Αριθμ. 3509/2009, ΙΙ Τμήματος
Περίληψη: Δεν είναι επιτρεπτή η επανεξέταση συνταξιοδοτικών υποθέσεων που έχουν καταστεί οριστικές είτε λόγω παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση κατ’ αυτών ενδίκων βοηθημάτων, είτε λόγω απόρριψης αυτών των ενδίκων βοηθημάτων. Εξαιρέσεις.
Πρόεδρος: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Αντώνιος Κατσαρόλης, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Κων/ντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος Επικρατείας
II. Με το άρθρο 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007) ορίζεται, στην παρ. 1, ότι «Ο κανονισμός των συντάξεων … που βαρύνουν του Δημόσιο και πληρώνονται από αυτό … γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού από την Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με πράξη που εκδίδεται από τον Τμηματάρχη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων. Η πράξη κανονισμού σύνταξης είναι υποχρεωτική για το Δημόσιο και τον ενδιαφερόμενο και υπόκειται μόνο στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από αυτό το άρθρο. Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε ένσταση που ασκείται για οποιονδήποτε λόγο στην Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων …», στην παρ. 2 ότι «Η ένσταση ασκείται: α) από τον Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων πριν από την εκτέλεση της πράξης … β) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μέσα σε ένα έτος από την κοινοποίηση της πράξης», στην παρ. 3 ότι «Η ένσταση ασκείται χωρίς περιορισμό από προθεσμία α) … β) … γ) …», στην παρ. 5 ότι «Απαγορεύεται η εξέταση της νομιμότητας των παραπάνω πράξεων ή αποφάσεων με άλλη διαδικασία εκτός από αυτή που αναφέρεται σ’ αυτό του άρθρο …», στην παρ. 6 ότι «Η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσα σε ένα έτος από την έκδοσή τους, καθώς και από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε ένα έτος από την κοινοποίησή τους. … Όταν ασκηθεί η έφεση εξαντλείται η δικαιοδοσία των οργάνων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους», στην παρ. 7 ότι «Κάθε αίτηση σχετική με πράξη που εκδόθηκε για κανονισμό σύνταξης ή με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η οποία στηρίζεται σε έγγραφα για το περιεχόμενο των οποίων δεν έγινε κρίση, θεωρείται όχι ως ένδικο μέσο αλλά ως αίτηση που εξετάζεται για πρώτη φορά» και στην παρ. 8 ότι «Υποθέσεις για συντάξεις που κρίθηκαν οριστικά και τελεσίδικα με τη διαδικασία των παραγράφων 1-7 αυτού του άρθρου, μπορούν να επαναφερθούν για εξέταση σε πρώτο βαθμό με αίτηση των ενδιαφερομένων ή του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων, εφόσον αυτοί επικαλούνται αντίθετη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά τη χρονολογία έκδοσης της οριστικής πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται …».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων οι πράξεις κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, που υποχρεώνουν το Δημόσιο και τον ενδιαφερόμενο και δεν μπορούν να ανακληθούν ή τροποποιηθούν από τα όργανα που τις εξέδωσαν βάσει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, παρά μόνο να ακυρωθούν ή μεταρρυθμιστούν μέσω της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασίας, με την άσκηση δηλαδή των προβλεπόμενων από τις διατάξεις αυτές ενδικοφανών ή ενδίκων μέσων. Περαιτέρω, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η επανεξέταση συνταξιοδοτικών υποθέσεων, που έχουν καταστεί οριστικές είτε λόγω παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση κατ’ αυτών ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είτε λόγω απόρριψης της ένστασης ή έφεσης που ασκή¬θηκαν κατ’ αυτών. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, ύστερα από σχετική αί¬τηση του ενδιαφερόμενου, η επανεξέταση από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα συνταξιοδοτικών υποθέσεων που έχουν καταστεί οριστικές, εφόσον γίνεται επίκληση είτε επιγενόμενης μεταβολής του νομικού καθεστώτος που διέπει την υπόθεση του, είτε μεταγενέστερης απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως καθ’ ερμηνεία των ίδιων διατάξεων αντίθετα το νομικό ζήτημα που αφορά την υπόθεσή του, είτε, τέλος, νέων κρίσιμων εγγράφων, εγγράφων δηλαδή που μπορούν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στη θεμελίωση ή στην έκταση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος και τα οποία προϋπήρχαν της οικείας (οριστικής) συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης ή βεβαιώνουν πραγματικά περιστατικά προγενέστερα αυτών. Από αυτά παρέπεται ότι, πλην των ως άνω ειδικώς απαριθμούμενων περιπτώσεων, απαραδέκτως υποβάλλονται ή επαναφέρονται για νέα κρίση ενώπιον των συνταξιοδοτικών οργάνων αιτήματα, με τα οποία αμφισβητείται αμέσως ή εμμέσως η νομιμότητα πράξεων κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων, που έχουν περαιωθεί οριστικώς είτε γιατί δεν ασκήθηκαν κατ’ αυτών τα προβλεπόμενα στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ενδικοφανή ή ένδικα μέσα (ένσταση ή έφεση), είτε γιατί τα ασκηθέντα κατ’ αυτών ενδικοφανή ή ένδικα μέσα απορρίφθηκαν (βλ. σχετ. Ολ. Ελ. Συν. 729/1999, 2126/1995, II Τμ. 1145/2004, 439/2004, 2166/2003, 1396/2002, 107/2002, 992/2001, 1544/ 2000, 1725/1999, 873/1999 κ.ά.).
III. Στην προκειμένη υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα, πρώην υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας που αποχώρησε από την υπηρεσία κατόπιν παραίτησης στις 19.11.1989, δικαιώθηκε από 19.2.1990, με την 606/1990 πράξη της 1ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μηνιαία σύνταξη με βάση την από έτη 30-06-18 συνολική συντάξιμη υπηρεσία της και το βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ4 κατηγορίας του ν. 1505/1984, προσαυξημένου κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Στη συνέχεια, με την 296842/97/13.7. 1998 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναπροσαρμόσθηκε κατ’ αύξηση, κατ7 εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 και 3 του ν. 2592/1998 και σύμφωνα με τα μισθολογικά δεδομένα των ν. 2470/1997 και 2606/1998, η σύνταξη της εκκαλούσας με βάση το βασικό μισθό του 3ου μισθολογικού της μισθολογικής κλίμακας, που προβλεπόταν στο άρθρο 3 του ν. 2470/ 1997, για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΠΕ, στο οποίο (3ο μισθολογικό Κλιμάκιο) κατατάχθηκε με βάση την ως άνω από έτη 30-06-18 υπηρεσία της για μισθολογική εξέλιξη. Ένσταση της ήδη εκκαλούσας κατά της πράξης αυτής, με την οποία επεδίωκε την αναπροσαρμογή της σύνταξής της με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ4 κατηγορίας του ν. 2470/1997, απορρίφθηκε με την 2062/2000 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η οποία της απεστάλη με το υπ’ αριθ. πρωτ. 32537/7.3.2001 έγγραφο της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Παρά ταύτα όμως, η εκκαλούσα, χωρίς να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, επανήλθε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με την 141149/10.11.2003 αίτησή της, με την οποία, παραπονούμενη κατά της ίδιας ως άνω πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξής της, ζήτησε και πάλι την αναπροσαρμογή αυτής με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ4 κατηγορίας του ν. 2470/1997 και την καταβολή των σχετικών διαφορών σύνταξης αναδρομικά από 1.1.2001. Μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβο¬λή της αίτησής της αυτής, η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων την 77251/18.4.2004 ένσταση της κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης του αιτήματός της, με την οποία (ένσταση) επεδίωκε την κατά τα ανωτέρω κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της σύνταξής της. Με την 2781/2005 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση της εκκαλούσας, με την αιτιολογία, μεταξύ των άλλων, ότι αυτή, απαραδέκτως προβάλλει εκ νέου ενώπιόν της το ως άνω αίτημα, με το οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξής της, αφού το αίτημά της έχει ήδη απορριφθεί με προηγούμενη απόφασή της. Ήδη δε, με την ένδικη έφεσή της, που στρέφεται κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων της ως άνω ένστασής της και με την οποία κατά τα γε¬νόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη Ι) θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η προαναφερόμενη (2781/2005) ρητή απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η εκκαλούσα, επιδιώκοντας την αναπροσαρμογή της σύνταξής της με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της κατηγορίας ΠΕ4 του ν. 2470/1997, ζητεί την ακύρωσή τους, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 παρ. 2 και 3 του ν. 2592/ 1998, κατ’ εφαρμογή των οποίων αναπροσαρμόσθηκε η σύνταξή της, είναι ανίσχυρες, ως αντίθετες στην συνταγματική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικούμενων και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ορθώς απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η 77751/18.4.2004 ένσταση της εκκαλούσας. Και τούτο, γιατί, εφόσον η 267862/9713.7.1998 πράξη αναπροσαρμογής της σύνταξής της, στη νομιμότητα της οποίας αφορούν τα προβαλλόμενα με την ως άνω ένσταση παράπονά του, έχει καταστεί οριστική μετά την απόρριψη με την 2062/2000 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων της σχετικώς ασκηθείσας κατ’ αυτής προηγούμενης ένστασής της και την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα προθεσμίας για την άσκηση έφεσης κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το αίτημα της εκκαλούσας για αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ4 κατηγορίας του ν. 2470/1997 απαραδέκτως επαναφέρθηκε με την 141149/ 10.11.2003 αίτησή της προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για νέα κρίση, εφόσον δεν γινόταν επίκληση επιγενόμενης μεταβολής του νομικού καθεστώτος που διέπει την υπόθεσή της ή μεταγενέστερης απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως καθ’ ερμηνεία των ίδιων διατάξεων αντίθετα το νομικό ζήτημα που αφορά την υπόθεσή της, ή, τέλος, νέων κρίσιμων εγγράφων, που επιτρέπουν κατ’ εξαίρεση την επανεξέταση συνταξιοδοτικών υποθέσεων που έχουν περαιωθεί οριστικώς.