ΕΣ 3479/12,Τμ. V, Aιτηση καταλογισμού πόθεν έσχες, το δημόσιο δεν έχει έννομο συμφέρον εάν ήδη κατά την συζήτηση εκδόθηκε πράξη καταλογισμού . Εικοσαετής παραγραφή η αξίωση του πόθεν έσχες. Το βάρος απόδειξης οτι είναι νόμιμη η περιουσιακή το έχει ο καθού

Ε.Σ

Το έννομο συμφέρον του Δημοσίου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης καταλογισμού που ασκείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, πρέπει να υπάρχει τόσο κατά την άσκηση, όσο και κατά τη συζήτηση αυτής (αίτησης) και έως την έκδοση της σχετικής απόφασης καταλογισμού του καθ’ ου η αίτηση. Το συμφέρον, όμως, αυτό, η ύπαρξη του οποίου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκλείπει, όταν πριν από την άσκηση της αίτησης καταλογισμού από τον Γενικό Επίτροπο το Δημόσιο έχει ήδη προβεί, διά μέσου των αρμόδιων διοικητικών οργάνων του, στην έκδοση καταλογιστικής πράξης, για την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί, αφού δεν νοείται να καταλογιστεί ο ζημιώσας αυτό υπάλληλος δύο φορές με το ίδιο ποσό και για την ίδια ιστορική αιτία. Περαιτέρω, ο καταλογισμός, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί πόθεν έσχες, δεν συναρτάται με τη συνδρομή οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητας του ελεγχόμενου, καθόσον για την επιβολή του αρκεί η διαπίστωση και μόνο του αντικειμενικού γεγονότος της απόκτησης περιουσιακού οφέλους, η προέλευση του οποίου δεν δικαιολογείται από τις νόμιμες πηγές εσόδων του. Τέλος, η ευθύνη τού, κατά τις διατάξεις περί πόθεν έσχες, υπόχρεου, αν και συναφής με την αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων, αποτελεί ειδική μορφή ευθύνης που ρυθμίζεται από ίδιο πλέγμα διατάξεων και, ως εκ τούτου, εφόσον δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου άλλη συντομότερη παραγραφή, υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα, η οποία αρχίζει από τον χρόνο κτήσης του αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους.

ΕλΣυν 3479/2012 Τμ. V
Πρόεδρος: Γ. Κωνσταντάς, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ε. Παπαθεοδώρου, Πάρεδρος
Γεν. Επ. Επικ.: Α. Καπερώνης, Επίτροπος Επικρατείας
Δικηγόροι: Ε. Παπαϊωάννου, Κ. Κατσούλας (Πάρεδρος ΝΣΚ)

Το π.δ/γμα 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ 304 Α΄), οι διατάξεις του οποίου, σχετικά με τον προσδιορισμό δικασίμου και την εκδίκαση εν γένει του ένδικου βοηθήματος της έφεσης, εφαρμόζονται αναλόγως, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 αυτού, και επί των κατ’ άρθρο 46 παρ. 5 του π.δ/τος 774/1980 (ΦΕΚ 189 Α΄) αιτήσεων καταλογισμού του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ορίζει, στο άρθρο 48, ότι: «Η έφεσις ασκείται υπό παντός έχοντος έννομο συμφέρον ή υπό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω, απευθύνεται δε κατά του εν τη εκκαλουμένη πράξει ή αποφάσει διαδίκου (….)». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του Δημοσίου για την έκδοση καταλογιστικής απόφασης σε βάρος του ζημιώσαντος αυτό υπαλλήλου αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης καταλογισμού του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας. Έννομο δε συμφέρον του Δημοσίου για την έκδοση καταλογιστικής απόφασης σε βάρος του ζημιώσαντος αυτό υπαλλήλου υπάρχει για κάθε θετική ζημία τούτου, ήτοι για κάθε μείωση της υφιστάμενης κινητής ή ακίνητης περιουσίας του (άρθρο 298 εδ. α΄ ΑΚ). Το έννομο συμφέρον του Δημοσίου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης καταλογισμού που ασκείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, πρέπει να υπάρχει τόσο κατά την άσκηση, όσο και κατά τη συζήτηση αυτής (αίτησης) και έως την έκδοση της σχετικής απόφασης καταλογισμού του καθ’ ου η αίτηση (ΕλΣυν απόφ. Τμ. V 361/2008). Το συμφέρον, όμως, αυτό, η ύπαρξη του οποίου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκλείπει, όταν πριν από την άσκηση της αίτησης καταλογισμού από το Γενικό Επίτροπο το Δημόσιο έχει ήδη προβεί, διά μέσου των αρμόδιων διοικητικών οργάνων του, στην έκδοση καταλογιστικής πράξης, για την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί, αφού δεν νοείται να καταλογιστεί ο ζημιώσας αυτό υπάλληλος δύο φορές με το ίδιο ποσό και για την ίδια ιστορική αιτία (ΕλΣυν απόφ. Τμ. V 2531/2010).

Ο ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 211 Α΄) ορίζει, στο άρθρο 2, ότι: «1. (…) 2. Κύρια αποστολή της Οικονομικής Επιθεώρησης είναι: α) (…) δ) ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός των Γενικών Διευθυντών (…) 19. Οι ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, από τα πρόσωπα που ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1783/1987 (ΦΕΚ 200 Α΄), εφαρμόζονται για τους Οικονομικούς Επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ως και για τους υπαλλήλους που τυχόν ασκούν καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή (…) και, στο άρθρο 3, ότι: «1. (…) 13. Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του παρόντος, περί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους ελεγκτές των ΔΟΥ και των Ελεγκτικών Κέντρων, ως και για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα ελεγκτή. Ο ελεγκτής υποβάλλει τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) στην υπηρεσία του. Η δήλωση ελέγχεται από την Οικονομική Επιθεώρηση (…)». Εξάλλου, στο δεύτερο μέρος του ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων κ.λπ.» (ΦΕΚ 155 Α΄) που φέρει τον τίτλο «Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην κρινόμενη υπόθεση χρόνο (βλ. ήδη το άρθρο 12 του ν. 3213/2003, ΦΕΚ 309 A΄, όπως προστέθηκε με το ν. 3849/2010 – ΦΕΚ 80 Α΄), στο άρθρο 24 ορίζεται ότι: «1. Υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25: α. (…) β. (…) 2. Η δήλωση υποβάλλεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη καθηκόντων των κατά την παράγραφο 1 υποχρέων και επαναλαμβάνεται τον Απρίλιο κάθε έτους, εφόσον διατηρούν την ιδιότητα αυτή και επί τρία (3) έτη μετά την απώλειά της» και στο άρθρο 29 ότι: «1. Καταλογίζεται εις βάρος του ελεγχόμενου χρηματικό ποσό ισάξιο με το περιουσιακό όφελος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο σύζυγός του ή ανήλικο τέκνο του και του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται. 2. (…) 3. Ο καταλογισμός, ο οποίος προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις» (βλ. ομοίου περιεχομένου ρύθμιση στη διάταξη του άρθρου 11 του προϊσχύσαντος ν. 1738/1987, ΦΕΚ 200 Α΄, περί πόθεν έσχες). Τέλος, το άρθρο 28 του προϊσχύοντος Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ (ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄ – ήδη άρθρο 28 του ν. 3528/2007, ΦΕΚ 26 Α΄) όριζε ότι: «1. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως, κατά τον διορισμό του, την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου, συζύγου και παιδιών του, εφόσον συνοικούν με αυτόν (…) 3. Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να ενεργήσει έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, ο αρμόδιος υπουργός προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη αυτού». Η ως άνω υποχρέωση προβλεπόταν και από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 75 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977, ΦΕΚ 198 Α΄), η οποία καταργήθηκε μεν με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 8 του ν. 1400/1983 (ΦΕΚ 156 Α΄), πλην όμως η σχετική υποχρέωση δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, καθώς και κάθε μεταβολής αυτής, διατηρήθηκε με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του ως άνω νόμου (ΣτΕ 3642/2003).

Με τις προαναφερόμενες διατάξεις που σκοπό έχουν τον περιορισμό της διαφθοράς στον δημόσιο εν γένει βίο και την πάταξη των αθέμιτων επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών από κρατικούς λειτουργούς, θεσπίστηκε και οργανώθηκε μια διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης αυτών, οι οποίοι, κατέχοντες κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, δύνανται, επωφελούμενοι της ιδιότητάς τους, να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό όφελος. Για τον λόγο αυτό, επιβλήθηκε στις εν λόγω κατηγορίες προσώπων η υποχρέωση για ετήσια υποβολή δήλωσης περί των κατεχόμενων από τα πρόσωπα αυτά και από τα μέλη της οικογένειάς τους (σύζυγο και ανήλικα τέκνα) κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, ενώ περαιτέρω θεσπίστηκαν όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών (ΕλΣυν αποφ. Τμ. V 757, 53/2012, 3040, 2704/2011, 1558/2008). Ειδικότερα, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης, υπαγόμενοι, ως εκ τούτου, κατά ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη, στον εκάστοτε ισχύοντα περί πόθεν έσχες νόμο, οι ελεγκτές των ΔΟΥ, καθώς και οι υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα ελεγκτή. Επομένως, από τη θέση σε ισχύ του ν. 2343/1995 (11.10.1995), στις ανωτέρω κατηγορίες υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις των περί πόθεν έσχες νόμων (ν. 1738/1987, ν. 2429/1996 και ν. 3213/2003), σε περίπτωση δε που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν δύναται να δικαιολογηθεί η προέλευση περιουσιακού οφέλους που αποκτήθηκε από τον ελεγχόμενο ή τα μέλη της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στις εν λόγω κρίσιμες θέσεις, προβλέπονται εις βάρος του τελευταίου ποινικές και χρηματικές κυρώσεις. Οι χρηματικές δε κυρώσεις συνίστανται στον καταλογισμό του ελεγχόμενου, κατόπιν απόφασης του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με χρηματικό ποσό ισάξιο του περιουσιακού οφέλους, του οποίου δεν δικαιολογείται η νόμιμη προέλευση, το οποίο τεκμαίρεται μαχητά ότι προέρχεται από την κατ’ εκμετάλλευση της θέσης του διάπραξη αθέμιτων σε βάρος και επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών (ΕλΣυν αποφ. Ολ. 2825/2006 και Τμ. V 757/2012, 3346/2009). Στην περίπτωση αυτή, το βάρος απόδειξης για τη νομιμότητα απόκτησης του περιουσιακού οφέλους έχει ο ίδιος ο ελεγχόμενος, ο οποίος υποχρεούται να αποδείξει, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της προέλευσης των κεφαλαίων που εντοπίζονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς του και τα οποία δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τα εισοδήματά του. Προς τον σκοπό δε αυτό, πρέπει να προσκομίζει στις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, από το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια ο ακριβής τρόπος απόκτησης των ποσών αυτών, καθώς και η προέλευσή τους από νόμιμες δραστηριότητες (ΕλΣυν αποφ. Τμ. V 757/2012, 3295/2011). Παρέπεται ότι για το αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος που τυχόν αποκτήθηκε σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, δηλαδή σε χρόνο που ο υπάλληλος δεν είχε αποκτήσει κάποια από τις θέσεις – ιδιότητες που υπάγονται στις ρυθμίσεις των περί πόθεν έσχες νόμων, αυτός υπέχει μόνο πειθαρχική ή ποινική ευθύνη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Τούτο δε, διότι οι διατάξεις των περί πόθεν έσχες νόμων, λόγω των σοβαρών συνεπειών που συνεπάγεται η εφαρμογή τους, οι οποίες προσιδιάζουν με επιβολή ποινής, δεν δύνανται να εφαρμοστούν αναδρομικά, καταλαμβάνοντας χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ελεγχθέν πρόσωπο δεν είχε αποκτήσει ακόμη την ιδιότητα – θέση που εμπίπτει στις οικείες ρυθμίσεις, πολλώ δε μάλλον, σε χρόνο κατά τον οποίο η συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων δεν είχε υπαχθεί νομοθετικά στο ανωτέρω ρυθμιστικό πλαίσιο (ΕλΣυν αποφ. Τμ. V 757, 53/2012, 3295, 3045/2011, 1270, 1633, 2531/2010, 3346/2009, 356, 810/2008, 2297/2005). Συνακόλουθα, δεν δύναται να ληφθεί υπόψη η περιουσιακή κατάσταση υπαλλήλου κατά το προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας του υπόχρεου σε υποβολή της, σύμφωνα με τις περί πόθεν έσχες διατάξεις, δήλωσης χρονικό διάστημα, όταν από διενεργηθέντα σχετικό έλεγχο προκύπτει αρνητικό διαθέσιμο υπόλοιπο, το οποίο αποβαίνει σε βάρος του, καθόσον, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν δικαιολογείται ο καταλογισμός του για κτήση περιουσιακών στοιχείων κατά το διάστημα αυτό. Εξ αντιδιαστολής, παρέπεται ότι κατά τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου λαμβάνεται, σε κάθε περίπτωση, υπόψη το πραγματικό αποταμιευτικό υπόλοιπο που αυτός διαθέτει κατά το χρονικό σημείο κτήσης της ιδιότητας του υπόχρεου σε υποβολή της ανωτέρω δήλωσης (πρβλ. ΕλΣυν αποφ. Τμ. V 53/2012, 3045/2011).

(Απορρίπτει εν μέρει ως απαράδεκτη την αίτηση
του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας
στο Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δέχεται κατά τα λοιπά)