ΕΣ 3511/09, ΙΙΙ τμ., ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΣΥΝΤΑΞΗ, ΠΑΤΡΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, στρατιωτικού – ισοτητα δεν παραβιάζεται εάν η διαοφρποίηση στηρίζεται στο χρόνο κατάταξης του στρατιωτικού- ν2084/92 συνταγματικός

Ε.Σ

ΕλΣυν 3511/2009 Τμ. ΙΙΙ
(παρατ. Β. Λιακόπουλος)
Πρόεδρος: Γ. Κωνσταντάς, Αντιπρόεδρος ΕλΣυν
Εισηγήτρια: Ε. Κραμποβίτη, Σύμβουλος ΕλΣυν
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γ. Βοΐλης, Σύμβουλος ΕλΣυν ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας
Δικηγόροι: Π. Λαμπρόπουλος, Πάρεδρος ΝΣΚ, Η. Παυλάκης
Ο θεσπισθείς με τον Ν 2084/1992  περιορισμός των προσώπων της πατρικής οικογένειας που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου στρατιωτικού κατά την εκτέλεση και εξαιτίας στρατιωτικής υπηρεσίας σε καιρό ειρήνης, είναι σύμφωνος με το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ  . διότι, με την συνταγματική αυτή διάταξη δεν θεσπίζεται αξίωση των άμεσα ασφαλισμένων εργαζομένων στρατιωτικών που έχουν καταβάλει τις σχετικές εισφορές ούτε των εμμέσως ασφαλισμένων μελών των οικογενειών τους, και μάλιστα των ενηλίκων, για ορισμένο είδος ή για συγκεκριμένη έκταση ασφαλιστικής προστασίας. Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση, διαφοροποιώντας την ασφαλιστική προστασία της πατρικής οικογένειας για τον μετά την έναρξη της ισχύος της χρόνο, και επί τη βάσει του χρόνου κατάταξης του άμεσα ασφαλισμένου στρατιωτικού, είναι σύμφωνη με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 Συντ  ., δοθέντος ότι, το αφετηριακό σημείο της κατάταξης, το οποίο θεμελιώνει τον ασφαλιστικό δεσμό του άμεσα ασφαλισμένου στρατιωτικού, και η ασφάλισή του ή μη σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης πριν τις 31.12.1992, είναι κριτήρια διαφοροποίησης γενικά και αντικειμενικά, και όχι αυθαίρετα, συναρτώμενα με τους θεμιτούς σκοπούς της ρύθμισης. Εξάλλου η ανωτέρω ρύθμιση καθ’ ό μέρος καταργεί τις ευνοϊκές συνταξιοδοτικές διατάξεις υπέρ της πατρικής οικογένειας, εναρμονίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 21 Συντ  . που προστατεύει την οικογένεια, αλλά και με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου δοθέντος ότι ο πυρήνας του δικαιώματος, παραμένει ενεργός διά της ρύθμισης της παρ. 17 του άρθρου 8 του Ν 2592/1998  , με την οποία ο νομοθέτης προβλέπει την καταβολή στους γονείς του αποβιώσαντος εξαιτίας της υπηρεσίας άγαμου στρατιωτικού, ικανού και αναπροσαρμοζόμενου εφάπαξ οικονομικού βοηθήματος, χωρίς καμία προϋπόθεση απορίας, ηλικίας ή ανικανότητας.
Διατάξεις: άρθρα 4 [παρ. 1], 21 [παρ. 1, 3], 22 [παρ. 5] Συντ., 7 [παρ. 1 και 2], 11, 18 [παρ. 1] Ν 2084/1992  , 18 [παρ. 17]
Ν 2592/1998  , 2 [παρ. 25] Ν 3075/2002 
Ι. Με την υπό κρίση έφεση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο οι εκκαλούντες, γονείς του Ανθυπολοχαγού…..ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα στις …. από ερπυστριοφόρο όχημα κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης στο Στρατόπεδο «….», επιδιώκουν την ακύρωση της …. πράξης της ..ης Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), με την οποία απορρίφθηκε η … αίτησή τους για απονομή σύνταξης πατρικής οικογένειας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 26 παρ. 1 εδ. ε΄ και 32 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΚΠΣΣ) – ΠΔ166/2000  -, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 18 του Ν 2084/1992  και 5 παρ. 5 του Ν 2320/1995  , η πατρική οικογένεια δεν δικαιούται σύνταξης σε περίπτωση θανάτου άγαμου στρατιωτικού, ο οποίος κατετάγη μετά την 1η Ιανουαρίου 1993 και δεν είχε ασφαλιστεί σε κανένα φορέα κύριας σύνταξης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, όπως ο αποβιώσας υιός τους. Η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ουσία της.
ΙΙ. Στην παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του Ν 2084/1992  «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 165/7.10.1992), ορίζεται ότι: «1. Ο στρατιωτικός δικαιούται ισόβιας σύνταξης από το Δημόσιο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων. 2. Στρατιωτικός νοείται αυτός, που υπηρετεί στις Ένοπλες Δυνάμεις, (…), ως αξιωματικός, ανθυπασπιστής ή οπλίτης ή αυτός, που κατά νόμο αντιστοιχεί στους βαθμούς αυτούς, ανεξάρτητα από όπλο, σώμα, κλάδο ή ειδικότητα που ανήκει». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 18 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Στις διατάξεις των άρθρων 3 έως και 17 του παρόντος υπάγονται τα πρόσωπα που (…) κατατάσσονται ως στρατιωτικοί από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά, εφόσον δεν έχουν ασφαλισθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου σε κανένα ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης». Τέλος, στο άρθρο 11 του ιδίου νόμου ορίζονται τα εξής: «Σε περίπτωση θανάτου (…) στρατιωτικού, που έχει τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 του νόμου αυτού, δικαιούνται σύνταξη: 1. Ο επιζών σύζυγος εφόσον έχει μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις: (…). 2. Τα παιδιά (…)». Περαιτέρω, στην παρ. 17 του άρθρου 18 του Ν 2592/1998  «Αναπροσαρμογή Συντάξεων Δημοσίου (ΦΕΚ Α΄ 57), προβλέπεται ότι: «Στους γονείς του άγαμου χωρίς τέκνα υπαλλήλου ή στρατιωτικού, ο οποίος έχει διορισθεί για πρώτη φορά στο Δημόσιο ή έχει καταταγεί ως στρατιωτικός αντιστοίχως, μετά την 1η Ιανουαρίου 1993, χωρίς να έχει ασφαλιστεί σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης έως τις 31 Δεκεμβρίου 1992, εφόσον αυτός πεθάνει στην υπηρεσία πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της, παρέχεται εφάπαξ οικονομικό βοήθημα δραχμών τριών εκατομμυρίων (3.000.000), το οποίο καταβάλλεται με χρηματικό ένταλμα, από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούσε ο θανών. Οι δικαιούχοι του βοηθήματος αυτού υποβάλλουν στην υπηρεσία του θανόντα αίτηση από την οποία να προκύπτει η οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου ή στρατιωτικού που πεθαίνει στην υπηρεσία και η συγγενική του σχέση με τον αιτούντα ή τους αιτούντες (…)». Τέλος, ο Ν 3075/2002  (ΦΕΚ Α΄ 297) ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 25 ότι: «Το ποσό που ορίζεται ως εφάπαξ οικονομικό βοήθημα με την παρ. 17 του άρθρου 8 του Ν 2592/1998  αυξάνεται, αναδρομικά από της 1ης Ιανουαρίου 2001, σε 30.000 ευρώ».
Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτουν τα εξής: Τα πρόσωπα που έλκουν δικαίωμα σύνταξης από στρατιωτικούς, οι οποίοι σκοτώθηκαν ή πέθαναν κατά την εκτέλεση και εξαιτίας στρατιωτικής υπηρεσίας σε καιρό ειρήνης, και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν 2084/1992  , είναι, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται, ο επιζών σύζυγος και τα παιδιά. Συνεπώς, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, για την πατρική οικογένεια των στρατιωτικών αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 32 του ίδιου Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΚΠΣΣ) το οποίο, πριν από την ψήφιση του Ν 2084/1992  , επέτρεπε την συνταξιοδότηση αυτής, μετά δε την ψήφιση του εν λόγω νόμου, αφορά μόνο στις πατρικές οικογένειες θανόντων στρατιωτικών καταταγέντων έως τις 31.12.1992 (βλ. εισηγητική έκθεση στο σχέδιο του Ν 2084/1992  σελ. 4 και 6, ΕλΣυν Ολ 132/2000  , ΙΙΙ Τμ. ΕλΣυν 2018/1997  , 442/2002, 2637/2009). Τούτο, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 32 του ΚΠΣΣ δεν τροποποιήθηκε ρητά με την θέση εν ισχύι του άρθρου 11 του Ν 2084/1992  , αφού ο νομοθέτης δεν ακολούθησε, κατά την σύνταξη και ψήφιση του νόμου αυτού, την νομοτεχνική της αντικατάστασης, τροποποίησης ή συμπλήρωσης των πηγών των σχετικών κειμένων του ΚΠΣΣ, τον ενέταξε όμως στον ΚΠΣΣ ως παράρτημα, προκειμένου να επιτρέψει τον συσχετισμό τους. Περαιτέρω, ο θεσπισθείς με τη νεότερη ρύθμιση περιορισμός των προσώπων που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου στρατιωτικού κατά την εκτέλεση και εξαιτίας στρατιωτικής υπηρεσίας σε καιρό ειρήνης, είναι σύμφωνος με το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντ  . Και τούτο, διότι, με την συνταγματική αυτή διάταξη δεν θεσπίζεται αξίωση των άμεσα ασφαλισμένων εργαζομένων στρατιωτικών που έχουν καταβάλει τις σχετικές εισφορές, ούτε, κατά μείζονα λόγο, των εμμέσως ασφαλισμένων μελών των οικογενειών τους, και μάλιστα των ενηλίκων, για ορισμένο είδος ή για συγκεκριμένη έκταση ασφαλιστικής προστασίας, αλλά παρέχεται ευχέρεια στο νομοθέτη να ρυθμίζει ελευθέρως τα θέματα αυτά για τον εφεξής χρόνο, με γνώμονα πάντοτε την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης προς θεραπεία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση, διαφοροποιώντας την ασφαλιστική προστασία της πατρικής οικογένειας για τον μετά την έναρξη της ισχύος της χρόνο, και επί τη βάσει του χρόνου κατάταξης του άμεσα ασφαλισμένου στρατιωτικού, είναι σύμφωνη με τη διάταξη άρθρου 4 παρ. 1 του Συντ  . περί της ισότητας ενώπιον του νόμου, δοθέντος ότι, το αφετηριακό σημείο της κατάταξης το οποίο θεμελιώνει τον ασφαλιστικό δεσμό του άμεσα ασφαλισμένου στρατιωτικού, και η ασφάλισή του ή μη σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης πριν τις 31.12.1992, είναι κριτήρια διαφοροποίησης γενικά και αντικειμενικά, και όχι αυθαίρετα, συναρτώμενα με τους θεμιτούς σκοπούς της ρύθμισης, οι οποίοι, σύμφωνα με τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής επί του σχεδίου του νόμου και της αιτιολογικής έκθεσης επ’ αυτού, ανάγονται στη διατήρηση μιας δίκαιης ισορροπίας ανάμεσα α) στις ανάγκες των οικογενειών των θανόντων στρατιωτικών, β) στην εναρμόνιση των ειδικοτέρων ρυθμίσεων των κυριοτέρων ασφαλιστικών ταμείων επί του θέματος, και γ) στην ενίσχυση της αναλογιστικής βάσης των ασφαλιστικών ταμείων προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οικονομικών δυνατοτήτων τους. Εξάλλου, η νέα ρύθμιση, καθό μέρος καταργεί τις ευνοϊκές συνταξιοδοτικές διατάξεις υπέρ της πατρικής οικογένειας, εναρμονίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντ  . που προστατεύει την οικογένεια, αλλά και με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου που ορίζει ότι το Κράτος λαμβάνει ειδικά μέτρα για την προστασία του γήρατος, της αναπηρίας, και για την περίθαλψη των απόρων, δοθέντος ότι ο πυρήνας, το ελάχιστο περιεχόμενο του κοινωνικού δικαιώματος αλληλεγγύης προς την πατρική οικογένεια που είχε ενεργοποιηθεί με την πρόβλεψη στον ΚΠΣΣ καταβολής σε αυτήν μιας μικρής σύνταξης (3/10 της σύνταξης του θανόντος), παραμένει ενεργός διά της ρύθμισης της παρ. 17 του άρθρου 8 του Ν 2592/1998  , με την οποία ο νομοθέτης, μεριμνώντας ειδικά για τους γονείς του αποβιώσαντος εξαιτίας της υπηρεσίας άγαμου στρατιωτικού, που είναι και η μόνη οικογένειά του, προβλέπει την καταβολή σε αυτούς ικανού και αναπροσαρμοζόμενου εφάπαξ οικονομικού βοηθήματος, χωρίς καμία προϋπόθεση απορίας, ηλικίας ή ανικανότητας (βλ. σελ. 7 και 8 της Εισηγητικής Έκθεσης του Ν 2592/1998  ).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα στοιχεία ου φακέλου, αυτοτελώς και σε συνδυασμό εκτιμώμενα, προκύπτουν τα εξής: Ο υιός των εκκαλούντων, …., γεννήθηκε το έτος ….., κατετάγη στην … τάξη της Στρατιωτικής Σχολής …. στις …..1999 και ονομάσθηκε μόνιμος Ανθυπολοχαγός με το από … ΠΔ. Στις …., και ενώ υπηρετούσε στο Στρατό ως Ανθυπολοχαγός, τραυματίσθηκε θανάσιμα σε ατύχημα που συνέβη στο …, εντός του Στρατοπέδου «….», όταν ερπυστριοφόρο όχημα εξέφυγε της πορείας του και κατέπεσε σε υπόστεγο όπου ευρίσκετο με συναδέλφους του κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης εκπαίδευσής τους (βλ. το από …. Πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης του διενεργήσαντος την ΕΔΕ Ταξίαρχου …). Οι εκκαλούντες, με την από …. αίτησή τους, ζήτησαν να αναγνωρισθεί το δικαίωμά τους σε σύνταξη, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 ε΄ και 32 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ως γονείς του ως άνω αποβιώσαντος και να τους απονεμηθεί σύνταξη αναδρομικά από την ημερομηνία θανάτου του υιού τους. Με την προσβαλλόμενη πράξη .. της ..ης Διεύθυνσης του ΓΛΚ απορρίφθηκε η ανωτέρω αίτηση, με την αιτιολογία ότι, εφόσον ο αποβιώσας κατετάγη στο Στρατό Ξηράς στις …1999, ήτοι μετά την 1.1.1993, χωρίς να έχει ασφαλισθεί σε κανένα φορέα κύριας σύνταξης μέχρι 31.12.1992, δεν δικαιούνται σύνταξης η πατρική οικογένεια, κατά τις διατάξεις των άρθρων 11 και 18 του Ν 2084/1992  .
Με δεδομένα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην υπό στοιχείο II σκέψη της παρούσας, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ότι οι εκκαλούντες γονείς του αποβιώσαντος Ανθυπολοχαγού ….., δεν δικαιούνται σύνταξης από το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 και 26 παρ. 1 ε΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, δεδομένου ότι ο υιός τους κατατάχθηκε στη …. στις …..1999, δηλαδή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 1.1.1993, από της οποίας αποκλείεται πλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 18 του Ν 2084/1992  , η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπέρ της πατρικής οικογένειας στρατιωτικού που απεβίωσε κατά την εκτέλεση και εξαιτίας της στρατιωτικής του υπηρεσίας σε καιρό ειρήνης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων του ΚΠΣΣ περί απονομής στρατιωτικών συντάξεων στις πατρικές οικογένειες αγάμων στρατιωτικών, είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη της παρούσας, οι διατάξεις αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής για τους καταταχθέντες από 1.1.1993 και εφεξής, παρά την μη ρητή τροποποίησή τους, όπως προαναφέρθηκε, από τη νέα ρύθμιση του Ν 2084/1992  . Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 11 και 18 του Ν 2084/1992  οδηγούν, κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρούμενης αρχής της ισότητας, σε άνιση μεταχείριση ομοειδών κατηγοριών πατρικών οικογενειών μέσα στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό ανάλογα με τον χρόνο κατάταξης των άμεσα ασφαλισμένων, θανόντων, παιδιών τους. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο χρόνος κατάταξης στην υπηρεσία αποτελεί, όπως έγινε δεκτό στην υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη της παρούσας, παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση για το μέλλον (πρβλ. και ΣτΕ 2825/2005  ), και σε κάθε περίπτωση, διότι ο νομοθέτης προέβλεψε ειδικά, ως αντιστάθμισμα της καταργούμενης συνταξιοδότησης, την παροχή εφάπαξ βοηθήματος στους γονείς του άγαμου χωρίς τέκνα θανόντος στρατιωτικού. Τέλος, προβάλλεται ότι με τις επίμαχες ρυθμίσεις του Ν 2084/1992  μεταβάλλεται το συνταξιοδοτικό καθεστώς των πατρικών οικογενειών χωρίς προφανή λόγο δημοσίου συμφέροντος. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι ανωτέρω διατάξεις θεσπίστηκαν, σύμφωνα με τα οικεία Πρακτικά της Βουλής και την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, για λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενους, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, στην εναρμόνιση των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών διατάξεων των διαφόρων Ταμείων του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και στην ενίσχυση της αναλογιστικής βάσης της ασφάλισης, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οικονομικών τους.
[Απορρίπτεται η έφεση.]
Παρατηρήσεις
Από τον γενικό κανόνα που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του Ν 2084/1992  προκύπτει ότι οι κατατασσόμενοι μετά την 1η Ιανουαρίου 1993 μόνιμοι στρατιωτικοί υπόκεινται στο εισαγόμενο με τον νόμο αυτό νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς. Ειδικότερα, οι στρατιωτικοί, στο πρόσωπο των οποίων συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) κατατάχθηκαν για πρώτη φορά ως στρατιωτικοί από την 1.1.1993 και μετά και
β) δεν έχουν ασφαλισθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 σε κανένα ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 7 του ως άνω νόμου. Αντίθετα, οι στρατιωτικοί στο πρόσωπο των οποίων δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, αποκτούν το εν λόγω δικαίωμα σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις του προϊσχύοντος καθεστώτος του άρθρου 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων [1] . Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου μόνιμου στρατιωτικού που κατατάσσεται από 1.1.1993 και εφεξής δικαιούνται σύνταξη με προϋποθέσεις μόνο η σύζυγος και τα τέκνα αυτού. Κατά συνέπεια, η πατρική οικογένεια των στρατιωτικών, που κατετάγησαν στις Ένοπλες Δυνάμεις από 1.1.1993 και εφεξής και απεβίωσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεν δικαιούται σύνταξης κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 26 και 32 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΠΔ 169/2007  ) [2] . Η σχολιαζόμενη απόφαση επαναδιατυπώνει τη θέση της ΕλΣυν Ολ 132/2000  [3] , σύμφωνα με την οποία το αρνητικό γεγονός της μη πρόβλεψης συνταξιοδότησης της πατρικής οικογένειας όλων ανεξαίρετα των στρατιωτικών, οι οποίοι κατατάσσονται μετά την 1.1.1993, δεν προσκρούει στο άρθρο 4 παρ. 1, είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 21 του Συντάγματος  . Και τούτο διότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις να μεταβάλει το υφιστάμενο συνταξιοδοτικό καθεστώς ως προς το εύρος της δικαιούμενης σύνταξης οικογένειας και ειδικά μάλιστα ως προς την πατρική οικογένεια [4] . Κατά πάγια, άλλωστε νομολογία τόσο του δημοσιονομικού όσο και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, το αφετηριακό σημείο του διορισμού ή της κατάταξης δεν είναι ούτε τυχαίο, ούτε αυθαίρετο, αλλά το στοιχείο που θεμελιώνει τον ασφαλιστικό δεσμό και δικαιολογημένα, συνεπώς, ανάγεται από τον Ν 2084/1992  σε χρονικό κριτήριο για την εφαρμογή του [5] . Περαιτέρω, η κρίση του δικαστηρίου περί μη αντίθεσης της κρίσιμης διάταξης στα άρθρα 4, 21 παρ. 1 και 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος  συνδυάζεται εμφανώς αν και όχι ρητά με μια υφέρπουσα δικανική ανίχνευση τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του κράτους δικαίου (άρθρα 1 παρ. 3 και 4, 25, 26, 87, 94, 95 Συντ  .) και προβλεπόμενη πλέον ρητώς στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος  , αρχή της αναλογικότητας, ο κοινός νομοθέτης όταν θεσπίζει δυσμενή μέτρα σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγονται την εξαίρεσή τους από ένα ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, οφείλει να χρησιμοποιεί κριτήρια αντικειμενικά που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα θεσπιζόμενα δε αυτά επαχθή μέτρα πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Επομένως, όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα κριτήρια της εν λόγω αρχής, να είναι δηλαδή α) πρόσφορα – κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού,
β) αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς, μέτρου και γ) αναλογικά να τελούν σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης από αυτά βλάβης. Σε αντίθετη περίπτωση, αν το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που υπερακοντίζει καταδήλως τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεπάγεται δηλαδή μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού, αντίκειται στην ως άνω συνταγματική αρχή και η διάταξη που το προβλέπει είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη (ΕλΣυν Ολ 2437/2007  , 2287/2005, 1492/2002, ΑΠ 769/2007  ). Οι ως άνω ρυθμίσεις (του Ν 2084/1992  ) δεν προσκρούουν ούτε στην προαναφερθείσα αρχή [6] δεδομένου ότι από το άρθρο 22 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος προκύπτει ότι η Πολιτεία, με τη διάταξη αυτή, εγγυάται τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, ο οποίος διασφαλίζεται με την λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών που στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές βάσεις και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να προβαίνει ελευθέρως, εκάστοτε, στην ειδικότερη πρόσφορη, αναγκαία και μη ανατρέπουσα τη δίκαιη ισορροπία ρύθμιση του θέματος, με γνώμονα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων. Με βάση την υποχρέωση αυτή, ο κοινός νομοθέτης, όσες φορές το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να προβεί στη μεταρρύθμιση των όρων ασφάλισης και συνταξιοδότησης, ενόψει των υφισταμένων συνθηκών και των σύγχρονων αντιλήψεων περί κοινωνικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, μπορεί να θεσπίσει κανόνες οι οποίοι να προβλέπουν ή να αποκλείουν συγκεκριμένη κατ` έκταση ή βαθμό ασφαλιστική κάλυψη, χωρίς να εμποδίζεται να αποφασίζει για την υπαγωγή ορισμένης κατηγορίας προσώπων στην ασφάλιση ή τον αποκλεισμό αυτής -ιδιαίτερα αν πρόκειται για πρόσωπα με έμμεσο συνταξιοδοτικό δικαίωμα-, τη μεταβολή, με νεότερο νόμο, των προϋποθέσεων υπαγωγής στην ασφάλιση ορισμένης κατηγορίας εργαζόμενων καθώς και να αποφασίζει για το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών και παροχών, αρκεί, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ρύθμιση αυτή να επιχειρείται με γενικούς – αντικειμενικούς κανόνες που συνάδουν με την αρχή της ισότητας και με τους οποίους δεν προσβάλλονται δικαιώματα προστατευόμενα από το Σύνταγμα με άλλες διατάξεις του (βλ. και ΑΕΔ 19/1979  , ΣτΕ 251/1989  , ΣτΕ 2973/1991  ). Η αναγκαιότητα της ανωτέρω νομοθετικής επέμβασης αποτυπώνεται εν προκειμένω στην αιτιολογική έκθεση του Ν 2084/1992  (ανάγκη εναρμόνισης ασφαλιστικού συστήματος με τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές και δημογραφικές εξελίξεις, εξομοίωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της πατρικής οικογένειας με τα κρατούντα στους υπόλοιπους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκλογίκευση προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος), στηρίζεται επί ενός γενικού και αντικειμενικού χρονικού κριτηρίου (κατάταξη μετά την 1.1.1993), πρέπει δε να συνδυαστεί και με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 17 του Ν 2592/1998  και τη σχετική εισηγητική έκθεση (πρόβλεψη ικανού κατά την κοινή πείρα εφάπαξ βοηθήματος για τις πατρικές οικογένειες των εν υπηρεσία θανόντων στρατιωτικών που κατετάγησαν μετά την 1.1.1993, τα οποίο από 1.1.2008 ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ, ενώ κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 30.000 ευρώ). Τούτο, υπό την έννοια ότι η κατάργηση του προαναφερθέντος συνταξιοδοτικού δικαιώματος αντισταθμίστηκε κατά τρόπο μη δυσανάλογο με το ως άνω προβλεπόμενο εφάπαξ χρηματικό βοήθημα [7] . Περαιτέρω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι και μετά τη μεταρρύθμιση του Ν 2084/1992  τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του ΣΚ (ΠΔ 169/2007  ) που προβλέπει τη συνταξιοδότηση της πατρικής οικογένειας θανόντος στρατιωτικού εν υπηρεσία συνεπαγόμενη επαυξημένο κίνδυνο ή από απρόοπτο συμβάν, εντούτοις κατά την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως «απρόοπτο συμβάν» θεωρείται εξωτερικό γεγονός έκτακτο και απρόβλεπτο, κατά κοινή πείρα, ώστε να μη μπορεί να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας, μη συνδεόμενο δε προς τη φύση της υπηρεσίας ούτε δυνάμενο να χαρακτηριστεί ως πιθανό αποτέλεσμα της υπηρεσίας αυτής (βλ. ΕλΣυν Ολ 1313/2003  , 726/1990, 39/1992), ενώ ως υπηρεσία αυξημένου κινδύνου νοείται αυτή η οποία ενέχει πρόσθετο κίνδυνο πέραν του προβλεπόμενου κατά την κοινή πείρα ΕλΣυν (ΙΙΙ Τμ. 330/2002). Δεδομένου ότι ο τραυματισμός κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης αξιωματικών στο στίβο μηχανοδήγησης (ο οποίος αφορά στην κριθείσα εν προκειμένω περίπτωση) συνδέεται με την υπηρεσία, η οποία δεν ενέχει πρόσθετο του κατά την κοινή πείρα κινδύνου και μπορούσε να αποτραπεί με λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας, δεν προκύπτει ότι θα μπορούσε στην προκείμενη περίπτωση να πληρωθεί το πραγματικό της ανωτέρω διάταξης, αλλά ούτε και των διατάξεων των Ν 1897/1990  και 1977/1991 που προϋποθέτουν τρομοκρατική ενέργεια για την ενεργοποίηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της πατρικής οικογένειας.
Βασίλειος Χ. Λιακόπουλος,
Δικηγόρος, ΜΔΕ Διεθνών Σπουδών Τμήματος
Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών,
Σπουδαστής Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών
________________________________________
[ 1 ]. Βλ. ΕλΣυν Ολ Τμ. ΙΙΙ 1562/2007.
[ 2 ]. Βλ. και Αιτιολογική Έκθεση Ν 2084/1992  , άρθρο 11 καθώς και Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση Κ’-10 Σεπτεμβρίου 1992, σελ.1183.
[ 3 ]. Εννέα χρόνια αργότερα καθώς έκτοτε δεν έχει απασχολήσει την Ολομέλεια του Δικαστηρίου το θέμα κατάργησης της σύνταξης για την πατρική οικογένεια δια του Ν 2084/1992  .
[ 4 ]. Έμμεσοι δικαιούχοι.
[ 5 ]. Βλ. ΕλΣυν Ολ 132/2000  , ΙΙΙ Τμ. 2018/1997 και πρβλ. ΙΙΙ Τμ. 439/2002 και V Τμ. 1763/2004.
[ 6 ]. Την οποία σε κάθε περίπτωση δεν επικαλέστηκαν οι εκκαλούντες ούτε σχολίασε το δικαστήριο. Επιπλέον, η μη αντίθεση προς την αρχή της αναλογικότητας κρίθηκε κατά τη γνώμη μου σιωπηρά και από την ΕλΣυν Ολ 132/2000  παρά τη μη ρητή κατοχύρωση της εν λόγω αρχής κατά τον κρίσιμο χρόνο καθώς αυτή απέρρεε από την αρχή του κράτους δικαίου που θεμελιωνόταν κατά τα ανωτέρω σε περισσότερες συνταγματικές διατάξεις.
[ 7 ]. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δια της εξασφάλισης ενός minimum ασφαλιστικής προστασίας, παρακάμπτεται τυχόν αντίθεση προς την αρχή αναλογικότητας την οποία διεξοδικά ανιχνεύει και το ΕΔΔΑ (βλ. αντί πολλών Asmundsson). Ας σημειωθεί προς μεγαλύτερη κατανόηση του δικανικού συλλογισμού ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προέκυπταν ενδείξεις μη απορίας των εκκαλούντων, περαιτέρω δε ο αποβιώσας υιός αυτών κατετάγη έξι έτη μετά την κατάργηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της πατρικής οικογένειας και τραυματίστηκε θανάσιμα δώδεκα έτη μετά την ως άνω κατάργηση.