ΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2812/2011
Πρωτη δημοσίευση Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη www.nomikospoudastirio.gr
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Μιχαήλ Ζυμής (εισηγητής), Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Φλωρεντία Καλδή, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Άννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας και Θεολογία Γναρδέλλη, απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 2 Απριλίου 2009 (αριθμ. κατάθ. 169/2009) για αναίρεση της 469/2008 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση και τον από 7.2.2011 πρόσθετο αυτής λόγο του …., ο οποίος απεβίωσε την 30ή Ιουλίου 2009 και τη δίκη συνεχίζει δι’ επαναλήψεως αυτής η υπεισελθούσα στη δικονομική του θέση ως κληρονόμος αυτού χήρα σύζυγός του …., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αναστασίας Χατζητζανή,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Με την από 22.2.1995 αποζημιωτική αγωγή του – η οποία παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο ως κατά δικαιοδοσία αρμόδιο Δικαστήριο με την 2041/2003 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας – ο μεταποβιώσας …., εν ζωή πολιτικός συνταξιούχος, πρώην δικαστικός λειτουργός (Εφέτης Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων), ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο – αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσόν των 10.701.560 δραχμών (ήδη 31.405,90 ευρώ) για την αποκατάσταση της επικαλούμενης ζημίας που υπέστη από την άρνηση των συνταξιοδοτικών του οργάνων να αναπροσαρμόσουν αυξητικώς τη σύνταξή του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 88 παρ. 2 του Συντάγματος, 29 και 30 του ν. 1397/1983, 14 παρ. 11 ν. 1968/1991 και της 2019812/1209/0022/28.2.1992 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, και είχε ως επακόλουθο να στερηθεί την αυξημένη σύνταξή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1987 μέχρι 31.5.1991, στο οποίο δεν ανέτρεξε, λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα περιορισμένης τριετούς αναδρομής, η καταβολή της αυξητικά αναπροσαρμοσθείσας κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων με την 1714/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύνταξής του. Με την αναιρεσιβαλλόμενη 469/2008 οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος, που εκδόθηκε μετά την 841/2007 προδικαστική απόφασή του που διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων δια της υποβολής σχετικής βεβαιώσεως υπό της αρμοδίας Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από την οποία να προκύπτουν επακριβώς σε αντιστοίχιση τα ποσά των συντάξεων που εισέπραξε ο ενάγων κατά το από 1.1.1987 έως 31.5.1991 χρονικό διάστημα και εκείνα (ποσά) τα οποία έπρεπε να λάβει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί με βάση τις διαφορές αποδοχών που χορηγήθηκαν στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βάση την 2019812/1209/0022/28.2.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, πλέον της κατά νόμο αναλογούσας επί των ποσών αυτών Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.), έγινε εν μέρει δεκτή – για το ποσόν των 30.354,74 ευρώ – η ένδικη αγωγή και υποχρεώθηκε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν ποσόν των 30.354,74 ευρώ, νομιμοτόκως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», την οποίαν έκρινε ως συνταγματική και μη αντικειμένη σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ή αρχές, από την επίδοση της αγωγής.
Με την κρινόμενη αίτηση και τον πρόσθετο λόγο αυτής ζητείται η εν μέρει αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος και δη κατά το μέρος που δέχθηκε μερικώς και όχι εξ ολοκλήρου (ως εκ του προσαπτομένου υπ’ αυτής εσφαλμένου υπολογισμού των ποσών της Α.Τ.Α. της χρονικής περιόδου από 1.1.1989 μέχρι 31.5.1991) το αιτηθέν δια της αγωγής ποσόν αποζημιώσεως, αντιστοιχούντος σε χρηματική διαφορά 1.051,15 ευρώ (31.405,90 – 30.354,74), καθώς και κατά το μέρος που η επιδικασθείσα υπέρ του αναιρεσείοντος αποζημίωση κρίθηκε τοκοφόρος με επιτόκιο προς 6% ετησίως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Την πληρεξουσία δικηγόρο της υπεισελθούσας στη δικονομική θέση του θανόντος αναιρεσείοντος χήρας συζύγου του, η οποία δι’ αναφοράς στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και του προσθέτου λόγου αυτής, ζήτησε την ουσιαστική παραδοχή τους.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ο οποίος, αφού ανέπτυξε προφορικά την υπόθεση ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και του προσθέτου λόγου αυτής, άλλως την παραπομπή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για επίλυση του κρισίμου ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται για τις οφειλές του Δημοσίου επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το επιτόκιο του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, και
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε τη μερική παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς το δεύτερο αναιρετικό λόγο που αφορά στο ύψος του επιτοκίου των οφειλών του Δημοσίου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τους Αντιπροέδρους Νικόλαο Αγγελάρα και Σωτηρία Ντούνη που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Χριστίνα Ρασσιά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Όπως προκύπτει από την αριθμ. 74 τόμ. 23/21.9.2009 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων, ο αναιρεσείων …. απεβίωσε ενταύθα στις 30.7.2009 και με τις από 15.4.1998 και άνευ ημεροχρονολογίας δύο (2) ιδιόγραφες διαθήκες του, που δημοσιεύθηκαν, αντιστοίχως, με τα 1649 και 1650/5.3.2010 πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκαν ως κυρίες με την 616/2010 απόφασή του, εγκατέστησε ως μόνους κληρονόμους του την ανεψιά του ….. συζ. …., το γένος …., επί δήλου ακινήτου κειμένου εις …. Μεσσηνίας, και τη χήρα σύζυγό του …. εφ’ όλης της κινητής και υπολοίπου ακινήτου περιουσίας του. Συνεπεία του ληξιαρχικού τούτου γεγονότος που έλαβε χώρα πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης επήλθε διακοπή της δίκης (άρθρ. 74 π.δ. 1225/1981), επαναλαμβανομένης ήδη εκουσίως μετά της ως άνω χήρας συζύγου του αναιρεσείοντος, ως μόνης κληρονόμου και της κινητής περιουσίας του, που περιλαμβάνει και τις απαιτήσεις, η οποία παρασταθείσα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου ζήτησε δι’ αυτής την επανάληψη και τη συνέχιση στο πρόσωπό της της διακοπείσας δίκης (άρθρ. 76 π.δ. 1225/1981) έχοντας προς τούτο πρόδηλο έννομο συμφέρον.
ΙΙ. Η υπό κρίση αίτηση και πρόσθετος λόγος αναίρεσης (εν μέρει) της 469/2008 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2384966 Σειράς Α΄ έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικώς δεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητά τους.
ΙΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πρόσθετο λόγο αυτής ο αναιρεσείων επιδιώκει την εν μέρει αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και δη : α) κατά το μέρος που δέχθηκε μερικώς και όχι εξ ολοκλήρου, ως εκ του προσαπτόμενου εσφαλμένου υπολογισμού των ποσών της Α.Τ.Α. της χρονικής περιόδου από 1.1.1989 μέχρι 31.5.1991, το κατά το αιτητικό της αγωγής αιτούμενο ποσόν αποζημιώσεως, αντιστοιχούντος σε χρηματική διαφορά 1.051,15 ευρώ (31.405,90 – 30.354,74), προβάλλοντας σχετικώς ως αναιρετικό λόγο παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση τής, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 70 και 97 του π.