3009/2009 ΕΣ
(ΕΔΔΔΔ 2010/208) Εφεση ενώπιον του ελεγκτικού συνεδρίου και αναστολή εκτέλεσης καταλογιστικής πράξης, ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρώτη πράξη της οποίας συνιστά η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού. Αν χορηγηθεί η αναστολή εκτέλεσης η ταμειακή βεβαίωση καθίσταται αυτοδικαίως ανενεργής και τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ταμειακής. Βεβαίωση καθίσταται άνευ αντικειμένου. Απορρίπτεται η ένδικη αίτηση.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Αριθμ. 3009/2009, VII Τμήματος
Πρόεδρος: Χρίστος Ντάκουρης, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Βασιλική Ανδρεοπούλου, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Αντεπίτροπος Επικρατείας
Ι. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ` αριθμ. 189/1.7.2008 ταμειακής βεβαίωσης του Δήμου Κ.Ν.Σ., με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος του αιτούντος, τέως Δημάρχου, ποσό 1.852.353,92 ευρώ (πλέον προσαυξήσεων), το οποίο κλήθηκε να καταβάλει με την υπ` αριθμ. 189/1.7.2008 ατομική ειδοποίηση του Δήμου Κ.Ν.Σ., σε εκτέλεση της 1775/14.4.2008 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας, για έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του ως άνω Δήμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2006, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της προσφυγής – ανακοπής που έχει ασκήσει ο αιτών κατά της ως άνω πράξης. Η αίτηση αυτή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (βλ. άρθρο 98 παρ. 1 παρ. γ` του Συντάγματος), κατόπιν παραπομπής με την 63/2008 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών (ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί και το κύριο ένδικο βοήθημα της προσφυγής – ανακοπής κατά της ανωτέρω πράξεως, το οποίο και συμπαραπέμφθηκε και εκκρεμεί ενώπιον του Τμήματος αυτού), καθόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Κώδικα Είσπραξης των Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) νόμιμος τίτλος (1775/14.4.2008 καταλογιστική απόφαση) και η οποία αποτελεί το θεμέλιο της εκτέλεσης, είναι σχέση δημοσίου δικαίου, καθόσον ανάγεται στον έλεγχο των λογαριασμών δημοσίου υπολόγου και, επομένως, η διαφορά που προέκυψε από την άσκηση της ανακοπής – προσφυγής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης υπάγεται στην αποκλειστική κατά το Σύνταγμα δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που διέπεται από ειδικές διατάξεις του δημοσίου λογιστικού δικαίου, το Δικαστήριο δε τούτο ως μόνο αρμόδιο αποφαίνεται επί της διοικητικής διαφοράς ουσίας που ανακύπτει από την αμφισβήτηση του κύρους του νόμιμου τίτλου ή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, και επί της ασκηθείσας αίτησης αναστολής της πράξης ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής (βλ. Α.Ε.Δ. 18/1993, 23/1999 II Τμήμα Ελ,Συν. 711/2000, 1114/2000, 1434/2001, 591/2002, 1250/2002, Ι Τμημ. Ελ.Συν. 2194/2004, 612/2006, IV Τμημ. 1208/2007, 1210/2007). Περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της 189/1.7.2008 ατομικής ειδοποίησης του ως άνω Δήμου, κατά τούτο όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι αυτή (ατομική ειδοποίηση) έχει το χαρακτήρα πρόσκλησης προς τον αιτούντα να καταβάλει το χρέος του προς το Δήμο και ενημέρωσης αυτού για το ύψος της οφειλής του και συνιστά, επομένως, πληροφοριακό έγγραφο και όχι εκτελεστή πράξη. Ομοίως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος με το οποίο ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της εγγραφής του χρέους στο χρηματικό κατάλογο (α.α. 189/2008) του Δήμου, δοθέντος ότι η τελευταία δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά το μέρος όμως που στρέφεται κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, η υπό κρίση αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1091333, 2062455, 3420673 και 3420812 Σειράς Α`, ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου), ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, είναι, επομένως, τυπικά δεκτή (βλ. αρ. 217 επ. Κ.Δ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, παρά την απουσία του Δήμου Κορμίστας, ο οποίος, όπως προκύπτει από την από 2.4.2009 περί επίδοσης κλήσεως έκθεση της υπαλλήλου του Δήμου Κκ. Α.Χ., κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης.
II. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α` 97) και εφαρμόζεται αναλόγως και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες, σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981 (ΦΕΚ Α` 304), όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 (ΦΕΚ Α` 135) ορίζει, στο άρθρο 217 παρ. 1 ότι: “Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …”, στο άρθρο 228 παρ. 1 ότι: “Η προθεσμία άσκησης, καθώς και η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Στις περιπτώσεις α`, β`, δ` και ε` της παρ. 1 του άρθρου 217, ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να υποβληθεί, από τον ανακόπτοντα, αίτηση αναστολής της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων”. Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 51 του π.δ/τος 1225/1981 (πρβλ. και σχετικές διατάξεις του άρθρου 52 του π.δ/τος 774/1980), ορίζεται ότι: “Η ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου έφεσις δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της πράξεως ή αποφάσεως εκτός εάν άλλως ειδικώς ορίζεται υπό του νόμου. Επί τη αιτήσει του εκκαλούντος … δύναται να διαταχθή η αναστολή δι` αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν ή τούτο αποφανθή επί της εφέσεως”. Τέλος, στο άρθρο 202 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως, κατ` άρθρο 228 παρ. 2 αυτού, και επί της αίτησης αναστολής της παρ. 1 αυτού, προβλέπεται ότι: “… Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί”.
Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται και η προσωρινή δικαστική προστασία, είναι δυνατή η αναστολή εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση αυτής, πρώτη πράξη της οποίας αποτελεί η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού. Δοθέντος δε ότι η ταμειακή βεβαίωση συνιστά την εναρκτήρια πράξη της διαδικασίας είσπραξης του καταλογισθέντος ποσού, χωρίς να εξαντλείται με την έκδοση αυτής η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης του νομίμου τίτλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει τη δημιουργία μιας δυσχερώς αναστρέψιμης πραγματικής κατάστασης (πρβλ Ολ. Σ.τ.Ε. 2040/2007, βλ. IV Τμ. 1820/2008). Η χορήγηση δε της αιτούμενης αναστολής της εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, μετά από άσκηση έφεσης κατ` αυτής, η οποία και παρέχει την πληρέστερη προστασία σε σχέση με τη χορήγηση αναστολής της εκτέλεσης επιμέρους πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, όπως η ταμειακή βεβαίωση, καθιστά αυτοδικαίως ανενεργό την ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία λήψης μέτρων αναγκαστικής είσπραξης αυτού. Επομένως, σε περίπτωση χορήγησης της αιτούμενης αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, τυχόν εκκρεμούσα αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της οικείας ταμειακής βεβαίωσης καθίσταται άνευ αντικειμένου.
III. Στην κρινόμενη υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την 1775/14.4.2008 απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε σε βάρος του αιτούντος, τέως Δημάρχου του Δήμου Κ.Ν.Σ. και υπέρ του Δήμου αυτού, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά του δημοτικού ταμία, συνολικό ποσό 1.852.353,92 ευρώ (πλέον προσαυξήσεων), για έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του ως άνω Δήμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2006. Κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης ο αιτών άσκησε εμπροθέσμως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου την από 15.9.2008 έφεση (με αριθμ. βιβλ. δικογρ. 61/2008), που παραμένει εκκρεμής και συνακόλουθα την από 15.9.2008 αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της (με αριθ. βιβλ. δικογρ. 62/2008). Εξάλλου, με την 189/1.7.2008 πράξη του Δήμου Κ. βεβαιώθηκε ταμειακώς το ως άνω καταλογισθέν ποσό σε βάρος του αιτούντος. Κατά της τελευταίας αυτής πράξης ο αιτών άσκησε την από 15.9.2008 προσφυγή – ανακοπή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, καθώς και την υπό κρίση από 8.10.2008 αίτηση αναστολής εκτέλεσης αυτής. Επί της τελευταίας εκδόθηκε η 63/2008 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό έκρινε ότι είναι αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν και την προσφυγή – ανακοπή στο Ελεγκτικό Συνέδριο ως μόνο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της. Κατόπιν αυτών, χορηγήθηκε από το παρόν Τμήμα η αιτούμενη αναστολή της εκτέλεσης της 1775/14.4.2008 καταλογιστικής απόφασης με την 1479/2009 απόφαση του, μέχρις εκδόσεως της οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου ή μέχρι καταργήσεως της επί της έφεσης δίκης. Κατ` ακολουθία, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, μετά την ως άνω αναστολή καθίσταται αυτοδικαίως ανενεργός η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού και αδύνατη η περαιτέρω λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης του, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί άνευ αντικειμένου η κρινόμενη αίτηση, η οποία πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί.