Το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., επιβάλλει στη διοικητική αρχή, εφόσον δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, να συνεκτιμήσει την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση σχετικώς με το αίτημα του καταλογισθέντος για επανεξέταση της υπόθεσής του, η δε σχετική παράλειψη ή άρνηση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
342/2022 ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
(πρώην Ι ΤΜΗΜΑ)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2018, με την ακόλουθη σύνθεση: Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Κωνσταντίνος Κρέπης και Ειρήνη Κατσικέρη, Σύμβουλοι, Κωνσταντίνος Δήμου και Γεωργία Κάνδυλα, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Ευάγγελος Καραθανασόπουλος, ως νόμιμος αναπληρωτής της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας, η οποία είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Πελαγία Κρητικού, Γραμματέας του Ι Τμήματος.
Για να δικάσει την από 30.10.2014 (η οποία κατατέθηκε στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Ηλείας στις 30.10.2014 και περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου καταχωρήθηκε στο βιβλίο δικογράφων με αριθμό 454) έφεση:
Του Κωνσταντίνου Αναστόπουλου του Φωτίου, κατοίκου Περιστερίου Ν. Αττικής (οδός Καλαβρύτων, αριθμ. 48, Τ.Κ. 12136), με Α.Φ.Μ. 059967160, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γεωργίου Ράπτη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 12658).
Κατά: α) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου και β) της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) στο Νομό Ηλείας της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
Με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της από 25.8.2014 αίτησης ανάκλησης της Β_1056_438/30.1.2012 καταλογιστικής πράξης της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Ν. Ηλείας και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης και ειδικότερα του 3548/29.8.2014 (και όχι 3548/28.8.2014, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο σχετικό δικόγραφο) ενημερωτικού εγγράφου της ίδιας ως άνω υπηρεσίας.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στο δικόγραφο της έφεσης, το περιεχόμενο του οποίου ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος επίσης πρότεινε την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα αυτού, με την παρουσία όλων των ανωτέρω μελών του και της Γραμματέως του.
Άκουσε την εισήγηση του Παρέδρου Κωνσταντίνου Δήμου. Και
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα:
Ι. Για την άσκηση της έφεσης αυτής έχει καταβληθεί παράβολο ποσού 70,00 ευρώ (βλ. τα Σειράς Α΄ 163394 και 1436781 ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου). Όμως, δοθέντος ότι με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της από 25.8.2014 αίτησης του εκκαλούντος περί ανάκλησης της Β_1056_438/30.1.2012 καταλογιστικής πράξης της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Ν. Ηλείας,με την οποία ζητήθηκε η ανάκτηση από τον εκκαλούντα του ποσού των 3.000,00 ευρώ, καθώς και του 3548/29.8.2014 (και όχι 3548/28.8.2014, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο σχετικό δικόγραφο) ενημερωτικού εγγράφου της ίδιας ως άνω υπηρεσίας, το κατά νόμο οφειλόμενο ποσό παραβόλου ανέρχεται στα 30,00 ευρώ, ήτοι στο 1% επί του προς ανάκτηση ποσού [βλ. άρθρο 73 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΦΕΚ Α΄ 52), Ολ. Ελ. Συν. 187/2011]. Για το λόγο δε αυτό πρέπει, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης, να επιστραφεί στον εκκαλούντα το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 40,00 ευρώ.
ΙΙ. Πέραν των ανωτέρω, με την κρινόμενη έφεση, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 11.12.2018 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ο εκκαλών αορίστως στρέφεται κατά κάθε συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης και είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (άρθρα 49 και 53 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981, ΦΕΚ Α΄ 304 – Ε.Σ. Ι Τμ. 31/2019). Ομοίως η ίδια έφεση απαραδέκτως στρέφεται αυτοτελώς κατά της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) στο Νομό Ηλείας της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, συνεπώς, πρέπει κατά το μέρος τούτο να απορριφθεί, καθόσον στην παρούσα δίκη αποκλειστικός διάδικος, νομιμοποιούμενος παθητικώς, είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, ΦΕΚ Α΄ 304), το οποίο εκπροσωπείται, σύμφωνα με τα άρθρα 11 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 και 1 παρ. 1 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ Α΄ 139), αποκλειστικά και μόνον από τον Υπουργό Οικονομικών (Ε.Σ. 2293/2007, 2393/2008, 1295/2010, 1804/2011, 899, 2219, 3531/2012) και όχι από την εκάστοτε εκδούσα την προσβαλλόμενη πράξη Αρχή, η οποία δεν έχει ίδια ικανότητα να είναι διάδικος (πρβλ. Ε.Σ. 1666/2009). Κατά τα λοιπά η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
ΙΙΙ. Το άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), ορίζει ότι «Πάν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται αθώο μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του».
Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου ως δικονομική εγγύηση στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, αλλά και εκτός αυτής, πριν κριθεί οριστικά η ποινική ευθύνη του διωκομένου. Παράλληλα όμως, το τεκμήριο αυτό εκτείνεται και στις διαδικασίες που έπονται της οριστικής αθώωσης του κατηγορουμένου, με σκοπό να εμποδίσει την αντιμετώπιση από δημόσιες αρχές ή όργανα, ατόμων που αθωώθηκαν ή για τους οποίους έπαψε η ποινική δίωξη, σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για την παράβαση που τους είχε αποδοθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το τεκμήριο αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, αποτελεί έκφανση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και κατοχυρώνει τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειάς του. Χωρίς την προστασία που αποσκοπεί στην τήρηση, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, μιας αθώωσης ή μιας απόφασης παύσης της ποινικής δίωξης, οι εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης που προβλέπει το άρθρο 6 παράγραφος 2 θα κινδύνευαν να καταστούν θεωρητικές (βλ. ΕΔΔΑ, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, 30.4.2015, Kώνστας κ. Ελλάδας. 24.5.2011, παρ. 32). Στο πλαίσιο αυτό, το διατακτικό μιας αθωωτικής απόφασης πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε αρχή που αποφαίνεται ευθέως ή παρεμπιπτόντως επί της ποινικής ευθύνης του προσώπου, το οποίο αφορά η απόφαση. Για την ενεργοποίηση της θεμελιώδους αυτής δικονομικής εγγύησης και τον έλεγχο της πιθανής παραβίασής της απαιτείται οι παρεπόμενες της ποινικής δίκης δικαστικές ή ακόμα και διοικητικές διαδικασίες που δεν είναι ποινικές, να παρουσιάζουν συνάφεια με την προηγηθείσα ποινική δίκη, υπό την έννοια της ταυτόσημης αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων για τα οποία, αυτός που την επικαλείται, διώκεται. Στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί η εν λόγω συνάφεια, η οποία προϋποθέτει ουσιαστικό έλεγχο των πραγματικών στοιχείων της διαφοράς, η διοικητική αρχή ή το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να απόσχει από τη διατύπωση κρίσης ή και αιτιολογίας, η οποία θα έθετε, εν αμφιβόλω, το αθωωτικό αποτέλεσμα της οικείας ποινικής διαδικασίας (βλ. Ελ.Συν. Ολομ. 1824/2019, όπου και σχετική νομολογία). Ειδικότερα, σε περίπτωση καταλογισμού για αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή, δύναται να τεθεί ζήτημα παραβίασης της ανωτέρω διαδικαστικής εγγύησης, όταν τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικά το καταλογισθέν πρόσωπο, αλλά αθωώθηκε, έστω και λόγω αμφιβολιών, ταυτίζονται πλήρως με αυτά στα οποία στηρίζεται ο καταλογισμός του. Αυτό συμβαίνει όταν η παρεπόμενη κρίση σχετικώς με την ευθύνη επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων προϋποθέτει την εξέταση της προηγηθείσας κρίσης του ποινικού δικαστηρίου ή όταν η αρμόδια διοικητική αρχή ή το διοικητικό δικαστήριο εξετάσει εκ νέου τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή κρίνει ξανά τις ενέργειες του προσώπου σε μια από τις πράξεις που οδήγησαν στη θεμελίωση της υποχρέωσής του προς επιστροφή του ληφθέντος ποσού. Αντιθέτως, η διαδικαστική αυτή εγγύηση δεν παραβιάζεται όταν η μεταγενέστερη της αθωωτικής απόφασης διαφορετική κρίση της διοικητικής αρχής ή του δικαστηρίου στηρίζεται σε διαφορετική νομική βάση και αφορά σε άλλη μορφή ή άλλο χαρακτήρα ευθύνης του αθωωθέντος με συνέπεια να παρουσιάζει αυτοτέλεια σε σχέση με την ποινική διαδικασία. Μόνο εφόσον ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ολοκληρωθείσα ποινική διαδικασία και στην διοικητική διαδικασία ή δίκη που επακολουθεί, επιβεβαιωθεί, τότε η κρίση στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας ή δίκης θα ελεγχθεί για την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και δη, το αν με την επίδικη κρίση παραβιάστηκε η προηγούμενη αθώωση του καταλογισθέντος [πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, 30.4.2015, Κώνστας κατά Ελλάδος, 24-5-2011, Παραπονιάρης κατά Ελλάδος, 25.9.2008, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 27-9-2007, Rushiti κατά Αυστρίας, 21-3-2000, Lamana κατά Αυστρίας, 10-7-2001, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Τμήμα ευρείας σύνθεσης), 12-7-2013, Ελ.Συν. Ολομ. 124/2017 σκ. 4, 2679/2016, 1808/2014, 542/2013, 1034/2011 κ.α.).
IV. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις πράξεις της, έστω και αν αυτές είναι παράνομες. Ως εκ τούτου, η μη ανάκληση διοικητικής πράξης στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, εκτός εάν αυτή εκδηλωθεί κατόπιν νέας κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης (βλ. ΣτΕ 941/2017, 2813, 1489/2013, 2636/2006 κ.ά.). Η εν λόγω αρχή ισχύει κατ’ αρχήν και για τις καταλογιστικές πράξεις που εκδίδονται σε περίπτωση διαπιστωθέντος ελλείμματος από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, πλην όμως, αυτή κάμπτεται στις περιπτώσεις που ο διοικούμενος ζητεί από τη Διοίκηση την ανάκληση του γενομένου σε βάρος του καταλογισμού, επικαλούμενος απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία αθωώθηκε, έστω και λόγω αμφιβολιών, για τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η καταλογιστική πράξη, της οποίας ζητεί την ανάκληση. Τούτο, δε, διότι στην περίπτωση αυτή, το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στις προμνησθείσες διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., επιβάλλει στη διοικητική αρχή, εφόσον δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, να συνεκτιμήσει την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση σχετικώς με το αίτημα του καταλογισθέντος για επανεξέταση της υπόθεσής του, η δε σχετική παράλειψη ή άρνηση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. IV Τμ. Ελ. Συν. 1483/2019, 1359/2019).
V. Α.Η από 29.8.2007 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) «Κοινωνικές Παροχές και οικονομικές ενισχύσεις στους πληγέντες από τις πυρκαγιές» (ΦΕΚ Α΄ 205), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3624/2007 (ΦΕΚ Α΄ 289), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Το Κράτος χορηγεί έκτακτες κοινωνικές παροχές και οικονομικές ενισχύσεις σε όσους περιέρχονται ή περιήλθαν προσωρινά ή μονίμως σε κατάσταση απρόβλεπτης ανάγκης εξαιτίας των πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν οπουδήποτε στην Επικράτεια κατά το έτος 2007. 2. Η πληρωμή των οικονομικών ενισχύσεων στους δικαιούχους γίνεται άμεσα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ή άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων που θα καθοριστούν, ύστερα από αίτησή τους, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (…). Ως δικαιολογητικό για την πληρωμή αρκεί αίτηση και υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 του δικαιούχου για τις ζημίες που υπέστη, καθώς και ότι δεν έλαβε την ίδια παροχή από οποιαδήποτε άλλη πηγή. (…). 3. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται το είδος και το ύψος των χορηγούμενων κοινωνικών παροχών και οικονομικών ενισχύσεων, οι δικαιούχοι, που μπορεί ενδεικτικά να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κοινωνικές ομάδες, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησής τους, η διαδικασία ελέγχου των αιτήσεων και των υπεύθυνων δηλώσεων των δικαιούχων, τα δικαιολογητικά που θα απαιτηθεί να κατατεθούν από τους δικαιούχους προς έλεγχο ύστερα από την καταβολή των οικονομικών ενισχύσεων και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα» και στο άρθρο 12, ότι: «Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να χορηγούνται έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις επιπλέον των όσων αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα, να διευρύνεται ο κύκλος των δικαιούχων, να θεσπίζονται νέες κοινωνικές παροχές και νέα είδη οικονομικών ενισχύσεων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα εφαρμογής της παρούσας πράξης, για την οποία δεν έχει χορηγηθεί εξουσιοδότηση στα προηγούμενα άρθρα». Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 3 της ως άνω Π.Ν.Π. εκδόθηκε η Π2α/ΓΠ/οικ.109463/29.8.2007 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Οικονομικές ενισχύσεις πυροπαθών από τις πυρκαγιές κατά το έτος 2007» (ΦΕΚ Β΄ 1724), στο άρθρο μόνο της οποίας ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Εγκρίνουμε τη χορήγηση εφάπαξ οικονομικών ενισχύσεων στους πυροπαθείς του έτους 2007 ως εξής: α) Οικονομική ενίσχυση ποσού τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ σε κάθε οικογένεια μονίμου κατοίκου του οποίου καταστράφηκε ή υπέστη ζημία η οικία ή η λοιπή περιουσία από τις πυρκαγιές κατά το έτος 2007 για την κάλυψη των πρώτων αναγκών (…) 2. Η καταβολή των ενισχύσεων της προηγούμενης παραγράφου γίνεται στους δικαιούχους άμεσα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ή άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, με την υποβολή από τον δικαιούχο αίτησης – υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 για τις ζημίες που υπέστη από τις πυρκαγιές. Στην υπεύθυνη δήλωση αναφέρεται και ότι ο δικαιούχος δεν έλαβε την ίδια παροχή από άλλη πηγή και ότι θα προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά εντός έξι μηνών από την πληρωμή της ενίσχυσης (…). 4. Εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης – υπεύθυνης δήλωσης της παραγράφου 2, κάθε δικαιούχος υποχρεούται να υποβάλει στην κατά τόπο αρμόδια Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) τα ακόλουθα, κατά περίπτωση δικαιολογητικά: α) (…) β) Πιστοποιητικό μόνιμης κατοικίας κατά το χρόνο εκδήλωσης της πυρκαγιάς. (…)». Εξάλλου, στο άρθρο δεύτερο του ν. 3624/2007 ορίζεται ότι: «Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έλαβαν ή θα λάβουν οικονομικές ενισχύσεις κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου και τις κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν ή θα εκδοθούν κατ’ εξουσιοδότησή του, χωρίς να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, υποχρεούνται σε επιστροφή των ποσών αυτών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζεται ο τρόπος και η διαδικασία επιστροφής, τα όργανα καταλογισμού, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια». Σε εκτέλεση της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης, καθώς και εκείνης της παρ. 3 του άρθρου 1 και του άρθρου 12 της προαναφερόμενης Π.Ν.Π., εκδόθηκε η 2/42589/0026/12.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Διαδικασία ελέγχου των δικαιολογητικών των Οικονομικών Ενισχύσεων των πυροπαθών από τις πυρκαγιές κατά το έτος 2007» (ΦΕΚ Β΄ 1096), στο άρθρο μόνο της οποίας προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ορίζονται αρμόδιες για τον έλεγχο των δικαιολογητικών, τα οποία αφορούν στις οικονομικές ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από τα Υποκαταστήματα των Τραπεζών ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν εντός των ορίων του νομού ή του νομαρχιακού διαμερίσματός τους. (…) 4. Η 53η Διεύθυνση συλλέγει στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή και από άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και αρμόδιους φορείς (…) και προβαίνει στην ανάλυση, επεξεργασία, διασταύρωση, ταυτοποίηση και αξιολόγησή τους σε συνδυασμό με τα πρωτογενή στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή της οικείας Τράπεζας. Με κριτήριο το βαθμό βεβαιότητας ως δικαιούχων, όπως αυτή προκύπτει από τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, καταρτίζονται από τη 53η Διεύθυνση οι ακόλουθοι πίνακες με τα πλήρη στοιχεία των λαβόντων ανά Υ.Δ.Ε.: (…) ΠΙΝΑΚΑΣ Β΄: Σε αυτό τον πίνακα περιλαμβάνονται τα ονόματα των δικαιούχων για τα οποία εμφανίζεται να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της Δ.Ο.Υ. στην οποία υποβάλλουν φορολογική δήλωση και του Νομού του υποκαταστήματος από το οποίο έλαβαν την οικονομική ενίσχυση. (…) 5. Οι πίνακες της προηγούμενης παραγράφου συνοδευόμενοι από τα πρωτότυπα δικαιολογητικά σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή αποστέλλονται από την 24η Διεύθυνση στις κατά τόπους αρμόδιες Υ.Δ.Ε. (…). 6. ii) Τα δικαιολογητικά κάθε δικαιούχου των ΠΙΝΑΚΩΝ Β` – Δ΄ υπόκεινται σε καθολικό έλεγχο (100%). (…). 7. Ο έλεγχος των δικαιολογητικών από τις Υ.Δ.Ε. πραγματοποιείται βάσει των δικαιολογητικών που προβλέπονται στην σχετική κοινή υπουργική απόφαση και τις εγκυκλίους. Σε κάθε περίπτωση, η 53η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. κατά την επεξεργασία και διασταύρωση των στοιχείων, καθώς και ο Προϊστάμενος της Υ.Δ.Ε., κατά τον έλεγχο, δύνανται να ζητούν από οποιαδήποτε αρχή κάθε άλλο έγγραφο, το οποίο θα τεκμηριώνει τη νομιμότητα της πληρωμής της οικονομικής ενίσχυσης. (…) 10. Στις περιπτώσεις μη νομίμων πληρωμών, η οικεία Υ.Δ.Ε. αποστέλλει στον λαβόντα δύο έγγραφες ειδοποιήσεις για την άμεση επιστροφή του ποσού, με ημερολογιακή απόσταση μεταξύ τους δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών και από την ημερομηνία αποστολής της τελευταίας ειδοποίησης, ο λαβών θεωρείται αχρεωστήτως εισπράξας και εμπίπτει στις διατάξεις της επόμενης παραγράφου. 11. Σε περίπτωση διαπίστωσης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καταλογίζεται ο λαβών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου δεύτερου του ν. 3624/2007 (…). Αρμόδιος για τον καταλογισμό μη νομίμων δαπανών είναι ο Προϊστάμενος της οικείας Υ.Δ.Ε.». Τέλος, ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 51 αυτού ορίζει ότι: «Το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μία κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του», ενώ ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (Α΄ 114), στο άρθρο 86 αυτού ορίζει ότι: «1. Ο δήμαρχος προασπίζει τα τοπικά συμφέροντα και ασκεί τα καθήκοντά του με γνώμονα τη διασφάλιση της ενότητας της τοπικής κοινωνίας. Ειδικότερα, ο δήμαρχος: (…) η) Εκδίδει τη Βεβαίωση μόνιμης κατοικίας. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 279», και στο άρθρο 279 ότι: «Η ιδιότητα μόνιμου κατοίκου, όπου αυτή απαιτείται, βεβαιώνεται από τον Δήμαρχο (…). Η οικεία βεβαίωση χορηγείται εφόσον προκύπτει πραγματική εγκατάσταση στο Δήμο (…), που αποδεικνύεται με την υποβολή από τον ενδιαφερόμενο απόδειξης λογαριασμού Δ.Ε.Κ.Ο. ή αντιγράφου εκκαθαριστικού της οικείας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.). Εάν, αιτιολογημένως, η ιδιότητα του μόνιμου κατοίκου δεν μπορεί να αποδειχθεί από τα ανωτέρω δικαιολογητικά, αποδεικνύεται από τον ενδιαφερόμενο με κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Η υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Σε κάθε περίπτωση ο Δήμαρχος δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση της βεβαίωσης με παράθεση ειδικής αιτιολογίας».
Β.Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Με την από 29.8.2007 Π.Ν.Π. και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτής και του κυρωτικού της νόμου (3624/2007) εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις θεσπίστηκε ένα ειδικό πλαίσιο χορήγησης κοινωνικών παροχών σε επιμέρους κατηγορίες δικαιούχων που είχαν πληγεί από τις πυρκαγιές του έτους 2007. Για την άμεση δε ανακούφιση των πληγέντων προβλέφθηκε ταχεία διαδικασία καταβολής των σχετικών οικονομικών ενισχύσεων στους δικαιούχους μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού και με μόνα δικαιολογητικά, κατά το στάδιο της πληρωμής των χρηματικών ενισχύσεων, αίτηση του δικαιούχου συνοδευόμενη από υπεύθυνη δήλωσή του σχετικά αφενός με τις προκληθείσες ζημίες και αφετέρου με τη μη λήψη της ίδιας παροχής από άλλη πηγή. Ακολούθως, με την Κ.Υ.Α. Π2α/ΓΠ/οικ.109463/29.8.2007 καθορίστηκαν οι κατηγορίες των δικαιούχων και το αντιστοιχούν σε κάθε κατηγορία ποσό οικονομικής ενίσχυσης. Ορίσθηκε, δε, μεταξύ άλλων, ότι καταβάλλεται ποσό 3.000 ευρώ σε κάθε οικογένεια μονίμου κατοίκου της πληγείσας περιοχής, του οποίου η οικία ή λοιπά περιουσιακά στοιχεία καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημίες από τις πυρκαγιές του έτους 2007. Ως δικαιούχοι, συνεπώς, της ενίσχυσης αναγνωρίζονται αποκλειστικά οι μόνιμοι κάτοικοι των πληγεισών από τις πυρκαγιές περιοχών, η περιουσία των οποίων, ευρισκόμενη στην ίδια περιοχή, καταστράφηκε ή υπέστη ζημία και όχι εκείνοι, των οποίων περιουσιακά στοιχεία ευρισκόμενα στην πληγείσα περιοχή υπέστησαν ζημίες, πλην όμως οι ίδιοι δεν έφεραν την ιδιότητα μονίμου κατοίκου της περιοχής αυτής. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση των πληγέντων από τις πυρκαγιές, με κριτήριο τη διατήρηση μόνιμης κατοικίας στην περιοχή που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι σκοπός της χρηματικής αυτής ενίσχυσης, που έχει χαρακτήρα κοινωνικής προνοιακής – αποκαταστατικής παροχής (βλ. Ελ.Συν. Ι Τμ. 2195, 2196/2012), σύμφωνα με το προοίμιο της οικείας Π.Ν.Π., ήταν η πρόσκαιρη οικονομική ανακούφιση όσων περιήλθαν προσωρινώς ή μονίμως σε κατάσταση απρόβλεπτης ανάγκης, εξαιτίας των πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας κατά το έτος 2007 και όχι η καταβολή αποζημίωσης σε όσους κατείχαν περιουσιακά στοιχεία που επλήγησαν από τις πυρκαγιές (βλ. άρθρα 8 και 11 του ν. 3624/2007 περί καταβολής οικονομικών ενισχύσεων ένεκα ζημιών σε οικονομικές και αγροτικές εκμεταλλεύσεις). Τέτοια δε περίσταση περιέλευσης σε απρόβλεπτη ανάγκη συντρέχει, όταν αποδεικνύεται μόνιμος τοπικός δεσμός των πληγέντων με την περιοχή στην οποία σημειώθηκε η πυρκαγιά, υπό την έννοια ότι διατηρούν σε αυτήν τη μόνιμη κατοικία τους, ως τέτοια νοουμένη ο τόπος της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής τους κατ’ άρθρο 51 ΑΚ, δηλαδή ο τόπος, που έχει καταστεί σύμφωνα με τη βούλησή τους, το σταθερό κέντρο των εν γένει βιοτικών του σχέσεων (βλ. ΣτΕ 2498/2013, 4294,1727/2011, 1113/2008), γεγονός που δικαιολογεί τη διακριτική μεταχείριση αυτής της κατηγορίας, με τη μορφή της άμεσης οικονομικής τους ενίσχυσης, έναντι εκείνων που απλώς διατηρούν περιουσιακά στοιχεία στην ίδια περιοχή και δεν υφίστανται με την ίδια οξύτητα και ένταση τις δυσμενείς συνέπειες της φυσικής καταστροφής στη βιοτική τους σφαίρα (Ε.Σ. Ι Τμ. 4621, 1235, 1772/2014, 497/2013). Περαιτέρω, στην ίδια ως άνω Κ.Υ.Α. προβλέφθηκε ότι εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης κάθε δικαιούχος υποχρεούται να προσκομίσει στην οικεία Υ.Δ.Ε. τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων και πιστοποιητικό μόνιμης κατοικίας, που εκδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 86 παρ. 1 περ. η΄ και 279 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων από τον αρμόδιο Δήμαρχο με βάση απόδειξη λογαριασμού Δ.Ε.Κ.Ο. ή αντίγραφο εκκαθαριστικού της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.). Το πιστοποιητικό αυτό συνιστά ένα από τα στοιχεία απόδειξης της μόνιμης κατοικίας του εισπράξαντος την ενίσχυση προσώπου, αναγκαίο μεν αλλά όχι αποκλειστικό, καθόσον συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία που προκύπτουν από τις διασταυρώσεις στις οποίες προβαίνουν τα αρμόδια όργανα (βλ. Ελ.Συν. Ι Τμ. 2211/2012, 4311/2013, 1222/2014).Εξάλλου, εάν σημειωθεί απόκλιση μεταξύ της περιοχής της Δ.Ο.Υ., στην οποία ο λαβών υπέβαλε κατά τον κρίσιμο χρόνο τη φορολογική του δήλωση και εκείνης του υποκαταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος, από το οποίο εισέπραξε την ενίσχυση, γίνεται καθολικός έλεγχος των δικαιολογητικών του καθώς και περαιτέρω διασταύρωση των στοιχείων, προκειμένου να εξακριβωθεί με πληρότητα ότι συντρέχουν οι τασσόμενες από την Κ.Υ.Α. προϋποθέσεις και ότι ο λήπτης της ενίσχυσης φέρει πράγματι την ιδιότητα μονίμου κατοίκου της πληγείσας περιοχής. Τέλος, εάν ο λήπτης της ενίσχυσης, η οικία ή τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του οποίου υπέστησαν ζημίες, δεν φέρει την ιδιότητα μόνιμου κατοίκου της πληγείσας περιοχής κατά το χρόνο εκδήλωσης της πυρκαγιάς, θεωρείται αχρεωστήτως λαβών και υποχρεούται σε επιστροφή της, άλλως καταλογίζεται με πράξη του προϊσταμένου της οικείας Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου με το ποσό αυτής (βλ. Ελ.Συν. Ι Τμ. 2211, 3527, 3528/2012, 99, 497, 4294, 4303/2013, 2207, 1219/2014 κ.ά).
VI. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών εισέπραξε από την Εθνική Τράπεζα το ποσό των 3.000,00 ευρώ, κατ’ εφαρμογή της Π2α/ΓΠ/οικ.109463/29.8.2007 Κ.Υ.Α., ως οικονομική ενίσχυση για την άμεση αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η περιουσία του στο Δημοτικό Διαμέρισμα (Δ.Δ.) Διασέλλων του Δήμου Σκιλλούντος Ν. Ηλείας από τις πυρκαγιές του έτους 2007. Στη συνέχεια, παρόλο που αρμοδίως του ζητήθηκε να υποβάλει τα προβλεπόμενα στην ως άνω Κ.Υ.Α. δικαιολογητικά για την είσπραξη της σχετικής ενίσχυσης, δεν τα προσκόμισε, για το λόγο δε αυτό η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) στο Ν. Ηλείας με την Β_1056_438/30.1.2012 καταλογιστική πράξη καταλόγισε τον εκκαλούντα με το ποσό των 3.000,00 ευρώ. Στην ίδια καταλογιστική πράξη αναφέρεται ότι αυτή «προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 774/1980», αλλά, όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο τούτο, έφεση κατ’ αυτής ουδέποτε ασκήθηκε από τον εκκαλούντα, με συνέπεια η καταλογιστική αυτή πράξη να καταστεί απρόσβλητη. Στο μεταξύ (όπως προκύπτει από το 5165/5.1.2015 έγγραφο απόψεων της διοίκησης για την υπό κρίση υπόθεση), ο εκκαλών προσκόμισε, μετά την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, στην ως άνω Υ.Δ.Ε. έντυπα Ε1, Ε9 και δήλωση ζημίας στον ΕΛΓΑ, από τα οποία προέκυπτε ότι δεν είναι δικαιούχος της ενίσχυσης, καθώς στα έγγραφα αυτά δήλωνε ως μόνιμη κατοικία του την Αθήνα επί της οδού Ευελπίδων 47 και για το λόγο αυτό η διοίκηση δεν προέβη σε κάποια ενέργεια άρσης του επιβληθέντος καταλογισμού. Δυόμισι περίπου έτη μετά την έκδοση της καταλογιστικής πράξης, ο ίδιος, με την 3548/25.8.2014 αίτησή του ζήτησε να ανακληθεί η πράξη αυτή επικαλούμενος ότι με την 3409/2013 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου, την οποία προσκόμισε, αθωώθηκε για τα σχετικά με τη λήψη της ως άνω ενίσχυσης αδικήματα της απάτης σε βάρος του Δημοσίου και της Ψευδούς Υπεύθυνης Δήλωσης. Ακολούθως η Υ.Δ.Ε. στο Ν. Ηλείας, αφού έλαβε υπόψη την κατά τα ανωτέρω αίτησή του, με το 3548/29.8.2014 έγγραφό της προς τον εκκαλούντα, ανέφερε τα εξής: «Σε απάντηση της ανωτέρω αίτησής σας, σας ενημερώνουμε ότι: (…) εγκρίθηκε η χορήγηση εφάπαξ οικονομικών ενισχύσεων στους πυροπαθείς του έτους 2007 ως εξής: “(1α) Οικονομική ενίσχυση ποσού τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ σε κάθε οικογένεια μονίμου κατοίκου του οποίου καταστράφηκε ή υπέστη ζημία η οικία ή η λοιπή περιουσία από τις πυρκαγιές κατά το έτος 2007 για την κάλυψη των πρώτων αναγκών κ.λ.π.”. Από τα υποβληθέντα στην Υπηρεσία μας δικαιολογητικά, προκύπτει ότι: ως μόνιμη κύρια κατοικία (έντυπο Ε1) δηλώνονται οι διευθύνσεις Ευελπίδων 47 ΑΘΗΝΑ, του ιδίου και ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ 48 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΑΤΤΙΚΗΣ της συζύγου (φιλοξενία από τους γονείς της συζύγου), Δ.Ο.Υ. υποβολής φορολογικής δήλωσης η ΙΘ΄ Αθηνών, (αντιστοιχία μεταξύ της Δ.Ο.Υ. στην οποία υποβάλλουν φορολογική δήλωση και του Νομού του υποκαταστήματος από το οποίο έλαβαν την οικονομική ενίσχυση, σύμφωνα με την αρ. πρωτ. 2/42589/0026/4-6-2008, ΦΕΚ 1096 Β΄/12-6-2018 κ.υ.α.), δεν προκύπτει επομένως, μόνιμη κύρια κατοικία στην πυρόπληκτη περιοχή της Ηλείας».
