ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 30/2012
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΤΟΣ: 2012 ΣΕΛ.: 152
Αίτηση αναίρεσης – αναθεώρηση – έλλειμμα – πλάνη περί τα πράγματα – ελλιπής αιτιολογία. Αίτηση αναίρεσης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά απόφασης της Επιθεωρήτριας Οικονομικής Επιθεώρησης, με την οποία καταλογίστηκε αυτός, ως Διευθυντής Δημοτικού Γυμναστηρίου αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον Ταμία αυτού για έλλειμμα στη διαχείρισή του και, μεταρρυθμισθείσης της ως άνω καταλογιστικής αποφάσεως, περιορίστηκε το ποσό του ελλείμματος με ανάλογη μείωση και των προσαυξήσεων. Ποιες αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται σε αναθεώρηση. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης δεδομένου ότι ορθώς είχε απορριφθεί η αίτηση αναθεώρησης που άσκησε ο αναιρεσείων καθώς το δικαστήριο δεν εξέδωσε την απόφασή του ούτε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των οικείων διατάξεων, άλλως με πλημμελή, ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία ούτε συνέτρεξε πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, λόγω δήθεν ανυπαρξίας του διαπιστωθέντος ελλείμματος ούτε βέβαια υπήρξε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και παράλειψη συνεκτίμησης έκθεσης ελέγχου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση : Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Θεοχάρης Δημακόπουλος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Ελένη Λυκεσά, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας (εισηγητής), Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Σύμβουλοι Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Μαρία Βλαχάκη, Γεώργιος Βοΐλης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια, που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2007 (αριθμ. καταθ. 1/8-1-2008) για αναίρεση της 2639/2006 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του …., ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του, καθώς και προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος, που του δόθηκε μέχρι 11-10-2010.
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα. Το Δημοτικό Γυμναστήριο … παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Γεωργίας Σκλιβάγκου (ΑΜ/ΔΣΑ 4783).
Με την 171/2004 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή εν μέρει έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της Α/2231/1998 απόφασης της Επιθεωρήτριας Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής …, με την οποία καταλογίστηκε αυτός, ως Διευθυντής του Δημοτικού Γυμναστηρίου … αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον Ταμία αυτού …, με το ποσό των 13.005.382 δραχμών, πλέον νομίμων προσαυξήσεων ποσού 1.040.430 δραχμών, για ισόποσο έλλειμμα στη διαχείρισή του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1995 μέχρι 7-5-1997 και, μεταρρυθμισθείσης της ως άνω καταλογιστικής αποφάσεως, περιορίστηκε το ποσό του ελλείμματος σε 11.826.738 δραχμές (34.707,96 ευρώ), με ανάλογη μείωση και των προσαυξήσεων.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2639/2006 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε αίτηση του ιδίου για αναθεώρηση της 171/2004 απόφασης αυτού, ως απαράδεκτη.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτήν ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης (2639/2006)αποφάσεως του IV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως
Την πληρεξούσια δικηγόρο του Δημοτικού Γυμναστηρίου …, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που πρότεινε επίσης την απόρριψη της αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Ευστάθιο Ροντογιάννη και Νικόλαο Αγγελάρα που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και το Σύμβουλο Ηλία Αλεξανδρόπουλο που έχει συνταξιοδοτηθεί.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της 2639/2006 αποφάσεως του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για τη συζήτηση αυτής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2661152, 1096127 και 2531955 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου). Συνεπώς, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά το βάσιμο των λόγων της, χωρίς να εμποδίζεται η πρόοδος της δίκης από τη δικονομική απουσία του αναιρεσείοντος, αφού αυτός, πέραν του ότι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στη συζήτηση της υποθέσεως που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης (βλ. την από 28-6-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου …), εμφανίστηκε στο ακροατήριο χωρίς δικηγόρο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του (άρθρα 27,65 και 117 του π.δ 1225/1981).
ΙΙ. Με την 171/2004 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή εν μέρει έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της Α 2231/1998 απόφασης του Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής …, με την οποία καταλογίστηκε αυτός ως Διευθυντής του Δημοτικού Γυμναστηρίου … αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον Ταμία αυτού …., με το ποσό των 13.005.382 δραχμών, πλέον προσαυξήσεων ποσού 1.040.430 δραχμών, για ισόποσο έλλειμμα στη διαχείρισή του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1995 μέχρι 7-5-1997 και, μεταρρυθμισθείσης της ως άνω καταλογιστικής αποφάσεως, περιορίστηκε το ποσό του ελλείμματος σε 11.826.738 δραχμές (34.707,96 ευρώ), με ανάλογη μείωση και των προσαυξήσεων.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2639/2006 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε αίτηση του ιδίου για αναθεώρηση της ως άνω 171/2004 αποφάσεως αυτού, ως απαράδεκτη στο σύνολό της. Με την ένδικη αίτησή του, όπως αυτή αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν στις 11-10-2010 υπόμνημά του, ο αναιρεσείων ζητεί την εξαφάνιση της 2639/2006 αποφάσεως του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προβάλλοντας ως λόγους αναιρέσεως αυτής: α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29 παρ.3 του π.δ 774/1980 και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη ότι τόσον η 3498/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όσο και η από 28-3-2004 λογιστική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα …. δεν υπάγονται στην έννοια των «νέων κρισίμων εγγράφων» του άρθρου 29 παρ.3 του π.δ 774/1980 και περαιτέρω ότι εσφαλμένα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξέλαβε ως μόνο παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο αναθεώρησης την προσαγωγή νέων κρισίμων εγγράφων, παραλείποντας να ερευνήσει και να διαλάβει σχετική αιτιολογία περί του εάν οι προβαλλόμενοι με την αίτηση αναθεώρησης ισχυρισμοί στοιχειοθετούσαν έτερο παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο αναθεώρησης και συγκεκριμένα πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά, λόγω ανυπαρξίας του διαπιστωθέντος ελλείμματος.
ΙΙΙ. Το π.δ/μα 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζει, στο άρθρο 105 ότι: «Εις αναθεώρησιν υπόκεινται αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων κατά τα εις το άρθρον 62 του Π.Δ 774/1980… οριζόμενα». Εξάλλου, στο μεν άρθρο 62 του π.δ 774/1980 (Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου) ορίζεται ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται εις το έκτακτον ένδικον μέσον της αναθεωρήσεως, ασκούμενον ενώπιον του εκδόντος την απόφασιν Τμήματος, κατά τα εν άρθρω 29 οριζόμενα, είτε υπό του παρά τω Συνεδρίω Γενικού Επιτρόπου ή του αρμοδίου Υπουργού είτε παρά του ενδιαφερομένου…», στο δε άρθρο 29 παράγραφος 3 του ιδίου προεδρικού διατάγματος (774/1980) ορίζεται ότι: «Η αίτησις αναθεωρήσεως επιτρέπεται … α) λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα ή λόγω λογιστικού λάθους β) Αν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα γ) Αν η πράξις εστηρίχθη επί καταθέσεων μαρτύρων καταδικασθέντων επί ψευδομαρτυρία ή απαλλαγέντων μεν αναγνωρισθείσης όμως της ψευδομαρτυρίας δικαστικώς δ) Εάν η πράξις εστηρίχθη επί εγγράφων πλαστών εφόσον η πλαστογραφία ανεγνωρίσθη οπωσδήποτε δικαστικώς έστω και εν τω σκεπτικό της δικαστικής αποφάσεως ή του εκδοθέντος βουλεύματος». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε αναθεώρηση υπόκεινται οι υπό των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδιδομένες αποφάσεις, όχι για οποιονδήποτε λόγο, αναγόμενο στο νομικό ή πραγματικό έρεισμα αυτών και εν γένει στην αιτιολογία που περιέχουν, αλλά μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους, μεταξύ των οποίων η πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα και η προσαγωγή νέων κρίσιμων εγγράφων. Πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, δυναμένη να δικαιολογήσει την άσκηση αιτήσεως αναθεωρήσεως, συντρέχει όταν τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά είναι αντικειμενικώς ανύπαρκτα, καθώς και όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση αγνοήθηκαν υπαρκτά πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα την εξαγωγή εσφαλμένου συμπεράσματος. Δεν εμπίπτει, όμως, στην έννοια της εν λόγω πλάνης ούτε η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε η κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς αν προβληθούν τέτοιοι λόγοι προς στήριξη αίτησης αναθεώρησης για πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, είναι απαράδεκτοι (Ολομ. Ελ. Συν. 792/1982, 489/1996, 382/2001, 1055/2003). Εξάλλου, ως νέο κρίσιμο έγγραφο ικανό να στηρίξει αίτηση αναθεώρησης νοείται έγγραφο έγκυρο με αποδεικτική ισχύ στην υπόθεση που κρίθηκε, που δεν είχε προσκομιστεί στην αρχική δίκη, αλλά είτε προϋπήρχε της έκδοσης της απόφασης, της οποίας ζητείται η αναθεώρηση και ήταν άγνωστο ή ήταν ανέφικτη η προσκόμισή του είτε ανακαλύφθηκε μετά την έκδοση αυτής αλλά προκύπτει από αυτό η ύπαρξη και το περιεχόμενο άλλου κρίσιμου εγγράφου, που είχε εκδοθεί πριν από το πιο πάνω χρονικό σημείο, η έγκαιρη προσκόμιση του οποίου δεν ήταν δυνατή για τον ως άνω λόγο, εφόσον θα μπορούσε να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με την έννοια ότι αν το είχε υπόψη του το Δικαστήριο και το εκτιμούσε προσηκόντως, θα κατέληγε σε διαφορετική κρίση, από εκείνη στην οποία κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφαση (Ολομ. Ελ.Συν. 792/1982, 382/2001, 1961/2004). Από τα παραπάνω παρέπεται ότι στην έννοια των «νέων κρισίμων εγγράφων» ο νομοθέτης ήθελε να περιλάβει έγγραφα με πρωτογενή στοιχεία και όχι έγγραφα, με τα οποία εξάγονται κρίσεις, κατόπιν συνεκτιμήσεως των υποβληθέντων αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς, δεν υπάγονται στην έννοια αυτή δικαστικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, με τις οποίες εξάγονται κρίσεις ως προς την ύπαρξη ή μη ποινικής ευθύνης για υπεξαίρεση στην υπηρεσία δημοσίου υπολόγου και δεν στοιχειοθετείται με την προσκόμιση και επίκληση τέτοιων αποφάσεων παραδεκτός λόγος αναθεώρησης κατά αποφάσεως Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία αυτό αποφαίνεται επί της δημοσιολογιστικής του ευθύνης για την πρόκληση ελλείμματος στη διαχείρισή του, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν πρωτογενή χαρακτήρα αλλά εκδίδονται κατόπιν συνεκτιμήσεως των πρωτογενών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολομ. Ελ. Συν. 1218/1999). Άλλωστε, με τις αποφάσεις αυτές διερευνάται ή μη ποινικής ευθύνης κατηγορημένου για την τέλεση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, δηλαδή ευθύνης διαφορετικής και ανεξάρτητης από την ευθύνη του ως δημοσίου υπολόγου για την πρόκληση διαχειριστικού ελλείμματος, η οποία ερευνάται στη δημοσιολογιστική δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η έννοια του οποίου (διαχειριστικού ελλείμματος), συγκροτείται από τους εφαρμοστέους ειδικούς κανόνες του δημοσιολογιστικού δικαίου, χωρίς να συναρτάται με την ύπαρξη ή μη ζημίας στην οικεία διαχείριση.
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση το Τμήμα που δίκασε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: Ο ήδη αναιρεσείων, με την από 15-7-1998 έφεσή του ενώπιον του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επεδίωξε την ακύρωση της Α 2231/1998 απόφασης της Επιθεωρήτριας της Γενικής Διεύθυνσης της Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής του Υπουργείου Οικονομικών …., με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του, ως Διευθυντή του Δημοτικού Γυμναστηρίου … (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου), το ποσό των 13.005.382 δραχμών, πλέον των αναλογουσών προσαυξήσεων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον Ταμία του ως άνω νομικού προσώπου …., για ισόποσο έλλειμμα στη διαχείρισή του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1995 έως 7-5-1997. Με την 1635/2000 απόφαση του Τμήματος κρίθηκε ότι ο αναιρεσείων ευθυνόταν ως de facto υπόλογος, προβαίνοντας σε παράτυπες και μη νόμιμες διαχειριστικές ενέργειες, κατά τα ειδικότερον διαλαμβανόμενα στην απόφαση αυτή. Ενόψει, όμως, του ότι ο ανωτέρω αμφισβήτησε με την έφεσή του το ύψος του διαπιστωθέντος ελλείμματος, το Τμήμα, ζήτησε τη διενέργεια συμπληρωματικού ελέγχου, με την ως άνω προδικαστική απόφασή του, σε εκτέλεση της οποίας διενεργήθηκε επανέλεγχος στα βιβλία και στοιχεία του Δημοτικού Γυμναστηρίου … από την ως άνω Επιθεωρήτρια και εκδόθηκε το 590/27-12-2002 έγγραφό της υπό τον τίτλο «Διευκρινίσεις και συμπλήρωση της Α4170/1978 πορισματικής μας έκθεσης στο Δημοτικό Γυμναστήριο … και της Α 2231/1998 καταλογιστικής απόφασης κατά των …, σύμφωνα με το διατακτικό των αριθ. 1634 και 1635/2000 προδικαστικών αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Ακολούθως, η ως άνω έφεση του ήδη αναιρεσείοντος επανήλθε προς νέα συζήτηση ενώπιον του IV Τμήματος και εκδόθηκε η 171/2004 απόφαση του Τμήματος αυτού, η οποία δέχθηκε εν μέρει την έφεσή του και περιόρισε το ποσό του καταλογισθέντος σε βάρος του ελλείμματος σε 11.826.738 δραχμές (34.707,96 ευρώ), με ανάλογη μείωση των προσαυξήσεων, η απόφαση δε αυτή, δημοσιευθείσα στις 28-1-2004, επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 30-3-2004. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναθεώρησης, προσκομίζων και επικαλούμενος ως νέα κρίσιμα έγγραφα την 3498/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 6-4-2004, με την οποία απαλλάχτηκε από την κατηγορία της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, καθώς και την από 28-3-2004 λογιστική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα …., που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Με την προσκόμιση, όμως και επίκληση των ως άνω εγγράφων και, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσής τους, δεν στοιχειοθετείται παραδεκτός λόγος αίτησης αναθεώρησης. Και τούτο διότι, όπως κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προπαρατιθέμενων διατάξεων του άρθρου 29 παράγραφος 3 του π.δ. 774/1980, δέχθηκε και το δικάσαν (IV) Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη (2639/2006) απόφασή του, τα εν λόγω έγγραφα δεν έχουν πρωτογενή χαρακτήρα αλλά εκδόθηκαν μετά από τη συνεκτίμηση των πρωτογενών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη και του ως άνω Τμήματος, κατά την εκδίκαση της από 15-7-1998 έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος. Άλλωστε, με την επικαλούμενη 3498/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, για την έκδοση της οποίας ελήφθη υπόψη και η από 28-3-2004 λογιστική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα …, εξάγονται κρίσεις στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης ή μη ποινικής ευθύνης του αναιρεσείοντος για υπεξαίρεση στην υπηρεσία, οι προϋποθέσεις συνδρομής της οποίας διαφέρουν από την αντίστοιχη δημοσιολογιστική του ευθύνη για την πρόκληση διαχειριστικού ελλείμματος, η έννοια του οποίου συγκροτείται από τους εφαρμοστέους ειδικούς κανόνες του δημοσιολογιστικού δικαίου, χωρίς να συναρτάται με την ύπαρξη ή μη ζημίας στην οικεία διαχείριση. Συνεπώς ο οικείος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των οικείων διατάξεων, άλλως με πλημμελή, ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα ως άνω έγγραφα δεν στοιχειοθετούν παραδεκτό λόγο αναθεώρησης και δεν τα έλαβε υπόψη ώστε να προβεί στην απαλλαγή του ως υπολόγου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
V. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Τμήματος, εκλαβούσα ως μόνο παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο αναθεώρησης την προσαγωγή νέων κρισίμων εγγράφων, παραλείποντας να ερευνήσει και να διαλάβει σχετική αιτιολογία περί του εάν οι προβληθέντες με την αίτηση αναθεώρησης ισχυρισμοί στοιχειοθετούσαν έτερο παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο αναθεώρησης και συγκεκριμένα πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, λόγω την ανυπαρξίας του διαπιστωθέντος ελλείμματος. Και ο λόγος, όμως, αυτός αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού διέλαβε στη μείζονα σκέψη αυτής ορθή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του άρθρου 29 παρ.3 του π.δ.774/1980 ως προς την έννοια της «πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα» ως λόγο αναθεωρήσεως, κρίνοντας ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτής και δεν συνιστούν παραδεκτούς λόγους αναθεώρησης ούτε η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε η κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έκρινε περαιτέρω, ότι απαραδέκτως ο αιτών προέβη με την αίτηση αναθεώρησης σε προβολή ισχυρισμών επί της ουσίας, που σχετίζονται με την εκτίμηση από το Τμήμα της αρχικής και συμπληρωματικής έκθεσης της καταλογίσασας Επιθεωρήτριας, καθώς και των λοιπών αποδεικτικών μέσων και στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του και απέρριψε στο σύνολό της ως απαράδεκτη την αίτησή του.
VI. Περαιτέρω ο αναιρεσείων προβάλλει ότι έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη που έκρινε ως μη παραδεκτούς λόγους αναθεώρησης τους προβληθέντες με το δικόγραφο της αιτήσεως αναθεωρήσεώς του λόγους: 1) για παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, ως εκ του ότι ο διαταχθείς με την 1635/2000 προδικαστική απόφαση του IV Tμήματος συμπληρωματικός διαχειριστικός έλεγχος διεξήχθη από την ίδια Επιθεωρήτρια που εξέδωσε την καταλογιστική σε βάρος του απόφαση 2) για παράλειψη συνεκτίμησης της από 14-12-1999 έκθεσης ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή …., όπως όριζε η αυτή ως άνω προδικαστική απόφαση 3) για μη ορθό υπολογισμό του ύψους των εσόδων του Δημοτικού Γυμναστηρίου …, κατά το οικονομικό έτος 1996, που κατά την άποψή του ανέρχονταν σε 171.845.549 δραχμές και όχι σε 173.642.352 δραχμές, όπως κρίθηκε με την 171/2004 απόφαση του IV Τμήματος για του διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, καθώς και των εξόδων κατά το ίδιο οικονομικό έτος, μεταξύ άλλων και για το λόγο ότι δεν συνυπολογίσθηκαν στα έξοδα διάφορα ποσά, όπως α) ποσό 1.345.445 δραχμών για ασφάλιση ζωής προσωπικού του Γυμναστηρίου β) ποσό 1.258.124 δραχμών για ασφάλιση πυρός του Γυμναστηρίου γ) ποσό 1.939.251 δραχμών για μισθοδοσία 19 μονίμων υπαλλήλων το πρώτο δεκαπενθήμερο μηνός Οκτωβρίου 1996 δ) ποσό 200.140 δραχμών για μισθοδοσία δύο συμβασιούχων υπαλλήλων το δεύτερο δεκαπενθήμερο μηνός Σεπτεμβρίου 1996 ε) ποσό 825.725 δραχμών για αποζημίωση υπερωριακής εργασίας 75 ωρών σε 19 μονίμους υπαλλήλους κατά το μήνα Οκτώβριο 1996 στ) ποσό 91.500 δραχμών για αποζημίωση υπερωριακής εργασίας μηνός Οκτωβρίου 1996 σε δύο υπαλλήλους με σύμβαση αορίστου χρόνου ζ) ποσό 250.000 δραχμών για αποζημίωση Κυριακών –νυχτερινών μηνός Σεπτεμβρίου 1996 η) ποσό 30.000 δραχμών για παραστάσεις συμβουλίων μηνός Σεπτεμβρίου 1996 θ) ποσό 72.600 δραχμών για οδοιπορικά υπαλλήλων του Γυμναστηρίου μηνός Σεπτεμβρίου 1996 και 4) ότι σύμφωνα με την έκθεση του ως άνω ορκωτού ελεγκτή έπρεπε να ληφθεί επιπλέον υπόψη ότι τα μεν χρηματικά εντάλματα 510/1994, 481/1994, 491/1994, 484/1994, 485/1994 καταχωρήθηκαν εσφαλμένα στη χρήση 1994, ενώ είχαν καταβληθεί με επιταγές το έτος 1995, το δε 541/1994 γραμμάτιο είσπραξης, καταχωρήθηκε εσφαλμένα στα έσοδα του έτους 1994, ενώ η κατάθεση του σχετικού ποσού έγινε τα έτος 1995. Όμως, ανεξαρτήτως του ότι όπως προκύπτει από την καθής η αίτηση αναθεώρησης 171/2004 απόφαση του IV Τμήματος, ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε από αυτήν και η από 14-12-1999 έκθεση έλεγχου του ορκωτού ελεγκτή …. (βλ. σελίδα 8 της αποφάσεως αυτής), σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ως άνω προβληθέντες με το δικόγραφο της αιτήσεως αναθεωρήσεως λόγοι, δεν συνιστούν παραδεκτούς λόγους αναθεώρησης. Και τούτο διότι, είτε ανάγονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στην από το Τμήμα εκτίμηση, ως προς το ακριβές ύψος του ελλείμματος, των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του, όπως ορθά κρίθηκε και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είτε πλήττουν την καθής η αίτηση αναθεώρησης 171/2004 απόφαση του IV Τμήματος και για κρίσεις της, ως προς την ορθή ερμηνεία και την ορθή ή μη υπαγωγή στη διεπόμενη από τους ειδικούς κανόνες του δημοσιολογιστικού δικαίου έννοια του «διαχειριστικού ελλείμματος» διαφόρων χρηματικών ποσών (όπως εκείνα που αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχεία α΄ έως και θ΄ που κρίθηκε ότι δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στα έξοδα του οικονομικού έτους 1996, είτε διότι δεν προβλέπονται από διάταξη νόμου είτε διότι δεν υποστηρίζονται από νόμιμους τίτλους, κατά τα ειδικότερον διαλαμβανόμενα στην 171/2004 απόφαση του IV Tμήματος), καθώς και για άλλες νομικές πλημμέλειες, όπως η αιτίαση για παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, αιτιάσεις, όμως που αφορούν σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από την ανωτέρω απόφαση και ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετούν παραδεκτούς λόγους αίτησης αναθεώρησης κατ’ αυτής. Συνεπώς, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη (2639/2006) απόφασή του τις οικείες διατάξεις και με ορθή (έστω και διαφορετική εν μέρει), πλήρη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία απέρριψε ως απαράδεκτους και τους ως άνω προβληθέντες λόγους αναθεωρήσεως και τελικώς την αίτηση αναθεώρησης ως απαράδεκτη στο σύνολό της, ο δε λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 61 παρ.3 και 117 του π.δ.1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 28 Δεκεμβρίου 2007 (αριθ.καταθ.1/8-1-2008) αίτηση αναίρεσης του ….κατά της 2639/2006 αποφάσεως του IV Tμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Και
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου.