ΕΣ 3105/2010, Ολομ.ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΣΥΝΤΑΞΗ, ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΣ ΜΙΣΘΟΣ, κανονισμός σύνταξης στρατιωτικού- επίδομα θέση υψηλής ευθύνης -δεν είναι τμήμα του συνταξιμου μισθού εκτός άν άλλως το ορίσει ο νόμος.

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 3105/2010

ΠΕΡΙΛΗΨΗ :  ΕΠίδομα υψηλής ευθύνης πρόκειτια για παροχή που καταβάλλεται στους εν ενεργεία στρατιωτικοπυ΄ς και δεν αποτελεί τμήμα του συντάξιμου μισθού, εκτός αν άλλως ορζίει ο νόμος

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Διονύσιος Λασκαράτος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης (εισηγητής), Χριστίνα Ρασσιά και Θεολογία Γναρδέλλη, Σύμβουλοι (ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, οι Αντιπρόεδροι Χρήστος Ντάκουρης και Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Αγγελική Μυλωνά και Αργυρώ Λεβέντη απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Κωνσταντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 1 Σεπτεμβρίου 2009 (αριθμ. κατάθ. 537/1.9.2009) για αναίρεση της 1586/2009 οριστικής αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του …, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αλέξανδρου Στρίμπερη (ΑΜ/ΔΣΑ 16630),

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1586/2009 απόφαση του III Τμήματος απορρίφθηκε : α) η από 19.3.2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους της από 14.12.2006 αίτησής του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του αναδρομικά από 1.1.2002 έως 31.12.2006, αφού συμπεριληφθεί σε αυτή το σύνολο του επιδόματος θέσης υψηλής ευθύνης και β) η σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, με την οποία ο αναιρεσείων ζητούσε, αφού ακυρωθεί η ως άνω πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει νομιμοτόκως ως αποζημίωση το ποσό των 8.610 ευρώ, για το μη υπολογισμό του συνόλου του ως άνω επιδόματος στη σύνταξή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2006.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, όπως αναπτύσσονται με το από 3.6.2010 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το

αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης να απορριφθεί η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα και τις Συμβούλους Χρυσούλα Καραμαδούκη, Ελένη Λυκεσά και Γεωργία Τζομάκα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1586/2009 αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για τη συζήτηση αυτής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 2471132 ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων της.