VII. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως η Υ.Δ.Ε. στο Ν. Ηλείας με το 3548/29.8.2014 έγγραφο της απέρριψε την 3548/25.8.2014 αίτηση του εκκαλούντος για ανάκληση της Β_1056_438/30.1.2012 καταλογιστικής πράξης, μετά από νέα εξέταση των μεταγενεστέρως του καταλογισμού υποβληθέντων από τον εκκαλούντα δικαιολογητικών, από τα οποία προκύπτει ότι παρίσταται νόμιμος ο επιβληθείς σε βάρος του καταλογισμός, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι ήταν μόνιμος κάτοικος του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων Ν. Ηλείας κατά τον κρίσιμο χρόνο (Αύγουστος 2007), αφού και ο ίδιος με την ένδικη έφεση συνομολογεί ότι εργάζεται στην Αθήνα, όπου και διαμένει με τη σύζυγό του, σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν (σκέψη V.Β), δικαιούχοι της επίδικης ενίσχυσης είναι μόνον όσοι διατηρούσαν μόνιμη κατοικία στην πυρόπληκτη περιοχή και όχι όσοι είχαν μόνο περιουσιακούς δεσμούς με αυτήν ή διέμεναν σε αυτήν προσωρινά. Ανεξαρτήτως δε αυτού, από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο προς απόδειξη του προαναφερόμενου ισχυρισμού δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών είχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, μόνιμη κατοικία στην πληγείσα περιοχή, με την έννοια ότι είχε καταστήσει τα Διάσελλα του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων ως σταθερό κέντρο των βιοτικών του σχέσεων. Η ως άνω παραδοχή δεν αναιρείται από την ύπαρξη γεωργικών εκμεταλλεύσεων του εκκαλούντος στην πληγείσα περιοχή (βλ. την κατάσταση των ακινήτων του, όπως καταγράφονται στο έντυπο Ε9, οικονομικού έτους 2007, που κατατέθηκε στη Δ.Ο.Υ. ΙΘ Αθηνών), καθόσον η ιδιοκτησία επί ακινήτων σε συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν αρκεί για να προσδώσει στον φορέα της την ιδιότητα του μόνιμου κατοίκου. Εξάλλου, δεν έχει προσκομισθεί πιστοποιητικό μόνιμης κατοικίας, το οποίο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 86 παρ. 1 περ. η΄ και 279 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, εκδίδεται από τον αρμόδιο Δήμαρχο βάσει απόδειξης λογαριασμού Δ.Ε.Κ.Ο. ή εκκαθαριστικών της οικείας Δ.Ο.Υ., το γεγονός δε ότι ο εκκαλών είναι δημότης του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων ομοίως δεν αποδεικνύει την ύπαρξη μόνιμης εγκατάστασης στην περιοχή, αλλά ούτε και την πρόθεσή του να καταστήσει αυτό το επίκεντρο των βιοτικών του σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, η Π2α/ΓΠ/οικ.109463/29.8.2007 Κ.Υ.Α., με την οποία καθορίστηκαν οι κατηγορίες των δικαιούχων της εν λόγω οικονομικής ενίσχυσης είναι σύμφωνη με την παρεχόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 της από 29.8.2007 Π.Ν.Π. νομοθετική εξουσιοδότηση, η δε διακριτική μεταχείριση των μονίμων κατοίκων των πληγεισών περιοχών έναντι των υπολοίπων, οι οποίοι απλώς κατείχαν περιουσία στην ίδια περιοχή ή διέμεναν εκεί για λίγους μήνες το έτος, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος. Επιπλέον, ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση έφεση ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι μετά την έκδοση της 3409/2013 προαναφερόμενης αμετάκλητης αθωωτικής δικαστικής αποφάσεως η Διοίκηση όφειλε να ανακαλέσει την επίμαχη καταλογιστική απόφαση, άλλως παραβιάζεται η αρχή ne bis in idem και η παράγραφος 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και το θεσπιζόμενο με αυτή τεκμήριο αθωότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Διότι η κατά τα ανωτέρω δέσμευση από την αθωωτική απόφαση της διοικητικής αρχής, και συνακόλουθα του