ΕΣ 2490/2010, ΙΙ τμ., ΤΟΚΟΣ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ , ΤΟΚΟΦΟΡΙΑ, τόκοι επί ανανγνωρστικής αγωγής

Ε.Σ

Αριθμ. 2490/2010, ΙΙ Τμήματος
Περίληψη: Το Ελεγκτικό Συνέδριο όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως που παραπέμπεται ενώπιόν του από το Ειδικό Δικαστήριο, ασκεί κατά παραπομπή τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού προς οριστική επίλυση της διαφοράς, δεσμευόμενο ως προς τη δοθείσα με τη σχετική παραπεμπτική απόφαση λύση επί του επίμαχου νομικού ζητήματος. Τόκοι επί αναγνωριστικής αγωγής – Υπολογισμός αυτών.

Πρόεδρος: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ιωάννης Βασιλόπουλος, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Κωνσταντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος

I. Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία παραπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την 11/2009 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, μετά την επίλυση (με την παραπομπή στην 26/2006 απόφαση του) του οικείου νομικού ζητήματος και προς οριστική επίλυση της διαφοράς, όπως η αγωγή αυτή συμπληρώνεται με το από 16.5.2008 υπόμνημα, ζητείται να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, πολιτικό συνταξιούχο (πρώην Εφέτη), νομιμοτόκως από την άσκηση της αγωγής, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 13.710,95 ευρώ, που αντιστοιχεί στις διαφορές συντάξεων που στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.3.1998, στο οποίο δεν ανέτρεξαν, μετά τον περιορισμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, με τη 161/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, στην αναδρομική έκταση των οικονομικών αποτελεσμάτων της 557/2001 απόφασης του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση του ήδη ενάγοντος κατά της 432988/97/1.3.1999 πράξης του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους περί αναπροσαρμογής της σύνταξής του από 1.1.1997, και είχε ανακαθορισθεί από την ίδια ως άνω ημερομηνία η σύνταξή του αυτή με τον συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές του και της πάγιας αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997. Η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται, μετά την ως άνω παραπεμπτική απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς οριστική επίλυση της διαφοράς σύμ¬φωνα με την επί του επιδίκου νομικού ζητήματος λύση που δόθηκε με την 26/2006 απόφαση του Ειδικού αυτού Δικαστηρίου και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, παρά τη δικονομική απουσία του εκκαλούντος, η οποία δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης, αφού αυτός εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του (άρθρα 16, 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).
II. Το άρθρο 88 του Συντάγματος, όπως ισχύει από 17.4.2001, μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α΄ 84), ορίζει, στην παρ. 2, ότι «Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη προβλέφθηκε η συγκρότηση ειδικού δικαστηρίου για την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν τις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και οι οποίες έχουν ευ¬ρύτερο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων ενδέχεται να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων. Σε εκτέλεση δε της συνταγματικής αυτής διάταξης εκδόθηκε ο ν. 3038/2002 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συ-ντάγματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 180/7.8.2002), με το άρθρο 5 του οποίου ορίζεται ότι «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι η διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. … Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το ειδικό δικαστήριο. 3. Εάν η ίδια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων εκκρεμεί ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η διαδικασία ενώπιον του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναστέλλεται υποχρεωτικά μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Ειδικό Δικαστήριο. Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου που κρίνει οριστικά τη διαφορά συνεπάγεται την κατάργηση αυτοδικαίως της δίκης ενώπιον του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 4. Αν η ίδια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων κρίθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο και από το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπερισχύει η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου. …». Με τις διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν ότι το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος αποφαίνεται οριστικά επί των υπαγόμενων στη δικαιοδοσία του διαφορών, σκοπείται να ρυθμιστούν, όπως προκύπτει και από τη σχετική εισηγητική έκθεση, τα ζητήματα που ενδέχεται να α-νακύψουν, ενόψει της δυνατότητας που έχει ο διάδικος να εισάγει απευθείας τη διαφορά στο Ειδικό Δικαστήριο, από την αποφατική ή καταφατική σύ-γκρου¬ση δικαιοδοσιών. Πλην όμως, το Ειδικό Δικαστήριο, ως το κατ’ εξοχήν αρμόδιο δικαστήριο για την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, έχει δεχτεί με σειρά αποφάσεών του ότι η αρμοδιότητά του δεν εξικνείται μέχρι την οριστική επίλυση των διαφορών που εισάγονται ενώπιον του και ανήκουν στη δικαιοδοσία του, αλλά, περιοριζόμενο στην επίλυση μόνο του επίμαχου κατά περίπτωση νομικού ζητήματος, παραπέμπει τις διαφορές αυτές στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο για την οριστική επίλυσή τους σύμφωνα με τη λύση που δόθηκε από αυτό στο οικείο νομικό ζήτημα. Με βάση το νομολογιακό (ερμηνευτικό) αυτό δεδομένο παρέπεται ότι, όταν το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο επιλαμβάνεται υποθέσεως (διαφοράς) που παραπέμπεται κατά τα ανωτέρω ενώπιον του από το Ειδικό Δικαστήριο, ασκεί (συνεχίζει) κατά παραπομπή τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού προς οριστική επίλυση της διαφοράς, δεσμευόμενο ως προς τη δοθείσα με τη σχετική παραπεμπτική απόφαση λύση επί του επίμαχου νομικού ζητήματος.
III. Με την 11/2009 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό και με την 26/2006 απόφασή του, στην οποία γίνεται με αυτή παραπομπή, έγινε δεκτό ότι η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων, πρώην δικαστικός λειτουργός, που αποχώρησε από την υπηρεσία στις 30.6.1996 με το βαθμό του Εφέτη, ζητεί να αναγνωρισθεί, ύστερα από το νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής με το από 29.5.2008 υπόμνημά του, ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την άσκηση της αγωγής, ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 13.170,95 ευρώ, που αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.3.1998, λόγω μη συνυπολογισμού στις συντάξιμες αποδοχές του της πάγιας αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997, είναι νόμω βάσιμη, κα¬θόσον η πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους περί αναπροσαρμογής της σύνταξής του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2592/1998 και με βάση τα μισθολογικά δεδομένα του ν. 2521/1997, είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που δεν συνυπολόγισε στις συντάξιμες αποδοχές του την πάγια αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997 και γεννά ευθύνη του Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος, που προέκυψε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εξαιτίας του ως άνω μη συνυπολογισμού και η οποία (ζημία) ισούται με τη διαφορά μεταξύ των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό αυτό διάστημα και εκείνων που έπρεπε να λάβει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τον συνυπολογισμό της πάγιας αποζημίωσης, χωρίς να κωλύεται η ικανοποίηση της αποζημιωτικής αυτής αξίωσης του ενάγοντος ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, με τις οποίες θεσπίζεται χρονικός περιορισμός στην αναδρομική και μόνο καταβολή συντάξεων, αφού αφορά σε αποκατάσταση ζημίας και όχι σε καταβολή συντάξεων, ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 7 του ν. 3075/2002, με τις οποίες απαγορεύεται η αναζήτηση διαφορών σύνταξης λόγω μη συνυπολογισμού στις συντάξιμες αποδοχές της πάγιας αυτής αποζημίωσης για το προ της 1.1.2003 χρονικό διάστημα, αφού οι τελευταίες αυτές διατάξεις είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και επομένως ανίσχυρες. Επιλύοντας με τον τρόπο αυτό το επίμαχο νομικό ζήτημα, της αδικοπρακτικής δηλαδή ευθύνης του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και της συνακόλουθης υποχρέωσης αυτού προς αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε κατά τα ανωτέρω στον ενάγοντα, το Ειδικό Δικαστήριο παρέπεμψε, με την προαναφερόμενη (11/2009) απόφασή του, την ως άνω αγωγή στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρμόδιο για να επιλύσει οριστικώς την υπό κρίση διαφορά και να αντιμετωπίσει τα λοιπά ζητήματα της υπόθεσης, δεσμευόμενο από την κατά τα ανωτέρω δοθείσα επί του νομικού ζητήματος λύση. Ενόψει αυτών, το παρόν Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο πλαίσιο άσκησης της κατά παραπομπή δικαιοδοσίας (αρμοδιότητας) του Ειδικού Δικαστηρίου προς οριστική επίλυση της διαφοράς αυτής, δεσμεύεται από τη λύση που δόθηκε με την 11/2009 παραπεμπτική απόφασή του ως προς τη νομική βασιμότητα της ένδικης αγωγής και πρέπει να την εξετάσει περαιτέρω κατά την ουσιαστική βασιμότητά της (βλ. σχετ. II Τμ. 875/2007, 1305/ 2007, 474/2008).
