ΕΣ 383/2010, Ι τμ., ΑΕΙ, ΑΠΟΔΟΧΕΣ, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ Ο ΠΡΥΤΑΝΗΣ, – ο πρύτανης είναι εκκαθαριστής αποδοχών και ευθύνεται μόνο για την εξωτρική νομιμότητα της αχρεώστητης καταβολής, εκτός εάν ήδη είχε ειδοποιηθεί για την διακοπή της σχέσεως του υπαλλήλο

Ε.Σ

ΑΡΙΘΜΟΣ: 383/10
ΕΙΔΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Αρχή έκδοσης: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ I ΤΜΗΜΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Έφεση κατά α) πράξης Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος, Πρύτανη και εκκαθαριστή αποδοχών προσωπικού Πολυτεχνικής Σχολής Πανεπιστημίου, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με άλλον αχρεωστήτως λαβόντα, χρηματικό ποσό, το οποίο αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές και β) Πρακτικών Συνεδρίασης Κλιμακίου. Έννοια λειτουργικών δαπανών. Οι μισθοί και κάθε άλλη σταθερή αποδοχή των υπαλλήλων του Δημοσίου και του διδακτικού, διοικητικού και λοιπού προσωπικού, που υπηρετεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αποτελούν δαπάνες που πληρώνονται από τα Δημόσια Ταμεία, με μισθολογικές καταστάσεις, μη υποκείμενες στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εάν μεταβληθεί η υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου και ο εκκαθαριστής ενημερωθεί για τη μεταβολή αυτή, οφείλει να προβεί σε εκκαθάριση των αποδοχών άλλως καταλογίζεται αλληλεγγύως με τον αχρεωστήτως λαβόντα υπάλληλο. Απορρίπτεται στο σύνολό της η έφεση ως αβάσιμη δεδομένου ότι η εκκαθάριση αποδοχών ήταν μη νόμιμη αφού έγινε αντίθετα με τα οριζόμενα σε τυπικώς έγκυρες διοικητικές πράξεις, με τις οποίες ο εκκαλών όφειλε να συμμορφωθεί προβαίνοντας στην περικοπή μισθού υπαλλήλου.

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ Ι
ΑΠΟΦΑΣΗ 383/2010

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Ελένη Λυκεσά και Αγγελική Μυλωνά (Σύμβουλοι), Στυλιανός Λεντιδάκης και Βιργινία Σκεύη (εισηγήτρια), Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου Αντώνιος Νικητάκης, που αναπληρώνει νόμιμα τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Βαρβάρα Σφηκάκη, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας Π.Ε. με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 25 Απριλίου 2007 (Α.Β.Δ. 45/11.5.2007) έφεση του …
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και
Κατά: α) της 432/2006 πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος, Πρύτανη και εκκαθαριστή αποδοχών του προσωπικού της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον αχρεωστήτως λαβόντα …, το ποσό των 6.007,80 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές και β) των Πρακτικών της 25ης Συνεδρίασης της 25.11.2002 του Α΄Κλιμακίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή τηςέφεσης
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα ακόλουθα:

Ι. Με την υπό κρίση έφεσή του, ο εκκαλών ζητεί την ακύρωση άλλως τη μεταρρύθμιση της 432/2006 πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προς το σκοπό όπως αρθεί στο σύνολό του ή εν μέρει ο καταλογισμός ποσού 6.007,80 ευρώ, που επιβλήθηκε εις βάρος του με την προσβαλλόμενη πράξη, το οποίο αντιστοιχεί σε αποδοχές που κατέβαλε αχρεωστήτως το χρονικό διάστημα από 1.8.1995 έως 31.8.1996, ως εκκαθαριστής αποδοχών του προσωπικού της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), αλληλεγγύως και εις ολόκληρονα)με τον αχρεωστήτως λαβόντα …, επιμελητή της ίδιας Σχολής (μέχρι του ποσού των 5.170,74 ευρώ) και β) με το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων μέχρι του ποσού των 103,25 ευρώ και με το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων Υπουργείου Εθνικής Παιδείας μέχρι του ποσού των 193,80 ευρώ, που αντιστοιχούν σεκρατήσεις που έγιναν και