ΕΣ 2794/09 , ΥΠΟΛΟΓΟΣ, ΝΠΔΔ, ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΕΣΟΔΩΝ ΝΠΔΔ EX LEGE ΥΠΟΛΟΓΟΣ.

Ε.Σ

Αριθμ. 2794/2009, IV Τμήματος
Περίληψη: Ιδιότητα υπολόγου νομικού προσώπου. Υπαιτιότητα αυτού. Προηγούμενη ακρόαση. Απαραίτητα στοιχεία της καταλογιστικής πράξης. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να απαιτήσει από τον ελλειμματικό υπόλογο να αναπληρώσει το έλλειμμα.

Πρόεδρος: Ελένη Φώτη, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Βοΐλης, Αντεπιτροπεύων Σύμβουλος

ΙΙ. Α. Ο ν. 2362/1995 «Δημόσιο Λογιστικό – Έλεγχος δαπανών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει, στο άρθρο 54, ότι: «1. Δημόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόμο δημόσιος υπόλογος. 2. Οι δημόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε: α) … ε) Υπολόγους Ν.Π.Δ.Δ. και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης …» και στο άρθρο 56, ότι: «1. Έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρημάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται με τη νό¬μιμη διαδικασία στη διαχείριση του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχειρίσεως που θεωρείται έλλειμμα από το νόμο … 2. Οποιοδήποτε έλλειμμα αναπληρώνεται από τον υπόλογο μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες, διαφορετικά αυτός απομακρύνεται από τη διαχείριση και καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος που βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δημόσιο έσοδο … 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι, … καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές …». Επίσης το ν.δ. 496/1974 «Λογιστικό των Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ Α΄ 204) ορίζει, στο άρθρο 32, ότι: «1. Υπόλογοι Ν.Π.Δ.Δ. είναι πάντες οι έστω και άνευ νομίμου εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόμενοι χρήματα, αξίας, ένσημα ή υλικόν ανήκοντα εις ν.π. ως και πας άλλος εκ του νόμου θεωρούμενος ως υπόλογος ν.π. … 3. Ο … υπό των οικείων Υπουργών έλεγχος των υπολό¬γων, ενεργείται κατά τας περί οικονομικής επιθεωρήσεως διατάξεις του Υπουργείου των Οικονομικών …», στο άρθρο 35, ότι: «1. Πάσα έλλειψις εν τη διαχειρίσει του ν.π. χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού, διαπιστουμένη κατά την νόμιμον διαδικασίαν, αναπληρούται υπό του υπολόγου εντός 24 ωρών άλλως ούτος τίθεται εκτός διαχειρίσεως ή και υπηρεσίας και καταλογίζεται με το ποσόν του ελλείμματος, το οποίον βεβαιούται αμελλητί ως έσοδον του ν.π. …» και στο άρθρο 38, ότι: «… Δια των υπό του άρθρου 13 του παρόντος προβλεπομένων π.δ/των, ορίζονται τα των υποχρεώσεων, ευθυνών και καταλογισμών, των κυρίων και δευτερευόντων διατακτών, των διαχειριστών εν γένει, του προϊσταμένου οικονομικής υπηρεσίας ή ετέρων υπαλλήλων κεκτημένων οικονομικήν αρμοδιότητα …». Περαιτέρω, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 38 του ν.δ/τος 496/1974, εκδόθηκε το π.δ. 656/1975 «Περί των υποχρεώσεων, ευθυνών και καταλογισμών των οργάνων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 217), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει, παρόλο που δυνάμει του άρθρου 1 του ν. 578/1977 (ΦΕΚ Α΄ 106) αναβλήθηκε η ισχύς της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης (αρ. 38 ν.δ. 496/74), καθόσον η απλή αναβολή της εξουσιοδοτικής διάταξης που ισχύει για το μέλλον, δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την αναβολή ισχύος των κανονιστικών πράξεων, που εκδόθηκαν βά¬σει αυτής, αλλά οι τελευταίες διατηρούνται σε ισχύ, εφόσον δεν απαγγέλλεται από το νόμο ρητά και η αναβολή ισχύος αυτών (βλ. αποφ. ΣτΕ 3023/1990, 2412/1992, IV Τμ. Ελ. Συν. 962/2009). To εν λόγω π.δ. (656/1975) ορίζει, στο άρθρο 4, ότι: «Ο διαχειριστής έχει τας ακολούθους υποχρεώσεις: α) Παραλαμβάνει, διασφαλίζει και διαχειρίζεται τα χρήματα, τας αξίας και τα ένσημα εν γένει… στ) Παραλαμβάνει, διασφαλίζει και διαχειρίζεται το πάσης φύσεως υλικόν», στο άρθρο 5, ότι: «1. Οι … εισπράκτορες εσόδων έχουν τας ακολούθους υποχρεώσεις: α)Διασφαλίζουν τα υπ’ αυτών εισπραττόμενα χρήματα, μέχρι της παραδόσεώς των εις τον διαχειριστήν του νομικού προσώπου … επί τη συντάξει καταστάσεως ημερησίων εισπράξεων …», στο άρθρο 7, ότι: «1. Ο διαχει¬ρ¬ιστής ευθύνεται προσωπικώς δια την νόμιμον, έγκυρον και ακριβή εκπλήρωσιν των καθοριζομένων δι’ αυτόν υποχρεώσεων δια του άρθρου 4 του παρόντος … 2. Ο διαχειριστής ευθύνεται δια τας περιπτώσεις τας προβλεπομένας υπό του άρθρου 35 του ν.δ. 496/1974 …» και στο άρθρο 8, ότι: «1. Οι … εισπράκτορες εσόδων υπέχουν, δια την χρηματικήν διαχείρισιν αυτών, ευθύνας αναλόγους προς τας του διαχειριστού, εφαρμοζομένων και δι’ αυτούς των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 7 του παρόντος. 2. Τα εν τη προηγουμένη παραγράφω όργανα ευθύνονται προσωπικώς δια την νόμιμον, έγκυρον και ακριβή εκπλήρωσιν των εν άρθρω 5 του παρόντος καθοριζομένων δι’ αυτά υποχρεώσεων». Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 15, 25 και 27 του π.δ/τος 774/1980 (ΦΕΚ Α΄ 189), προκύπτει ότι υπόλογοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων των Ν.