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων, πολιτικός συνταξιούχος του Δημοσίου, αποχώρησε από την υπηρεσία, με το βαθμό του Εφέτη, στις 30.6.1996, λόγω αυτοδίκαιας απόλυσης εξ αιτίας ορίου ηλικίας, και δικαιώθηκε από 1.10.1996, με την 10362/30.7.1996 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύνταξης από το Δημόσιο που κανονίσθηκε με βάση την από έτη 42-08-07 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του και ορίσθηκε ίση με τα 880/1000 του βασικού μισθού του βαθμού του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου, προσαυξημένου κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, αναπροσαρμόσθηκε δε με την 432988/97/1.3.1999 πράξη της ίδιας Διεύθυνσης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2592/1998 και με βάση τα μισθολογικά δεδομένα του ν. 2521/1997. Δεδομένου όμως ότι δεν είχε συνυπολογισθεί στις συντάξιμες αποδοχές του η πάγια αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997, ο ήδη ενάγων άσκησε έφεση κατά της πράξης αυτής κανονισμού της σύνταξής του, με την οποία επεδίωκε κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος τον κατ’ αύξηση ανακαθορισμό της σύνταξής του με τον συνυπολογισμό, μεταξύ άλλων, στο συντάξιμο μισθό του της πάγιας αυτής αποζημίωσης. Η έφεσή του αυτή έγινε δεκτή, κατά το μέρος αυτό, με την 557/2001 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μεταρρυθμίστηκε η άνω συνταξιοδοτική πράξη και ανακαθορίστηκε η σύνταξή του από 1.1.1997 με το συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές του και της πάγιας αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/ 1997. Πλην όμως, με την 161/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε επί αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του Τμήματος, περιορίσθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, τα οικονομικά αποτελέσματα της κατ’ αύξηση ανακαθορισθείσας με την απόφαση αυτή σύνταξης του ήδη ενάγοντος στο από 1.4.1998 και εντεύθεν χρονικό διάστημα, ήτοι σε τριετία από την πρώτη του μήνα έκδοσης (δημοσίευσης) της ως άνω απόφασης του Τμήματος. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος την ένδικη, από 19 Οκτωβρίου 2004 (με αριθμ. κατάθ. στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος 990/30.10.2006), αγωγή του, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει, νομιμοτό-κως από την άσκηση της αγωγής, ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 13.170,95 ευρώ, που αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.3.1998, λόγω μη συνυπολογισμού στις συντάξιμες αποδοχές του της πάγιας αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995, διότι με την από 28.6.1999 έφεσή του ενώπιον του Τμήματος τούτου αυτός διέκοψε την παραγραφή των αξιώσεών του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται με το από 2.6.2010 υπόμνημα αυτού, καθόσον, κατά την αληθή έννοια των διατάξεων των άρθρων 90 παρ. 1 και 93 του ν. 2362/1995, διακοπή της παραγραφής χρηματικής αξίωσης κατά του Δημοσίου επέρχεται με την υποβολή της υπόθεσης στο Δικαστήριο και όταν εγείρεται μεταγενεστέρως αγωγή, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ερείδεται επί της αυτής ιστορικής και νομικής αιτίας (βλ., μεταξύ άλλων, ΑΠ 439/1980), ενώ, μάλιστα, κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης αυτής (28.6.1999) αποτελούσε προϋπόθεση για το παραδεκτό των αποζημιωτικών αγωγών η προηγούμενη διάγνωση του παρανόμου της πράξης ή παράλειψης του συνταξιοδοτικού οργάνου, κατά την οριζόμενη στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασία, στο πλαίσιο δηλαδή ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού μόνο με τη διαδικασία αυτή ήταν δυνατόν να εξετασθεί η νομιμότητα των πράξεων ή πα¬ραλείψεων της συνταξιοδοτικής διοίκησης, αποκλειομένης της εξέτασής τους, έστω και παρεμπιπτόντως, με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία (βλ. και Ολ. Ελ. Συν. 2405/2005), ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ τη διαφορά των συντάξεων που αυτός στερήθηκε κατά το από 1.1.1997 έως 31.3.1998 χρονικό διάστημα, κατά το οποίο πράγματι δεν έλαβε την αυξημένη σύνταξη που θα προέκυπτε με τον συνυπολογισμό της πάγιας αποζημίωσης. Αν είχε δε συνυπολογισθεί στις συντάξιμες αποδοχές του ως αυτοτελής συντάξιμη παροχή και η πάγια αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997 και ανέρχεται στο ποσό των 300.000 δραχμών, ο ενάγων θα εδικαιούτο να λάβει κατά μήνα επιπλέον το ποσό των 264.000 δραχμών ή των 774,76 ευρώ, ήτοι τα 880/1000 των 300.000 δραχμών και συνολικά για το από 1.1.1997 μέχρι 31.3.1998 χρονικό διάστημα το ποσό των 4.488.000 δραχμών (= 264.000 δρχ. Χ 17 μήνες), συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, ή των 13.170,95 ευρώ. Συνεπώς, το εναγόμενο οφείλει να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.170,95 ευρώ, όπως ορθώς ζητά αυτός με την ένδικη αγωγή του.
V. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή και να αναγνωρισθεί, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της, ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.170,95 ευρώ και μάλιστα νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αγωγής στο καθού (και όχι από την άσκησή της, όπως αβασίμως ζητείται με αυτή, βλ. τις διατάξεις του άρ-θρου 21 του Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου» και του άρθρου 75 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/ 2006), καθ’ όσον, μη διακρίνοντος του νόμου μεταξύ καταψηφιστικής και αναγνωριστικής αγωγής και δεδομένου ότι και με την αναγνωριστική αγωγή παρέχεται ισότιμη προστασία, διακόπτεται η παραγραφή της σχετικής αξίωσης και τέμνεται η διαφορά με δύναμη δεδικασμένου, οφείλονται τόκοι και επί των αναγνωριζόμενων, κατόπιν άσκησης αναγνωριστικής αγωγής, χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (1234, 1277/2009 II Τμ. Ελ. Συν., 23/2004 ΑΠ, 3141/2006 Σ.τ.Ε.). Οι δε οφειλόμενοι στον ενάγοντα τόκοι είναι υπολογιστέοι με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 293 του ΑΚ και 15 παρ. 5 του ν. 876/1979 με πράξη του Υπουργικού Συμ¬βουλίου, και όχι με το μειωμένο (6% ετησίως) επιτόκιο υπερημερίας που προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, αφού η διάταξη αυτή είναι κατά το μέρος τούτο ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. σχετ. Ολ.Ελ.Συν. 513/2009, Ειδ. Δικ. 1/2005, 5/2006, Σ.τ.Ε. 802/2007, 3651/2002, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 22.5.2007 σε υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος). Τέλος, κατά το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί το εναγόμενο από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος.