ΕΣ 25/2010, Ολομ., ΣΥΝΤΑΞΗ, ο συνταξιούχος που δούλευε παράλληλα στο δημόσιο μπορεί να ζητήσει αναγνώριση του χρόνου αυτού εφόσον όμως επιστρέψει το ποσό της συντάξεως που ελάμβανε οσο δούλευε.

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 25/2010
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Αίτηση αναίρεσης που αφορά σε καταλογισμό σε στρατιωτική συνταξιούχο χρηματικού ποσού, το οποίο εισέπραξε ως σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο αντίστοιχος χρόνος υπηρεσίας της σε Νοσοκομείο. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του Δημοσίου, που προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι στο δημόσιο τομέα και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές, συγχρόνως, δεν λογίζεται ούτε προσμετρείται ως συντάξιμος. Η μη επιστροφή εκ μέρους συνταξιούχου της συντάξεως που αυτός έλαβε κατά το χρόνο που ζητεί να αναγνωριστεί ως συντάξιμος, έχει ως συνέπεια τη μη αναγνώριση του αντίστοιχου χρόνου υπηρεσίας του ως συνταξίμου και συνακόλουθα την αδυναμία θεμελιώσεως νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Προϋποθέσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης καθόσον η καταβολή εκ μέρους της αναιρεσειούσης του χρηματικού ποσού δεν θα επιφέρει σε αυτή
————————-
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα (εισηγήτρια) και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (ο ΠρόεδροςΓεώργιος – Σταύρος Κούρτης και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 31.8.2005 (αριθμ. καταθ. …) αίτηση της ….. Η αιτούσα εμφανίστηκε, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεσή της.
Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την … οριστική απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απερρίφθη έφεση της ήδη αιτούσης, στρατιωτικής συνταξιούχου εκ μεταβιβάσεως, κατά της 2431/2000 πράξεως του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορριπτικής ενστάσεώς της κατά των (ταυταρίθμων) … (δύο) καταλογιστικών πράξεων του Υπουργού των Οικονομικών (46η Δ/νση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, Γ.Λ.Κ.). Με την μία εξ αυτών καταλογίστηκε η ήδη αιτούσα, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου με το ποσόν του 1.334.728 δρχ., που εισέπραξε από το Δημόσιο Ταμείο ως σύνταξη κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.1987 έως 30.6.1998, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο αντίστοιχος χρόνος υπηρεσίας της στο Νοσοκομείο «…», κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 96 του π.δ/τος 1041/1979. Με την ετέρα εκ των ανωτέρω πράξεων, όπως τροποποιήθηκε με την …, όμοια, καταλογίστηκε επίσης εις βάρος της ήδη αιτούσης και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το ποσόν του 1.406.800 δρχ. που εισέπραξε αχρεωστήτως από το Δημόσιο Ταμείο ως αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (Α.Τ.Α.), κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.1987 έως 31.12.1996.
Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το
αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως.
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης την απόρριψη της αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με την παρουσία των δικαστών, που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τους Αντιπροέδρους Νικόλαο Αγγελάρα, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνο Κανδρή και τους Συμβούλους Ευάγγελο Νταή και Αγγελική Μυλωνά που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :

1. Η υπό κρίση αίτηση, που επανεισάγεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 594/2008 αποφάσεως της Ολομελείας, με την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση και για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 650886 και 1378480, Σειράς Α΄), έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως και πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, όπως αυτοί αναπτύσσονται στο από 9.10.2007 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα, παρά τη δικονομική απουσία της αιτούσης, η οποία, όπως προκύπτει από τις από 19.12.2008 και 23.1.2009 εκθέσεις επιδόσεως των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου …, αντιστοίχως, κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί στη συζήτηση, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης (άρθρα 117, 27 και 65 παρ. 3 π.δ/τος 1225/1981).
