439/2012 ΕΣ (ΟΛΟΜ)
Διαφορές από έκτακτο κατασταλτικό έλεγχο λογαριασμών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που διαχειρίζονται χρήματα που προέρχονται τόσο από επιχορηγήσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και από αντίτιμο παροχής υπηρεσιών, η ενιαία διαχείριση των οποίων ανάγεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος. Αρμοδιότητα του ΕλΣυν. Αντίθετη μειοψηφία. Έννοια δημοσίου υπολόγου και δημοσίου χρήματος. Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων. Υπόλογος Διευθυντής του. Δεδομένου ότι όλα τα έσοδα του Ινστιτούτου από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονταν κατατίθεντο σε ιδιαίτερο λογαριασμό Τράπεζας στο όνομα του Ινστιτούτου, καθώς η με τον τρόπο αυτό ανάμειξη του δημόσιου χρήματος με τα ίδια έσοδα του ν.π.ι.δ., δεν αναιρεί την ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως διαχειριστή υπολόγου της συνολικής περιουσίας του Ινστιτούτου, ορθώς κρίθηκε ότι αυτός ευθύνεται ως υπόλογος για το σύνολο της διαχείρισης της περιουσίας του Ινστιτούτου, ανεξάρτητα από το εάν αυτή αφορά στην ιδιωτική περιουσία του ή στο δημόσιο χρήμα και μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που αυτός διετέλεσε διευθυντής του. Όμως ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι επί της εκκρεμούς δημοσιονομικής διαφοράς έχει εκδοθεί σχετική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που τον δικαιώνει, αποτελεί ουσιώδη ισχυρισμό, η μη απάντηση επί του οποίου συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
Απόφαση: 439/2012
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης (εισηγητής), Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Καραβοκύρης και Θεοχάρης Δημακόπουλος και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Χριστίνα Ρασσιά και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Αντώνιος Νικητάκης, Αντεπίτροπος κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 10 Νοεμβρίου 2010 (αριθ. κατάθ. 484/15.11.2010) αίτηση του …………, κατοίκου ……………… (οδός ……………….), ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων του δικηγόρων Εμμανουήλ Βελεγράκη (ΑΜ/ΔΣΑ 22902) και Θεοδώρου Φορτσάκη (ΑΜ/ΔΣΑ 9524), για αναίρεση της 697/2010 απόφασης του VΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
κατά: α) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.
β) του Πολυτεχνείου ………….. (ν.π.δ.δ.), το οποίο δεν παραστάθηκε και
γ) του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιών ……………. (ν.π.ι.δ.), το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Σαραφιανού (ΑΜ/ΔΣΑ 14683).
Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της ως άνω απόφασης του VI Τμήματος για τους λόγους που αναπτύσσονται σ’ αυτήν.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, οι οποίοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιών ……………., ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε επίσης την απόρριψη αυτής και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, που αναπληρώνει τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Νικόλαο Αγγελάρα, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιο Κωνσταντά και τους Συμβούλους Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Γεώργιο Βοΐλη, Κωνσταντίνο Κωστόπουλο, Ελένη Λυκεσά και Δημήτριο Πέππα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής:
1. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 697/2010 απόφασης του VI Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, όπως συμπληρώθηκε με τους από 14.9.2010 (αριθ. πρωτ. 409/15.9.2010) νομίμως κατατεθέντες πρόσθετους λόγους, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα, αφού δε καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο (βλ. το 78088778, σειράς Στ΄, της … Δ.Ο.Υ. ………….. διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄), είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.
2. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ-304, Α΄) διάδικοι στην ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκη είναι το Δημόσιο και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπέρ ή κατά των οποίων εκδόθηκε ή έχει συνέπειες η προσβαλλόμενη πράξη ή η απόφαση. Συνακόλουθα, όποιος δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου ασκεί πρόσθετη παρέμβαση. Στην υπό κρίση υπόθεση από την καταλογιστική πράξη του οικονομικού επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης …………. δεν προκύπτει ότι ο εκδοθείς υπέρ του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιών ………….. και σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος καταλογισμός έχει συνέπειες υπέρ του Πολυτεχνείου ………….. Συνακόλουθα, η δια δικηγόρου παράσταση του Πολυτεχνείου ……………. στην κατ’ έφεση δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, απορριπτομένου ως αβασίμου του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
3. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 98 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, 15 παρ. 12, 13 και 17 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ-189, Α΄) και 12 παρ. 1, 8 και 9 του ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (ΦΕΚ-100, Α΄) συνάγεται ότι ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων, καθώς και οι διαφορές που ανακύπτουν από την άσκησή του, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ευθέως από το Σύνταγμα, χωρίς να απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη ή θέσπιση συγκεκριμένου κριτηρίου για την υπαγωγή τους στο Δικαστήριο τούτο. Η δε έννοια του δημόσιου υπολόγου στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις εκλαμβάνεται όπως προσδιορίζεται από την κείμενη νομοθεσία. Επομένως, η έννοια αυτή αναφέρεται στον δημόσιο λειτουργό που είναι εντεταλμένος για την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή δαπανών του Κράτους (de jure υπόλογος) και σ’ εκείνον που έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση διαχειρίζεται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Κράτος (de facto υπόλογος), καθώς και σε κάθε πρόσωπο που θεωρείται ρητά από τον νόμο δημόσιος υπόλογος (de lege υπόλογος). Η έννοια του δημόσιου χρήματος που προσδίδει σ’ αυτόν που το διαχειρίζεται την ιδιότητα του δημόσιου υπολόγου δεν λαμβάνεται μόνο με τη στενή του έννοια, δηλαδή ως του χρήματος που διαχειρίζονται τα διάφορα όργανα του Κράτους κατά την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά και του χρήματος που διαχειρίζονται αφενός μεν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου για την εκπλήρωση των σκοπών τους (χρήματος που κατά κύριο λόγο προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό με τη μορφή επιχορηγήσεων κ.λπ.), αφετέρου δε τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κατ` εντολή του Κράτους, με ειδική επιχορήγηση ή ενίσχυση από τον προϋπολογισμό αυτού, για την εκπλήρωση κρατικού σκοπού. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και οι δαπάνες των οποίων δεν υπόκεινται κατ’ αρχήν σε προληπτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, η υπαγωγή τους στον κατασταλτικό έλεγχο, η οποία επιτρέπεται ρητά από το Σύνταγμα μετά την αναθεώρηση του 2001, συνακόλουθα δε και η θεμελίωση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου επί των διαφορών που ανακύπτουν, προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικής διάταξης νόμου, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος. Τέτοιες ειδικές διατάξεις είναι και αυτές των παρ. 1, 8 και 9 του άρθρου 12 του ν.δ. 1264/1942, με τις οποίες ρυθμίζεται η ελεγκτική αρμοδιότητα των οικονομικών επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών. Επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από καταλογιστικές πράξεις των οικονομικών επιθεωρητών, οι οποίες εκδίδονται ύστερα από έλεγχο νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που διαχειρίζονται χρήματα που προέρχονται τόσο από επιχορηγήσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό όσο και από αντίτιμο παροχής υπηρεσιών, η ενιαία διαχείριση των οποίων ανάγεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος, υπάγoνται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ.Ελ.Συν. 2292/2011, 47/2009). Αν δε από τον έλεγχο των ως άνω λογαριασμών διαπιστωθεί έλλειμμα στα εν λόγω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τότε εκδίδεται πράξη καταλογισμού σε βάρος των διαχειριστών τους και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτών συνευθυνομένων, κατά της οποίας προβλέπεται η άσκηση του ένδικου βοηθήματος της έφεσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1264/1942.
Συνεπώς, οι διαφορές που δημιουργούνται από τον έκτακτο κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των εν λόγω νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον είναι συναφείς με τις διαφορές περί της δημοσιολογιστικής ευθύνης των υπολόγων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (πρβλ. Ολ.Ελ.Συν. 2825/2006) και, ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στο άρθρο 98 του αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001 (Ολ.Ελ.Συν. 1397- 8/2005, όπου και μειοψ.). Μειοψήφησε η Σύμβουλος Μαρία Βλαχάκη, η οποία διατύπωσε την άποψη ότι από τις διατάξεις των άρθρων 93 και 94 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης κατανέμει τη δικαιοδοσία των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων με γνώμονα τη φύση των σχετικών διαφορών, η οποία με τη σειρά της προσδιορίζεται αποκλειστικά από τον χαρακτήρα της υποκειμένης σχέσεως (ΑΕΔ 39/89, 85/91, 3/2004 κ.ά.). Επομένως, υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια οι διαφορές που ανακύπτουν από υποκείμενη σχέση ιδιωτικού δικαίου, ως τέτοιας νοουμένης αυτής που δημιουργείται από τη διατάραξη ή αμφισβήτηση μιας έννομης κατάστασης που ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο και χρήζει δικαστικής προστασίας. Η τυχόν δε μεσολάβηση συγκεκριμένης διοικητικής διαδικασίας και η έκδοση πράξεως από διοικητικό όργανο δεν αλλοιώνουν τη φύση της διαφοράς και επομένως δεν μεταβάλλει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων (ΑΕΔ 7/1987, 4/1989, 20/1990, 10/1993 κ.ά.). Εξάλλου, η επιφύλαξη υπέρ του νόμου, που θέτει η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ορίζει, δεν έχει ούτε μπορεί να έχει την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης δύναται να αναθέτει στο Ελεγκτικό Συνέδριο την εκδίκαση διαφορών που η υποκείμενη σχέση τους είναι ιδιωτικού δικαίου. Και ναι μεν είναι δυνατόν να υπαχθεί διά νόμου στη δικαιοδοσία του Δικαστήριο τούτου, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 εδάφ. α΄, γ΄ και στ΄ του αναθεωρημένου άρθρου 98 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται από καταλογιστικές πράξεις εκδοθείσες στο πλαίσιο κατασταλτικού ελέγχου επί της διαχειρίσεως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.), η υπαγωγή όμως αυτή είναι σύμφωνη με τη διάταξη της παρ. 1 εδάφ. στ΄ του άρθρου 98 του Σ., όταν τα καταλογισθέντα ελλείμματα ανέκυψαν στη διαχείριση ν.π.ι.δ., το οποίο έχει υπαχθεί διά νόμου στον προληπτικό και στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 εδάφ. α΄ και γ΄, αντιστοίχως, του άρθρου 98 του Συντάγματος. Συνεπώς, με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 8 του ν.δ/τος 1264/1942 (περί οικονομικής επιθεωρήσεως) που προβλέπει την άσκηση εφέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά των καταλογιστικών αποφάσεων των οικονομικών επιθεωρητών, ιδρύεται μεν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου να εκδικάσει εφέσεις στρεφόμενες κατά πράξεων των ως άνω οργάνων, που αποσκοπούν στην αποκατάσταση ελλειμμάτων σε δημοσιολογιστικά ελεγχόμενες δημόσιες εν γένει διαχειρίσεις, πλην όμως η διάταξη αυτή ερμηνευομένη συμφώνως προς το Σύνταγμα (ιδίως άρθρο 94 αυτού), δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει την άσκηση ενδίκων μέσων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και σε ιδιωτικού δικαίου υποθέσεις που αφορούν ελλείμματα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων (βλ. τα άρθρα 1 έως 12 του π.δ. 18/1995 και 1, 2, 3, 4, 6, 32 και 33 της Φ.715/15/B7/111/30.1.1995 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων), τα οποία δεν υπάγονται στην ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ήτοι στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο αυτού.
Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα υπό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καταλογίσθηκε σε βάρος του νυν αναιρεσείοντος και υπέρ του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων, με την 1996/4.5.2004 καταλογιστική πράξη της Οικονομικής Επιθεώρησης …………, το ποσόν των 347.031.217 δραχμών ή 1.018.433 ευρώ, που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στη διαχείριση του ως άνω Ινστιτούτου (περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων). Συνεπώς, ανεξαρτήτως του ότι ο καταλογισμός του ελλείμματος ενεργήθηκε με διοικητική πράξη οικονομικού επιθεωρητή, πρόκειται περί καθαρώς ιδιωτικής διαφοράς μεταξύ του αναιρεσείοντος και του Ερευνητικού Ινστιτούτου, η οποία, σύμφωνα με τα ως άνω αναπτυχθέντα, υπάγεται στη δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων και όχι του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.
4. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω καταλογιστική πράξη που εκδίδεται από τους οικονομικούς επιθεωρητές είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, με την οποία βεβαιώνεται υπό ευρεία έννοια η απαίτηση του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου σε βάρος ορισμένου υπολόγου, με σκοπό την περαιτέρω βεβαίωση (υπό στενή έννοια) και την είσπραξη του ποσού που αντιστοιχεί στο έλλειμμα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1 του Συντάγματος, 15, 17, 22, 25, 27, 33 και 43 του π.δ. 774/1980 και 56 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ-247, Α΄) συνάγεται ότι για τα ελλείμματα που διαπιστώνονται στη διαχείρισή του τόσο ο de jure όσο και ο de facto υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, απαλλάσσεται δε μόνο εάν ο ίδιος επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει καμιάς μορφής υπαιτιότητα ως προς την επέλευση του ελλείμματος (Ολ.Ελ.Συν. 30/2012, 2267/2011, 196/2010, 236/2007, 564/2000 κ.ά.). Σε περίπτωση δε που η υπαιτιότητα του υπολόγου φθάνει μέχρι του βαθμού της βαριάς αμέλειας ή του δόλου, καταλογίζονται σε βάρος του, πέραν του ποσού του ελλείμματος, και οι εκάστοτε οριζόμενες από τις διατάξεις περί είσπραξης δημόσιων εσόδων προσαυξήσεις, που υπολογίζονται από την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειμμα και αν τούτο είναι αδύνατο, από την ημέρα που ανακαλύφθηκε κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση, απαλλάσσεται δε αυτός των προσαυξήσεων μόνο αν αποδείξει ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του.
5. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 12 του π.δ. 18/1995 «΄Ιδρυση Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου με την επωνυμία “Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων”» (ΦΕΚ-8, Α΄) και 1, 2, 3, 4, 6, 32 και 33 της Φ.715/15/B7/111/30.1.1995 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ- 187, Α΄), το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, λειτουργεί δε στο πλαίσιο του Πολυτεχνείου ………….. και έχει συσταθεί για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού. Πόροι του εν λόγω Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου είναι χρηματοδοτήσεις που προέρχονται από τον τακτικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έσοδα προερχόμενα από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους, από την πώληση προϊόντων, από ερευνητικά προγράμματα παντός τύπου, οι ειδικές εισφορές και χρηματοδοτήσεις από δημόσιες επιχειρήσεις, άλλους δημόσιους φορείς, ιδιωτικές επιχειρήσεις ή ιδιώτες, διεθνείς οργανισμούς, δωρεές κάθε είδους, καθώς και οι πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία του Ινστιτούτου. Τέλος, ο εκάστοτε Διευθυντής του εν λόγω Ινστιτούτου, βάσει του ιδρυτικού του π.δ/τος 18/1995 και του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας αυτού, είναι υπεύθυνος για την οικονομική διαχείρισή του, οφείλει δε εκ του νόμου (άρθρο 17 παρ. 7 ν. 2083/1992) να έχει την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού (μέλος ΔΕΠ ΑΕΙ α΄ ή β΄ βαθμίδας).
6. Στην υπό κρίση υπόθεση, το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων, καθηγητής α΄ βαθμίδας του Πολυτεχνείου ……………, τοποθετήθηκε, με τη Φ.715/15/B7/111/30.1.1995 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, διευθυντής του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων και άσκησε νόμιμα τα καθήκοντα του έως και τις 30.10.2000, παρέμεινε όμως ως διευθυντής έως και τις 8.10.2001, χωρίς σχετική υπουργική απόφαση. Ως Διευθυντής του Ινστιτούτου προέβη στη διενέργεια των πράξεων διαχείρισης της περιουσίας αυτού (de jure κατά το χρονικό διάστημα από το 1995 έως τις 30.10.2000 και de facto για το έκτοτε διάστημα και μέχρι τις 8.10.2001). Ειδικότερα, ανέλαβε ο ίδιος εξ ολοκλήρου την οικονομική διαχείριση του Ινστιτούτου, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου για τις χρήσεις 1997-1998 του ορισθέντος ορκωτού λογιστή, γεγονός που συνομολογεί και ο ίδιος με υπόμνημά του ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος. Στη συνέχεια, ύστερα από εντολή της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και της Οικονομικής Επιθεώρησης …………., διενεργήθηκε έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος στο εν λόγω Ινστιτούτο για τα οικονομικά έτη 1995-2001, ακολούθως δε η διενεργήσασα τον έλεγχο οικονομική επιθεωρήτρια προέβη στην έκδοση της 1996/4.5.2004 καταλογιστικής πράξης, με την οποία ο αναιρεσείων καταλογίστηκε: 1) με το ποσό των 191.908.831 δραχμών ή 563.195 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί ισόποσο έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του Ινστιτούτου, κατά το χρονικό διάστημα από τις 17.3.1995 έως τις 8.10.2001 και το οποίο ειδικότερα αναλύεται σε: α) ποσό 921.180 δραχμών που αντιστοιχεί σε καταβολή εξόδων για την ίδρυση της «Εταιρείας Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών ΕΠΕ», β) ποσό 3.374.434 δραχμών που αφορά στην καταβολή διδάκτρων στο Πανεπιστήμιο Bradford της Αγγλίας για λογαριασμό μεταπτυχιακών φοιτητών κατά τα έτη 1997-2000, γ) ποσό ύψους 15.029.800 δραχμών που αντιστοιχεί σε έξοδα παράστασης που εισέπραξε ο ίδιος, δ) ποσό ύψους 33.500.000 δραχμών που αντιστοιχεί σε αμοιβή για την εκπόνηση ηλεκτρονικών μελετών, το οποίο επίσης εισέπραξε ο ίδιος, ε) ποσό ύψους 35.283.417 δραχμών που αντιστοιχεί σε έξοδα για ταξίδια εσωτερικού και εξωτερικού του ιδίου και του προσωπικού του Ινστιτούτου, στ) ποσό ύψους 400.000 δραχμών που αντιστοιχεί σε μηνιαίες αποδοχές του ίδιου μετά τη λήξη της θητείας του ως Διευθυντή του Ινστιτούτου και ζ) ποσό ύψους 103.400.000 δραχμών που αφορά σε διενεργηθείσες από αυτόν αναλήψεις μετρητών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Ινστιτούτου, καθώς και 2) με τις αναλογούσες στο προαναφερθέν έλλειμμα προσαυξήσεις ύψους 155.122.386 δραχμών ή 455.238 ευρώ, ήτοι συνολικά με το ποσό των 347.031.217 δραχμών ή 1.018.433 ευρώ. Δεδομένου, όμως, ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπτε με ακρίβεια το ύψος του ποσού της επιχορήγησης του Ινστιτούτου από το Δημόσιο και το είδος των εσόδων αυτού από ερευνητικά προγράμματα, το δικάσαν Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την 1350/2006 απόφασή του ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασής του προκειμένου να προσδιοριστεί το ύψος των επιχορηγήσεων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή άλλων φορέων του Δημοσίου και να διευκρινιστεί αν αυτές προέρχονται από τον τακτικό προϋπολογισμό του ή τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων αυτών καθώς και το ύψος των ιδίων εσόδων του Ινστιτούτου κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο. Σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης υποβλήθηκαν στο VI Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τις επιχορηγήσεις του Ινστιτούτου για το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από το 1995 έως τις 8.10.2001), καθώς και με τα έσοδα αυτού από άλλες δραστηριότητες και πωλήσεις παγίων.
Παράλληλα, μετά την έκδοση της 1350/2006 μη οριστικής απόφασης του ως άνω Τμήματος διατάχθηκε διαχειριστικός επανέλεγχος για το χρονικό διάστημα που ο αναιρεσείων είχε διατελέσει Διευθυντής του Ινστιτούτου. Κατόπιν τούτου, έγινε δεκτό ότι ένα από τα επτά καταλογισθέντα σε βάρος του κονδύλια δεν είχε επιβληθεί νόμιμα και συγκεκριμένα το (ως άνω με αρίθμηση ζ΄) ποσό ύψους 103.400.000 δραχμών που αντιστοιχούσε σε διενεργηθείσες από αυτόν αναλήψεις μετρητών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Ινστιτούτου. Δεδομένου όμως ότι παρά τον προσδιορισμό των ποσών των επιχορηγήσεων του Δημοσίου προς το Ινστιτούτο, καθώς και των ιδίων εσόδων αυτού, δεν διευκρινίστηκε εάν και κατά πόσο το επίμαχο έλλειμμα συνδέεται με τη διαχείριση των ανωτέρω ποσών, ενόψει και της αναντιστοιχίας που ανέκυψε μεταξύ εγγράφων των οικονομικών επιθεωρητών ως προς την προέλευση των επιχορηγήσεων του Ινστιτούτου αποκλειστικά από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή και από τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων αυτού, το VI Τμήμα με την 2720/2008 απόφασή του ανέβαλε εκ νέου την έκδοση οριστικής απόφασης. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής προσκομίστηκε έγγραφο της Οικονομικής Επιθεώρησης Κρήτης, από το οποίο, σε συνδυασμό με προηγούμενα έγγραφα και τη συμπληρωματική πορισματική έκθεση επανελέγχου, προέκυψε ότι το ύψος των κρατικών επιχορηγήσεων του Ινστιτούτου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (από 1995 έως τις 8.10.2001) ανέρχεται στο ποσό των 122.295.065 δρχ. ή 358.899,67 ευρώ. Ειδικότερα, τα έσοδα του Ινστιτούτου κατά τα έτη από την 1.1.1995 έως τις 8.10.2001 προέρχονται: α) από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, και από τους τακτικούς προϋπολογισμούς άλλων υπουργείων και φορέων του Δημοσίου και β) από ίδιους πόρους του Ινστιτούτου (συμμετοχές σε συνέδρια, εκτέλεση έργων και πωλήσεις παγίων). Τα ποσά όλων των εσόδων κατατίθεντο στο λογαριασμό του Ινστιτούτου στην …………… Τράπεζα, ενώ για την εκτέλεση των αναληφθέντων από αυτό έργων δεν είχε τηρηθεί ιδιαίτερο λογιστικό σύστημα παρακολούθησης του προϋπολογισμού εσόδων εξόδων του κάθε έργου χωριστά, ούτε υπήρχε ταυτοποίηση στις ημερομηνίες είσπραξης των εσόδων με τις ημερομηνίες έκδοσης των παραστατικών στοιχείων, καθώς και στις ημερομηνίες ανάληψης δαπανών, πληρωμής αυτών και λήψης παραστατικών στοιχείων. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι όλα τα έσοδα του Ινστιτούτου από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονταν κατατίθεντο σε ιδιαίτερο λογαριασμό Τράπεζας στο όνομα του Ινστιτούτου, καθώς η με τον τρόπο αυτό ανάμειξη του δημόσιου χρήματος (προερχόμενου από επιχορηγήσεις από διάφορους δημόσιους φορείς) με τα ίδια έσοδα του ν.π.ι.δ. (από την πώληση προϊόντων, την παροχή υπηρεσιών κ.λπ.), δεν αναιρεί την ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως διαχειριστή υπολόγου της συνολικής περιουσίας του Ινστιτούτου, το δικάσαν Τμήμα βάσιμα έκρινε ότι αυτός ευθύνεται ως υπόλογος για το σύνολο της διαχείρισης της περιουσίας του Ινστιτούτου, ανεξάρτητα από το εάν αυτή αφορά στην ιδιωτική περιουσία του ή στο δημόσιο χρήμα, με το οποίο αυτό επιχορηγήθηκε και μάλιστα όχι μόνο κατά τα τρία πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που αυτός διετέλεσε διευθυντής του.
7. Ο αναιρεσείων προβάλλει ότι παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας καθόσον δεν ελήφθησαν υπόψη αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, την έκδοση των οποίων αυτός είχε επικαλεστεί και προσκομίσει στη δίκη ενώπιον του VI Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου. Ισχυρίζεται δε ότι ναι μεν το Ινστιτούτο νομιμοποιείται να ζητήσει από αυτόν αποζημίωση για υποτιθέμενη κακή διαχείριση, πλην όμως και ο ίδιος είχε απαιτήσεις κατά του Ινστιτούτου, καθόσον μετά την απομάκρυνσή του από τη θέση του διευθυντή του Ινστιτούτου άσκησε το 2001 αγωγή κατ’ αυτού για οφειλόμενες αποδοχές διευθυντή (από το 1995 έως το 2001), για αποδοχές ερευνητή α΄ βαθμίδας (το 2001), καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Και ενώ το Ινστιτούτο άσκησε κατ’ αυτού ανταγωγή, το Μονομελές Πρωτοδικείο ……….. (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) με την απόφαση 248/2003 καταδίκασε τούτο στην καταβολή 49.559,71 ευρώ, απορρίπτοντας την ανταγωγή αυτού, το δε Εφετείο ………… επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την 469/2005 απόφασή του και ο Άρειος Πάγος με την 136/2007 απόφασή του απέρριψε την ασκηθείσα αναίρεση. Ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος ότι με τις προαναφερόμενες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου ότι όχι μόνο δεν ευθύνεται για αποζημίωση, αλλά ότι το Ινστιτούτο οφείλει να καταβάλει στον ίδιο. Και ναι μεν το Δικαστήριο της ουσίας έχει την ελευθερία να κρίνει ότι ορισμένοι ισχυρισμοί των διαδίκων δεν χρήζουν ειδικής μνείας και απάντησης, πλην όμως εφόσον το δεδικασμένο των πολιτικών δικαστηρίων ισχύει εντός των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων του όχι μόνο στο πλαίσιο της ίδιας δικαιοδοσίας αλλά και κάθε δικαιοδοσίας ή αρχής, ο ισχυρισμός του διαδίκου ότι επί της εκκρεμούς δημοσιονομικής διαφοράς έχει εκδοθεί σχετική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που τον δικαιώνει, αποτελεί ουσιώδη ισχυρισμό, η μη απάντηση επί του οποίου συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
8. Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και να επιστραφεί το παράβολο αναίρεσης στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, σε συνδυασμό με άρθρο 123 π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρ. 12 παρ. 2 ν. 3472/2006). Μετά ταύτα πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο VI Τμήμα για την εκ νέου εκδίκαση αυτής, με διαφορετική σύνθεση (άρθρ. 58 παρ. 4 π.δ. 774/1980 και 116 π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την από 10.11.2010 αίτηση του ………………. για αναίρεση της 697/2010 απόφασης του VΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την απόφαση αυτή.
Αναπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο VI Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την εκ νέου εκδίκαση αυτής με διαφορετική σύνθεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Oκτωβρίου 2011.