δ/τος 1225/1981, παραλείψεως του δικάσαντος Τμήματος να διατάξει, με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεώς του, τη συμπλήρωση των αποδείξεων για τον επανέλεγχο των αριθμητικών στοιχείων του 97357/8.10.2007 εγγράφου της 45ης Δ/νσεως του Γ.Λ.Κ. – που εκδόθηκε σε εκτέλεση προηγούμενης υπ’ αριθμ. 841/2007 προδικαστικής αποφάσεώς του – που αφορούσαν ειδικότερον στα ποσά της Α.Τ.Α. της χρονικής περιόδου από 1.1.1989 μέχρι 31.5.1991, την ανακρίβεια των οποίων μπορούσε να διαπιστώσει από τη μελέτη όλων των τεθέντων στη διάθεσή του αποδεικτικών στοιχείων και β) κατά το κεφάλαιο της διαταχθείσας τοκοδοσίας της αγωγικής απαιτήσεώς του προς το σκοπό όπως η επιδικασθείσα υπέρ αυτού (αναιρεσείοντος) χρηματική οφειλή του Δημοσίου κριθεί τοκοφόρος με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 293 Α.Κ. και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, και όχι με βάση το χαμηλότερο επιτόκιο 6% που ισχύει για το Δημόσιο, προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως (η εξέταση του οποίου θα πρέπει να προταχθεί του ετέρου ενόψει των ακολούθων σκέψεων), πλημμελή εφαρμογή, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και 14 παρ. 1, 26 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), της διέπουσας την επίδικη σχέση διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κωδ. δ/γμα της 26.6/10.7.1944), που κατά τον αναιρεσείοντα είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως παραβιάζουσα τις ανωτέρω συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
ΙV. Στο άρθρο 21 του κωδ. δ/τος 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζεται ότι : «Ο νόμιμος και της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Με την 744/2010 απόφασή της η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, δι’ αναφοράς στην προγενέστερη 513/2009 απόφασή της, έκανε δεκτό ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Και τούτο διότι, κατά τις ειδικότερες νομικές παραδοχές της, με την εν λόγω διάταξη, με την οποία καθορίζεται σε χαμηλό ύψος το επιτόκιο υπερημερίας και το νόμιμο επιτόκιο που οφείλει το Δημόσιο, και μάλιστα υποπολλαπλάσιο εκείνου που ισχύει γενικώς και οφείλεται από τους ιδιώτες, θεσπίζεται αδικαιολόγητα άνιση και προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, αφού το απλό ταμειακό συμφέρον του και γενικότερα η ανάγκη προστασίας – ενόψει των σκοπών που από τη φύση του και τους νόμους έχει αποστολή και έργο να εξυπηρετεί – της περιουσίας και οικονομικής κατάστασης αυτού, στην οποία συμβάλλουν και οι φορολογούμενοι πολίτες, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας που να δικαιολογεί την ως άνω υπέρ αυτού διαφοροποίηση στο ύψος του επιτοκίου των χρηματικών οφειλών του. Με το νομοθετικό αυτό, άλλωστε, περιορισμό του ποσοστού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου επιτυγχάνεται ουσιαστικά μείωση της οφειλόμενης στον ιδιώτη αντίδικό του αποζημίωσης, εφόσον αυτή όχι μόνο δεν είναι πλήρης, αλλά ούτε εύλογη, με συνέπεια να υφίσταται προσβολή του προστατευόμενου από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος στην περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα. Ούτε με γνώμονα την αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και της αξίωσης για πλήρη αποζημίωση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης, που έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση αφενός μεν με την αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδικότερη εκδήλωση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας, όσο και του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και επιβάλλει την ίση μεταχείριση των διαδίκων ως προς τους όρους και τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματός τους αυτού, αφετέρου δε με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί η ισότητα των όπλων των διαδίκων, αλλά και με την αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και επιβάλλει να τελούν οι τυχόν νομοθετικοί περιορισμοί των δικαιωμάτων του ατόμου σε εύλογη σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με τις οικείες διατάξεις. Και τούτο, γιατί η επιφυλασσόμενη υπέρ του Δημοσίου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς την επιβάρυνση των οφειλών του με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο έναντι του γενικώς ισχύοντος θέτει εξ ορισμού σε πλεονεκτικότερη θέση αυτό έναντι των αντιδίκων του, οι οποίοι παρά την προσφυγή τους ενώπιον των δικαστηρίων και την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτούς απόφασης δεν επιτυγχάνουν την πλήρη ή έστω την εύλογη αποζημίωσή τους από την καθυστερημένη εξόφληση των απαιτήσεών τους. Άλλωστε, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη προϋποθέτει τη δραστικότητα και αποτελεσματικότητα των δικαστικών αποφάσεων, η οποία δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με τον τόκο επιδικίας ή υπερημερίας, καθόσον το χαμηλό επιτόκιο, νόμιμου και υπερημερίας τόκου, που ισχύει για το Δημόσιο, μειώνει τη δραστικότητα των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται εις βάρος του, αφού επιτρέπει σε αυτό να αγνοεί για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκτέλεση των δικαστικών αυτών αποφάσεων, χωρίς σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Ενόψει των ανωτέρω η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 21 του κωδ. δ/τος της 26.6/10.7.1944 καθ’ όσον αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος του επιτοκίου για οφειλές του Δημοσίου δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και ως εκ τούτου ανίσχυρη, με συνέπεια το Δημόσιο να οφείλει επί των χρηματικών απαιτήσεων κατ’ αυτού τόκους, από την επίδοση της αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 293 Α.Κ. και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. και Σ.τ.Ε. Ολομ. 1663/2009, αντίθ. Σ.τ.Ε. 1620/2011 Τμ. Στ΄, με παραπ. στην Ολομ.).
V. Στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η επιδικασθείσα υπέρ του ενάγοντος – αναιρεσείοντος και σε βάρος του εναγομένου – αναιρεσιβλήτου Δημοσίου χρηματική απαίτηση, ποσού 10.343.379 δρχ. ή 30.354,74 ευρώ, έπρεπε να καταβληθεί νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος των Νόμων περί δικών του Δημοσίου» από την επίδοση της αγωγής (23.2.1995), δια της νομικής παραδοχής ότι η διάταξη αυτή με την οποία καθορίζεται το ύψος του νόμιμου και του της υπερημερίας τόκου των οφειλών του Δημοσίου σε 6% δεν αντίκειται σε συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ή αρχές. Η κρίση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη, διότι η διάταξη του άρθρου 21 του κωδ. δ/τος 26.6/10.7.1944 καθ’ όσον αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για οφειλές του Δημοσίου δεν είναι εφαρμοστέα, ως αντικειμένη στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου επί της ανωτέρω επιδικασθείσας χρηματικής απαιτήσεως το Δημόσιο οφείλει τόκους, από την επίδοση της αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 293 Α.Κ. και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Με τα δεδομένα αυτά ο εξεταζόμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός και η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί εν μέρει κατά το κεφάλαιο της διαταχθείσας τοκοδοσίας της επιδικασθείσας χρηματικής απαιτήσεως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα ως προς τούτο με την κρινόμενη αίτηση.
VΙ. Δεδομένου, όμως, ότι επί του ζητήματος τούτου, της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος των Νόμων περί δικών του Δημοσίου» καθ’ όσον αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος του επιτοκίου για οφειλές του Δημοσίου, έχουν εκδοθεί αποφάσεις του Αρείου Πάγου (Α.Π. 1127/2010, 1128/2010) που δέχονται ως προς το ζήτημα αυτό, γνώμη αντίθετη προς την προεκτεθείσα, η Ολομέλεια κρίνει ότι πρέπει, επιφυλασσομένης της εξετάσεως του πρώτου αναιρετικού λόγου στο μεταγενέστερο στάδιο, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως.
Παραπέμπει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο την επίλυση του αναφερομένου στο αιτιολογικό ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος των Νόμων περί δικών του Δημοσίου» καθ’ όσον αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για οφειλές του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2011.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ του ν. 345/1976, στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται και η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν γι΄ αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια αυτά δικαιοδοτικής λειτουργίας τους. Το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, επιλαμβάνεται της άρσεως της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου και κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός εκ των ως άνω δικαστηρίων, όταν αποφασίζει επί την εννοίας τυπικού νόμου κατ΄ αποδοχή απόψεως διαφόρου εκείνης, υπό την οποία είχε εκδοθεί απόφαση ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σχετικά με την έννοια τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων ν΄ αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες τους. Όμως, δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά διαφορετικές, έστω και αν αυτές έχουν την ίδια διατύπωση, β) όταν δεν ερμήνευσαν αποκλειστικά και μόνο την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα απ΄ αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, γ) όταν το νομικό ζήτημα που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα που είχε αχθεί ενώπιων του και δ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (Α.Ε.Δ. 25/2010, 5/2010, 3/2006).
Όπως προκύπτει από τις αιτιολογίες της ως άνω παραπεμπτικής στο ΑΕΔ απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αλλά και την ανάγνωση των σε αυτήν αναφερομένων υπ΄αριθμ. 1127 και 1128/2010 αποφάσεων του Αρείου Πάγου (Τμ. Α1΄πολιτικό, στο ίδιο σκεπτικό κινείται και η νεότερη 319/2011 του Β1 πολιτικού τμήματος του ΑΠ), υφίσταται πράγματι : Α) αντιδιαμετρικά αντίθετη νομολογία του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος κατά πάγια νομολογία υποστηρίζει σε γενικές γραμμές ότι τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 § 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία, να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις για το Δημόσιο και ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου, το οποίο από τη φύση του έχει αποστολή και έργο την εξυπηρέτηση των πολιτών και στου οποίου την περιουσία και οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες
με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό πρωτίστως εξυπηρετεί η διάταξη του
άρθρου 21 του δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταβάλλει με την ιδιότητά του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου (6%) μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από τον ανωτέρω σκοπό και δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ούτε με τις διατάξεις 4 § 1, 17 § §1 και 3 και 25 § 1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία του δανειστή αλλά ούτε και προς τα άρθρα 2 § 3 α`, β`, 14 § 1 και 26 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2462/1997), αφού η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου είναι αναγκαία για να είναι τούτο σε θέση να εκδηλώνει απρόσκοπτα τους ως άνω σκοπούς του προς εξυπηρέτηση των πολιτών, ενώ ο από το νόμο προσδιορισμός του μεγαλύτερου επιτοκίου έναντι κοινών οφειλετών δεν ιδρύει “περιουσία” του δανειστή πριν από τη γέννηση των απαιτήσεών του (Ολ ΑΠ 3/2006, 319/2011, 1127-8/2010)., Β) Η ως άνω διάταξη έχει ερμηνευθεί και από τα δύο ανώτατα Δικαστήρια μόνη και όχι σε συνδυασμό με άλλες και το επιλυθέν ζήτημα είναι ακριβώς το ίδιο και Γ) η αντίθεση της νομολογίας προκύπτει από τις αιτιολογίες των ως άνω αποφάσεων των δυο ανωτάτων Δικαστηρίων. Συνεπώς συντρέχει αναμφίβολα η κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976 αρμοδιότητα του Α.Ε.Δ.
Ως γνωστό το θέμα του χαμηλότερου επιτοκίου υπερημερίας υπέρ του Δημοσίου έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22ας Μαΐου 2008. Το ΕΔΔΑ στην προαναφερόμενη απόφασή του (Μεϊδάνης κατά Ελλάδος), έκρινε καταρχήν ότι ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος για σεβασμό της περιουσίας του δανειστή, που προκαλεί η ρύθμιση του άρθρου 7 του ΠΔ 496/1974 , η οποία ορίζει το ύψος του τόκου, νομίμου ή υπερημερίας, σε 6% σε σχέση με οφειλές αποδοχών Ν.Π.Δ.Δ σε υπαλλήλους των. Στο σημείο όμως αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι : α) στην υπόθεση «Μειδάνης» η διαφορά των επιτοκίων ήταν σαφώς δυσανάλογη υπέρ του Ν.Π.Δ.Δ, αφού για τους ιδιώτες το επιτόκιο κυμαινόταν μεταξύ 23 έως 27% ενώ για το δημόσιο μόλις 6%, δηλαδή υπήρχε διαφορά που έφτανε τις είκοσι μονάδες. Αντίθετα εδώ και χρόνια η διαφορά αυτή έχει μειωθεί δραστικά και από 14/12/2011 για τους ιδιώτες έχει κατέλθει στο 8,75% σε σχέης με το 6% που παραμένει για το Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ, β) στην υπο την κρίση του ΕΔΔΑ υπόθεση δεν επρόκειτο για το Δημόσιο εν στενή εννοία , αλλά για κρατικό νοσοκομείο δηλαδή Ν.Π.Δ.Δ που κατά το ΕΔΔΑ στην συγκεκριμένη διαφορά δεν ασκούσε δημόσια εξουσία αλλά λειτουργούσε ως εργοδότης όπως και ένα ιδιωτικό νοσοκομείο σε σχέση με τους εργαζομένους του, γ) η ελληνική Κυβέρνηση στην τότε ένδικη διαφορά δεν προέβαλε κανέναν άλλο εύλογο ,αντικειμενικό λόγο και συγκριμένο λόγο , ικανό να δικαιολογήσει την ανωτέρω διάκριση των επιτοκίων, σε σχέση με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Δηλαδή η ελληνική Κυβέρνηση επικαλέσθηκε, κατά τρόπο αφηρημένο και γενικό, τα δημοσιονομικά συμφέροντα του Κράτους, χωρίς, ωστόσο, να παρέχει συγκεκριμένα και συμπληρωματικά στοιχεία για την επίπτωση, που θα είχε «στη δημοσιονομική ισορροπία του Κράτους», μία απόφαση υπέρ των αξιώσεων προσώπων που θα βρίσκονταν στην ίδια θέση με τον προσφεύγοντα και δ) Όπως ήδη έχει επισημανθεί με την υπ΄αριθμ. 1620/2011 παραπεμπτική απόφαση του Στ΄ Τμήματος προς την Ολομέλεια του ΣτΕ, ήδη υφίστανται απειλητικά ως νέα αντικειμενικά και αναμφισβήτητα γεγονότα ο «δημοσιονομικός εκτροχιασμός» της χώρας και η ανάγκη περιορισμού του δημοσίου χρέους, που δεν υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω απόφασης του ΕΔΔΑ αλλά και της μέχρι τούδε νομολογίας του ΣτΕ (βλ. Ολομ. 1663/09, η διάσκεψή της έγινε την 24η/10/2008), αλλά αντιθέτως επιμελώς απεκρύπτοντο από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις και απεκαλύφθησαν κλιμακωτά κυρίως μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Συνεπώς τα γεγονότα και η αλήθεια για τον πλήρη δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, κατέστησαν πολύ αργότερα πασίδηλα σε σχέση με την 1663/2009 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Εξ΄άλλου η ίδια η ως άνω παραπεμπτική απόφαση επισημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία καθορίζεται το ύψος του τόκου των οφειλών του Δημοσίου δεν αποτελεί δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη και ως εκ τούτου, από τη διαφοροποίηση του οριζόμενου με αυτή τόκου, σε σχέση με τον εκάστοτε γενικώς ισχύοντα τόκο για τις οφειλές των ιδιωτών, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την ανωτέρω διάταξη το Δημόσιο δεν εξοπλίζεται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου. Περαιτέρω απηχεί αναμφίβολα την πραγματικότητα το γεγονός ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να επιλέξει τους Δανειστές του ενώ αντίθετα το ίδιο όταν οφείλει έχει μεγαλύτερη φερεγγυότητα και άρα δικαιολογείται μια μικρή διαφοροποίηση ,όπως αυτή , της 1και ½ μονάδας, που ισχύει σήμερα , ως εξασφάλισή του και αντιστάθμισμα από τον κίνδυνο, που διατρέχει ως δανειστής, της μη αποπληρωμής των χιλιάδων ληξιπρόθεσμων οφειλών των διοικουμένων προς αυτό.