2. Με την προσβαλλόμενη 1209/2004 οριστική απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απερρίφθη ως αβάσιμη η από 27.6.2001 έφεση της ήδη αιτούσης, στρατιωτικής συνταξιούχου εκ μεταβιβάσεως, κατά της 2431/2000 πράξεως του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με αυτήν είχε απορριφθεί ένσταση της ανωτέρω κατά δύο (ταυτάριθμων) πράξεων με αριθμό 63479/21.10.1998 του Υπουργού των Οικονομικών (46η Δ/νση του Γ.Λ.Κ.). Με την μία εξ αυτών καταλογίστηκε η ήδη αιτούσα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με το ποσόν του 1.334.728 δρχ., που εισέπραξε ως σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο κατά το από 29.7.1987 έως 30.6.1998 χρονικό διάστημα, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο αντίστοιχος χρόνος υπηρεσίας της στο Νοσοκομείο «…» κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 96 του π.δ/τος 1041/1979. Η απόρριψη της εφέσεως έγινε με την αιτιολογία, ότι το επιστρεπτέο ποσόν της συντάξεως της ήδη αιτούσης, ορθώς υπολογίστηκε με βάση τον συντάξιμο μισθό του βαθμού ή του κλιμακίου συνταξιοδοτήσεως, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της δηλώσεως επιστροφής, και δεν περιλαμβάνει μόνο το ποσόν της συντάξεως, το οποίο αυτή είχε πράγματι λάβει κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Με την ετέρα των ως άνω πράξεων, όπως τροποποιήθηκε με την … όμοια, καταλογίστηκε η ήδη αιτούσα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με το ποσόν του 1.406.800 δρχ. που εισέπραξε αχρεωστήτως από το Δημόσιο Ταμείο ως Α.Τ.Α. κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.1987 έως 31.12.1996. Με την προαναφερόμενη πράξη του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου το εν λόγω ποσόν του καταλογισμού περιορίστηκε στις 500.000 δρχ., διότι το Κλιμάκιο έκρινε ότι η αχρεώστητη είσπραξή του έγινε εκ μέρους της ήδη αιτούσης καλή τη πίστει και μετά από εκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως της ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία (εκτίμηση) η επιστροφή από αυτήν του ποσού αυτού δεν θα είχε δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβιώσεώς της. Ήδη με την υπό κρίση αίτηση η αναιρεσείουσα προβάλλει εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη έννομη σχέση διατάξεων, των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητος και της ισότητος, της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και της προστατευόμενης από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιουσίας. Επίσης προβάλλει ανεπαρκή αιτιολογία της πληττόμενης αποφάσεως ως προς την εκτίμηση της οικονομικής της καταστάσεως και δυνατότητος.
3. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ-292, Α΄ και ήδη 160/2000) ορίζει στο άρθρο 58 ότι : «1. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του δημοσίου γενικά που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημοσίου τομέα, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ Α΄ 65) και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ούτε από το δημόσιο ούτε και από άλλους ασφαλιστικούς φορείς (…)». Περαιτέρω, στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα (άρθρ. 40 ν. 955/1979), όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα άρθρα 18 παρ. 12 του ν. 1489/1984, 31 του ν. 1694/1987 και 13 του ν. 1813/1988, ορίζεται ότι : «1. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του Δημοσίου εξ ιδίας υπηρεσίας ή εξ ιδίου παθήματος ή εκ μεταβιβάσεως εις θέσεις περί ων το Ν.Δ. 641/1970 «Περί συγχρόνου καταβολής συντάξεως και αποδοχών εις συνταξιούχους του Δημοσίου», δι’ ον μέχρι της δημοσιεύσεως του ν. 955/1979 κατεβάλλοντο σύνταξις και αποδοχαί συγχρόνως, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, εφόσον ούτοι επιστρέψουν την ληφθείσαν σύνταξιν. 2. Για την επιστροφή του παραπάνω ποσού, με σκοπό την αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου της προηγούμενης παραγράφου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει σχετική δήλωση στην αρμόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία και προβαίνει στον καταλογισμό του ποσού. Το ούτω καταλογισθέν ποσόν εισπράττεται δια μηνιαίων δόσεων συνισταμένων εις το 1/10 αυτού και παρακρατείται εκ του εκ του Δημοσίου καταβαλλομένου μισθού ή συντάξεως. Το παρακρατούμενον ποσόν δεν δύναται να είναι μείζον του 1/4 και έλασσον του 1/10 του καταβαλλόμενου μισθού ή συντάξεων (…). 