ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2799/2011
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα (εισηγήτρια), Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης,Φλωρεντία Καλδή, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 4.12.2008 (αρ. Β.Δ. 314/8.12.2008) αίτηση για αναίρεση της 2233/2008 οριστικής αποφάσεως των : 1) … και 46) …., υπαλλήλων του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), απάντων κατοίκων, ως εκ της υπηρεσιακής τους έδρας, Αθηνών, οδός Βουλής 8 – 10), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου των δικηγόρου Αθανασίου Κούρεντα (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 5466).
Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη,
κ α τ ά του νομικού προσώπου με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (Ο.Α.Ε.Ε.), όπως εκπροσωπείται νομίμως, και εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αρ. 22, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Αικατερίνης Πάνου – Κοκιασμένου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 6310).
Με την 122/2/668ης Συν./20.2.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ο.Α.Ε.Ε., όπως τροποποιήθηκε με την 149/2/670ης Συν./27.2.2006 όμοια, παρεκρατήθη από τους αναιρεσείοντες το 1/20 των ακαθαρίστων μηνιαίων αποδοχών τους και έως του ποσού, που ο καθένας από αυτούς φέρεται να οφείλει, ως αχρεωστήτως ληφθείσες αποδοχές αδείας.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη έφεση των ανωτέρω κατά της προαναφερόμενης πράξεως του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε. ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής του νομίμου παραβόλου της εφέσεως.
Με την κρινόμενη αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης 2233/2008 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου και την πληρεξουσία δικηγόρο του Ο.Α.Ε.Ε., οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως.
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Γεώργιο Κωνσταντά και το Σύμβουλο Μιχαήλ Ζυμή που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Χριστίνα Ρασσιά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Το άρθρο 56 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (φ. 189 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008 (φ. 77 Α΄) και ισχύει από 8.6.2008 (άρθρ. 82 ν. 3659/2008) ορίζει ότι : «1. Το ένδικο βοήθημα ή μέσο, πλην αυτού που ασκείται από τους Υπουργούς, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, απορρίπτεται ως απαράδεκτο εάν, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, δεν προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Το δικαστήριο, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση δεν καταβληθεί παράβολο ή αυτό που καταβλήθηκε είναι ελλιπές, κατ’ αίτηση του υποχρέου για την καταβολή, χορηγεί σε αυτόν προθεσμία μέχρι πέντε (5) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της συζητήσεως της υποθέσεως, για την καταβολή την συμπλήρωση του παραβόλου και την προσκόμιση του αποδεικτικού καταβολής του …… 2. …… 3. Το παράβολο ορίζεται : α) …… δ) για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων και για τις χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) του αμφισβητουμένου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις. Το αναλογικό παράβολο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριάντα (30) ευρώ.». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η καταβολή του οριζομένου από τον νόμο παραβόλου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων, που ασκούνται από ιδιώτη και η μη καταβολή (ή ελλιπής καταβολή) του, το αργότερο εντός προθεσμίας 5 ημερών (κατ’ αίτηση του υποχρέου προς καταβολή) συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου, συνεπώς και της αναιρέσεως ως απαραδέκτου. Το παράβολο στις χρηματικού αντικειμένου διαφορές ορίζεται στο 1% του αμφισβητουμένου ποσού, με κατώτερο το ποσό των 30 €. Η ρύθμιση αυτή δεν αντιβαίνει προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, διότι αποσκοπεί στην εξασφάλιση μίας καλής απονομής της δικαιοσύνης, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της έννομης ασφάλειας, στο μέτρο που αποθαρρύνει την καταχρηστική και προπετή άσκηση ενδίκων μέσων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό του απαιτητέου παραβόλου δεν είναι υπέρμετρο, ώστε να εμποδίζει την πρόσβαση στο δικαστήριο. Εξάλλου στο δικονομικό δίκαιο αναγνωρίζεται και θεσμός του ευεργετήματος της πενίας που επιτρέπει στον οικονομικώς αδύνατο να ζητήσει προστασία, χωρίς την καταβολή εξόδων (βλ. αποφ. Ε.Δ.Α.Α. Γρυπαίος κατά Ελλάδος, Ολ. ΣτΕ 1583/2010 και άρθρ. 276 Κ.Δ.Δ.).
2. Στην κρινόμενη υπόθεση το δικάσαν Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 122/2/668ηςΣυν./20.2.2006 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Ε. (όπως αυτή τροποποιήθηκε με την 142/2/670ης Συν./27.2.2006 όμοια), με την οποία εντέλλονται να επιστρέψουν στον Οργανισμό, με την παρακράτηση του 1/20 των ακαθαρίστων μηνιαίων αποδοχών τους, τα ποσά, που ο καθένας από αυτούς φέρεται να εισέπραξε αχρεωστήτως, ως αποδοχές αδείας, με την αιτιολογία ότι κανείς από τους ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι συμμετείχαν νομίμως στη συζήτηση της υποθέσεώς τους, παρασταθέντες δια πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν κατέβαλε το αναλογούν παράβολο. Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες, εκτός του 1ου, 2ου και 4ης, δεν κατέβαλαν το νόμιμο παράβολο ούτε στην παρούσα δίκη. Οι αναιρεσείοντες παραστάθηκαν στην παρούσα δίκη και πάλι με πληρεξούσιο δικηγόρο και συνεπώς όφειλαν να γνωρίζουν και να τηρήσουν την δικονομική τους υποχρέωση προς καταβολή του παραβόλου έως την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή το αργότερο 5 ημέρες μετά από αυτήν. Εξάλλου, ενόψει και των μικρού ύψους ποσών στο οποίο αφορά η επίδικη παρακράτηση αποδοχών (κυμαίνεται από 3.315 – 357 € περίπου) το αναλογικό παράβολο 1%, με κατώτερο το ποσόν των 30 € δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση των ανωτέρω, απαγορευτική στην πρόσβασή τους ενώπιον της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανωτάτου δημοσιονομικού δικαστηρίου. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για τους λοιπούς πλην των 1ου, 2ου και 4ης των αναιρεσειόντων λόγω μη καταβολής παντάπασι του νομίμου παραβόλου από αυτούς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην 1η σκέψη της παρούσης. Περαιτέρω, όμως, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και για τον 1ο των αναιρεσειόντων, σύμφωνα επίσης με όσα εκτίθενται στην 1η σκέψη της παρούσης, λόγω καταβολής ελλιπούς του νομίμου παραβόλου. Συγκεκριμένως ο 1ος των αναιρεσειόντων όφειλε να καταθέσει παράβολο ύψους 33,15 € (αμφισβητούμενο ποσό αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών 3.315,32 Χ 1%), ενώ κατέθεσε παράβολο ύψους 25 € (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 2654188 και 5466002, Σειράς Α΄). Ως προς τους 2ο και 4η των αναιρεσειόντων όμως, οι οποίοι κατέβαλαν το νόμιμο παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 2223648 ο 2ος και 2223647 και 5466001 η 4η, Σειράς Α΄) – σημειώνεται ότι η 4η των αναιρεσειόντων κατέβαλε 5 € περισσότερο από το απαιτούμενο, αφού αυτή, ενόψει του αμφισβητουμένου ως προς αυτήν ποσού αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών 2.438,76 ευρώ, ήτοι οφειλόμενο το ελάχιστο παράβολο των 30 €, κατέβαλε 35 € –, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει τυπικώς δεκτή, να διακρατηθεί και να διερευνηθεί περαιτέρω.
3. Από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης 2233/2008 αποφάσεως του IV Τμήματος και των πρακτικών της συζητήσεως επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, προκύπτει ότι όλοι οι ήδη αναιρεσείοντες και συνεπώς και οι 2ος και 4η εξ αυτών, δεν κατέβαλαν το νόμιμο παράβολο ούτε στην δίκη επί της εφέσεως. Οι αναιρεσείοντες, ισχυρίζονται με το α΄ σκέλος του μοναδικού αναιρετικού λόγου, ότι κατέβαλαν κατά τη συζήτηση της οικείας αιτήσεως Αναστολής τα νόμιμα παράβολα και ότι εκ παραδρομής δεν μεταφέρθηκαν αυτά στην από 11.3.2008 δικάσιμο επί της εφέσεώς τους. Όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αναπόδεικτος. Περαιτέρω, με το β΄ σκέλος του λόγου αναιρέσεως προβάλλεται παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της μη επισημάνσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου της ουσίας, της παραλείψεως καταβολής του οικείου παραβόλου και χορηγήσεως προθεσμίας των 5 ημερών για την προσκόμιση αυτού. Όμως και κατά το σκέλος αυτό ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από καμία διάταξη δεν συνάγεται υποχρέωση του Δικαστηρίου για επισήμανση της παραλείψεως καταβολής παραβόλου στο διάδικο, καθώς και αυτεπάγγελτης χορηγήσεως προθεσμίας 5 ημερών για την καταβολή του, όταν μάλιστα ο υπόχρεος διάδικος παρίσταται νομίμως κατά τη συζήτηση της υποθέσεώς του και ζητεί την εκδίκασή της, όπως προκύπτει εν προκειμένω από τα Πρακτικά συζητήσεως της εφέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς οφείλει να γνωρίζει και να τηρήσει τη δικονομική του υποχρέωση προς καταβολή του παραβόλου. Επομένως και κατά το σκέλος αυτό ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην 1ησκέψη της παρούσης, και δεδομένου ότι για τους εν λόγω αναιρεσείοντες η καταβολή του νομίμου παραβόλου για την άσκηση εφέσεως δεν κρίνεται, εν προκειμένω υπέρμετρη, τοσούτον μάλλον καθόσον κατά το χρόνο ασκήσεως και συζητήσεως της εφέσεως το παράβολο ισούτο, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 1 π.δ/τος 774/1980, προς το 1/25% του αμφισβητουμένου ποσού, ορθώς το δικάσαν Τμήμα απέρριψε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την έφεση των 2ου και 4ης των αναιρεσειόντων, ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής του νομίμου παραβόλου.
4. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και για τους 2ο και 4η των αναιρεσειόντων ως αβάσιμη, η δε κρινόμενη αίτηση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου το κατατεθέν για την άσκησή της παράβολο των 1ου, 2ου και 4ης των αναιρεσειόντων, πλην του υπερβάλλοντος ποσού παραβόλου 5 €, που πρέπει να επιστραφεί στην 4η των αναιρεσειόντων (άρθρ. 56 π.δ/τος 774/1980).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση ως προς όλους τους αναιρεσείοντες, πλην του 2ου και 4ης αυτών, ως απαράδεκτη.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση ως προς τους 2ο και 4η των αναιρεσειόντων ως αβάσιμη στην ουσία.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, ύψους 5 € στην 4η των αναιρεσειόντων Σοφία Πανταζοπούλου.