II. Από τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 – 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007), όπως αυτές ίσχυαν πριν από την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 3075/2002 (από 1.1.2003) και ακολούθως από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3408/2005 (από 1.9.2005), προκύπτει ότι η σύνταξη των στρατιωτικών, κατά την έννοια του άρθρου 25 του ίδιου Κώδικα, υπολογίζεται σε ποσοστό του μηναίου συντάξιμου μισθού, ο οποίος συγκροτείται από το «βασικό μισθό» του βαθμού που έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, καθώς και από την «προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας», όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Σε περίπτωση δε που αυξάνεται ο βασικός μισθός ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας αυξάνονται ανάλογα και οι συντάξεις. Δεν επιτρέπεται, όμως, να ληφθούν υπόψη κατά τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης κάθε είδους παροχές που καταβάλλονται στους εν ενεργεία στρατιωτικούς είτε με τη μορφή επιδόματος, είτε με τη μορφή εξόδων παράστασης, είτε με τη μορφή εξόδων κίνησης, είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, εκτός αν αυτό προβλέπεται ρητά από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη (βλ. Ολ. Ελ. Σ. 1723/2010, 256/2002).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 του ν. 2448/1996 «Μισθολογικές ρυθμίσεις μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος» (ΦΕΚ 279 Α΄), όπως η παρ. 5 αυτού αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α΄), 51 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ 297 Α΄), που ισχύει από 1.1.2004, καθώς και του άρθρου 10 του ν. 3075/2002 )ΦΕΚ 297 Α΄/5.12.2002), συνάγεται ότι προβλέπεται η καταβολή στους εν ενεργεία αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, πέρα από το βασικό μισθό, επιδόματος θέσης υψηλής ευθύνης, το ύψος του οποίου συναρτάται προς τον κατεχόμενο βαθμό. Το επίδομα αυτό, σύμφωνα με την ειδική συνταξιοδοτική διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 3075/2002, αποτελεί από 1.1.2003 μέρος του συντάξιμου μισθού για τους αξιωματικούς από το βαθμό του ταξιάρχου και άνω (καθώς και των αντιστοίχων), πλην, όμως, μόνο κατά το οριζόμενο από τον ίδιο νόμο τμήμα του, το οποίο αυξάνεται κατ’ έτος, αρχίζοντας από 1ης Ιανουαρίου 2003, οπότε καταβάλλεται το ένα πέμπτο (1/5) αυτού και αυξανόμενο κατά το ίδιο ποσοστό την 1ην Ιανουαρίου κάθε έτους, μέχρι την 1.1.2007, οπότε το επίδομα συνυπολογίζεται στο σύνολό του. Συνεπώς, το επίδομα θέσης υψηλής ευθύνης έστω και αν χορηγήθηκε κατά το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2448/1996 χωρίς ειδικότερες για τον καθένα που το λαμβάνει προϋποθέσεις, δεν αποτελεί συντάξιμη παροχή και δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό, ανακαθορισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης των στρατιωτικών (άρθρο 34 του Σ.Κ.), παρά μόνον από 1.1.2003, οπότε ο κοινός νομοθέτης κατέστησε (τμηματικά) την παροχή αυτή «συντάξιμη» για τους αξιωματικούς από το βαθμό του ταξιάρχου και άνω (καθώς και των αντίστοιχων), με την ψήφιση σχετικής ειδικής συνταξιοδοτικής διάταξης (άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 3075/2002). Ο χαρακτηρισμός δε από το μισθολογικό νόμο (ν. 2448/1996 και ν. 3205/2003) αυτής της οικονομικής παροχής, που χορηγήθηκε στους εν ενεργεία στρατιωτικούς, ως επιδόματος και η εξαίρεσή της, για το λόγο αυτό, από το συντάξιμο μισθό του άρθρου 34 του Σ.Κ., δεν προσκρούει σε κάποια διάταξη του Συντάγματος, καθόσον ο κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προσδιορίζει ελεύθερα τόσο τη βάση υπολογισμού (ποιές δηλαδή οικονομικές παροχές από το σύνολο εκείνων που λαμβάνουν οι εν ενεργεία θα συμπεριλαμβάνονται στο συντάξιμο μισθό), όσο και το ύψος των συντάξιμων αποδοχών των στρατιωτικών. Ομοίως, δεν αντίκειται σε καμιά συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ο τμηματικός συνυπολογισμός του εν λόγω επιδόματος στις συντάξιμες αποδοχές, καθόσον η τμηματική αυτή καταβολή του επιδόματος θέσης υψηλής ευθύνης στους συνταξιούχους στρατιωτικούς, εντάσσεται στο πλαίσιο της ρυθμιστικής εξουσίας του νομοθέτη να διαμορφώνει ελεύθερα τόσο τη βάση υπολογισμού, όσο και το ύψος των συντάξιμων αποδοχών των στρατιωτικών, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε δημοσιονομικών δεδομένων. Ειδικότερα, η διαφορετική μεταχείριση που θεσπίζεται μεταξύ των εν ενεργεία και των συνταξιούχων στρατιωτικών, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος – το οποίο, καθιερώνοντας την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου, υποχρεώνει το νομοθέτη στην ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή υπό ουσιωδώς όμοιες συνθήκες – αφού αφορά σε διαφορετικές κατηγορίες προσώπων, που τελούν υπό διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση.

IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Τμήμα που δίκασε δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα : Ο αναιρεσείων, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1935, εισήλθε στις 26.9.1952 στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και μετά από διαδοχικές προαγωγές προάχθηκε στο βαθμό του Πλοιάρχου. Αποστρατεύθηκε αρχικά με αίτησή του με το από 11.6.1980 π.δ/γμα (ΦΕΚ Γ΄ 189) με τον ως άνω βαθμό, ακολούθως, δε, το εν λόγω π.δ/γμα ανακλήθηκε με το από 2.8.1983 π.δ/γμα (ΦΕΚ Γ΄ 260) κατόπιν της 531/1983 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, προάχθηκε στο βαθμό του Αρχιπλοιάρχου και τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία από 27.7.1981. Με τη 17882/1983 πράξη της 11ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) κανονίσθηκε σ’ αυτόν μηνιαία σύνταξη με βάση συνολική συντάξιμη υπηρεσία εξ ετών 33-10-01 και βασικό μισθό αυτό του βαθμού του Αρχιπλοιάρχου. Στη συνέχεια, με την από 14.12.2006 αίτησή του προς το Γ.Λ.Κ. ο αναιρεσείων ζήτησε να του χορηγηθεί η διαφορά του επιδόματος θέσης υψηλής ευθύνης, που δεν του καταβλήθηκε, αναδρομικά από 1.1.2002 έως 31.12.2006. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς από το Γ.Λ.Κ. λόγω παρόδου απράκτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατά της σιωπηρής αυτής απόρριψης, ο αναιρεσείων άσκησε την από 19.3.2007 έφεση – αγωγή του ζητώντας να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να αναπροσαρμόσει τη σύνταξή του από 1.1.2002 έως 31.12.2006, καταβάλλοντας σ’ αυτόν τη διαφορά του εν λόγω επιδόματος, ανερχομένης στο χρηματικό ποσό των 8.610 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που το εκάστοτε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της έφεσης – αγωγής. Η ως άνω έφεση – αγωγή απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι το αίτημά του ήταν απορριπτέο ως αβάσιμο, για μεν το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2002, διότι η οικονομική αυτή παροχή δεν αποτελούσε μέρος του συντάξιμου μισθού, ενώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 1.1.2007, διότι με την ειδική συνταξιοδοτική διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 3075/2002 ορίστηκε η καταβολή του εν λόγω επιδόματος στους στρατιωτικούς συνταξιούχους σταδιακά (όχι ολόκληρο), στα πλαίσια της ευχέρειας που διαθέτει ο νομοθέτης να προσδιορίζει ελεύθερα, τόσο τη βάση των συντάξιμων αποδοχών, περιλαμβάνοντας και το επίδικο επίδομα, όσο και το ύψος αυτών, προβλέποντας μάλιστα την τμηματική καταβολή του, χωρίς τούτο να αντίκειται σε κάποια διάταξη του Συντάγματος. Περαιτέρω, το Τμήμα έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε σε σχέση με τους εν ενεργεία στρατιωτικούς, οι οποίοι ελάμβαναν το σύνολο (ολόκληρο) του εν λόγω επιδόματος, ούτε σε σχέση με τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι ελάμβαναν άλλα επιδόματος, όπως το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα επίδομα των 176 ευρώ (άρθρο 14 του ν. 3016/2002), επίδομα πάντως το οποίο δεν σχετίζεται με το επίδικο ή με το συντάξιμο μισθό των στρατιωτικών. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε την έφεση και τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αυτής αγωγή του αναιρεσείοντος. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα ορθά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του απέρριψε την ασκηθείσα έφεση, καθώς και την σωρευθείσα στο δικόγραφο αυτής αγωγή του αναιρεσείοντος, ούτε άλλωστε με την κρίση του αυτή παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος και του άρθρου πρώτου του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974), όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων (βλ. σχ. Ολ. Ελ. Σ. 1723/2010).

V. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 56 παρ. 4 του π.δ. 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008 και ισχύει από 8.6.2008 και άρθρο 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981). Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στον αναιρεσείοντα το δικαστικό ένσημο, ποσού 34,50 ευρώ που κατέθεσε με τα 247867, 161084 και 077712 ειδικά έντυπα, σειράς Α΄, αφού επί αιτήσεως αναιρέσεως δεν προβλέπεται η καταβολή τούτου.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 1ης Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση του … για αναίρεση της 1586/2009 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.

Διατάσσει την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου. Και

Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του τέλους δικαστικού ενσήμου, ποσού 34,50 ευρώ, που κατέθεσε.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2010.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 20 Δεκεμβρίου 2010.