπο στον χαρακτηρισμό αυτής ως υπαγόμενης ή μη στο δημόσιο τομέα, ο οποίος υπαγορεύεται πρωτίστως από άλλα στοιχεία και δη από τα κριτήρια που εισάγει ο ν. 1256/1982.

Συνακόλουθα, ο λόγος εξαίρεσης ορισμένων επιχειρήσεων από τις διατάξεις του ανωτέρω Κεφαλαίου Α΄ δεν συνίσταται στο ότι δεν ανήκουν στον τομέα αυτόν, αλλά στο ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε στις περιπτώσεις αυτές να εφαρμόζονται αυτούσιες οι οργανωτικές ρυθμίσεις του ν. 3429/2005. Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι η 13η Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποδέχεται τη μη υπαγωγή της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.» στο δημόσιο τομέα απαλλάσσοντας τους εργαζομένους σ’ αυτήν από την υποβολή των δηλώσεων του ν. 2703/1999, πέραν του ότι προβάλλεται αορίστως και αναποδείκτως, δεν ευσταθεί, δοθέντος ότι η υπαγωγή της εν λόγω επιχείρησης στο δημόσιο τομέα συναρτάται κυριαρχικά από το αν πληρούνται ή όχι εν προκειμένω τα κριτήρια του ν. 1256/1982. Επίσης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο ν. 2592/1998, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 18.3.1998, δεν εφαρμόζεται μόνο στις εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις, αλλά, και σε όσες έχουν ήδη απονεμηθεί με προηγούμενες συνταξιοδοτικές πράξεις, εφόσον δεν ορίζεται ρητά το αντίθετο, με μόνο περιορισμό τον καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 13 του ν. 2703/1999, σύμφωνα με τον οποίο δεν εκδίδονται καταλογιστικές πράξεις από την έναρξη ισχύος του ν. 2592/1998 μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2703/1999, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον εκκαλούντα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Αλυσιτελώς δε διατείνεται ο εκκαλών ότι από το με αριθ.πρωτ.12884/129/10.6.2002 έγγραφο της 13ης Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνάγεται επιχείρημα υπέρ της μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων στους ήδη υπηρετούντες, αφού με το έγγραφο αυτό παρέχονται πληροφορίες στους εκκαθαριστές αποδοχών σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2703/1999 σε συνδυασμό με το ν. 1256/1982.

Εξάλλου, ορθά έκρινε το Κλιμάκιο ότι δεν στοιχειοθετείται καλόπιστη είσπραξη εκ μέρους του εκκαλούντος του συνόλου της σύνταξής του. Ειδικότερα, δεν ενημέρωσε εντός ευλόγου χρόνου, όπως όφειλε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, την αρμόδια Υπηρεσία Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. για την εργασία του στην ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε., παρά το ότι γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή, αφού στο τριμηνιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα συντάξεων που αποστελόταν από την τότε αρμόδια 45η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. τόσο κατά το έτος 1998, κατά το οποίο προσελήφθη στην προαναφερθείσα εταιρεία, όσο και κατά τα επόμενα έτη, αναγραφόταν ρητά ότι πρέπει να δηλώνεται κάθε μεταβολή στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του συνταξιούχου, όπως θάνατος, γάμος, ενηλικίωση, διορισμός στο δημόσιο τομέα κ.λπ., αλλά γνωστοποίησε τούτο μόλις το έτος 2007, δηλαδή μετά από 9 περίπου έτη από την αρχική πρόσληψή του (17.2.1998), (πρβ. ΕΣ 1230/2014, 3149/2014, Α΄ Κλιμ. 51/2013, πρβ. ΣτΕ 814/2012, 1835/2007, σχετ. και το υποβληθέν από τον εκκαλούντα ενημερωτικό σημείωμα της Δ/νσης Συντάξεων χρονικού διαστήματος από 1.7.2013 έως 30.9.2013). Άλλωστε, η άγνοια νόμου και η πλάνη του ως προς τη νομική φύση της εταιρείας δεν δικαιολογούν την παράλειψη ενημέρωσης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΓΛΚ (ΕΣ 2468/2011, 2208/2012). Αδιάφορο δε είναι ως προς την απόδειξη της καλοπιστίας του εκκαλούντος το γεγονός ότι η αποποίηση του συνολικού ποσού της σύνταξης θα ήταν φορολογικά επωφελής γι’ αυτόν καθώς και το ότι ο καταλογισμός του επήλθε μετά από αίτηση την οποία αυτός υπέβαλε στο ΓΛΚ, προκειμένου να προσμετρηθεί ως συντάξιμος ο χρόνος απασχόλησή του στην ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε. Ούτε η επίκληση εκ μέρους του εκκαλούντος του 12884/129/10.6.2002 εγγράφου της 13ης Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 96/2006 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του ΕΓΔΕΚΟ3623/6.11.2009 εγγράφου της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών δικαιολογούν καλόπιστη είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού, αφού, σε κάθε περίπτωση, τα ανωτέρω έχουν εκδοθεί τέσσερα και πλέον έτη από το χρόνο πρόσληψης του εκκαλούντος από την ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε. Επίσης, παρά του αντιθέτου προβαλλόμενα, η από μέρους του ενημέρωση της ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε. για την ιδιότητα του συνταξιούχου, δεν αίρει την υποχρέωση του για την ενημέρωση της Υπηρεσίας Συντάξεων, εφόσον η εταιρεία ήταν αρμόδια μόνο για την καταβολή ή την αναστολή της καταβολής των αποδοχών της θέσης του (πρβ. ΟλΕΣ 2457/2012). Ομοίως, δεν

ασκεί καμία επιρροή ως προς την καλή πίστη του εκκαλούντος το διαφορετικό ζήτημα ενδεχόμενης ευθύνης του εκκαθαριστή αποδοχών του εργαζομένου σε θέση του δημόσιου τομέα, ο οποίος απαγορεύεται να προβεί σε καταβολή των αποδοχών ενεργείας ελλείψει βεβαίωσης ότι δηλώθηκε η εργασία αυτή στην αρμόδια υπηρεσία συντάξεων. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης όσον αφορά στην επιβολή του επίμαχου καταλογισμού, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί .

Δια ταύτα

Απορρίπτει την έφεση. Και

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου .

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, την 1η Ιουλίου 2014.

           Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

     ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ                                 ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΙΧΑΛΑΚΗ

                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                      ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΑΜΠΑΡΟΥΤΣΗ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2015.

         Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ                                 ΕΥΔΟΞΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ

Α.Σ.

 6508/2015 ΕΣ (ΤΜΗΜΑ Ι) ( 720149) 
  
 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ακύρωση πράξης ταμειακής βεβαίωσης. Καταλογισμός συνταξιούχου κατά μεταβίβαση. Καταβολή μειωμένης σύνταξης. Απαράδεκτη η ανακοπή κατά πράξης που δεν προσδιορίζεται ορισμένα. Αοριστία αιτήματος. Έννοια νομίμου τίτλου. Η έναρξη διοικητικής εκτέλεσης προϋποθέτει κοινοποίηση στον υπόχρεο της σχετικής πράξης καταλογισμού. Νόμιμος ο καταλογισμός όταν ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση της καταλογιστικής πράξης που αποτελεί το νόμιμο τίτλο βεβαίωσης του χρέους.

  

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ 6508/2015

ΤΜΗΜΑ Ι

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2015 με την ακόλουθη σύνθεση: Άννα Λιγωμένου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ι Τμήματος, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Βασιλική Προβίδη, Σύμβουλοι, Ιωάννα Ευθυμιάδου και Αθανάσιος Καρακόιδας (εισηγητής), Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο). Γραμματέας: Ευδοξία Στυλιανίδου, Γραμματέας του Ι Τμήματος.

Για να δικάσει την από 13 Δεκεμβρίου 2012 ανακοπή (με αρ. βιβλίου δικογράφων Ε.Σ.

../13.12.2012) της ………. , κατοίκου ..(οδός ….), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Δεδελετάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 32231),

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ….., που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και

κατά α) της …/01.11.2012 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …….. ……….., και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ανακόπτουσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της ανακοπής.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το Ελληνικό Δημόσιο, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η ανακοπή. Και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευάγγελο Καραθανασόπουλο, ο οποίος ανέπτυξε την από 3 Μαρτίου 2015 γνώμη, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της ανακοπής.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Για την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (με το ειδικό έντυπο γραμμάτιο παραβόλου του Δημοσίου, Σειράς Α΄, με αρ. ..).

ΙΙ. Με την υπό κρίση ανακοπή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της …/1.11.2012 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …………, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας οφειλή 31.372,48 ευρώ, που αντιστοιχεί σε σύνταξη την οποία φέρεται να έλαβε αχρεωστήτως κατά το από 21.7.2008 έως 30.10.2012 χρονικό διάστημα, καταλογισθείσα με την …./10.10.2012 πράξη του υπογράφοντος με εντολή του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Γενικού Διευθυντή Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.). Αντιθέτως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς πράξης, που δεν προσδιορίζεται ειδικώς, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

ΙΙΙ. Ο Κώδικας Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52), ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 90, η οποία ισχύει για πράξεις εκδοθείσες από 16.9.2012 και εφεξής, σύμφωνα με το άρθρο 109 αυτού, ότι «Κατά πράξεων ή παραλείψεων του Υπουργού Οικονομικών κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου ή της πληρωμής των συντάξεων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων και όσων αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσας σύνταξης μπορεί να ασκηθεί ένσταση εντός εξήντα ημερών από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. … Η ένσταση κρίνεται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εφαρμόζονται περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων 47, 48, 70, 72, 73, 74, 75, 79, 80, 84, 86, 87, 88, 89 και 92 του παρόντος νόμου. …», στην παράγραφο 1 του άρθρου 80 ότι «Κατά καταλογιστικών πράξεων … επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. …» και στο άρθρο 84 ότι «Η έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης ή απόφασης, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του εκκαλούντος ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, πριν αυτό αποφανθεί για την έφεση ή αν από το νόμο ορίζεται ότι η έφεση αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης ή απόφασης κατά της οποίας στρέφεται. …». Περαιτέρω, το ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α΄ 90) ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 ότι «Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος» και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013 (Α΄ 288), οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από 1.1.2014, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του ανωτέρω άρθρου, ότι «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων … ενεργείται … δυνάμει νομίμου τίτλου. … 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμο Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται. …». Τέλος, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 217 ότι «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …..» και στην παράγραφο 4 του άρθρου 224 ότι «Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο».

IV. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι κατά των πράξεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ή των νομίμως εξουσιοδοτημένων απ’ αυτόν οργάνων, που αφορούν, εκτός των άλλων, καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσης σύνταξης, προβλέπεται η άσκηση ένστασης ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης (άρθρο 90 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο). Με την ένσταση αυτή μπορούν να προβληθούν παράπονα του ενισταμένου κατά της καταλογιστικής πράξης, που αναφέρονται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του οργάνου που την εξέδωσε, το δε Κλιμάκιο, που αποτελεί δικαστικό σχηματισμό, ελέγχει όχι μόνο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά επανεξετάζει και κατ’ ουσία την υπόθεση, οι πράξεις δε που εκδίδονται απ’ αυτό επί των ανωτέρω ενστάσεων είναι δικαστικής φύσεως (Ε.Σ. Ολομ. 1114/2007). Κατά των πράξεων αυτών του Κλιμακίου δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ι Τμήματος του Δικαστηρίου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης (άρθρα 90 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 80 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα). Η πρόβλεψη ένστασης και έφεσης κατά των προαναφερομένων καταλογιστικών πράξεων, που παρέχουν τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου αυτών κατά το νόμο και την ουσία, έχει ως συνέπεια ότι με την κατά το άρθρο 217 επόμ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ανακοπή, που ασκείται κατά της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, δεν επιτρέπεται να προβληθούν λόγοι που ανάγονται σε νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες των πράξεων καταλογισμού, οι οποίες συνιστούν νόμιμο τίτλο κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. (άρθρο 224 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και άρθρο 2 του Κ.Ε.Δ.Ε.). Ενόψει των ως άνω δικονομικών ρυθμίσεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης της ένστασης κατά της καταλογιστικής απόφασης ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής, εάν προηγουμένως ο υπόχρεος δεν έχει λάβει πλήρη γνώση της σε βάρος του εκδοθείσας καταλογιστικής πράξης, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο είσπραξης της οφειλής. Αντιθέτως, μετά την πλήρη γνώση της καταλογιστικής πράξης, οπότε εκκινεί η προθεσμία για την άσκηση της ένστασης, στο πλαίσιο μάλιστα της οποίας είναι δυνατή και η άσκηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου, είναι επιτρεπτή, κατά νόμο, η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος με την πράξη αυτή ποσού (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1749/2015, 3216, 1794/2011, 1839, 912/2010, IV Τμ. 1263/2011, 1533/2010).

V. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ../10.10.2012 πράξη του υπογράφοντος με εντολή του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Γενικού Διευθυντή Μισθών και Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., καταλογίστηκε σε βάρος της ανακόπτουσας, στρατιωτικής συνταξιούχου κατά μεταβίβαση υπό την ιδιότητα της άγαμης θυγατέρας (βλ. την ../16.6.1998 πράξη μεταβίβασης σύνταξης του αποβιώσαντος πατέρα της, εν ζωή στρατιωτικού συνταξιούχου, εκδοθείσα από τον Διευθυντή της ..ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.), το ποσό των 31.372,48 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό σύνταξης για το από 21.7.2008 έως 30.10.2012 χρονικό διάστημα, με την αιτιολογία ότι κατά το διάστημα αυτό αυτή εργαζόταν στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (βλ. σχετικώς την …/8.11.2012 βεβαίωση του Διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κρήτης του ΟΑΕΔ, σύμφωνα με την οποία η ανακόπτουσα εργαζόταν κατά το επίμαχο διάστημα στον Οργανισμό αυτό ως υπάλληλος του Κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού), κι επομένως έπρεπε να λαμβάνει όχι το 100% αλλά το 30% της σύνταξής της, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998 και το άρθρο 5 παρ. 13 του ν. 2703/1999. Το ως άνω ποσό βεβαιώθηκε ταμειακώς με την …/1.11.2012 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … ………, ενώ με την …/2.11.2012 ατομική ειδοποίηση κλήθηκε αυτή να προβεί στην καταβολή του. Περαιτέρω, κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, την με αρ. πρωτ. …./3.12.2012 ένσταση, αιτούμενη την ακύρωσή της. Ήδη με την υπό κρίση ανακοπή ζητεί την ακύρωση της ως άνω πράξης ταμειακής βεβαίωσης της ως άνω οφειλής της για το λόγο ότι μη νομίμως εκδόθηκε η ταμειακή βεβαίωση πριν την οριστικοποίηση του σχετικού νομίμου τίτλου, δηλαδή πριν την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 90 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο ένστασης ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Δικαστηρίου κατά της προαναφερόμενης καταλογιστικής πράξης.

VI. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως άρχισε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ανακόπτουσας για την είσπραξη του καταλογισθέντος σε βάρος της ποσού, με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ταμειακής βεβαίωσης αυτού, καθόσον αυτή είχε λάβει πλήρη γνώση της …../10.10.2012 καταλογιστικής πράξης, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο βεβαίωσης του χρέους, στις 30.10.2012, δηλαδή πριν την ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής (1.11.2012), όπως η ίδια περιγράφει στην ασκηθείσα απ’ αυτήν …/3.12.2012 ένσταση κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση ανακοπή ισχυρισμός ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ταμειακής βεβαίωσης, ο τίτλος βάσει του οποίου αυτή διενεργήθηκε, δηλαδή η ως άνω καταλογιστική πράξη, δεν είχε καταστεί οριστικός, αφού δεν είχε παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση ένστασης κατ’ αυτής ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου και, συνεπώς, μη νομίμως βεβαιώθηκε σε βάρος της το καταλογισθέν ποσό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι με την έκδοση από το αρμόδιο όργανο της πράξης καταλογισμού αχρεωστήτως ληφθεισών συντάξεων ολοκληρώνεται η διοικητική διαδικασία του καταλογισμού και οριστικοποιείται η οφειλή του υποχρέου, ενώ μετά την πλήρη γνώση από τον υπόχρεο της εν λόγω καταλογιστικής πράξης παρέχεται η δυνατότητα σ’ αυτόν να προσφύγει στο Ελεγκτικό Συνέδριο με την κατάθεση σχετικής ένστασης και να ζητήσει την εκδίκαση της υπόθεσής του και, επομένως, νομίμως διενεργείται μετά το χρονικό αυτό σημείο η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1749/2015).

VII. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί, να καταπέσει το παράβολο που κατατέθηκε για την άσκησή της υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να απαλλαχθεί ενόψει των περιστάσεων το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ.).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την ανακοπή κατά της …/1.11.2012 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ……………. .

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.

Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2015.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

ΑΝΝΑ ΛΙΓΩΜΕΝΟΥ                                          ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΚΟΪΔΑΣ

                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                               ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΟΙΛΑΚΟΥ   

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 13 Οκτωβρίου 2015.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΝΝΑ ΛΙΓΩΜΕΝΟΥ                                             ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΑΚΙΤΖΙΔΟΥ

                      

Ρ.Κ.