Αριθμ. 2793/2009, IV Τμήματος
Περίληψη: Η κατάρτιση του χρηματικού καταλόγου, δηλ. του νόμιμου τίτλου εισπράξεως αποτελεί διαχειριστική πράξη, η οποία καθιστά τον Πρόεδρο Κοινότητος δημόσιο υπόλογο. Το πρόσωπο του υπολόγου που βαρύνεται με την υποχρέωση αποκαταστάσεως του ελλείμματος φέρει επιπροσθέτως την υποχρέωση καταβολής και προσαυξήσεων εκτός αν αποδείξει ότι η δημιουργία του ελλείμματος δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλειά του. Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
Πρόεδρος: Ελένη Φώτη, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ευαγγελία Σεραφή, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Βοϊλης, Αντεπιτροπεύων Σύμβουλος
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27, 33 και 43 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/μα 774/1980 – ΦΕΚ Α΄ 189) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι ή υπόλογοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως είναι τόσοι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο.Τ.Α., όσο και εκείνοι που με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά τα οποία ανήκουν στο Κράτος, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., καθώς και κάθε άλλος, ο οποίος, λόγω της φύσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων, εξομοιώνεται, με ειδική διάταξη νόμου, με δημόσιο υπόλογο ή υπόλογο νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ολομ. Ελ.Συν. 1492/2000, IV Τμήματος 2570/ 2008, 2567/2008, 1552/2008, 159/2004, 1708/2003, VII Τμήματος 233/2009, 1840/2008, 1742/2007, 1006/2007, 2663/2006, 1376/2006). Για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο καθιστά τον ενεργούντα αφενός υπόχρεο σε λο¬γοδοσία, αφετέρου υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπιστώσεως ελλειμμάτων στη διαχείρισή του. Ως έλλειμμα δε νοείται κάθε επί το έλλαττον αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα στοιχεία και εκείνης που πράγματι υπάρχει. Κατά συνέπεια έλλειμμα συνιστούν τόσο οι πληρωμές, οι οποίες ενεργήθηκαν είτε χωρίς πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά είτε χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες για την πραγματοποίησή τους όσο και η παράλειψη εισαγωγής εσόδων στο Ταμείο της δημόσιας διαχείρισης (IV Τμήματος 1552/2008). Στην τελευταία περίπτωση το έλλειμμα προκαλείται είτε από τη μη είσπραξη των βεβαιωθέντων ποσών, είτε από τη μη βεβαίωση αυτών σε βάρος των οφειλετών καθόσον και σε αυτήν την περίπτωση ματαιώνεται η δυνατότητα εισπράξεώς τους με αποτέλεσμα να υπάρχει αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ των χρημάτων που θα έπρεπε να υπάρχουν και αυτών που πράγματι βρίσκονται στο Ταμείο. Τέλος, ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, η δε ύπαρξη της υπαιτιότητάς του τεκμαίρεται μαχητώς, και ο ίδιος απαλλάσσεται μόνον αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι το έλλειμμα δημιουργήθηκε χωρίς τη συνδρομή οιασδήποτε μορφής υπαιτιότητάς του (Ολομ. Ελ.Συν. 1187/1998, IV Τμήματος 2567/2008, 160/2004, 1516/2000, 1026/1998, 1444/1995, 1355/1994).
III. Στο άρθρο 87 παρ. 1 του π.δ/τος 323/31.5/1.6.1989 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου, με τίτλο «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» των ισχυ¬ουσών διατάξεων του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν» (ΦΕΚ Α΄ 146) ορίζεται ότι: «Ο πρόεδρος της κοινότητας: α) … β) … γ) Εκτελεί τις αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου. δ) … ε) … στ) … ζ) Διατάζει την είσπραξη των κοινοτικών εσόδων και εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής σε βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό … η) … θ) … ι) … ια) …». Ακολούθως, στο άρθρο 100 του π.δ/τος 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (ΦΕΚ Α΄ 231), ο οποίος ίσχυσε μετά τις 14.11.1995 ορίζεται ότι: «Ο πρόεδρος της κοινότητας: α) … β) … γ) Εκτελεί τις αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου δ) … ε) … στ) … ζ) Διατάζει την είσπραξη των κοινοτικών εσόδων και εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής σε βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό … η) … θ) … ι) …». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του β.δ/τος της 17.5/ 15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως του λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ 114) ορίζεται ότι: «Βεβαίωσις εσόδου νοείται η κατά τους κειμένους νόμους παρά των αρμοδίων αρχών ή υπηρεσιών και οργάνων των δήμων εκκαθάρισις απαιτήσεώς τινος των δήμων και ο προσδιορισμός του ποσού αυτής, του προσώπου του οφειλέτου, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται» και στο άρθρο 4 παρ. 1, 2, 3, 4 και 5 ορίζεται ότι: «1. Τίτλος βεβαιώσεως είναι παν έγγραφον αποδεικτικόν ή και απλώς βεβαιωτικόν της οφειλής προς τον δήμον. Ειδικώτερον: Έγγραφα αποτελούντα νομίμους τίτλους είναι: α) … β) … γ) … δ) Αι δηλώσεις των φορολογουμένων και οι φορολογικοί κατάλογοι οι κατά τους οικείους φορολογικούς νόμους καταρτιζόμενοι υπό των αρμοδίων προς βεβαίωσιν του εσόδου το οποίον αφορώσιν ούτοι Υπηρεσιών ή οργάνων των δήμων. ε) … στ) … 2. Τα εκ των ως άνω τίτλων στοιχεία καταχωρίζονται εις καταλόγους ή καταστάσεις εφ’ ων αναγράφονται ονομαστικώς οι φορολογούμενοι και τα εισπρακτέα καθ’ έκαστον τούτων ποσά, αναλυτικώς. 3. Αι εγγραφαί αύται γνωστοποιούνται επί αποδείξεσι εις τους φορολογουμένους δια κοινοποιήσεως αποσπασμάτων εγγραφής, καλουμένους άμα όπως εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ασκήσουν τα ένδικα μέσα κατά της εγγραφής των. 4. Οι ούτω καταρτιζόμενοι κατάλογοι ή καταστάσεις μετά την εκ¬πνοήν των νομίμων προθεσμιών υπογράφονται παρά των αρμοδίων οργάνων της βεβαιωτικής του εσόδου υπηρεσίας και αρχής και σφραγίζονται … αποτελούν δε τον πλήρη βεβαιωτικόν νόμιμον τίτλον και εν συνεχεία τον νόμιμον τίτλον εισπράξεως των βεβαιωθέντων εσόδων. 5. Ο ως άνω καταρτισθείς κατ’ έσοδον και οικονομικόν έτος νόμιμος τίτλος, συντεταγμένος εις τριπλούν και συ¬νοδευόμενος από κατάστασιν συντεταγμένην εις τριπλούν, αναγράφουσαν περιληπτικώς τον συνολικόν αριθμόν των φορολογουμένων, το είδος του εσόδου και το ποσοτικόν άθροισμα του τίτλου, διαβιβάζεται δι’ εγγράφου του δημάρχου ή της αρμοδίας βεβαιωτικής αρχής εις το αρμόδιον ταμείον του δήμου. Εν τω εγγράφω, δι’ ου διαβιβάζεται προς τον ταμίαν ο χρηματικόν τίτλος δέον ν’ αναφέρηται ολογράφως και αριθμητικώς το ολικόν ποσόν του βεβαιωθησομένου εσόδου, όπερ περιέχεται εις τον τίτλον αυτόν. …». Στο άρθρο 151 παρ. 1 του π.δ/τος 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρε¬σιών και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτού (ΦΕΚ Α΄ 6) ορίζεται ότι: «1. Για να γίνει βεβαίωση εσόδων Ο.Τ.Α. αποστέλλονται απ’ αυτούς στα γραφεία Παρακαταθηκών και Δανείων των Δ.Ο.Υ. οι σχετικοί τίτλοι είσπραξης εσόδων υπέρ Ο.Τ.Α. Τα γραφεία αυτά κάνουν τις σχετικές ενέργειες για τη βεβαίωση των ποσών των τίτλων είσπραξης ανά Ο.Τ.Α. και στη συνέχεια τους παραδίνουν στο τμήμα εσόδων για τις παραπέρα ενέργειες». Τέλος, στο άρθρο 21 παρ. 1 του π.δ/τος 318/1969 «Περί βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ 212) ορίζεται ότι: «1. Οι βεβαιωτικοί κατάλογοι των υποχρέων εις την καταβολήν φόρου, τέλους δικαιώματος, αντιτίμου προσωπικής εργασίας ή εισφοράς, εις ας περιπτώσεις δεν προβλέπεται άλλως υπό του παρόντος, καταρτίζονται εις τας κοινότητας υπό του προέδρου της κοινότητος και του γραμματέως αυτής …».
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Κοινότητας, εκτελώντας τις σχετικές αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου περί επιβολής ανταποδοτικών τελών, έχει την ευθύνη της συντάξεως των χρηματικών (βεβαιωτικών) καταλόγων κάθε οικονομικού έτους, στους οποίους εμφαίνονται το σύνολο των οφειλετών, το είδος του εσόδου (τέλους, δικαιώματος κ.λπ.), η αιτία για την οποία οφείλεται και η χρονική περίοδος στην οποία αντιστοιχεί, τους οποίους στη συνέχεια αποστέλλει στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπη¬ρεσία προκειμένου να βεβαιωθούν εν στενή εννοία, ως δημόσια έσοδα και να καταστεί δυνατή η είσπραξή τους. Η κατάρτιση του χρηματικού καταλόγου, δηλαδή του νομίμου τίτλου εισπράξεως (βεβαίωση εν ευρεία εννοία), αποτελεί διαχειριστική πράξη, η οποία καθιστά τον Πρόεδρο της Κοινότητας δημόσιο υπόλογο, υπόχρεο σε λογοδοσία, η δε παράλειψη αυτής δημιουργεί ισόποσο χρηματικό έλλειμμα στη οικεία διαχείριση καθόσον ματαιώνει τη δυνατότητα εισπράξεως των μη βεβαιωθέντων κονδυλίων.
IV. Στο άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ/τος 774/1980 (ΦΕΚ Α΄ 189) ορίζεται ότι: «3. Εις βάρος του υπολόγου καταλογίζονται αι δια των υπό των εκάστοτε κειμένων περί Δημοσίου Λογιστικού και εισπράξεως δημοσίων εσόδων διατάξεων οριζόμεναι προσαυξήσεις υπολογιστέαι επί παραλείψεως μεν εισπράξεως, αφ’ ης ούτος ώφειλε να ενεργήση την είσπραξιν επί παραλείψεως δε εισαγωγής των εισπράξεων, αφ’ ης ώφειλε να εισαγάγη τα εισπραχθέντα εις το Δημόσιον Ταμείον και επ’ ελλείμματος από της ημέρας, καθ’ ην εξηκριβώθη ότι έλαβε χώραν το έλλειμμα … Ο υπόλογος απαλλάσσεται των προσαυξήσεων, εφ’ όσον ήθελεν αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμμα δεν οφείλεται εις δόλον ή βαρείαν αυτού αμέλειαν». Ακολούθως, στο άρθρο 12 παρ. 2 και 3 του ν.δ/τος 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Επιθεωρήσεων» (ΦΕΚ Α΄ 100) ορίζεται ότι: «2. Εις έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου δύνανται να προβαίνωσιν ωσαύτως οι ενεργούντες την επιθεώρησιν, εφ’ όσον κατά την ενέργειαν της επιθεωρήσεως, διαπιστώσωσι παράλειψιν εισπράξεως … καταλογίζοντες εις βάρος του υπολόγου το μηδόλως … εισπραχθέν ποσόν. 3. Εις έκδοσιν ητιολογημένης κατά παντός ειδικού υπολόγου αποφάσεως δύνανται να προβαίνωσιν ωσαύτως οι ενεργούντες την Επιθεώρησιν εφ’ όσον κατά την ενέργειαν της επιθεωρήσεως ήθελον διαπιστώσει εκπρόθεσμον κατάθεσιν εις το Δημόσιον Ταμείον των δια λογαριασμόν του Δημοσίου ή τρίτων υπ’ αυτού ενεργηθεισών εισπράξεων. Το εν τη περιπτώσει ταύτη εις βάρος του υπολόγου καταλογιζόμενον ποσόν συνίσταται εις τον τόκον υπερημερίας των εκπροθέσμως κατατεθεισών εισπράξεων, υπολογιζομένων νομίμως από της ημερομηνίας της υποχρεώσεως του υπολόγου προς κατάθεσιν των εισπράξεών του, κατά τας περί αυτού ειδικάς διατάξεις των οικείων Νόμων». Τέλος, στο άρθρο 5 περ. 5 του ν.δ/τος 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (ΦΕΚ Α΄ 90) ορίζεται ότι: «Τα χρέη προς το Δημόσιο που βεβαιώνονται στα δημόσια ταμεία και τα τελωνεία του Κράτους γίνονται ληξιπρόθεσμα ως εξής: 1. … 2. … 3. … 4. … 5. Τα χρέη δημόσιων υπολόγων από καταλογισμό, την ημέρα που ο υπόλογος είχε υποχρέωση για την εισαγωγή των εισπράξεων, ενώ σε περίπτωση ελλείμματος, την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα …» και στο άρθρο 6 του ίδιου ν.δ/τος ορίζεται ότι: «1. Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ’ αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. … Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής, καθώς και το ανώτατο όριο αυτής δύναται να αναπροσαρμόζονται αυξητικώς με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η αναπροσαρμογή αυτή δύναται να γίνεται είτε γενικώς για κά¬θε οφειλή προς το Δημόσιο, είτε κατά κατηγορίες οφειλών. … 2. Κατά την εκά¬στοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και η επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής. 3. Εις τας αυτάς προσαυξήσεις υπόκεινται και τα δια των Δημοσίων Ταμείων συνεισπραττόμενα μετά των Δημοσίων Εσόδων, έσοδα υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων, Ειδικών Ταμείων και εν γένει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. … 5. Οι υπόλογοι της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του παρόντος ν.δ. απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής, κατά τας περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυούσας διατάξεις, δια το μέχρι της βεβαιώσεως του χρέους των εις το Δημόσιον Ταμείον διάστημα εφόσον ήθελον αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμμα δεν οφείλονται εις δόλον ή βαρείαν αυτών αμέλειαν». Κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 της ως άνω διατάξεως και εντός των ορίων αυτής εξεδόθησαν η 2031207/3966-12/0016/17.4. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 270) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία το ποσοστό προσαυξήσεων ορίσθηκε από 1.6.1992, σε 3% για κάθε μήνα καθυστερήσεως μέχρι την ημερομηνία καταβολής τους και η 1006560/422-12/0016/ 17.1.1996 (ΦΕΚ Β΄ 23) απόφαση του ίδιου οργάνου, με την οποία το ποσοστό προσαυξήσεων μειώθηκε από 1.2.1996 σε 2% για κάθε μήνα καθυστερήσεως καταβολής των οφειλομένων ποσών.
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, στις περιπτώσεις όπου το έλλειμμα συνίσταται στην παράλειψη βεβαιώσεως δημοσίου εσόδου (τέλους, δικαιώματος κ.λπ.), το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 5 του ΚΕΔΕ και του άρθρου 27 παρ. 3 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, από τη χρονολογία κατά την οποία θα έπρεπε να συνταχθεί ο νόμιμος τίτλος και να γίνει η εν ευρεία εννοία βεβαίωση αυτού. Από την επομένη της ημερομηνίας αυτής οφείλονται προσαυξήσεις υπολογιζόμενες σε συγκεκριμένο ποσοστό επί του κεφαλαίου του ελλείμματος για κάθε μήνα καθυστερήσεως της βεβαιώσεως. Εκ τούτων παρέπεται ότι οι προσαυξήσεις, οι οποίες είναι υποχρεωτικές και έχουν χαρακτήρα κυρώσεως, δεν αποτελούν αξίωση διακριτή και αυτοτελή της κύριας οφειλής (αποκαταστάσεως του ελλείμματος), αλλά έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα και συνιστούν παρεπόμενες αξιώσεις του Δημοσίου. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι το πρόσωπο του υπολόγου, το οποίο βαρύνεται με την υποχρέωση αποκαταστάσεως του ελλείμματος, φέρει επιπροσθέτως την υποχρέωση καταβολής και προσαυξήσεων πλην αν αποδείξει ότι η δημιουργία της κύριας οφειλής (ελλείμματος) δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλειά του.
V. Στο άρθρο 20 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: «2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του» και στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45) ορίζεται ότι: «1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα. 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. …».
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως συνίσταται στη δυνατότητα του διοικουμένου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι’ αυτόν ατομικής διοι¬κητικής πράξεως, να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από κλήση του από το διοικητικό όργανο. Η κλήση πρέπει να αναφέρει ή έστω να προσδιορίζει το δυσμενές μέτρο (π.χ. καταλογισμός) η λήψη του οποίου επίκειται, προκειμένου αυτός να δύναται να αντιληφθεί πλήρως την κρισιμότητα της καταστάσεως την οποία καλείται να αντικρούσει. Η ακρόαση καλύπτεται εάν ο διοικούμενος ανέπτυξε τις απόψεις του (π.χ. υποβάλλοντας υπόμνημα) εφόσον τελούσε εν γνώσει του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεώς του (ΣτΕ 2205/ 2004, ΣτΕ 2383/1976). Τέλος, σε κάθε περίπτωση εκδόσεως νέας πράξεως, όπου γίνεται επανέλεγχος ή αξιολόγηση νέων πραγματικών δεδομένων, εγγρά¬φων κ.λπ. ή προσδιορίζονται εκ νέου τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως (π.χ. το πρόσωπο του καταλογιζόμενου, το ύψος του καταλογιστέου ποσού κ.λπ.), ο διοικούμενος πρέπει να καλείται να εκθέσει τις απόψεις του επ’ αυτών ή να προβεί σε ανταπόδειξη προσκομίζοντας νέα αποδεικτικά μέσα.
VI. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Ο. κατά τα έτη 1995, 1996 και 1997. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα έλαβαν χώρα καταγγελίες δημοτών σχετικά με τον υπ’ αυτού εφαρμοζόμενο τρόπο βεβαιώσεως και εισπράξεως των ανταποδοτικών τελών (άρδευσης, ύδρευσης, καθαριότητας, δικαιωμάτων τρακτέρ και βοσκής), τον τρόπο διοικήσεως της Κοινότητας και της αναθέσεως των κοινοτικών έργων και προμηθειών. Κατόπιν αυτού, με τις 1010692/193/154Α/16.2.1998 και 1066615/1605/985Α/ 16.6.1998 έγγραφες εντολές της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας προς τον αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή, διατάχθηκε η διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στην Κοινότητα Ο. αναφορικά με την είσπραξη των ανταποδοτικών τελών της τριετίας 1995 έως 1997. Μετά το πέρας του ελέγχου συντάχθηκε η 179/30.11.2000 πορισματική έκθεση από την οποία προκύπτει ότι, παρόλο που ο εκκαλών, ως Πρόεδρος της Κοινότητας όφειλε να εκτελεί τις αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου περί επιβολής ανταποδοτικών τελών και να εκδίδει τους οικείους χρηματικούς καταλόγους για την είσπραξη αυτών, ούτος συνέτασσε δύο καταστάσεις, την πρώτη εξ αυτών, με το σύνολο των οφειλετών – δημοτών, την οποία αναρτούσε στο κοινοτικό κατάστημα για να καταστεί ευρέως γνωστή και μία δεύτερη, επίσημη που έστελνε στη Β΄ Δ.Ο.Υ. Λάρισας, από την οποία εξαιρούσε ορισμένους υπόχρεους ή βεβαίωνε σε βάρος τους, μέρος μόνον από το σύνολο της οφειλής τους. Με την πρακτική αυτή τα μη βεβαιωθέντα τέλη του έτους 1995 ανέρχονταν στο ποσό των 3.115.519 δραχμών, του έτους 1996 στο ποσό του 1.178.600 δραχμών και του έτους 1997 στο ποσό του 1.580.920 δραχμών και συνολικά στο ποσό των 5.875.039 ευρώ. Εκ του ποσού αυτού αφαιρέθησαν 281.764 δραχμές, οι οποίες αφορούν σε επισφαλείς απαιτήσεις (αποβιωσάντων οφειλετών, ή βαρέως ασθενούντων ή αγνώστου διαμονής) και σε μη πλήρως αποδεδειγμένες τοιαύτες. Εκ του εναπομείναντος υπολοίπου, ύψους 5.593.275 δραχμών, μέρος αυτών, ποσού 2.984.170 δραχμών φέρεται ότι εισπράχθηκε και διαχειρίσθηκε εξωταμειακά, χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας καθόσον, όπως προκύπτει από τις μαρτυρικές καταθέσεις είτε συμψηφίσθηκε ατύπως με απαιτήσεις που οι υπόχρεοι καταβολής τελών είχαν έναντι της Κοινότητας είτε καταβλήθηκε σε τρίτα πρόσωπα. Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Κοινότητας και ήδη εκκαλών, με προφορικές συννενοήσεις, έδινε εντολή σε κατοίκους της περιοχής να εκτελέσουν έργα και εργασίες ή να διενεργήσουν προμήθειες και στη συνέχεια συμψήφιζε την απαίτηση αμοιβής τους με τα ανταποδοτικά τέλη που οι ίδιοι όφειλαν, παραλείποντας τους από τον χρηματικό κατάλογο που έστελνε στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Σε άλλες περιπτώσεις οι υπόχρεοι κατέβαλαν απευθείας σε τρίτους ή σε κάποιο μέλος του κοινοτικού συμβουλίου, το ποσό των τελών με το οποίο βαρύνονταν προκειμένου να μπορεί η Κοινότητα να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις της καθόσον δεν διέθετε οικονομική ρευστότητα. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο εξωταμειακή διαχείριση και τακτοποίηση οφειλών, διενεργούνταν άτυπα, χωρίς την έκδοση αποδεικτικών εγγράφων ή παραστατικών ενώ σε ότι αφορά την εκτέλεση έργων και εργασιών, οι ανάδοχοι ήταν δημότες, στο μεγαλύτερο μέρος τους γεωργοί και κτηνοτρόφοι, και δεν υποχρεούνταν στην έκδοση φορολογικών στοιχείων καθόσον απασχολούνταν ευκαιριακά και δεν διέθεταν την ιδιότητα του επιτηδευματία. Για το ποσό αυτό ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του εκκαλούντος, μετά από μηνυτήρια αναφορά μέλους του κοινοτικού συμβουλίου και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την 21/1999 απόφασή του, τον κήρυξε αθώο, κρίνοντας ότι η παράλειψη αναγραφής συγκεκριμένων δημοτών στους οικείους χρηματικούς καταλόγους έγινε «όχι για να προσπορίσει σ’ αυτούς αθέμιτο όφελος βλάπτοντας τα συμφέροντα της Κοινότητας Ο., αλλά διότι άλλοι τινές εξ αυτών είχαν ισόποσες ή και μεγαλύτερες απαιτήσεις έναντι της τελευταίας από προσφορά εργασίας ή από συμβάσεις μισθώσεως έργου, άλλοι δε κατέβαλαν απ’ ευθείας στην Κοινότητα την οφειλή τους, ώστε να διευκολύνεται η Κοινότητα στην αντιμετώπιση έκτακτων οικονομικών της υποχρεώσεων». Το υπόλοιπο των μη βεβαιωθέντων τελών, ύψους 2.609.105 δραχμών, δεν αποδείχθηκε ότι συμψηφίσθηκε ή άλλως πως καταβλήθηκε από τους υπόχρεους και για το λόγο αυτό, ζητήθηκε από το Δήμο Ν., με το 177/1.12.2000 έγγραφο του Οικονομικού Επιθεωρητή, η βεβαίωση των σχε¬τικών τελών κατά οφειλέτη. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, διενεργήθηκε, με τις 12164/3644/ 132/Α΄ΠΕ/15.3.2001 και 1056938/1809/519 Α/3.7.2001 εντολές της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρη¬σης Θεσσαλίας, επανέλεγχος των στοιχείων της πρώτης πορισματικής εκθέσεως και αξιολόγηση νέων στοιχείων, μετά το πέρας του οποίου (νέου ελέγχου) συντάχθηκε η 148/2.10.2001 πορισματική έκθεση, η οποία προσδιόρισε το ύψος των μη βεβαιωθέντων τελών της τριετίας 1995 έως 1997 στο ύψος των 5.833.269 δραχμών, της διαφοράς οφειλομένης σε λογιστικά λάθη και παραδρομές. Εκ του ως άνω ποσού αφαιρέθηκαν 145.245 δραχμές οι οποίες αντιστοιχούν σε τέλη, οι οφειλέτες των οποίων είχαν αποβιώσει, και η συνολική απώλεια των εσόδων εκ μη βεβαιωθέντων τελών προσδιορίσθηκε τελικά στο ποσό των 5.688.024 δραχμών (3.002.814 δραχμές για το έτος 1995, 1.141.595 δραχμές για το έτος 1996 και 1.543.615 δραχμές για το έτος 1997). Με τη δεύτερη πορισματική έκθεση κρίθηκε ότι αυτό πρέπει να αναζητηθεί στο σύνολό του από τους υπόχρεους – δημότες καθόσον και αν ακόμη, μέρος αυτού, πράγματι καταβλήθηκε, έγινε εξωταμειακή – εξωλογιστική είσπραξη και τακτοποίηση, η οποία καθιστά την οικεία διαχείριση ελλειμματική. Δεδομένου δε ότι είχε ήδη ζητηθεί η βεβαίωση ποσού ύψους 2.609.105 δραχμών (το οποίο μειώθηκε σε αυτό των 2.592.105 δραχμών), ζητήθηκε, με το 962/3.4.2001 έγγραφο του Οικονομικού Επιθεωρητή προς το Δήμο Ν., η βεβαίωση του υπολοίπου εκ 3.095.919 δραχ¬μών, κατά οφειλέτη. Πράγματι, η βεβαίωση του πρώτου ποσού έλαβε χώρα στις 8.12.2000 από το Δήμο Ν. και η νέα βεβαίωση στις 18.9.2001 από τον οικονομικό επιθεωρητή. Με το νέο πόρισμα κρίθηκε επίσης ότι ο ήδη εκκαλών, καίτοι δεν είναι υπόχρεος στην καταβολή των ως άνω τελών, οφείλει προσαυξήσεις, κατά τα οριζόμενα στον ΚΕΔΕ, υπολογιζόμενες από τον επόμενο μήνα της ημερομηνίας που θα έπρεπε να γίνει η βεβαίωση της κύριας οφειλής (τελών, δικαιωμάτων κ.λπ.) έως τη χρονολογία που φέρουν τα διπλότυπα της βεβαιώσεως αυτής, υπολογιζόμενες στο ύψος των 6.210.511 δραχμών για την περίοδο των ετών 1995 έως 1997. Κατόπιν αυτού απεστάλη στον εκκαλούντα η από 28.9.2001 κλήση για καταβολή του χρέους αυτού εντός προθεσμίας σαράντα οκτώ ωρών και στη συνέχεια εξεδόθη η προσβαλλομένη 155/11.10.2001 καταλογιστική απόφαση. Κατά τη διάρκεια του πρώτου ελέγχου των διαχειριστικών στοιχείων της Κοινότητας, ο εκκαλών κλήθηκε, με τα 2647/23.5.1997 και 3767/ 16.11.1998 έγγραφα του οικονομικού επιθεωρητή να διατυπώσει τις απόψεις του σχετικά με τη μη βεβαίωση των ανταποδοτικών τελών, πλην όμως δεν προσήλθε. Μετά από προφορική επικοινωνία μαζί του, απέστειλε υπόμνημα με πίνακα εκτελεσθέντων έργων και δαπανών, τον οποίο κατέθεσε και στον Πταισματοδίκη Κ. στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, ισχυριζόμενος ότι τα μη βεβαιωθέντα τέλη συμψηφίσθηκαν με οφειλόμενες αμοιβές προς δημότες, οι οποίοι εκτέλεσαν έργα και εργασίες ή διενήργησαν προμήθειες. Στο πλαίσιο του επανελέγχου, όπου αξιολογήθηκαν νέα στοιχεία, μεταβλήθηκε, έστω και κατ’ ολίγον, το ποσόν του ελλείμματος (μη βεβαιωθέντων τελών) και προσδιορίσθηκε το πρώ¬τον η ευθύνη του εκκαλούντος στην καταβολή προσαυξήσεων καθόσον στην πρώτη πορισματική έκθεση δεν γίνεται καμία αναφορά σε καταλογισμό αυτού, ο ίδιος δεν κλήθηκε εκ νέου να καταθέσει τις απόψεις του ή να παράσχει εξηγήσεις ή διευκρινίσεις τόσο για το ύψος του ελλείμματος όσο και για την εκ μέρους του υποχρέωση καταβολής προσαυξήσεων. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως, διότι εξεδόθη κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας καθόσον ο εκκαλών δεν κλήθηκε πριν από την έκδοση της νέας πορισματικής εκθέσεως και της καταλογιστικής αποφάσεως να διατυπώσει τις απόψεις του για το ύψος του ελλείμματος, για την υποχρέωση καταβολής προσαυξήσεως και το ύψος αυτών. Τέλος, οι λόγοι που προβάλλονται σχετικά με την μη ύπαρξη ελλείμματος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι καθόσον, σύμφωνα με όσα εξετέθησαν ανωτέρω, η παράλειψη βεβαιώσεως τελών συνιστά έλλειμμα στην οικεία διαχείριση διότι αποτρέπει την είσπραξη πόρων που θα έπρεπε σε δεδομένη χρονική στιγμή να υπάρχουν στο Ταμείο αυτής. Η εξωταμειακή – εξωλογιστική είσπραξη και διαχείριση ποσών καθώς και ο άτυπος συμψηφισμός τελών με απαιτήσεις των δημοτών κατά της Κοινότητας, αφενός δεν αποδεικνύεται από έγγραφα στοιχεία, αφετέρου, και αληθής υποτιθέμενος, συνιστά ανοίκειο πληρωμή και δεν νομιμοποιεί τις αντίστοιχες διαχειριστικές πράξεις.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλομένη καταλογιστική απόφαση και να αποδοθεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν υπ’ αυτού παράβολο.