Αναφορικά τέλος με το θέμα της δημοσιονομικής κρίσης θα πρέπει να επισημάνω ότι είναι γνωστό ότι όταν μεταβάλλονται εκ θεμελίων οι βιοτικές συνθήκες που υπήρχαν στο χρονικό σημείο θέσεως σε ισχύ ορισμένου νομικού κανόνα , μέχρι την χρονική στιγμή που ο Δικαστής θα πρέπει να τον εφαρμόσει, υφίσταται επιγενόμενο κένο δικαίου (μάλιστα κατά ορισμένους θεωρητικούς του δικαίου δεν υφίσταται πλέον καν νόμος), διότι τα γεγονότα αυτά ο νομοθέτης ούτε τα προέβλεψε, ούτε, βέβαια, τα αξιολόγησε.
Αναμφίβολα για τον οποιοδήποτε μέσο λογικό Έλληνα ο «δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας» αποτελεί αναντίρρητα ριζικά απρόβλεπτη μεταβολή των βιοτικών δεδομένων κάθε δημοσιονομικού κανόνα δικαίου, όχι μόνο προβλεπόμενου σε απλό νόμο αλλά ενδεχομένως και Συνταγματικής θεμελίωσης, αφού ως γνωστό το Σύνταγμα μας και μετά τις δύο τελευταίες αναθεωρήσεις (ηθελημένα 😉 ουδέν περιέλαβε περί του δικαίου της έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης, σε αντίθεση με τα Συντάγματα της Γερμανίας και άλλων Ευρωπαϊκών κρατών. Έτσι η επαναφορά στην δημοσιονομική ομαλότητα του κράτους συνδέεται άρρηκτα με την ίδια την κρατική υπόσταση και κυριαρχία . Συνακόλουθα η έννοια «ταμιευτικοί σκοποί του δημοσίου» υπό την παρούσα οξεία οικονομική κρίση μεταλλάσσεται και δεν συμπίπτει με το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου σε περιόδους οικονομικής ακμής, αλλά συνιστά λόγο έντονου και επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Σε περίοδο σχεδόν οικονομικής καταστροφής του Κράτους μας οι ταμιευτικοί σκοποί του δημοσίου καθίστανται ,έστω χρονικά περιορισμένα, σε σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς τα Δικαστήρια μας έχουν αποστολή και υποχρέωση να εξασφαλίσουν την Δημοκρατία μας ερμηνεύοντας τα (ηθελημένα;) δημοσιονομικά κενά του Συντάγματος σε καιρό έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης κατά τρόπο τέτοιο που θα οδηγήσει στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάρρωση της ασθενούς οικονομίας και συνακόλουθα της αποκατάστασης της εθνικής και κρατικής κυριαρχίας, έτσι ώστε το νέο οικονομικά εύρωστο κράτος να καθίσταται αξιόπιστη ασπίδα των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Υπό αυτή την έννοια και για το περιορισμένο χρονικά διάστημα της αποκαταστάσεως της οικονομίας και ενόψει των (ηθελημένων;) κενών του Συντάγματος μας, είναι δυνατή κατά την γνώμη μου η αναγωγή του ταμειακού συμφέροντος του κράτους σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον εφόσον και το κράτος με συγκεκριμένους και στατιστικά αποδεδειγμένους ισχυρισμούς στις σχετικές δίκες που θα γίνουν το αποδείξει οδηγώντας τους Δικαστές στο σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης.
Αναστάσιος Γ. Προυσανίδης
Πρωτη δημοσίευση Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη
www.nomikospoudastirio.gr