4. Ο χρόνος υπηρεσίας, από της ισχύος του Ν. 955/1979 (ΦΕΚ 109), των συνταξιούχων του Δημοσίου γενικά σε θέσεις που προβλέπονται από το Ν.Δ. 641/1970 (ΦΕΚ 174) και από το άρθρο 6 του Ν. 1397/1983 (ΦΕΚ 101), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 1489/1984 (ΦΕΚ 170), για το οποίο καταβάλλονταν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιστρέψουν τη σύνταξη που έλαβαν, όπως ορίζεται παρακάτω (…). Το ποσό της επιστρεπτέας σύνταξης υπολογίζεται με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού ή του κλιμακίου συνταξιοδότησής τους, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης επιστροφής και εισπράττεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του παρόντος (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του Δημοσίου, που προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι στο δημόσιο τομέα και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές, συγχρόνως, δεν λογίζεται ούτε προσμετρείται ως συντάξιμος (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 1403, 1404/2000, 1177/1988). Μέχρι την ισχύ του ν. 955/1979, προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας των εξ ιδίου δικαιώματος ή από μεταβίβαση συνταξιούχων του Δημοσίου σε θέσεις που προβλέπονται από το ν.δ. 641/1970, (δηλαδή στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας, τις Δημόσιες Επιχειρήσεις, Τράπεζες και τις λοιπές επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από το Δημόσιο), κατά τον οποίο καταβάλλονταν σύνταξη και αποδοχές, συγχρόνως, απαιτείται η επιστροφή της «ληφθείσης συντάξεως». Μετά όμως την ισχύ του ν. 955/1979 (21.8.1979), ο χρόνος υπηρεσίας των ανωτέρω συνταξιούχων στις προαναφερόμενες θέσεις του ν.δ/τος 641/1970, καθώς και του άρθρου 6 του ν. 1379/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1489/1984, δηλαδή σε θέσεις του κατά την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 δημόσιου τομέα, κατά τον οποίο επίσης καταβάλλονταν σύνταξη και αποδοχές, συγχρόνως, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, εφόσον ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει τη σύνταξη που έλαβε, η οποία υπολογίζεται με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού ή του κλιμακίου συνταξιοδοτήσεώς του, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της δηλώσεώς επιστροφής. Επομένως, η μη επιστροφή εκ μέρους συνταξιούχου της συντάξεως που αυτός έλαβε κατά το χρόνο που ζητεί να αναγνωριστεί ως συντάξιμος και όπως το ποσό αυτής υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, έχει ως συνέπεια τη μη αναγνώριση του αντίστοιχου χρόνου υπηρεσίας του ως συνταξίμου και συνακόλουθα την αδυναμία θεμελιώσεως νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Και τούτο ισχύει προκειμένου να προστατευθεί το Δημόσιο Ταμείο από το να καταβάλλει για μεγάλο χρονικό διάστημα σύνταξη εκ μεταβιβάσεως σε κάποιον δικαιούχο που συγχρόνως υπηρετεί ως υπάλληλος στο δημόσιο τομέα και ο οποίος καλείται να επιστρέψει τις συντάξεις που είχε λάβει, προκειμένου να αναγνωρίσει ως συντάξιμο το εν λόγω χρονικό διάστημα της δημόσιας υπηρεσίας του. Ο ως άνω τρόπος υπολογισμού της επιστρεφόμενης συντάξεως με τα μισθολογικά δεδομένα του χρόνου υποβολής της δηλώσεως έχει ως σκοπό να αποφεύγεται η κατάχρηση του ασκούμενου δικαιώματος για την αναγνώριση του κρίσιμου χρόνου ως συνταξίμου, με την επιστροφή από τον αιτούντα μικρών ποσών που είχαν ληφθεί κατά το παρελθόν, ενώ τα ωφελήματα που θα προκύψουν γι’ αυτόν από την αναγνώριση του εν λόγω χρόνου θα είναι πολλαπλάσια (βλ. την από 28.1.1987 αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου). Και τούτο, διότι το χρηματικό ποσό των συντάξεων που πρέπει να επιστραφεί θα έχει στο μεταξύ απωλέσει την πραγματική του αξία, στην περίπτωση που, όπως συμβαίνει συνήθως, αυτό θα καταβληθεί σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο, ενώ o αιτών θα ωφεληθεί από την αναγνώριση ως συνταξίμου του επίμαχου χρονικού διαστήματος και τον κανονισμό σε αυτόν μεγαλύτερης συντάξεως.
4. Περαιτέρω με τις διατάξεις της 9019/295/25.1.1982 αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών (φ. 36 Β΄), που κυρώθηκε με το άρθρο 55 του ν. 1249/1982 (φ. 43 Α΄), καθιερώθηκε, από 1.5.1982, η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (Α.Τ.Α.) των αποδοχών, μεταξύ άλλων, των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., και όσων εξομοιώνονται με αυτούς, η οποία επεκτάθηκε και στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου, με την Γ.691/127/Μ.13/3-36/25.1.1982 Κ.Υ.Α. (φ. 112 Β΄), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1282/1982 (φ. 110 Α΄). Η Α.Τ.Α. αποσκοπούσε στην ενίσχυση της αγοραστικής δυνάμεως των δικαιούχων της. Στη συνέχεια με την 64117/2589/24.12.1990 Κ.Υ.Α. (φ. 811 Β΄), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 24 του ν. 1947/1991 (φ. 70 Α΄), καταργήθηκε το σύστημα της Α.Τ.Α. των μισθών και συντάξεων, και προς επίτευξη του ιδίου σκοπού καθιερώθηκε ποσοστιαία αύξηση των μισθών και συντάξεων, βάσει κάθε φορά της εισοδηματικής πολιτικής. Προβλέφθηκε δε ρητώς στην παρ. 5 των εν λόγω Κ.Υ.Α. ότι «5. Για τη χορήγηση των, εις την παρ. 1 της παρούσας, αυξήσεων στους υπαλλήλους που κατέχουν περισσότερες από μία θέσεις και στους συνταξιούχους που συγχρόνως απασχολούνται ως μισθωτοί θα τύχουν αναλόγου εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις που απαγορεύουν τη χορήγηση της Α.Τ.Α. από δύο πηγές ……». Το σύστημα χορηγήσεως ποσοστιαίων αυξήσεων με τις ίδιες προϋποθέσεις και τους ίδιους περιορισμούς συνεχίστηκε έως το έτος 1996 (βλ. για το έτος 1994, αρ. 1 ν. 2198/1994 (φ. 43 Α΄) για τους υπαλλήλους και αρ. 1 ν. 2227/1994 (φ. 129 Α΄) για τους συνταξιούχους, για το έτος 1995, αρ. 14 ν. 2297/1995 (φ. 50 Α΄) για τους υπαλλήλους και αρ. 1 ν. 2320/1995 (φ. 133 Α΄) για τους συνταξιούχους και για το έτος 1996 αρ. 2 του ν. 2399/1996 (φ. 90 Α΄) για τους υπαλλήλους και αρ. 1 του ιδίου νόμου για τους συνταξιούχους).
5. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 1284/1982 «Ρύθμιση ορισμένων μισθολογικών, φορολογικών, δασμολογικών και δημοσιολογιστικών θεμάτων» (Α΄ 114) ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που ο υπάλληλος κατέχει περισσότερες από μία θέσεις, ως αποδοχές για τον υπολογισμό της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) της αριθ. 9019/295/25.1.1982 απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών …… παίρνεται υπόψη το σύνολο των αποδοχών της παρ. 3 του Κεφ. Ι της απόφασης αυτής που συγκεντρώνει ο υπάλληλος από όλες τις θέσεις τις οποίες (αποδοχές και θέσεις) έχει υποχρέωση να δηλώνει, με υπεύθυνη δήλωση, στον εκκαθαριστή των αποδοχών της κύριας θέσης του, από την οποία θα παίρνει και το ανάλογο ποσό της Α.Τ.Α.. Το ίδιο ισχύει και για υπαλλήλους που παίρνουν σύνταξη είτε από το Δημόσιο είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή ……». Τέλος, με το άρθρο 69 παρ. 1 του π.δ/τος 1041/1979 Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον υπό τον τίτλον «Κώδιξ Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» των ισχυουσών διατάξεων περί απονομής των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (Α΄ 292) «Έκαστος συνταξιούχος υποχρεούται, εντός εξ μηνών από της μεταβολής της συνταξιοδοτικής αυτού καταστάσεως, να καθιστά αυτήν γνωστήν εις την Υπηρεσίαν Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Εάν εκ της τυχόν παραλείψεως της αναγγελίας επέλθη ζημία εις το Δημόσιον, λόγω αχρεωστήτως καταβληθείσης συντάξεως, ο συνταξιούχος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μέχρι του ποσού της συντάξεως τριών μηνών, υποχρεούμενος παραλλήλως ν’ ανορθώση και την προκληθείσαν ζημίαν ……».
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι οι τιθέμενοι περιορισμοί ως προς την Α.Τ.Α. και τις συναφείς με αυτήν ποσοστιαίες αυξήσεις, ισχύουν και προκειμένου περί υπαλλήλων που κατέχουν θέση σε ν.π.δ.δ. (βλ. …) και παράλληλα παίρνουν και σύνταξη από το Δημόσιο και ότι οι υπάλληλοι αυτοί έχουν υποχρέωση να δηλώσουν, αφενός μεν στον εκκαθαριστή των αποδοχών τους στο ν.π.δ.δ. τη συνταξιοδοτική τους κατάσταση και το ποσό της συντάξεως, ώστε το άθροισμα του ποσού αυτού (συντάξεως) με τις αποδοχές να αποτελέσει την ενιαία βάση υπολογισμού του Δ.Π. και της Α.Τ.Α. (ή των ποσοστιαίων αυξήσεων), αφετέρου στην αρμόδια Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, την υπαλληλική τους ιδιότητα προκειμένου να μην εκκαθαριστούν και πληρωθούν με τη σύνταξη οι παροχές αυτές. Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία οι πιο πάνω υπάλληλοι, που είναι παράλληλα και συνταξιούχοι του Δημοσίου, παραλείψουν να εκπληρώσουν τη νόμιμη υποχρέωσή τους περί υποβολής των ως άνω δηλώσεων και εισπράξουν παρά το νόμο Α.Τ.Α. και ποσοστιαίες αυξήσεις με τη σύνταξη, νόμιμα καταλογίζονται με το ποσό των παροχών αυτών, που εισέπραξαν με τη σύνταξή τους. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (αποφ. Ολομ. 144/1996, 2309/1994, 1809 και 532/1991, 1296/1990, 359/1988, 1619/1987 κ.ά.), η αναζήτηση, συνεπεία διοικητικού καταλογισμού, αχρεωστήτως ληφθέντος εξ αποδοχών ή συντάξεως χρηματικού ποσού, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης Διοίκησης, α) αν ενόψει των συγκεκριμένων εκάστοτε συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμοδίων κρατικών οργάνων, δημιουργήθηκε στο λαβόντα σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος του ποσού της συντάξεως ή των αποδοχών και συνεπώς καλοπίστως εισέπραξε αυτό (ποσό), και β) αν από την εκτίμηση της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής του καταστάσεως, η αναζήτηση, μετά πάροδο ικανού, αναλόγως με τις ιδιαίτερες συνθήκες της περιπτώσεως, χρονικού διαστήματος και η επιστροφή του ποσού αυτού, θα δημιουργήσει συνθήκες δυνάμενες να έχουν άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβιώσεως του αχρεωστήτως λαβόντος και της τυχόν υπάρχουσας οικογένειάς του. Όταν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις αυτές τότε το ποσό που αχρεωστήτως καταβλήθηκε στον υπάλληλο δεν επιστρέφεται ή, επιστρέφεται μέρος τούτου, αν η οικονομική του κατάσταση επιτρέπει τη μερική επιστροφή του ποσού που έλαβε, χωρίς δυσμενείς επιδράσεις στα μέσα διαβιώσεως αυτού και της τυχόν υπάρχουσας οικογένειάς του. Εξάλλου, ο λαβών τις παραπάνω παροχές συνταξιούχος θεωρείται «καλόπιστος», εφ’ όσον, ενόψει των υφισταμένων, κατά περίπτωση συνθηκών και ιδίως της συμπεριφοράς των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, δημιουργήθηκε σ’ αυτόν, δικαιολογημένα, η πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών.
