ΕΣ 2482/11, Ολομ., ΣΥΝΤΑΞΗ-ο περιορισμός που τίθεται με τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 2 του Κ Π Σ που για όσο χρόνο κατέχει ο συνταξιούχος θέση στο δημόσιο δεν δικαιούται το 30% της συντάξεως του ,δεν είναι αντισυνταγματικός αφού είναι προσωρινός

ΕΣ Ολομ

ΕλΣυν Ολ 2482/2011
Πρόεδρος: Ε. Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΕλΣυν

Εισηγητής: Ν. Μηλιώνης, Σύμβουλος ΕλΣυν

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Δ. Λασκαράτος

Δικηγόροι: Κ. Κατσούλας, Πάρεδρος ΝΣΚ, Α. Πετρόγλου

Η συνταξιοδοτική αξίωση της από μεταβίβαση συνταξιούχου αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα, προστατευόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, πλην όμως ο περιορισμός που τίθεται με τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων δεν συνιστά αθέμιτη στέρηση απονεμηθείσας σύνταξης, εφόσον ο περιορισμός αυτός έχει προσωρινό χαρακτήρα και συναρτάται αφενός με την παράλληλη απόληψη αποδοχών ενεργείας και αφετέρου με την αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου που ο συνταξιούχος λαμβάνει συγχρόνως και αποδοχές ενεργείας, με συνέπεια να μη θίγεται η προστατευόμενη από το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνταξιοδοτική αξίωση. (μειοψ.).
 

Διατάξεις: άρθρα 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, 58 [παρ. 1 – 2] ΠΔ 166/2000

Ι. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ζητείται η εξαφάνιση της 2577/2006 απόφασης του I Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 99/2001 πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορριπτικής ένστασής της κατά της …/2.12.1999 πράξης της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), με την οποία ανεστάλη η καταβολή της κανονισθείσας σ’ αυτή σύνταξης από μεταβίβαση, με την αιτιολογία ότι κατέχει θέση στον δημόσιο τομέα. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις 12.12.2007, ημερομηνία από την οποία αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (ΣτΕ 1382/2009 ). Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο […], έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων αυτής.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΠΔ 166/2000 , βλ. και ΠΔ 169/2007 ) συνάγεται ότι ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του Δημοσίου γενικά που υπηρετούν σε θέσεις του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνεται και το Νοσοκομείο … (βλ. άρθρο 1 παρ. 6 του Ν 1256/1982 , ΦΕΚ Α΄ 65 και ΠΔ 658/1975 , ΦΕΚ Α΄ 217), και οι οποίοι λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται συντάξιμος ούτε από το Δημόσιο ούτε από άλλους ασφαλιστικούς φορείς, πλην των εξαιρέσεων που απαριθμούνται περιοριστικά στον νόμο (δηλαδή, όταν η σύνταξη είναι προσωπική ή πολεμική ή γενικά στρατιωτική παθόντος στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής ή εξομοιούμενη με πολεμική). Το συντάξιμο του χρόνου υπηρεσίας του συνταξιούχου του Δημοσίου δεν αίρεται, αν ο τελευταίος με αίτησή του προς την αρμόδια υπηρεσία ζητήσει την αναστολή καταβολής της σύνταξης και περιοριστεί στη λήψη μόνο των αποδοχών.

ΙΙΙ. Στην κρινόμενη περίπτωση, το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση Τμήμα, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δέχθηκε τα ακόλουθα: Στην αναιρεσείουσα κανονίστηκε με την …/27.10.1999 πράξη του προϊσταμένου της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους πολιτική σύνταξη από μεταβίβαση λόγω θανάτου του συζύγου …, πολιτικού συνταξιούχου, τέως Καθηγητή ΑΕΙ, πληρωτέα από 24.10.1999, σε βάρος του Δημόσιου Ταμείου. Με την …/2.12.1999 πράξη του Υπουργού Οικονομικών (45η Διεύθυνση Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) ανεστάλη η καταβολή της κανονισθείσας σ’ αυτήν σύνταξης, διότι η ως άνω κατέχει, σύμφωνα με την από 30.8.1999 υπεύθυνη δήλωσή της (άρθρο 8 του Ν 1599/1986 ), θέση στον δημόσιο τομέα, καθώς εργάζεται ως ιατρός του Εθνικού Συστήματος Υγείας στο Νοσοκομείο …. Η αναιρεσείουσα προσέβαλε την ως άνω πράξη του Υπουργού Οικονομικών, με την από 29.11.2000 ένστασή της ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απορρίφθηκε με την …/2001 πράξη του. Ακολούθως, προσέβαλε την πράξη του Κλιμακίου ενώπιον του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι νόμιμα ανεστάλη η καταβολή της σύνταξης της αναιρεσείουσας, απέρριψε δε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς αυτής περί αντίθεσης των κρίσιμων διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την αιτιολογία ότι ο περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος στη σύνταξη από μεταβίβαση, που εισάγεται με τις ανωτέρω διατάξεις, είναι θεμιτός, εφόσον με αυτές επιδιώκονται σκοποί που ανάγονται στην ικανοποίηση γενικότερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην ανάγκη διαφύλαξης της οικονομικής ευρωστίας των ασφαλιστικών ταμείων για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων τους και τη θέση βάσεων για τη μετάβαση σ’ ένα δίκαιο και βιώσιμο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα με την μη επιβάρυνση των ταμείων αυτών με συνταξιούχους, οι οποίοι λαμβάνουν παράλληλα με τη σύνταξή τους αποδοχές ενεργείας, λόγω εργασίας τους στον δημόσιο τομέα. Περαιτέρω, έκρινε ότι ο τιθέμενος με τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1 και 2 του προαναφερόμενου Συνταξιοδοτικού Κώδικα περιορισμός δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ΦΕΚ 85 Α΄), εφόσον τελεί σε άμεση συνάφεια με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν υπερβαίνει τα εύλογα όρια εξυπηρέτησής του, δεδομένου ότι ο συνταξιούχος του Δημοσίου, του οποίου αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης, λαμβάνει αποδοχές ενεργείας και εκουσίως αναλαμβάνει την αναστολή της σύνταξής του, αφού υποβάλλει ή τουλάχιστον υποχρεούται να υποβάλει στο Γ.Λ.Κ. σχετική αίτηση για εργασία του στο Δημόσιο ή στον δημόσιο τομέα. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προβάλλονται οι εξής λόγοι: 1) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή α) του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διότι μόνος ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τα οικονομικά συμφέροντα των ασφαλιστικών οργανισμών δεν συνιστά λόγο δημόσιου συμφέροντος που επιτρέπει τη νομοθετική παρέμβαση και β) της αρχής της αναλογικότητας, διότι εσφαλμένα έγινε δεκτό με την απόφαση ότι οι τιθέμενοι περιορισμοί δεν υπερβαίνουν τα εύλογα όρια εξυπηρέτησης του επιδιωκόμενου δημόσιου συμφέροντος, εφόσον ο συνταξιούχος, του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται, λαμβάνει δε τις αποδοχές ενέργειας και δεν αποτελεί κύρωση αλλά λειτουργεί ως αντικίνητρο και θα έπρεπε να γίνει μόνο εύλογος περιορισμός και 2) αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

IV. Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το ΠΔ 53/1974  και έχει, κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος , αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσιν το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέτη εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων, ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην έννοια της περιουσίας, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς (επαρκώς θεμελιωμένα περιουσιακής φύσης δικαιώματα, ΕΔΔΑ Ελληνικά διυλιστήρια Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 9.12.1994, Δ. 26/1995, σ. 9, ΕΕΕυρΔ 1995, σ. 994 επ., ΕλΣυν Ολ 1939/2009, 1317/2001, 2274/1997, ΕλΣυν Ολ πρακτ. 10ης Γεν.Συν./24.9.1999, ΣτΕ Ολ 542, 3739/1999 και ΑΠ Ολ 33/2002 , 40/1998 κ.ά.). Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το δικαίωμα σε σύνταξη που στηρίζεται στην εργασία δύναται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξομοιωθεί με ένα περιουσιακό δικαίωμα. Αυτό είναι δυνατόν να ισχύει όταν για την απονομή μιας κοινωνικής παροχής (έκτακτου επιδόματος που το Κράτος χορηγεί σε άπορα άτομα) έχουν καταβληθεί εισφορές και επί καταβολής των εισφορών αυτών οι αρμόδιες για τη χορήγηση της επίμαχης παροχής [ενν. αρχές] δεν μπορούν να την αρνηθούν στον ενδιαφερόμενο (ΕΔΔΑ Gaygusuz κατά Αυστρίας, απόφαση της 16.9.1966, ΕΔΚΑ ΛΘ΄ 1997, σ. 12 επ.). Τούτο ομοίως είναι δυνατόν να ισχύει και όταν ο εργοδότης ανέλαβε τη γενικότερη δέσμευση να καταβάλει σύνταξη υπό όρους που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν τμήμα της σύμβασης εργασίας, ο δε δημόσιος υπάλληλος αποκτώντας την ιδιότητα αυτή, αποκτά περιουσιακό δικαίωμα (ΕΔΔΑ Αποστολάκης κατά Ελλάδος, απόφαση της 22.10.2009 ΕΔΚΑ Ν΄, σ. 689 επ.). Με δεδομένο ότι η αξίωση επί σύνταξης που καταβάλλεται από το Δημόσιο Ταμείο επί του ίδιου του συνταξιούχου δημόσιου υπαλλήλου ή λειτουργού αποτελεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω, περιουσιακό δικαίωμα, προστατευόμενο από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συναφώς, κατά τη νομολογία, αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα και η κατά μεταβίβαση κανονισθείσα σύνταξη στα δικαιούμενα μέλη της οικογένειας τούτου, όπως π.χ. επί της χήρας αυτού (ΕΔΔΑ Munoz Diaz κατά Ισπανίας, απόφαση της 8.12.2009, σκέψη 71, ΕΔΚΑ ΝΒ΄ 2010, σ. 567 επ.).

V. Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα άποψη, την οποία αποτελούν ο Πρόεδρος Ιωάννης Καραβοκύρης, οι Αντιπρόεδροι Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σταμάτιος Πουλής και Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, ναι μεν η συνταξιοδοτική αξίωση της χήρας δημόσιου υπαλλήλου ή λειτουργού αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα, προστατευόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, πλην όμως ο περιορισμός που τίθεται με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων δεν συνιστά αθέμιτη στέρηση απονεμηθείσας σύνταξης, εφόσον ο περιορισμός αυτός έχει προσωρινό χαρακτήρα και συναρτάται αφενός με την παράλληλη απόληψη αποδοχών ενέργειας και αφετέρου με την αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου που ο συνταξιούχος λαμβάνει συγχρόνως και αποδοχές ενέργειας, με συνέπεια να μη θίγεται η προστατευόμενη από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνταξιοδοτική αξίωση (ΕλΣυν Ολ 3125, 2263, 2262/2009). Άλλωστε, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ως άνω διάταξη εγγυάται σε όσους έχουν συνεισφέρει σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το δικαίωμα να αποκομίσουν οφέλη από το σύστημα αυτό, δεν μπορεί ωστόσο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αξίωση για παροχή σύνταξης δεν υπόκειται στους εκάστοτε προβλεπόμενους περιορισμούς που επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΕλΣυν 510/2009, 1266/2007 και ΕΔΔΑ Kjartan Asmundsson, απόφαση της 12.10.2004, ΕΔΚΑ ΜΖ΄, σ. 97 επ.). Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Θεοχάρης Δημακόπουλος και οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, κατά τη γνώμη των οποίων η ρύθμιση του άρθρου 58 παρ. 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ναι μεν σκοπεί στην επιδίωξη γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, που συνίσταται στη διαφύλαξη της οικονομικής ευρωστίας των ασφαλιστικών ταμείων για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων τους, πλην από μόνος του ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων, ο οποίος δεν φαίνεται να πλήττει τη δημοσιονομική ισορροπία του Κράτους, δεν συνιστά λόγο δημόσιου ή γενικού συμφέροντος που επιτρέπει τον νομοθετικό περιορισμό. Για να είναι δε επιτρεπτή η νομοθετική αυτή επέμβαση πρέπει να παρατίθενται συγκεκριμένα συγκριτικά στοιχεία που να καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση πραγματικού δημόσιου συμφέροντος, η δε περιστολή των κρατικών δαπανών, η δημοσιονομική πολιτική της χώρας και το ταμειακό συμφέρον του κράτους, κατά τα ανωτέρω, δεν αποτελούν θεμιτό σκοπό περιορισμού του περιουσιακού δικαιώματος (ΕΔΔΑ Zielinski, Pradal, Gonzalez κ.λπ. κατά Γαλλίας, απόφαση της 28.10.1999, ΕΔΚΑ ΜΒ΄, σ. 420 επ.). Συνεπώς, κατά τη μειοψηφούσα άποψη πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

VΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι στην αναιρεσείουσα κανονίστηκε με την …/27.10.1999 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους πολιτική σύνταξη από μεταβίβαση λόγω θανάτου του συζύγου της, …, πολιτικού συνταξιούχου, τέως Καθηγητή ΑΕΙ, πληρωτέα από 24.10.1999, σε βάρος του Δημόσιου Ταμείου. Με την …/2.12.1999 πράξη του Υπουργού Οικονομικών (45ης Δεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) ανεστάλη η καταβολή της κανονισθείσας σ’ αυτήν σύνταξης, διότι η ως άνω κατείχε, σύμφωνα με την από 30.8.1999 υπεύθυνη δήλωσή της (άρθρο 8 του Ν 1599/1986 ), θέση στον δημόσιο τομέα, καθώς εργαζόταν ως ιατρός του Εθνικού Συστήματος Υγείας στο Νοσοκομείο …. Στη συνέχεια, η ήδη αναιρεσείουσα, άσκησε την από 29.11.2000 ένστασή της ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απορρίφθηκε με την 22/2001 πράξη αυτού. Κατόπιν, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε επί της έφεσής της κατά της ανωτέρω πράξης του Α΄ Κλιμακίου, κρίθηκε ότι νόμιμα ανεστάλη η καταβολή της σύνταξης της αναιρεσείουσας και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί αυτής περί αντίθεσης των κρίσιμων διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο, με την αιτιολογία ότι ο περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος στη σύνταξη από μεταβίβαση είναι θεμιτός, εφόσον με αυτές επιδιώκονται σκοποί που ανάγονται στην ικανοποίηση γενικότερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην ανάγκη διαφύλαξης της οικονομικής ευρωστίας των ασφαλιστικών ταμείων για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων τους και τη θέση βάσεων για τη μετάβαση σ’ ένα δίκαιο και βιώσιμο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα με την μη επιβάρυνση των ταμείων αυτών με συνταξιούχους, οι οποίοι λαμβάνουν παράλληλα με τη σύνταξή τους αποδοχές ενεργείας, λόγω εργασίας τους στον δημόσιο τομέα. Κατόπιν των ανωτέρω, έτσι που έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθά κατά την κρατήσασα άποψη ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Μαρία Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη και Δημήτριος Πέππας διατύπωσαν την αποκλίνουσα προς τη πλειοψηφούσα άποψη γνώμη ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση (κακώς δηλαδή το Τμήμα έκρινε ότι ορθώς ανεστάλη η σύνταξη της αναιρεσείουσας), όχι όμως με την αιτιολογία ότι είναι περιουσιακό δικαίωμα, αλλά διότι δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη ότι ζήτησε κάτι τέτοιο η ίδια (περιορισμό της κατά μεταβίβαση σύνταξής της) κατά το άρθρο 58 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ώστε να αναγνωρισθεί συντάξιμος ο χρόνος της στο Δημόσιο. Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Μαρίας Βλαχάκη, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή με την ακόλουθη αιτιολογία: Μετά τον κανονισμό εκ μεταβιβάσεως συντάξεως σε μέλος της οικογένειας αποβιώσαντος δημοσίου υπαλλήλου με πράξη του Γ.Λ.Κ., το υπέρ ου ο κανονισμός συντάξεως μέλος έχει ίδιον συνταξιοδοτικό δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται ως περιουσιακό δικαίωμα ενοχικής φύσεως από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠ) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), μη δυνάμενο να ανασταλεί κατ’ επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, και δη με την αιτιολογία ότι ο συνταξιούχος κατέχει θέση στο δημόσιο τομέα, παρά μόνο αν ο ίδιος ο συνταξιούχος ζητήσει την αναστολή καταβολής της σύνταξης, κατ’ άρθρο 58 παρ. 2 του ΚΠολΣτρΣ, και περιοριστεί στη λήψη των αποδοχών του από το Δημόσιο. Άλλως, αν το ΓΛΚ προβεί στην αναστολή της συντάξεως με μόνη την αιτιολογία -όπως αυτή προκύπτει εν προκειμένω από την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το Τμήμα- ότι ο συνταξιούχος κατέχει θέση στο δημόσιο τομέα, τότε η πράξη αυτή περί αναστολής της συντάξεως πάσχει λόγω μη νόμιμης αιτιολογίας. Δεν είναι δε νόμιμη η αιτιολογία γιατί αντιβαίνει στο άρθρο 58 παρ. 2 ερμηνευόμενο σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 1 του 1ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, το οποίο επικαλείται η αναιρεσείουσα με την κρινόμενη αίτησή της και, επομένως, κατά παραδοχή του οικείου λόγου αναιρέσεως, ορθώς ερμηνευομένου, η αναιρεσιβαλλόμενη του Τμήματος, με την οποία έγινε δεκτό το αντίθετο, πρέπει να αναιρεθεί.

V. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και συνακόλουθα να διαταχθεί η κατάπτωση του οικείου παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου.

[Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης της … κατά της 2577/2006 οριστικής απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.]