Π.Δ.Δ., κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικά από το νόμο και εξαιτίας της φύσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων θεωρείται ως υπόλογος Ν.Π.Δ.Δ., καθώς επίσης και όσοι με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (εν τοις πράγμασι ή de facto υπόλογοι) (βλ. αποφ. Ολ. ΕΣ 1492/2000, αποφ. IV Τμ. 404, 2147, 2152/2005). Στην τελευταία περίπτωση, για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, ακόμα και όταν αυτό λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των περιγραφόμενων στο νόμο καθηκόντων του δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου. Περαιτέρω, ιδιότητα υπολόγου νομικού προσώπου έχει πάντοτε ο εισπράκτορας των εσόδων αυτού, ο οποίος υποχρεούται να διασφαλίζει τις εισπράξεις του μέχρι την έγκαιρη και νόμιμη περαιτέρω παράδοσή τους, ευθυνόμενος προσωπικά έναντι του νομικού προσώπου για κάθε επί το έλαττον διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ των εισπραχθέντων και τελικώς αποδοθέντων από αυτόν εσόδων. Για το έλλειμμα που προκάλεσε στη διαχείρισή του ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας αυτής τεκμαίρεται, πλην μαχητώς, από πλευράς του υπολόγου, ο οποίος απαλλάσσεται μόνο αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει οποιαδήποτε υπαιτιότητα, έστω και ελαφρά αμέλεια, ως προς τη δημιουργία του ελλείμματος (βλ. αποφ. IV Τμ. 1444/1995, 1026/1998, 1516/2000 και 202/2003). Περαιτέρω, στο σώμα της καταλογιστικής πράξης πρέπει και αρκεί να διαλαμβάνονται εκείνα τα στοιχεία, που, συμπληρούμενα και από τα στοιχεία του φακέλου, δικαιολογούν, κατά το νόμο, τον καταλογισμό και ειδικότερα αφενός δικαιολογούν την ιδιότητα του υποχρέου ως υπολόγου έναντι του δικαιούχου, αφετέρου θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος του προκληθέντος από αυτόν διαχειριστικού ελλείμματος (βλ. αποφ. Ολ. Ε.Σ. 1396/2000, IV Τμ. 202/2003). Η πρόσκληση, εξάλλου, για την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος) του υπολόγου δεν απαιτείται να περιβληθεί ορισμένο πανηγυρικό τύπο, αλλά αρκεί η με κάθε τρόπο παραχώρηση σ’ αυτόν της ευχέρειας να εκθέσει τις απόψεις ή τις αντιρρήσεις του, όπως όταν πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης καλείται να αναπληρώσει το συγκεκριμένο έλλειμμα, οπότε μπορεί να λάβει γνώση όλων των εγγράφων του φακέλου και να προβάλει τις απόψεις του τόσο για την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος, όσο και για οποιοδήποτε άλλο κρίσιμο ζήτημα (Ολ. Ελ. Συν. 1456/ 2008). Τέλος, το δικαίωμα του Δημοσίου να απαιτήσει από τον ελλειμματία υπόλογο την αναπλήρωση του ελλείμματος και συνακόλουθα το δικαίωμά του να εκδώσει εις βάρος αυτού καταλογιστική πράξη, παραγράφεται μετά την πάροδο εικοσαετίας από το χρόνο δημιουργίας του ελλείμματος, δοθέντος ότι, ελλείψει άλλης ειδικής διάταξης, τυγχάνει εφαρμογής η γενική περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ (βλ. πρακτικά της 4ης Γεν. Συν. της Ολ. ΕΣ της 25ης Φεβρουαρίου 2009, αποφ. Ολ. ΕΣ. 1/2007, 892/2005, 1387/1980).
Β. Με το άρθρο 43 του π.δ/τος 95/2000 (ΦΕΚ Α΄ 76) συνεστήθη η Επιθεώρηση Μακεδονίας – Θράκης, με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης, τη χωρική αρμοδιότητα του Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης και τη διάρθρωση και τις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου. Η ως άνω Επιθεώρηση Μακεδονίας – Θράκης λειτουργούσε σε επίπεδο Διεύθυνσης και υπαγόταν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου δια της Διευθύνσεως Επιθεώρησης. Αναφορικά δε με τις αρμοδιότητες της Επιθεώρησης Μακεδονίας – Θράκης, με το άρθρο 35 του π.δ/τος 95/2000 ορίστηκε ότι: «1. Τη Διεύθυνση Επιθεώρησης συγκροτούν τα εξής Τμήματα: … β. Τμήμα (ΑΥ2β) Διοικητικού, Οικονομικού Ελέγχου και Επιθεώρησης … 2. Η αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Επιθεώρησης αναφέρεται στα θέματα, που κατανέμονται στα Τμήματα της, ως εξής: … β. Τμήμα (ΑΥ2β) Διοικητικού, Οικονομικού Ελέγχου και Επιθεώρησης … (3) Ο έλεγχος της διαχείρισης κάθε φύσεως υλικού, αξιών ή χρημάτων, τα οποία βρίσκονται στα χέρια κάθε υπολόγου υπαλλήλου του Υπουργείου, ή νομικού προσώπου, το οποίο με οποιοδήπο¬τε τρόπο υπάγεται στην εποπτεία αυτού … (10) Ο καταλογισμός των ελλειμμάτων, τα οποία διαπιστώνονται από τους ελέγχους σε βάρος των υπευθύνων υπολόγων υπαλλήλων του Υπουργείου και των υπαγομένων σ’ αυτό Ν.Π.Δ.Δ., σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, του λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ. και της οικονομικής επιθεώρησης» και με το άρθρο 125 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ/τος 95/2000 ορίστηκε ότι: «1. Οι Διοικητικοί και Οικονομικοί Επιθεωρητές είναι αρμόδιοι και για: … β) Σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος, απώλειας, φθοράς ή ζημίας υλικών αξιών ή χρημάτων, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να καταλογίζουν σε βάρος των υπευθύνων υπολόγων την αξία τους και υπό την προϋπόθεση ότι προκύπτει υπαιτιότητα αυτών, κατά τις σχετικές διατάξεις του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, της Οικονομικής Επιθεώρησης και τις λοιπές κατά περίπτωση ειδικές διατάξεις. Κατά της απόφασης αυτής δύνανται ν’ ασκηθούν τα προβλεπόμενα από τις κείμενες – σχετικές διατάξεις ειδικά μέσα». Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 2920/2001 (ΦΕΚ Α΄ 131) συνεστήθη στο τότε Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας (ήδη Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης) υπηρεσία υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό, με τον τί-τλο «Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.)» και αποστολή «τη διενέργεια συστηματικών επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών σε όλες τις υπηρεσίες και τους φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητα ή την εποπτεία του Υπουργού …». Επιπλέον, ο ν. 2920/2001 ορίζει, στο άρθρο 2, ότι: «… 2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. εκτείνεται σε όλη την επικράτεια. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συνιστώνται Περιφερειακά Γρα¬φεία του Σ.Ε.Υ.Υ.Π.. Με την ίδια ή όμοια απόφαση καθορίζεται η έδρα, η κατά τόπον αρμοδιότητα, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες κάθε Περιφερειακού Γραφείου. Στα Περιφερειακά Γραφεία προΐστανται Επιθεωρητές, που ορίζονται από το Γενικό Επιθεωρητή του Σώματος. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται ο χρόνος έναρξης της λειτουργίας των Περιφερειακών Γραφείων του Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», στο άρθρο 3, ότι: «1. Το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. διαρθρώνεται στους εξής τομείς: … β) Τομέας Διοικητικού – Οικονομικού Ελέγχου … 3. Στην αρμοδιότη¬τα του Τομέα Διοικητικού – Οικονομικού Ελέγχου ανήκει, ιδίως: … δ) Η διενέργεια τακτικών και έκτακτων διαχειριστικών και οικονομικών ελέγχων των δημοσίων υπηρεσιών και των κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, που υπάγονται στην αρμοδιότητα ή την εποπτεία του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. ε) Ο έλεγχος της διαχείρισης των υπόλογων διαχειριστών χρημάτων και υλικών. στ) Ο καταλογισμός, με αιτιολογημένη απόφαση, των ελλειμμάτων, τα οποία διαπιστώνονται από τους ελέγχους, σε βάρος των υπεύθυνων υπολόγων, υπαλλήλων του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και των υπαγόμενων σε αυτό κρατικών νομικών προσώπων δημόσιου και ιδιω¬τικού δικαίου, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 56 του ν. 2362/1995 «περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247)» (βλ. όμοιες με τις ανωτέρω διατάξεις στο άρθρο 3 του π.δ/τος 278/2002 «Οργάνωση του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.) και Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας αυτού», ΦΕΚ Α΄ 242) και στο άρθρο 10, ότι: «… 3. Από την έναρξη λειτουργίας του Σ.Ε.Υ.Υ.Π., που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, καταργούνται η Διεύθυνση Επιθεώρησης και ο Κλάδος ΠΕ Επιθεωρητών (ΠΕ27) του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας (άρθρα 35 και 73 του π.δ. 95/ 2000) (ΦΕΚ 76 Α΄), καθώς και όλες οι σχετικές με τη λειτουργία της καταργού¬μενης Διεύθυνσης διατάξεις … 4. Η Επιθεώρηση Μακεδονίας – Θράκης, που λειτουργεί ως αποκεντρωμένη υπηρεσία της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουρ¬γείου Υγείας και Πρόνοιας με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης (άρθρο 43 του π.δ. 95/2000), εξακολουθεί να λειτουργεί, ως έχει, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του παρόντος νόμου, για τη σύσταση Περιφερειακών Γραφείων του Σ.Ε.Υ.Υ.Π.». Τέλος, με την ΥΑ ΔΥ(3-4)α/Γ.Π.οικ.85401 (ΦΕΚ Β΄ 1147/3.9.2002) ορίστηκε από 16 Σεπτεμβρίου 2002 η έναρξη λειτουργίας του Περιφερειακού γραφείου του Σ.Ε.Υ.Υ.Π., με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, οι Διοικητικοί και Οικονομικοί Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Μακεδονίας – Θράκης ήταν αρμόδιοι, μέχρι την έναρξη λειτουργίας και την ανάληψη αντίστοιχης αρμοδιότητας από το Περιφερειακό γραφείο του Σ.Ε.Υ.Υ.Π., στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, οπότε και καταργήθηκε η εν λόγω Διεύθυνση, για τον καταλογισμό των ελλειμμάτων, τα οποία διαπιστώνονταν από ελέγχους σε βάρος υπολόγων – υπαλλήλων του Υπουργείου Υγείας και Πρό¬νοιας και των υπαγομένων σ’ αυτό Ν.Π.Δ.Δ., σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του δη¬μοσίου λογιστικού, του λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ. και της Οικονομικής Επιθεώρησης (ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οι¬κο¬νομικής Επιθεωρήσεως», που κυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την 312/ 1946 Π.Υ. Σ. – Φ. Α΄ 188, ν. 2241/1952 «Περί του Οργανισμού της Διευθύνσεως Γενικής Οικονομικής Επιθεωρήσεως» – Φ. Α΄ 280, άρ. 2 και 3 του ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατά¬ξεις» – Φ. Α΄ 211, π.δ. 211/1996 «Σύσταση Οικονομικών Επιθεωρήσεων» – Φ. Α΄ 166).
III. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε εκτέλεση της 1518/10.12.1001 εντολής της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Υγείας Πρόνοιας Μακεδονίας Θράκης διενεργήθηκε, από τους Επιθεωρητές Γ.Σ. και Ν.Α., έλεγχος της διαχείρισης των εισπράξεων από εξέταστρα και παρακλινικές εξετάσεις του ως άνω Νοσοκομείου για τα έτη 2000-2001. Αιτία της διενέργειας του ελέγχου απετέλεσε το 906/5.12.2001 έγγραφο του Β΄ ΠΕΣΥ Κεντρικής Μακεδονίας, με το οποίο διαβιβάστηκε στην ως άνω Διεύθυνση το 7/28.11.2001 πρακτικό του Δ.Σ. του ως άνω Νοσοκομείου, που αναφερόταν σε άτακτη διαχείριση των εισπράξεων στη Γραμματεία Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων (Τ.Ε.Ι.) από την υπάλληλο Α.Β. και ήδη εκκαλούσα, η οποία εφέρετο ότι είχε εκδώσει, εκτός της τρέχουσας σειράς που χρησιμοποιούσε κανονικά, 8 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών για εργαστηριακές εξετάσεις (τις 08807/18.11.2001, 8815/19.11.2001 και 08972, 08973, 08974, 08975, 08976Φ, 08977Φ/23.11.2001), συνολικού ποσού 152.000 δρχ., το οποίο και δεν απέδωσε στον ταμία του Νοσοκομείου. Με το πρακτικό αυτό αποφασίστηκε να κληθεί η εκκαλούσα να καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό εντός 24 ωρών, η οποία και το κατέβαλε, όπως προκύπτει από το 000596/3.12.2001 γραμμάτιο είσπραξης του Νοσοκομείου, αρνούμενη όμως με το 6762/3.12.2001 έγγραφό της την αποδιδόμενη σε βάρος της κατηγορία και με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός της. Περαιτέρω, από τον έλεγχο που διενήργησαν οι Επιθεωρητές, τα αποτελέσματα του οποίου έχουν καταγραφεί στην ΕΜΠ 39/13.9.2002 έκθεση ελέγχου, διαπιστώθηκε πλημμελής και άτακτη διαχείριση των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) σειράς Α΄ και Β΄, καθόσον υπήρχε ανεξέλεγκτη εισαγωγή – εξαγωγή εντύπων ΑΠΥ στην αποθήκη και διακίνηση αυτών, χωρίς χρέωση σε συγκεκριμένους υπαλλήλους, ενώ εκδίδονταν ΑΠΥ χωρίς συνεχή αρίθμηση, από διαφορετικές παρτίδες εντύπων. Ειδικότερα οι ΑΠΥ σειράς Β αφορούσαν στο αντίτιμο των παρακλινικών εξετάσεων, ύψους συνήθως 19.000 δρχ., το οποίο κατέβαλαν οι αλλοδαποί για τις εξετάσεις αυτές, προκειμένου να λάβουν πιστοποιητικό υγείας. Όταν αργό¬τερα προσέρχονταν να παραλάβουν τα αποτελέσματα, κατέβαλαν εξέταστρα ποσού 1.000 δρχ., για το οποίο εκδιδόταν ΑΠΥ σειράς Α. Η διαδικασία είσπραξης από τους υπολόγους περιλάμβανε την έκδοση των ΑΠΥ, οι οποίες ήταν τριπλότυπες και το πρωτότυπο δινόταν στο δικαιούχο, και την καθημερινή σύνταξη, στο τέλος του ωραρίου, εις τριπλούν Ημερήσιας Συγκεντρωτικής Κατάστασης (ΗΣΚ), στην οποία αναγράφονταν οι αύξοντες αριθμοί των αποδείξεων που είχαν χρησιμοποιηθεί και το συνολικό ποσό της ημερήσιας είσπραξης. Η συγκεντρωτική αυτή κατάσταση, αφού υπογραφόταν από τους Προϊσταμένους Οικονομικού και Γραμματείας Τ.Ε.Ι. καθώς και το πρώτο αντίγραφό της, μαζί με το συνολικό ποσό και όλα τα πρώτα αντίγραφα (ροζ) των εκδοθεισών αποδείξεων, παραδίδονταν αυθημερόν στον Ταμία του Νοσοκομείου, ο οποίος συνυπέγραψε την ΗΣΚ για την παραλαβή και στη συνέχεια εξέδιδε γραμμάτιο είσπραξης. Το δεύτερο αντίγραφο της ΗΣΚ παρέμενε στον υπόλογο, ως αποδεικτικό στοιχείο της σχετικής παράδοσης, μαζί με τα δεύτερα αντίγραφα (κίτρινα) των αποδείξεων. Στην εκκαλούσα είχε ανατεθεί άτυπα η αρμοδιότητα της είσπραξης εσόδων από παρακλινικές εξετάσεις και η έκδοση των αντίστοιχων αποδείξεων τύπου Β΄ και μόνο σε περίπτωση απουσίας της, ή όταν παρίστατο ανάγκη λόγω φόρτου εργασίας, γινόταν από άλλους υπαλλήλους. Η υπόλογος της σειράς Α΄ Ε.Τ. στο τέλος κάθε ημέρας παρέδιδε και τα ροζ στελέχη των εκδοθεισών ΑΠΥ σειράς Α΄, μαζί με το συνολικό εισπραχθέν ποσό, στην εκκαλούσα, η οποία συνέτασσε την ΗΣΚ, όπου κατέγραφε τους αύξοντες αριθμούς των ΑΠΥ (σειράς Α και Β) και το συνολικό ποσό, ανά σειρά, της ημερήσιας είσπραξης, τηρουμένης εν συνεχεία της προπεριγραφείσας διαδικασίας. Από το διενεργηθέντα έλεγχο δεν προέκυψε πλημμελής απόδοση των εσόδων από τις αποδείξεις τύπου Α. Ως προς τις αποδείξεις, όμως, τύπου Β, προέκυψε ότι η εκκαλούσα, κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2001 έως 26.11.2001, προέβη στην έκδοση 132 ΑΠΥ, εκτός της εκάστοτε τρέχουσας αριθμητικής ακολουθίας, συνολικού ποσού 2.491.970 δρχ, που δεν καταχώρησε στις αντίστοιχες ΗΣΚ, στις οποίες συμπεριέλαβε μόνο τις τρέχουσας αριθμητικής ακολουθίας εκδοθείσες ΑΠΥ τύπου Β΄ και δεν απέδωσε το ως άνω εισπραχθέν από αυτή ποσό στο Ταμείο του Νοσοκομείου. Επίσης, από την με αρ. 009117/11.9.2001 ΑΠΥ σειράς Β, ποσού 19.000 δρχ, απέδωσε στο Ταμείο μόνο το ποσό των 9.000 δρχ. Εκτός αυτών, κατά το χρονικό διάστημα από 20.9.2001 έως 25.9.2001 παρέλαβε από την υπάλληλο Ε.Τ., η οποία εξέδωσε 12 ΑΠΥ σειράς Β (εκτός τρέχουσας αριθμητικής ακολουθίας), το συνολικό ποσό των 228.000 δραχμών, το οποίο επίσης δεν απέδωσε στο Ταμείο, αφού πρώτα δεν καταχώρισε τις εν λόγω ΑΠΥ στις αντίστοιχες ΗΣΚ. Ειδικότερα η εκκαλούσα εισέπραξε, χωρίς να αποδώσει στο Ταμείο, το ποσό των 19.000 δρχ. ανά ΑΠΥ (πλην ορισμένων εξαιρέσεων που αναγράφονται κατά περίπτωση) από τις εξής ΑΠΥ τύπου Β: 08779, 08780, 08781 και 08783/8.11.2001, 08801/16.11.01, 08807/18.11.01, 08809, 08810, 08814 και 08815/19.11. 2001, 08817, 08818, 08819, 08820Φ, 08821Φ, 08822, 08823, 08824, 08826, 08838 και 08839/20.11. 2001, 08841, 08846, 08847 και 08848Φ/22.11.01, 08860Φ/13.11.2001, 08867/14.11.2001, 08955/26.11. 2001, 08972, 08973, 08974, 08975, 08976Φ, 08977Φ, 08978, 08990/23.11.2001, 09004/22.11.01 (ποσού 17.620), 09017/31.10.2001, 09034/7.11.2001, 09065/30.10.01, 09100 και 09101/22.11.01, 09102 (άνευ ημερομηνίας), 09103, 09104Φ, 09105, 09106Φ, 09107Φ, 09108Φ και 09109Φ/22.11.01, 09111, 09112, 09113Φ, 09114, 09115, 09119Φ και 09120/26.11.2001, 09131/13.11.2001, 09135 (ποσού 12.470 δρχ.) και 09137/7.11.2001, 09144, 09145, 09146 (ποσού 16.250 δρχ.), 09147, 09148, 09150 και 09151/29.10.2001, 09156/2410.01, 09189 και 09190/23.1001, 09462/11.10.01, 09463(άνευ ημερομηνίας), 09464 και 09466/11.10.01, 09473/22.11.2001, 09512 και 09513/8.10.2001, 09531/9.10.01, 09677 και 09689/2.10.01, 09767/28.9.2001, 09769 και 09797/27.9.2001, 09850/25.9.01, 09862, 09866 και 09870/26.9.01, 09907,09909, 09913 και 09914/25.9.01, 09921 και 09922/21.9.2001, 09925, 09926, 09930 (ποσού 17.620 δρχ.), 09931, 09932, 09934, 09939, 09940, 09941, 09944, 09946, 09948, 09949, 09950 (ποσού 19.010 δρχ.) και 09951/20.9.2001, 09968, 09969, 09970, 09971, 09972/21.9.2001, 09975 (ποσού 19.010 δρχ.), 0977 (ποσού 19.010 δρχ.), 0979 (ποσού 19.010 δρχ.), 09987 και 10002 (ποσού 19.010 δρχ.)/18.9.2001, 10007 και 10009 (ποσού 17.630 δρχ.)/21.9.01, 10010/25.9.01, 10022, 10023, 10025, 1002610027 και 10028 (ποσών 19.010 δρχ.)/17.9.2001, 010065/5.7.2001(ποσού 16.250 δρχ.), 010164/17.9.01 (ποσού 19.010 δρχ.), 010184/21.9.2001, 010203/7.9.01 (ποσού 19.010 δρχ.), 010242 (άνευ ημερομηνίας), 010243/21.9.2001. Επίσης η εκκαλούσα παρέλαβε από την Ε.Τ., χωρίς να αποδώσει στο Ταμείο, το ποσό των 19.000 δρχ. ανά ΑΠΥ από τις κάτωθι ΑΠΥ σειράς Β΄: 09837, 09838, 09839, 09842, 09843, 09844, 09845 και 09846/25.9.01, 09919/21.9.01, 09934/20.9.01, 09957 και 09958/ 21.9.01. Περαιτέρω με την προαναφερόμενη έκθεση ελέγχου αποδίδεται στην εκκαλούσα και η παρακράτηση ποσού 263.250 δρχ., που φέρεται ότι αφορά εισπράξεις διενεργηθείσες από αυτή κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο έως Νοέμβριο του 2001, από 14 αλλοδαπούς, που βρέθηκαν καταγεγραμμένοι στα μητρώα εξετασθέντων, οι οποίοι σύμφωνα με τις σχετικές ένορκες καταθέσεις τους, κατέβαλαν το αντίτιμο των εξετάσεων, αλλά στη συνέχεια έχασαν ή πέταξαν τις σχετικές αποδείξεις. Εξάλλου, από τον έλεγχο των διαχειριστικών στοιχείων προέκυψε ότι η απόδοση του συνόλου των εισπράξεων γινόταν πάντα με μια ΗΣΚ, στην οποία καταγράφονταν όλες ανεξαρτήτως οι εκδοθείσες ΑΠΥ. Παρά τον ενδελεχή έλεγχο από τους Επιθεωρητές στο αρχείο του Νοσοκομείου, δεν βρέθηκε καμία περίπτωση σύνταξης δεύτερης ΗΣΚ (ούτε πρωτότυπο ούτε αντίγραφα εκ του τριπλότυπου) για την απόδοση των ποσών των επίμαχων εκτός αριθμητικής σειράς ΑΠΥ, όπως είχε ισχυριστεί η εκκαλούσα, ούτε εξάλλου βρέθηκε κατατεθειμένο κανένα ποσό προερχόμενο από την παράλληλη έκδοση των επίμαχων ΑΠΥ. Διαπιστώθηκε δηλαδή η ανυπαρξία τέτοιων στοιχείων, τα οποία, αν αλήθευαν οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας, θα έπρεπε να βρίσκονται και στην Οικονομική Υπηρεσία (τα πρωτότυπα και τα πρώτα αντίγραφα (ροζ) τέτοιων δεύτερων ΗΣΚ) και στη Γραμματεία ΤΕΙ (τα δεύτερα (κίτρινα) αντίγραφα αυτών από τα μπλοκ), αλλά και η ανυπαρξία οποιουδήποτε άλλου διαχειριστικού στοιχείου, από το οποίο να προκύπτει η απόδοση των σχετικών ποσών στον Ταμία. Εκτός αυτού, οι ληφθείσες καταθέσεις από όλα τα εμπλεκόμενα στη συνυπογραφή των ΗΣΚ προσώπων (Σ.Τ. – Προϊσταμένη Οικονομικού, Π.Θ. – Προϊστάμενος Γραμματείας ΤΕΙ και Ι.Μ. – Ταμίας) συμφωνούν στο ότι το σύνολο των εισπράξεων αποδιδόταν με μια ΗΣΚ. Άλλωστε διαπιστώθηκε ότι και η ίδια η εκκαλούσα, στις 27.11.1001, ενώ είχε ήδη κινήσει υποψίες και είχαν αρχίσει ενέργειες της υπηρεσίας της για την παρακολούθηση των κινήσεών της, που τελικώς μέσω διασταύρωσης των στοιχείων κατέληξαν, στον εντοπισμό, στις 26 και 27.11.2001, των ως άνω πρώτων 8 ΑΠΥ, που έγιναν αφορμή για τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου, κατέγραψε στην ίδια ΗΣΚ όχι μόνο τις εντός τρέχουσας αριθμητικής ακολουθίας αποδείξεις αλλά και τις εκτός τρέχουσας ακολουθίας αποδείξεις με αρ. 08941 έως 08948, αποδίδοντας έτσι το σύνολο των εισπράξεών της για εκείνη την ημέρα. Κατόπιν αυτών και αφού προηγήθηκε η 1003/13.9.2003 πρόσκλη¬ση για αναπλήρωση του ελλείμματος, εκδόθηκε η 320/2.12.2002 καταλογιστική απόφαση, με την οποία η εκκαλούσα καταλογίστηκε με το ποσό των 8.338,14 ευρώ (2.841.220 δρχ.), το οποίο προέκυψε μετά από την αφαίρεση, από το συνολικό ποσό των 8.784,21 ευρώ (2.993.220 δρχ.), του ποσού των 446,07 ευρώ (152.000 δρχ.), που είχε ήδη καταβάλει στο Νοσοκομείο. Η ως άνω καταλογιστική πράξη ακυρώθηκε με την 2155/2005 απόφαση του IV Τμήματος, λόγω της μη αναγραφής του υπέρ ου ο καταλογισμός προσώπου. Περαιτέρω, βάσει της ως άνω έκθεσης ελέγχου η εκκαλούσα παραπέμφθηκε στο Πρωτοβάθμιο Υπηρεσιακό – Πειθαρχικό Συμβούλιο του Β΄ ΠΕΣΥΠ Κεντρικής Μακεδονίας, ενώπιον του οποίου παρουσίασε ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα ΗΣΚ με ημερομηνίες 20.11.2001, 25.1.2001 και 26.11.2001, με την ένδειξη «ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ», τις οποίες μάλιστα δεν είχε παρουσιάσει ενώπιον των Επιθεωρητών κατά τη διενέργεια του αρχικού ελέγχου. Κατόπιν αυτού δόθηκε η 731/17.4.2003 εντολή του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας για διενέργεια συμπληρωματικής ΕΔΕ προκειμένου να διαπιστωθεί το γνήσιο ή μη των φωτοτυπιών. Ύστερα από νέο ενδελεχή έλεγχο, από τους επιθεωρητές Γ.Σ. και Π.Ν., στα σχετικά παραστατικά στοιχεία, επιβεβαιώθηκε εκ νέου η διαπίστωση της αρχικής έκθεσης περί αποκλεισμού τέτοιας πιθανότητας ύπαρξης και δεύτερων ΗΣΚ. Ειδικότερα και όσον αφορά τις ανωτέρω ημερομηνίες ελέγχθησαν και ευρέθησαν πλήρη τα σχετικά παραστατικά, δηλαδή μια ΗΣΚ για κάθε ημερομηνία μετά των σχετικών αντιγράφων ΑΠΥ, τα ισόποσα γραμμάτια είσπραξης καθώς και τα αντίστοιχα παραστατικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του Νοσοκομείου. Αντίθετα δεν ευρέθη κανένα παραστατικό, είτε σε πρωτότυπο, είτε σε αντίγραφο, που να καταλείπει περιθώριο ύπαρξης τέτοιων δεύτερων ΗΣΚ. Οι δε επιθεωρητές, βάσει των ανωτέρω κατέληξαν στο ότι οι φωτοτυπίες αυτές δεν προέρχονταν από παραστατικά του Νοσοκομείου και συνέταξαν την 708/19.6.2003 συμπληρωματική έκθεση ελέγχου, στην οποία αναφέρονται και σε αποκλίσεις που διαπίστωσαν στο περιεχόμενο των εν λόγω φωτοτυπιών σε σύγκριση με το περιεχόμενο των εντύπων που χρησιμοποιήθηκαν στην κανονική διαχείριση, που αποτελούν ενδείξεις για τη μη γνησιότητά τους (βλ. παρ. 13 της εν λόγω έκθεσης). Ακολούθως, μετά την με αρ. 277/20.3.2006 πρόσκληση καταβολής του ποσού, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη καταλογισμού σε βάρος της εκκαλούσας και υπέρ του ως άνω Νοσοκομείου, με το ποσό των 8.338,14 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ισόποσο έλλειμμα, που φέρεται ότι προκάλεσε στη χρηματική διαχείριση αυτού. Με τα παραπάνω δεδομένα, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, το Τμήμα κρίνει ότι, ειδικά ως προς το ποσό των 263.250 δρχ., που η εκκαλούσα φέρεται, βάσει ένορκων καταθέσεων από 14 αλλοδαπούς, ότι εισέπραξε και δεν απέδωσε στο Ταμείο, ο καταλογισμός δεν είναι πλήρως αιτιολογημένος, διότι αφενός μεν οι κρίσιμες ΑΠΥ έχουν απολεσθεί, αφετέρου δε στις καταθέσεις αυτές δεν αναφέρεται το πρόσωπο προς το οποίο καταβλήθηκαν οι σχετικές οφειλές και επομένως δεν μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να συναχθεί ότι η εκκαλούσα ήταν το πρόσωπο που εισέπραξε το παραπάνω ποσό. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης και να περιοριστεί ο επίδικος καταλογισμός στο ποσό των 7.565,57 ευρώ (2.841.200 δρχ. – 263.250 δρχ. = 2.577.970 δρχ. ή 7.565,57 ευρώ). Περαιτέρω, ο καταλογισμός της εκκαλούσας με το εν λόγω εναπομείναν ποσό παρίσταται νόμιμος, καθόσον από τον έλεγχο των κρίσιμων διαχειριστικών στοιχείων προέκυψε ότι η εκκαλούσα, που είχε αναλάβει άτυπα την αρμοδιότητα της είσπραξης των εσόδων από παρακλινικές εξετάσεις, φέροντας έτσι την ιδιότητα του de facto υπολόγου, προέβη επανειλημμένα σε μη απόδοση των ως άνω εισπραχθέντων από αυτή εσόδων με εκτός αριθμητικής ακολουθίας ΑΠΥ, με τον τρόπο που έχει προαναφερθεί. Η καταλογιστική πράξη, παρά τα όσα αβασίμως υποστηρίζει η εκκαλούσα, είναι νομίμως αιτιολογημένη, καθώς από αυτή προκύπτουν τα απαραίτητα στοιχεία, που, συμπληρούμενα και από τα στοιχεία του φακέλου, δικαιολογούν τον καταλογισμό της, δηλαδή η ιδιότητά της ως de facto υπολόγου – εισπράκτορα των εσόδων του Νοσοκομείου και το γεγονός της πρόκλησης του συγκεκριμένου ύψους ελλείμματος, με την εκ μέρους της παρακράτηση και μη απόδοση εσόδων ύψους 8.338,14 ευρώ στο Ταμείο του Νοσοκομείου, κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2001 έως 26.11.2001, νομίμως δε συμπληρώνεται με τις ως άνω εκθέσεις ελέγχου, στις οποίες αναλυτικά αναφέρονται τα διαχειριστικά εκείνα στοιχεία, που θεμελιώνουν την ευθύνη της για την πρόκληση του επίμαχου ελλείμματος. Αβασίμως με την κρινόμενη έφεσή της η εκκαλούσα προβάλλει ότι δεν έτυχε του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, καθώς αφενός μεν πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης της επιδόθηκε η 277/20.3.2006 πρόσκληση καταβολής του καταλογισθέντος ποσού, οπότε και μπορούσε να αναπτύξει τους ισχυρισμούς της και να ζητήσει να τεθεί στη διάθεσή της όποιο στοιχείο θεωρούσε κρίσιμο για την υπεράσπισή της, αφετέρου δε, πέραν των καταθέσεών της στις 28.3. και 26.4.2002, επανειλημμένα διατύπωσε εγγράφως τις απόψεις της, τόσο κατά τον αρχικό όσο και κατά το συμπληρωματικό έλεγχο, χωρίς πάντως να προβάλει ισχυρισμούς ικανούς να οδηγήσουν σε ανατροπή των σαφών διαχειριστικών δεδομένων, που οδήγησαν στη διαπίστωση του αντικειμενικού γεγονότος της ύπαρξης ελλείμματος στη διαχείρισή της και κατέληξαν στον καταλογισμό της. Ειδικότερα μετά την 277/20.3.2006 πρόσκληση καταβολής του καταλογισθέντος ποσού, ανέπτυξε τις απόψεις της υποβάλλοντας το με αρ. πρωτ. 387/25.4.2006 υπόμνημα, ενώ είχε ήδη υποβάλει, τόσο κατά τον αρχικό έλεγχο το με αρ. πρωτ. 377/28.3.2002 υπόμνημα και την από 10.10. 2002 αναφορά, όσο και κατά το συμπληρωματικό έλεγχο το με αρ. πρωτ. 563/19.5.2003 υπόμνημα, από το οποίο προκύπτει πλήρης γνώση των κρίσιμων στοιχείων για τον καταλογισμό της. Και ναι μεν μετά την ως άνω 277/20.3.2006 πρόσκληση υπέβαλε την από 6.4.2006 αίτηση – αναφορά, πλην όμως με αυτή ζητούσε αορίστως την ακρόασή της, χωρίς την υποβολή συγκεκριμένου αιτήματος (π.χ. πρόσβασης σε συγκεκριμένα στοιχεία) και ενώ τα δεδομένα του καταλογισμού της ήταν ήδη γνωστά και είχε εκθέσει τις απόψεις της σχετικώς. Άλλωστε στη συνέχεια ανέπτυξε εκ νέου αναλυτικά τις απόψεις της με το ως άνω με αρ. πρωτ. 387/25.4.2006 υπόμνημα. Επομένως, με τα παραπάνω έγγραφα η εκκαλούσα εξάντλησε την προβολή των απόψεων της σε σχέση με το αποδιδόμενο σε αυτή έλλειμμα και τον τρόπο δημιουργίας του, αναπτύσσοντας αναλυτικά τους ισχυρισμούς της, έχουσα γνώση των δεδομένων που οδήγησαν στον καταλογισμό της και χωρίς να προκύπτει ότι ζήτησε και στερήθηκε της πρόσβασης σε συγκεκριμένο κρίσιμο στοιχείο για τον καταλογισμό της και την υπεράσπιση του εαυτού της. Περαιτέρω αβασίμως υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη κατά παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, με την αιτιολογία ότι ο Επιθεωρητής Γ.Σ., του οποίου ζήτησε την εξαίρεση, δεν υπήρξε αντικειμενικός κριτής, διότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο ανωτέρω ενήργησε εκτός του πλαισίου άσκησης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, ούτε από κανένα στοιχείο μπορεί να συναχθεί έχθρα ή προκατάληψη αυτού έναντι της εκκαλούσας, όταν μάλιστα η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο αντικειμενικό και πέραν πάσης αμφισβήτησης δεδομένο του εντοπισμού του συγκεκριμένου ελλείμματος στη διαχείρισή της. Επίσης αβασίμως κάνει λόγο για μεθόδευση σε βάρος της, δοθέντος ότι ο έλεγχος των διαχειριστικών στοιχείων αποκάλυψε σαφώς την ευθύνη της για τη δημιουργία του ελλείμματος. Νόμω αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η καταλογιστική πράξη στηρίζεται σε μη νόμιμες ανακριτικές ενέργειες, λόγω του ότι το πρώτο πόρισμα εκδόθηκε σε χρόνο που δεν είχε εφαρμογή ο ν. 2920/2001, που παρείχε ανακριτικές αρμοδιότητες, διότι η Διεύθυνση Επιθεώρησης Υγείας Πρόνοιας – Θράκης, η οποία ήταν αρμόδια για τη διενέργεια του ελέγχου, διέθετε σε κάθε περίπτωση ανακριτικές αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις περί οικονομικής επιθεώρησης διατάξεις (ιδίως του ν. 1264/1942 και του άρ. 2 του ν. 2343/1995), στις οποίες παραπέμπουν τα άρθρα 32 και 125 του π.δ. 95/2000. Πέραν αυτού, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι και αλυσιτελής διότι ο επίδικος καταλογισμός στοιχειοθετείται επαρκώς στα αποτελέσματα του ελέγχου της διαχείρισης και στον εντοπισμό των κρίσιμων διαχειριστικών στοιχείων, που έχουν προαναφερθεί, η διασταύρωση, διακρίβωση και παράθεση των οποίων, στηρίζει πλήρως την αποδιδόμενη στην εκκαλούσα πρόκληση του ελλείμματος, χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή επ’ αυτού οποιαδήποτε διενεργηθείσα ανακριτική ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό, η εκκαλούσα αλυσιτελώς προβάλλει πλημμέλειες και κατά τη διενεργηθείσα ΕΔΕ (ένορκη εξέτασή της, μη παράσταση με δικηγόρο, μη εξέταση όλων των προταθέντων από αυτή μαρτύρων), οι οποίες μπορεί να έχουν μεν συνέπειες στην πειθαρχική διαδικασία, πλην, όμως, δεν έχουν άνευ άλλου συνέπειες στη διαδικασία του καταλογισμού, η οποία μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στα ευρήματα του διαχειριστικού ελέγχου, όπως εν προκειμένω, που, όπως έχει προαναφερθεί, ο επίδικος καταλογισμός αιτιολογείται και στοιχειοθετείται πλήρως βάσει των ως άνω κρίσιμων διαχειριστικών δεδομένων που εντοπίστηκαν και καταδεικνύουν σαφώς την ευθύνη της για την πρόκληση του επιδίκου ελλείμματος. Αβασίμως προβάλλει ότι μετά την ακύρωση της αρχικής καταλογιστικής απόφασης, λόγω της μη αναγραφής του υπέρ ου ο καταλογισμός προσώπου, έπρεπε να διενεργηθεί νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, διότι με την 2155/2005 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο φάκελος αναπέμφθηκε για τη συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης και μόνο, ούτε εξάλλου τίθεται ζήτημα επίκαιρου, όπως προβάλλει η εκκαλούσα, διότι δεν μεταβλήθηκαν τα διαχειριστικά δεδομένα, που δικαιολογούν τον καταλογισμό της. Αβασίμως προβάλλει ότι δεν φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, αφού δεν υπήρξε υπηρεσιακή ανάθεση χρήματος σ’ αυτή, διότι φέρει την ιδιότητα του de facto υπολόγου, ως εκ του υλικού γεγονότος της άσκησης καθηκόντων εισπράκτορα. Απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης είναι ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αναφέρει το βαθμό υπαιτιότητάς της, καθόσον αναφέρεται σε ιδιοποίηση και άρα σε δόλο αυτής, πέραν του ότι δεν απαιτείται τέτοια αναγραφή του βαθμού υπαιτιότητας, καθόσον η ευθύνη του υπολόγου είναι εκ του νόμου τεκμαιρόμενη, οφείλει δε αυτός να αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει ούτε ελαφρά αμέλεια για την επέλευση του ελλείμματος της διαχείρισής του. Αβασίμως επίσης προβάλλει ότι έχει παραγραφεί η αξίωση του Δημοσίου προς αναπλήρωση του ελλείμματος, διότι στην περίπτωση αποκατάστασης ελλείμματος από τον υπόλογο, εφαρμόζεται η 20ετής παραγραφή του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα από το χρόνο δημιουργίας του ελλείμματος. Αβασίμως και αναποδείκτως προβάλλει την εκ μέρους της σύνταξη και δεύτερων ΗΣΚ για την καταχώριση των εκτός ακολουθίας ΑΠΥ, καθόσον ο ενδελεχής έλεγχος των διαχειριστικών στοιχείων στο αρχείο του Νοσοκομείου, τόσο στην Οικονομική Υπηρεσία, όσο και στη Γραμματεία ΤΕΙ, απέκλεισε τέτοιο ενδεχόμενο, αφού επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη πλήρων των στοιχείων της κανονικής διαχείρισης και η ανυπαρξία οιουδήποτε στοιχείου σχετικού με την τήρηση δεύτερων ΗΣΚ και την απόδοση των σχετικών ποσών στο Ταμείο, παρόλο που οι ΗΣΚ εκδίδοντο καθημερινά, σε τριπλότυπο και φυλάσσονταν και στην Οικονομική Υπηρεσία και στη Γραμματεία TEΙ. Οι επικαλούμενες από αυτή τρεις φωτοτυπίες δεύτερων ΗΣΚ δεν προέκυψε ότι αντιστοιχούν σε παραστατικά του Νοσοκομείου και, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, κρίνονται ως μη έχουσες καμία αποδεικτική ισχύ (βλ. και το άρθρο 173 παρ. 2 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας», Φ. Α΄ 97). Αλυσιτελώς προ¬βάλλει τη γενικότερη απορρύθμιση της Οικονομικής Υπηρεσίας και την ύπαρξη ευθυνών και άλλων προσώπων για την επέλευση του ελλείμματος, διότι η δική της ευθύνη είναι αυτοτελής και πλήρως αιτιολογημένη, χωρίς να μεταβάλλεται από την ενδεχομένως συντρέχουσα ευθύνη και άλλων προσώπων για τις επικρατούσες γενικότερες συνθήκες στη διαχείριση. Ούτε άλλωστε αιτία του καταλογισμού της αποτέλεσε η γενικότερη αταξία, αλλά η εκ μέρους της μη απόδοση συγκεκριμένων εσόδων, η οποία ως ενέργεια τη βαρύνει αποκλειστικά. Αβασίμως επομένως αναφέρει ως «συγκατηγορουμένους της» τους Προϊσταμένους της, προβάλλοντας ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι καταθέσεις τους. Επίσης αβασίμως προβάλλει ότι θα έπρεπε να ληφθούν εκ νέου καταθέσεις από τον Ταμία και τον Προϊστάμενο Τ.Ε.Ι. στο πλαίσιο του δεύτερου ελέγχου, σε σχέση με την ύπαρξη και δεύτερων ΗΣΚ, καθόσον αυτοί είχαν ήδη εκφραστεί σαφώς για το θέμα αυτό κατά τον πρώτο έλεγχο. Άλλωστε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι όποιες καταθέσεις δεν ασκούν εν προκειμένω ουσιώδη επιρροή στην κρίση περί της νομιμότητας του καταλογισμού, αφού αυτός αιτιολογείται και στοιχειοθετείται πλήρως από την έρευνα των κρίσιμων διαχειριστικών στοιχείων και τα ευρήματα αυτής. Αλυσιτελώς προβάλλει τη μη θεώρηση και τη μη υποχρέωση τήρησης της αριθμητικής ακολουθίας των ΑΠΥ, διότι η αιτιολογία του καταλογισμού της είναι η μη απόδοση των εισπραχθέντων από αυτή εσόδων με τις κρίσιμες ΑΠΥ και όχι η μη τήρηση της αριθμητικής τους ακολουθίας. Αλυσιτελώς επίσης προβάλλονται λόγοι σε σχέση με τις αρχικώς εντοπισθείσες στην υπηρεσία της 8 ΑΠΥ συνολικού ποσού 152.000 δρχ., διότι αυτές δεν αφορούν στο καταλογισθέν ποσό. Αλυσιτελώς προβάλλει ότι υπήρχε γενικότερη διαχειριστική αταξία, για την οποία και η ίδια είχε διαμαρτυρηθεί καθώς και ότι δεν ανευρέθη το βιβλίο χρεώσεων ΑΠΥ (το βιβλίο αυτό άλλωστε αφορούσε προηγούμενο διάστημα, μέχρι το Μάρτιο 2000) καθώς αυτοί οι ισχυρισμοί δεν επηρεάζουν τη διαπιστωθείσα εκ μέρους της πρόκληση του επίμαχου ελλείμματος, με τη συστηματική μη απόδοση των εσόδων που έχουν προαναφερθεί. Για τον ίδιο λόγω αλυσιτελώς (αλλά και αναποδείκτως) προβάλει και τη μη αυθημερόν έκδοση των γραμματίων είσπραξης, αφού κρίσιμο στοιχείο για τον καταλογισμό συνιστά η εκ μέρους της μη καταχώριση των εσόδων στις ΗΣΚ και η με τον τρόπο αυτό παράλειψη απόδοσής τους. Άλλωστε τα γραμμάτια είσπραξης είχαν εκδοθεί κανονικά για όλες τις ΗΣΚ με τα πράγματι αποδοθέντα έσοδα από ΑΠΥ τρεχουσών ακολουθιών. Επομένως, με βάση τα παραπάνω η επέλευση του ελλείμματος οφείλεται σε συστηματική παράνομη συμπεριφορά της εκκαλούσας, με την κατ’ επανάληψη μη απόδοση εσόδων του Νοσοκομείου στο Ταμείο, προερχόμενων από τις προαναφερόμενες εκτός τρέχουσας αριθμητικής ακολουθίας ΑΠΥ, τις οποίες παρέλειψε να καταχωρήσει στις αντίστοιχες ΗΣΚ. Τέλος, απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης είναι ο ισχυρισμός της ότι πρέπει να απαλλαγεί των προσαυξήσεων, καθόσον δεν έχουν καταλογιστεί σε βάρος της προσαυξήσεις. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να περιοριστεί το ποσό του καταλογισμού στο ποσό των 7.565,57 ευρώ, να επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο στην εκκαλούσα (άρ. 56 παρ. 2 του π.δ. 774/1980) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (βλ. άρ. 275 παρ. 1 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής δικονομίας» Φ. Α 97, που εφαρμόζεται αναλόγως ελλείψει σχετικής διάταξης στο π.δ. 1225/1981, σύμφωνα με το άρθρο 123 του προεδρικού αυτού διατάγματος).