6. Στην υπό κρίση υπόθεση το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δέχθηκε τα εξής : «Η ήδη [αναιρεσείουσα], στρατιωτική από μεταβίβαση συνταξιούχος, εργαζόταν από 29.7.1987 στο … (ν.π.δ.δ.), ως καθαρίστρια. Με την από 15.7.1998 αίτησή της προς την 46ηΔ/νση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ζήτησε να διακοπεί η καταβαλλόμενη σ’ αυτή σύνταξη και να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας της στο …, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96 του π.δ/τος 1041/1979. Κατόπιν αυτού, με την 63479/21.10.1998 πράξη του, ο Υπουργός των Οικονομικών καταλόγισε σε βάρος της, το ποσό των 1.334.728 δραχμών, που αντιστοιχεί στην εισπραχθείσα από αυτήν κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.1987 έως 30.6.1998 σύνταξη και το οποίο προέκυψε κατόπιν ορθού υπολογισμού της επιστρεπτέας σύνταξης με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού συνταξιοδότησής της, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης (15.7.1998). Το ποσό αυτό οφείλει να επιστρέψει, προκειμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 96 του π.δ/τος 1041/1979, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη η από το ως άνω νομικό πρόσωπο παρασχεθείσα υπηρεσία της κατά το ως άνω διάστημα. Ένσταση αυτής κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν με την προσβαλλόμενη Πράξη του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα απέρριψε την έφεση της αναιρεσειούσης, αφού έκρινε ότι νομίμως αυτή καταλογίστηκε από την αρμόδια Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. με το ως άνω επιστρεπτέο ποσόν, προκειμένου να της αναγνωριστεί ως συντάξιμος ο χρόνος της υπηρεσίας της στο … Νοσοκομείο (ν.π.δ.δ.), κατά τον οποίο ελάμβανε συγχρόνως και σύνταξη εκ μεταβιβάσεως λόγω θανάτου του συζύγου της. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην 3η σκέψη της παρούσης, το Δικαστήριο της ουσίας ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τον διέποντα την επίδικη έννομη σχέση νόμο, καθόσον η επιστροφή του ποσού της εισπραχθείσης συντάξεως συνιστά αναγκαίο όρο για την αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας της αναιρεσειούσης ως συνταξίμου και τη θεμελίωση ιδίου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατόπιν αιτήσεως της ιδίας, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των εφαρμοσθεισών διατάξεων του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Περαιτέρω, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με τον ως άνω καθοριζόμενο τρόπο υπολογισμού της επιστρεπτέας συντάξεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση του προαναφερόμενου χρόνου ως συνταξίμου και που συντελείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και αφού ο ίδιος, εννοείται, σταθμίσει τις ωφέλειες που θα προκύψουν από την ενέργειά του αυτή, οι σχετικές ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ΄ Σ.) και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Ειδικότερα, δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητος, διότι υπάρχει εύλογη σχέση ισορροπίας αφενός μεταξύ του επιδιωκομένου σκοπού της ρυθμίσεως, που είναι η αναγνώριση ως συνταξίμου του χρόνου, κατά τον οποίο ο αιτών κατείχε δεύτερη θέση στο δημόσιο τομέα και συγχρόνως ελάμβανε αποδοχές και σύνταξη εκ μεταβιβάσεως, αφετέρου δε της επιστροφής του ποσού εκείνου που πράγματι αντιστοιχεί στις καταβληθείσες συντάξεις κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως, διότι θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και τα ωφελήματα που του παρέσχε καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα η διπλή καταβολή αποδοχών και συντάξεως, η εν τω μεταξύ μείωση της πραγματικής αξίας των ήδη καταβληθεισών συντάξεων (λόγω πληθωριστικών πιέσεων κατά το μακρόχρονο διάστημα που συνήθως μεσολαβεί μεταξύ καταβολής της συντάξεως και αιτήσεως αναγνωρίσεως ως συντάξιμου του χρόνου κατά τον οποίο ελάμβανε χώρα η προαναφερόμενη διπλή καταβολή), καθώς και των μελλοντικών ωφελημάτων που θα προσπορισθεί ο αιτών λόγω αναγνωρίσεως επιπλέον χρόνου ως συντάξιμης υπηρεσίας. Επίσης ο υπολογισμός της επιστρεπτέας συντάξεως με τον τρόπο, που ορίζεται από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς που καθιέρωσε ο ν. 955/1979, δηλαδή με τα μισθολογικά δεδομένα του χρόνου υποβολής της δηλώσεως για την επιστροφή της συντάξεως αυτής και δεν περιορίζεται στην πράγματι ληφθείσα σύνταξη, δεν προσβάλλει το προστατευόμενο από το άρθ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιουσιακό δικαίωμα, καθόσον με το νέο τρόπο υπολογισμού δεν προσβάλλεται κανένα γεγεννημένο και δικαστικώς επιδιώξιμο περιουσιακό δικαίωμα, αλλά απεναντίας εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να ωφεληθεί εις βάρος του Δημοσίου Ταμείου και άρα του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τις ειδικότερες αιτιολογίες, που προαναφέρθηκαν. Αλλά ούτε η ρύθμιση του ν. 955/1979 έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, όπως ασχέτως επικαλείται η αιτούσα, ούτε η ίδια ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση με την κατευθυντήρια διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει το κοινωνικό δικαίωμα προς εργασία, το οποίο αναφέρεται σε μισθωτούς που παρέχουν με αμοιβή εξηρτημένη εργασία ιδιωτικού δικαίου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και υποχρεώνει το Κράτος να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τη δημιουργία της κατάλληλης κοινωνικής και οικονομικής δομής της χώρας, ώστε να υπάρχουν συνθήκες απασχολήσεως της ανωτέρω κατηγορίας εργαζομένων σε θέσεις εργασίας, σύμφωνα με τις ικανότητες του καθενός, εξασφαλίζουσες αξιοπρεπή διαβίωση και δυνατότητα πλήρους αναπτύξεως της προσωπικότητάς τους˙ και τη συνταγματική αυτή διάταξη ασχέτως επικαλείται η αναιρεσείουσα. Τέλος αορίστως η αναιρεσείουσα επικαλείται παράβαση της αρχής της χρηστής Διοικήσεως ως προς την ρύθμιση που καθιερώνει ο ν. 955/1979 και συνεπώς και αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
7. Εξάλλου και σε σχέση με τον καταλογισμό της ήδη αναιρεσείουσης με το ποσόν του 1.406.800 δρχ., που αφορά αχρεώστητη καταβολή στην ήδη αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.1987 έως 31.12.1996, από το Δημόσιο Ταμείο του εν λόγω ποσού ως Α.Τ.Α. και ποσοστιαίες αυξήσεις μαζί με τη σύνταξή της, ενώ την παροχή αυτή έπρεπε να λάβει μόνο με τις αποδοχές της εν ενεργεία θέσεώς της, μετά από συνυπολογισμό και του ποσού της συντάξεώς της, το δικάσαν Τμήμα, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα εξής : Η ήδη αιτούσα μη νομίμως, πλην καλοπίστως, εισέπραξε Α.Τ.Α. από δύο πηγές, ήτοι και με τη σύνταξή της και με τις αποδοχές της από το «…» Νοσοκομείο. Όσον αφορά, περαιτέρω, την οικονομική αδυναμία της ανωτέρω το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε : «Ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο της έφεσης ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν δύναται να καταβάλει το εναπομείναν και καταλογιζόμενο σε αυτή ποσό των 500.000 δραχμών λόγω της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης και ότι θα έπρεπε να απαλλαγεί πλήρως από την καταβολή του ποσού αυτού είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος καθόσον όπως προκύπτει από τα υποβαλλόμενα στοιχεία α) το οικονομικό έτος 1998 το συνολικό ετήσιο εισόδημά της ανήλθε στο ποσό των 3.749.242 δραχμών (βλ. το από 16.6.1998 εκκαθαριστικό σημείωμα της Δ.Ο.Υ. …) και β) το οικονομικό έτος 1999 το ετήσιο εισόδημά της ανήλθε στο ποσό των 3.403.760 δραχμών (βλ. δήλωση φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1999 και γ) έχει στην κυριότητά της ακίνητα στην … (βλ. τη δήλωση στοιχείων ακινήτων έτους 1997 στο έντυπο (Ε9) της Δ.Ο.Υ. …). Το Δικαστήριο άλλωστε κρίνει ότι η καταβολή του ποσού αυτού των 500.000 δραχμών δεν θα επιφέρει σε αυτήν δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης αυτής και της οικογένειάς της». Περαιτέρω η ήδη αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη έκφανση της μη λήψεως υπ’ όψιν επικληθέντων με το δικόγραφο της εφέσεως και προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων και ισχυρισμών και συγκεκριμένως εγγράφων που έχουν σχέση με την οικονομική της κατάσταση δηλαδή εκείνα, που ευρίσκονταν στον φάκελο της εκδικασθείσης από το Α΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενστάσεώς της καθώς και ισχυρισμούς, που αναφέρονται στην υποχρέωσή της καταβολής μηνιαίας δόσεως στεγαστικού δανείου ύψους 41.785 δρχ., στην υποχρέωσή της επιστροφής του ποσού της βασικής συντάξεως εκ δραχμών 1.334.728, προκειμένου να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος ο χρόνος απασχολήσεώς της στο «….» καθώς και στην υποχρέωσή της συντηρήσεως της υπερηλίκου μητρός της. Από το δικόγραφο όμως της εφέσεως δεν προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε και προσήγαγε αποδεικτικά έγγραφα αποδεικνύοντα όσα ανωτέρω ισχυρίζεται, και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλει το πρώτον με το δικόγραφο της αναιρέσεως τα προαναφερόμενα, ενώ το δικάσαν Τμήμα δεν είχε υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τυχόν στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο της εκδικασθείσης από το Α΄ Κλιμάκιο ενστάσεως. Κατά τα λοιπά το δικάσαν Τμήμα, όπως προκύπτει από την προμνημονευόμενη περικοπή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ήχθη στην κρίση ότι η καταβολή εκ μέρους της αναιρεσειούσης του ποσού των 500.000 δρχ., στο οποίο περιορίστηκε ο καταλογισμός εκ του αρχικώς καταλογισθέντος με την 63479/1998 πράξη του Υπουργού των Οικονομικών (46η Δ/νση του Γ.Λ.Κ.) ποσού του 1.406.800 δρχ., με την 2431/2000 Πράξη του Α΄ Κλιμακίου, δεν θα επιφέρει σε αυτή δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβιώσεώς της.
9. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της. Μετά δε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ/τος 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην της αναιρεσειούσης.
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 13 Ιανουαρίου 2010.