αποδόθηκαν στα εν λόγω Ταμεία. Ζητεί επίσης την ακύρωση των Πρακτικών της 25ης Συν/25.11.2002 του Α΄ Κλιμακίου, με τα οποία αναβλήθηκε η οριστική κρίση του Κλιμακίου επί του επίμαχου καταλογισμού προκειμένου να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου, πλην όμως κατά το μέρος αυτό η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού τα Πρακτικά αυτά έχουν ενσωματωθείστην πρώτη προσβαλλομένη. Κατά τα λοιπά η έφεση κατά της 432/2006 πράξης του Α΄Κλιμακίου, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2667615 και 2670606 σειράς Α΄ ειδικά έντυπα παραβόλου του Ελληνικού Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙ Ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 247) ορίζει, στο άρθρο 28 (με το οποίο επαναλαμβάνονται, κατ’ ουσία, οι ρυθμίσεις του άρθρου 28 του προϊσχύσαντος ν.δ/τος 321/1969, Α΄205) ότι : «1. (…) 2. Οι δαπάνες του Δημοσίου πληρώνονται από τις αρμόδιες για την πληρωμή αυτών υπηρεσίες με χρηματικά εντάλματα, που εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου ή από άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο. 3. Κατ΄ εξαίρεση, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται να ορίζονται και άλλοι τίτλοι πληρωμής των σταθερών και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρα δαπανών. Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζονται τα αρμόδια όργανα για την εκκαθάριση των δαπανών του προηγούμενου εδαφίου, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η ευθύνη των εκκαθαριστών, των ταμειακών υπολόγων και των αδικαιολογήτως λαβόντων (…)», στο άρθρο 33, ότι : « 1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) (…) β) στο λαβόντα εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού. 2. Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό μη νόμιμων δαπανών, που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, είναι ο Διατάκτης και οι κάθε ειδικότητος επιθεωρητές, που έχουν διαπιστώσει την παράνομη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο (…)» και στο άρθρο 112 ότι: «Μέχρι να εκδοθούν τα προεδρικά διατάγματα ή οι κανονιστικές αποφάσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, τα σχετικά θέματα εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τις ισχύουσες κατά την έναρξη της ισχύος αυτού όμοιες πράξεις». Περαιτέρω, η 194902/22.11.1969 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Περί διαδικασίας πληρωμής σταθερών, διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρος, δαπανών» (ΦΕΚ 777 Β΄), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 28 του ν.δ/τος 321/1969 και εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 112 του ν.2362/1995, εφόσον δεν έχει ακόμη εκδοθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 28 παρ. 3 του ιδίου νόμου υπουργική απόφαση, ορίζει στο άρθρο 1 ότι τα Δημόσια Ταμεία εξουσιοδοτούνται να πληρώνουν, μεταξύ άλλων, τους μισθούς και κάθε άλλη σταθερή αποδοχή των υπαλλήλων του Δημοσίου με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (παρ.1) και ότι οι παραπάνω δαπάνες «εκκαθαρίζονται οριστικώς υπό των προϊσταμένων των οικείων υπηρεσιών και πληρώνονται κατ΄επιταγήν αυτών…» (παρ.2), στο άρθρο 2 ότι οι δαπάνες αυτές «δεν υπόκεινται εις τον προληπτικόν έλεγχον του Ελεγκτικού Συνεδρίου» και ότι «Οι εκκαθαρισταί εν περιπτώσει μη νομιμότητος ή μη αποχρώσης δικαιολογήσεως ή μη ακριβείας του ποσού της υπ’ αυτών επιτασσομένης πληρωμής, υπέχουσιν ευθύνην επί παραβάσει καθήκοντος, εις βάρος δε αυτών και των αχρεωστήτως λαβόντων καταλογίζεται αλληλεγγύως, ως ο Νόμος ορίζει, το ανοικείως καταβληθέν ποσόν». Συναφώς με τα προαναφερθέντα η παρ. 4 του άρθρου 27 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/γμα 774/1980) ορίζει ότι: «Προκειμένου περί των εν άρθρω 28 παραγρ. 2 του ν.δ/τος 321/1969 αναφερομένων δαπανών, το Ελεγκτικό Συνέδριον, εις μεν την περίπτωσιν της μη νομιμότητος ή μη αποχρώσης δικαιολογήσεως ή μη ακριβείας του ποσού της υπό των εκκαθαριστών επιτασσομένης πληρωμής, καταλογίζει δι’ αποφάσεώς του εις ολόκληρον τους εκκαθαριστάς και τους αχρεωστήτως λαβόντας με το ανοικείως καταλογισθέν ποσόν …». Τέλος, στο άρθρο 1 παρ.1 του ν.1238/1982 «Ρύθμιση οικονομικών και άλλων θεμάτων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 35 Α΄) ορίζεται ότι : «Οι πάσης φύσεως αποδοχές του Διδακτικού, Διοικητικού και λοιπού Προσωπικού, που υπηρετεί με οποιαδήποτε μορφή και σχέση εργασίας στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) και τα παραρτήματά τους, βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, στον οποίο γράφονται οι σχετικές πιστώσεις. Οι αποδοχές αυτές καταβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 1983 δια του Δημοσίου Ταμείου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι οι μισθοί και κάθε άλλη σταθερή αποδοχή των υπαλλήλων του Δημοσίου και του διδακτικού, διοικητικού και λοιπού προσωπικού, που υπηρετεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αποτελούν δαπάνες που πληρώνονται από τα Δημόσια Ταμεία, με μισθολογικές καταστάσεις, μη υποκείμενες στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι ανωτέρω καταστάσεις συντάσσονται από τους προϊσταμένους των οικείων υπηρεσιών, με βάση τα στοιχεία της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων αυτών και ειδικότερα τις διοικητικές πράξεις υπηρεσιακών και μισθολογικών μεταβολών τους. Στην περίπτωση καταβολής μη νομίμων δαπανών, από εκείνες που εντέλλονται με άλλους τίτλους πληρωμής, πλην των χρηματικών ενταλμάτων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η πληρωμή μη νομίμως καταβληθεισών αποδοχών, καταλογίζονται με το αντίστοιχο ποσό ο εκκαθαριστής και ο αχρεωστήτως λαβών (πρβλ.Ολομ.Ελ.Συν.77, 78 και 79/1987), οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον, τυχόν δε αχρεώστητη καταβολή είναι καταλογιστέα, με σχετική πράξη, που εκδίδεται είτε από το διατάκτη των δαπανών αυτών, είτε από τους (κάθε είδους) επιθεωρητές που διαπίστωσαν την παράνομη πληρωμή, είτε από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον διενεργούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 22 του π.δ/τος 774/1980, κατασταλτικό έλεγχο των δαπανών (βλ. Ελ.Συν.απόφ. Ι Τμήμα 2330/1998, 1695/1995). Οι εκκαθαριστές αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και του προσωπικού των Α.Ε.Ι., κατά την άσκηση της αρμοδιότητας τους αυτής, δικαιούνται και οφείλουν να ελέγξουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των σχετικών με την υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση των ανωτέρω υπαλλήλων διοικητικών πράξεων, μόνο αναφορικά με την ύπαρξη ή μη των εξωτερικών τυπικών στοιχείων εγκυρότητάς τους (χρονολογία εκδόσεως, υπογραφή αρμοδίου οργάνου κ.λ.π.) όχι δε όσον αφορά την εσωτερική (ουσιαστική) νομιμότητα των πράξεων αυτών που είναι, καταρχήν πράξεις του διατάκτη. Εφόσον λοιπόν μεταβληθεί η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου και ο εκκαθαριστής ενημερωθεί για τη μεταβολή αυτή, οφείλει να προβεί σε εκκαθάριση των αποδοχών σύμφωνα με όσα ορίζονται στις οικείες διοικητικές πράξεις άλλως καταλογίζεται αλληλεγγύως με τον αχρεωστήτως λαβόντα υπάλληλο. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή είναι συνεπής και μετην γενική αρχή που κρατεί στο διοικητικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες υπηρεσίες δεν μπορούν να αμφισβητούν την εσωτερική (ουσιαστική) νομιμότητα των πράξεων άλλων αρχών, που πληρούν τους εξωτερικούς τύπους εγκυρότητας, εφόσον ο νόμος δεν παρέχει σ’ αυτές τέτοια εξουσία (βλ. Ελ.Συν. αποφ. Ι Τμήμα 465/2004, 1515/2004) .
ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο …, ο οποίος κατείχε θέση στα ΚΑΤΕΕ (ήδη Τ.Ε.Ι.) Θεσσαλονίκης, ως καθηγητής της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών, διορίστηκε αυτοδίκαια (αναδρομικά από 30.11.1967), κατ΄εφαρμογή των αποκαταστατικών διατάξεων του ν.δ.214/1974 (Α΄364), που εκδόθηκε σε εφαρμογή της από 3.9.1974 Συντακτικής Πράξης σε θέση Επιμελητή (που σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 του ν.815/1978 εντάσσεται στο επικουρικό διδακτικό προσωπικό), του εργαστηρίου Παραστατικής Γεωμετρίας και Προοπτικής της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και ανέλαβε καθήκοντα στις 28.8.1984 (βλ. την Α11613/29-5-1984 – Φ.Ε.Κ. 131/27-7-1984 και διόρθωση Φ.Ε.Κ. 134/1-8-1984, Ν.Π.Δ.Δ. – πράξη του Πρύτανη του ως άνω πανεπιστημίου). Μεταγενέστερα, με την 84/19-1-1994 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (Φ.Ε.Κ. 34 Β΄) διορίστηκε Υποδιοικητής στον Οργανισμό ΕΛ.Γ.Α. με τριετή θητεία, θέση η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.7 του ν.1790/1988, θεωρείται πλήρους απασχόλησης. Προκειμένου δε να ασκήσει τα καθήκοντά του στην τελευταία αυτή θέση υπέβαλε στις 10.2.1994 αίτηση (με αριθ.πρωτ.552) προς το Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., ζητώντας την απαλλαγή από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα. Με το Γ.6952/28-2-1994 έγγραφο του πρύτανη του ως άνω Πανεπιστημίου, η αίτηση αυτή διαβιβάστηκε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ.), το οποίο με το Φ.131.3/Β2/ 877π.ε./18-7-1995 έγγραφο του γενικού γραμματέα του, απέρριψε το ως άνω αίτημα για χορήγηση άδειας απουσίας, με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.4 του ν.1268/1982, τέτοια άδεια χορηγείται μόνο στα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι και όχι στα μέλη του βοηθητικού διδακτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων αυτών. Το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε στο Α.Π.Θ. την 31.7.1995 (αρ.πρωτ. 15842). Παρά την απόρριψη της ως άνω αίτησής του και παρά το γεγονός ότι, όπως βεβαιώνεται στα 2008/25.1.1996 και 1/7.10.1996 έγγραφα του τμήματος αρχιτεκτόνων της πολυτεχνικής σχολής και του υπηρεσιακού συμβουλίου προσωπικού του ως άνω πανεπιστημίου αντίστοιχα, από τις 10.2.1994 Ο …. δεν συμμετείχε στην εκπαιδευτική και στη διοικητική λειτουργία του τμήματος αρχιτεκτόνων, συνέχισε να μισθοδοτείται έως την 31.8.1996, ημερομηνία κατά την οποία σταμάτησε η μισθοδοσία του. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.4 του ν.2233/1994 «Ρύθμιση θεμάτων εξετάσεων μετεγγραφών φοιτητών εξωτερικού και άλλες διατάξεις» (Α΄141) απαγορεύτηκε στα μέλη Δ.Ε.Π. και Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) των Α.Ε.Ι. και Εκπαιδευτικού Προσωπικού και Ε.Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. να κατέχουν, εκτός από τη θέση τους στο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. και δεύτερη τέτοια οργανική θέσηυποχρεώθηκαν δε να δηλώσουν εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου (δηλ. έως την 31.10.1994) ποια θέση επιλέγουν. Με το Φ.131.3/Β2/5526π.ε./18.7.95 έγγραφο του ΥΠ.Ε.Π.Θ., απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του Α.Π.Θ. ενημέρωσε αυτόότι ο …. υπάγεται στις εν λόγω διατάξεις και είχε επομένως υποχρέωση να υποβάλει τη σχετική δήλωση. Το ανωτέρω έγγραφο περιήλθε στο Πανεπιστήμιο την 31.7.1995 (αρ. πρωτ. 14540). Σημειωτέον ότι η εν λόγω δήλωση επιλογής θέσης ουδέποτε υποβλήθηκε από τον ανωτέρω αν και οχλήθηκε επανειλημμένα προς τούτο από το Α.Π.Θ. (βλ. τα Α.14540/8.8.1995 και Α.258/8.9.1995 έγγραφα της Πρυτανείας του Α.Π.Θ.) Ενόψει των ανωτέρω το Α΄Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την προσβαλλόμενη πράξη καταλόγισε αφ΄ενός τον …, ως αχρεωστήτως λαβόντα με το ποσό των 13.155,56 ευρώ που αντιστοιχεί σε αποδοχές που του καταβλήθηκαν μη νόμιμα το χρονικό διάστημα από 10-2-1994 έως 31-8-1996 για το λόγο ότι αδικαιολόγητα δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην Πολυτεχνική Σχολή χωρίς να του έχει χορηγηθεί σχετική άδεια. Ειδικά δε για το χρονικό διάστημα από 1.11.1994 έως 31.8.1996 η προσβαλλόμενη διέλαβε επάλληλη αιτιολογία ως προς τη μη νομιμότητα των καταβαλλομένων αποδοχών ερειδόμενη στο ότι ο ανωτέρω, αν καικατείχε συγχρόνως δύο οργανικές θέσεις στην εκπαίδευση (επιμελητή στο Α.Π.Θ. και καθηγητή στο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης), δεν υπέβαλε (μέχρι την 31-10-1994), την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ.4 του ν.2233/1994 δήλωση επιλογής θέσης, αλλά εξακολούθησε να μισθοδοτείται και από τα δύο αυτά εκπαιδευτικά ιδρύματα (Πανεπιστήμιο και Τ.Ε.Ι.). Αλληλεγγύως μετά του αχρεωστήτως λαβόντος καταλογίστηκαν και οικείοι Πρυτάνεις που διετέλεσαν εκκαθαριστές αποδοχών (βλ. την από 28-6-2002 βεβαίωση της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης του Α.Π.Θ.)., μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών από 1.9.1994 έως 31.8.1996, περιοριζομένης όμως της ευθύνης τους στο χρονικό διάστημα από 1.8.1995, ήτοι από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία περιήλθαν στο Πανεπιστήμιο τα Φ.131.3/Β2/877π.ε/18-7-1995 και Φ.131.3/Β2/5526π.ε./ 18-7-1995 έγγραφα του ΥΠΕΠΘ, με τα οποία αφ΄ενός μεν απορρίφθηκε η αίτηση για χορήγηση άδειας στον αχεωστήτως λαβόντα, αφ΄ετέρου δε ενημερώθηκε το Πανεπιστήμιο περί της υπαγωγής του ανωτέρω στους περιορισμούς του ν.2233/1994. `Ετσι κρίνοντας το Α΄Κλιμάκιο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις περί ευθύνης των εκκαθαριστών και οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα η εκκαθάριση αποδοχών στον …. από την 1.8.1996 και εφεξής ήταν μη νόμιμη καθόσον έγινε αντίθετα με τα οριζόμενα σε τυπικώς έγκυρες διοικητικές πράξεις, με τις οποίες ο εκκαλών όφειλε να συμμορφωθεί προβαίνοντας στην περικοπή του μισθού του προαναφερόμενου υπαλλήλου.Όσα αντίθετα υποστηρίζονται με την υπό κρίση έφεση περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων αφορούν την εσωτερική (ουσιαστική) νομιμότητα των σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση του …. διοικητικών πράξεων, η οποία (νομιμότητα) δεν μπορούσε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, να αποτελέσει αντικείμενο παρεμπίπτοντος ελέγχου από τον εκκαλούντα ως εκκαθαριστή αποδοχών. Ενόψει των ανωτέρω η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981) .

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την έφεση
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2010.