Δικαστηρίου που ελέγχει τη νομιμότητα των ενεργειών της, συντρέχει αποκλειστικά και μόνο όταν τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία διώχθηκε ποινικά το προτεινόμενο προς καταλογισμό πρόσωπο και αθωώθηκε, ταυτίζονται πλήρως με αυτά στα οποία στηρίζεται ο καταλογισμός και όχι όταν ο καταλογισμός στηρίζεται (και) σε στοιχεία, που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο. Ειδικότερα, η υποχρέωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δεν συνιστά κύρωση του ποινικού δικαίου (ποινή stricto sensu) που επιβάλλεται από τα ποινικά δικαστήρια υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της ποινικής διαδικασίας προς το σκοπό της γενικότερης νομικής, ηθικής και κοινωνικής αποδοκιμασίας της συμπεριφοράς του λήπτη, αλλά έχει αποκαταστατικό χαρακτήρα, επιβάλλεται από διοικητικά όργανα και τείνει στην επιστροφή ποσών τα οποία ελήφθησαν χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Τούτο διότι ούτε ο νομικός χαρακτηρισμός του καταλογισμού κατά το εσωτερικό δίκαιο, ούτε η ίδια η φύση της παράβασης (υποχρέωση επιστροφής των ληφθέντων) ούτε η φύση και η σοβαρότητα του διοικητικού μέτρου που ενδέχεται να επιβληθεί στον λήπτη συνηγορούν στην αποδοχή της φύσης του καταλογισμού ως κύρωσης ποινικού χαρακτήρα (Ως προς τα ως άνω «κριτήρια Engel», για το χαρακτηρισμό μιας κύρωσης ως ποινικής βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 8ης Ιουνίου 1976, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, της 24ης Σεπτεμβρίου 1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, ΣτΕ 689/2009). Συνεπεία αυτού και εφόσον ο καταλογισμός αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4 παρ.1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τόσο η Διοίκηση κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεως ανάκλησης της καταλογιστικής πράξης όσο και το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την ανοιγείσα ενώπιον του δίκη (συνεπεία προσβολής της οικείας καταλογιστικής πράξης) δεν υποχρεούνται, αντίστοιχα, η μεν Διοίκηση να ανακαλέσει την καταλογιστική απόφαση, το δε Δικαστήριο να την ακυρώσει, σε περίπτωση που για την ίδια παράβαση έχει ολοκληρωθεί η ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων διαδικασία, με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη. Εξάλλου, η αιτία έκδοσης της συγκεκριμένης καταλογιστικής πράξης θεμελιώνεται στη μη συνδρομή των προϋποθέσεων χορήγησης της ως άνω κοινωνικής παροχής (δεν συντρέχει στο πρόσωπο του εκκαλούντος η ιδιότητα του μονίμου κατοίκου) και όχι στην ακρίβεια και αλήθεια των στοιχείων της υποβληθείσας υπεύθυνης δήλωσης επί των οποίων στοιχειοθετούνται τα αδικήματατης απάτης σε βάρος του Δημοσίου και της υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης για τα οποία κρίθηκε αθώος ο καταλογιζόμενος με την απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου. Το διατακτικό δε της απόφασης αυτής δεν δύναται να αποτελέσει αυτοτελή αιτία διατήρησης της ως άνω παροχής, αλλά ούτε και να επιβεβαιώσει το μόνιμο τοπικό δεσμό του πληγέντος με την περιοχή στην οποία εκτάθηκε η πυρκαγιά.
VIIΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, απορριπτομένων των λόγων έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί, να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του κατά νόμο οφειλομένου παραβόλου ύψους 30,00 ευρώ και η επιστροφή στον εκκαλούντα του υπερβάλλοντος ποσού των 40,00 ευρώ.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την έφεση και
Διατάσσει την κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του κατά νόμο οφειλομένου παραβόλου ύψους 30,00 ευρώ και την επιστροφή στον εκαλούντα του υπερβάλλοντος ποσού των 40,00 ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ
ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ
Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Πρώτου Τμήματος την 1η Μαρτίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ | Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΜΑΡΙΑ ΒΛΑΧΑΚΗ | ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΖΕΝΟΥ |