ΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 470/2010
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Ευάγγελος Νταής (εισηγητής), Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (ο Πρόεδρος Γεώργιος-Σταύρος Κούρτης, ο Αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Κανδρής και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Σωτηρία Ντούνη, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη και Δημήτριος Πέππας, απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Βοΐλης Σύμβουλος, ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την, από 19 Ιουλίου 2006 (αριθμ. καταθ. 298/24-7-2006) για αναίρεση της 2203/2005 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία ενσωματώθηκε η 1579/2004 προδικαστική απόφαση του ίδιου Τμήματος, αίτηση της …
κ α τ ά 1) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη, 2) του … Πανεπιστημίου …
Με την 1065/12-2-2002 καταλογιστική απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών (της Γενικής Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών), η αναιρεσείουσα, Αρχιτέκτων, καταλογίστηκε με το χρηματικό ποσόν των 14.200.000 δραχμών (41.673,00 ευρώ), που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα από το … Πανεπιστήμιο και το οποίο αποτελεί μέρος του ελλείμματος που διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο της διαχείρισης του ως άνω ιδρύματος κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1996 έως 31-8-1998.
Μετά από την από 2-8-2002 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης, εκδόθηκε η 1579/2004 προδικαστική απόφαση του IV Τμήματος, με την οποία διατάχθηκε η συμπλήρωση των εν αυτή αναφερομένων αποδείξεων.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2203/2005 απόφαση του ΙV Τμήματος απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της προαναφερόμενης καταλογιστικής απόφασης, διετάχθη η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος παραβόλου και απερρίφθη το αίτημα της αναιρεσείουσας για επιδίκαση δικαστικής δαπάνης.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, ο οποίος, αφού ανέπτυξε προφορικά την υπόθεση, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του … Πανεπιστημίου …, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και
Τον ασκούντα καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας, Σύμβουλο Γεώργιο Βοΐλη, ο οποίος πρότεινε, επίσης, την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Ελένη Φώτη και τη Σύμβουλο Γεωργία Μαραγκού που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μυλωνά που αποχώρησε από τη διάσκεψη σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 2203/2005 οριστικής απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2269163, 803967, 803958, 3028218, και 2961487, σειράς Α΄, ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα και πρέπει να εξετασθεί κατά την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
II. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1065/12-2-2002 καταλογιστικής απόφασης της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών (της Γενικής Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών), με την οποία η αναιρεσείουσα καταλογίστηκε με το χρηματικό ποσόν των 14.200.000 δραχμών (ήδη 41.673,00 ευρώ) που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα από το … Πανεπιστήμιο και το οποίο αποτελεί μέρος του ελλείμματος που διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο της διαχείρισης του ως άνω ιδρύματος κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1996 έως 31-8-1998. Κατά της αποφάσεως αυτής με την ένδικη αίτησή της, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 11-5-2008 υπόμνημα, παραπονείται η αναιρεσείουσα για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση και κατ’ εκτίμηση ειδικότερα για παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 35 του ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ-Α΄, 204) ορίζονται τα εξής: Άρθρο 35: «1. Πάσα έλλειψις εν τη διαχειρίσει του ν.π. χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού, διαπιστουμένη κατά την νόμιμον διαδικασίαν, αναπληρούται υπό του υπολόγου εντός 24 ωρών άλλως ούτος τίθεται εκτός διαχειρίσεως ή και υπηρεσίας και καταλογίζεται με το ποσόν του ελλείμματος, το οποίον βεβαιούται αμελλητί ως έσοδον του ν.π. … 5. Επί ανοικείων πληρωμών, ενεργουμένων υπό των υπολόγων αύται καταλογίζονται και εις βάρος των λαβόντων. …». Όμοια στο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ-Α΄, 247) ορίζονται τα εξής: Άρθρο 26: «1. Οι δαπάνες του Δημοσίου ελέγχονται, εκκαθαρίζονται και εντέλλονται … βάσει νόμιμων δικαιολογητικών … τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση κατά του Δημοσίου. … 2. Ο έλεγχος επί των ανωτέρω δαπανών συνίσταται σε έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας αυτών. … Κανονική είναι η δαπάνη, εφόσον έχει νόμιμα αναληφθεί, επισυνάπτονται τα νόμιμα δικαιολογητικά και η σχετική απαίτηση δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. … Άρθρο 33: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: … β) στο λαβόντα … σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού. …». Άρθρο 54: «1. … 2. Οι δημόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε: α) … ε) Υπολόγους Ν.Π.Δ.Δ. …». Άρθρο 56: «1. Έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρημάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία στη διαχείρισή του, … Ως έλλειμμα θεωρείται και κάθε πληρωμή που: α) … β) Έγινε χωρίς τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά. γ) Αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου. δ) Έγινε αχρεωστήτως από υπαιτιότητα του υπολόγου. … 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι, … καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές … 4. … Στους λαβόντες καταλογίζεται σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής. …». Περαιτέρω, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του άνω αναφερόμενου ν.δ. 496/1974, εκδόθηκε το π.δ. 471/1975 «Περί των υποχρεώσεων, ευθυνών και καταλογισμών των οργάνων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ-Α΄, 148), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει, παρόλο που, με το άρθρο 1 του ν. 578/1977, αναβλήθηκε η ισχύς της εξουσιοδοτικής διάταξης, καθόσον η απλή κατάργηση της εξουσιοδοτικής διάταξης δεν συνεπάγεται αυτοδίκαια και την κατάργηση των κανονιστικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει αυτής και που διατηρούνται σε ισχύ, εφόσον δεν απαγγέλεται από το νόμο ρητά η κατάργησή τους. Στο άρθρο 1 του εν λόγω π.δ. (471/1975) ορίζεται ότι: «Η εκκαθάρισις των εξόδων των ν.π.δ.δ., ήτοι ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων των πιστωτών αυτών, ενεργείται υπό της Οικονομικής Υπηρεσίας του ν.π.δ.δ. … επί τη συγκεντρώσει παρ’ αυταίς, δικαιολογητικών στοιχείων, … αυτεπαγγέλτως δε, οσάκις υπάρχουν … πλήρη δικαιολογητικά, αποδεικνύοντα τα δικαιώματα των πιστωτών. 2. …». Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2083/1992 «Εκσυγχρονισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης» (ΦΕΚ-Α΄, 159), «4. Η εκκαθάριση των δαπανών ενεργείται από όργανα της οικονομικής υπηρεσίας του Α.Ε.Ι., η δε πληρωμή τους είτε από την οικονομική υπηρεσία του Α.Ε.Ι. είτε από πιστωτικό οργανισμό, πάντοτε όμως ύστερα από προηγούμενη θεώρηση των χρηματικών ενταλμάτων από τον ελέγχοντα τη νομιμότητα των δαπανών αρμόδιο πάρεδρο ή επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, …». Τέλος στο ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» που κυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την 312/1946 Π.Υ.Σ. (ΦΕΚ-Α΄, 188) ορίζεται ότι: Άρθρο 1: «Αντικείμενα αρμοδιότητος της εν τω Υπουργείω των Οικονομικών Υπηρεσίας της Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η επ’ ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: α) άσκησις της ανωτάτης εποπτείας και του ελέγχου πασών των Οικονομικών Υπηρεσιών και πάσης άλλης δημοσίας διαχειρίσεως χρηματικού ή υλικού καθώς … και της διαχειρίσεως πάντων ανεξαιρέτως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου … β) έρευνα της οικονομικής καταστάσεως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, … γ) ενέργεια ελέγχου της διαχειρίσεως παντός δημοσίου υπολόγου, διαχειριζομένου οπωσδήποτε έστω και άνευ προσηκούσης εξουσιοδοτήσεως χρήματα, τίτλους ή υλικόν ανήκοντα εις το Δημόσιον ή τα κατά το εδαφ. β΄ Νομικά Πρόσωπα κ.λ.π. …». Άρθρο 12: «1. Ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων και πας Οικονομικός υπάλληλος εκτελών χρέη Οικονομικού Επιθεωρητού Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων εφ’ όσον κατά την ενέργειαν επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημοσίας ή μη διαχειρίσεως εκ των εν άρθρ. 1 παρ. 1 του παρόντος Νόμου διαλαμβανομένων διαπιστώσωσι την ύπαρξιν ελλείμματος προερχομένου εξ ελλείψεως χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων, εάν η εξακριβωθείσα έλλειψις δεν ήθελεν αναπληρωθή εντός 24 ωρών συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρ. 199 του ΣΙΒ΄ Νόμου «Περί Δημοσίου Λογιστικού». Άρθρο 15: «Δια πληρωμάς απορριφθείσας υπό του Οικονομικού Επιθεωρητού ως μη στηριζομένας εις νόμιμον τίτλον καταλογίζονται μετά του υπολόγου κατά τους ορισμούς του άρθρ. 12 του παρόντος Νόμου και οι ανοικείως λαβόντες τα χρήματα δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώται».
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού Ν.Π.Δ.Δ. νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει. Επομένως, μη νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και τα χρηματικά ποσά, για την εκταμίευση των οποίων εκδόθηκαν, συνιστούν επίσης, έλλειμμα. Κατά συνέπεια έλλειμμα δημιουργείται σε κάθε περίπτωση πληρωμών που δεν στηρίζονται σε νόμιμο τίτλο, ο οποίος έχει εκδοθεί βάσει της από το νόμο προβλεπόμενης διαδικασίας. Περαιτέρω σύμφωνα τόσο με το άρθρο 1 του προαναφερόμενου π.δ. 471/1975 αλλά και του άρθρου 26 του ν. 2363/1995, που εφαρμόζεται αναλογικά και στα ν.π.δ.δ., για να αποδειχθεί η ύπαρξη απαίτησης κατά του Δημοσίου και να προσδιοριστεί το σχετικό δικαίωμα του πιστωτού είναι απαραίτητη η εκ μέρους του προσκόμιση των προβλεπόμενων από το νόμο δικαιολογητικών και παραστατικών πληρωμής. Μόνο τότε η σχετική δαπάνη φέρει και το χαρακτήρα της κανονικότητας και είναι δυνατή η εξόφλησή της μέσω της έκδοσης νόμιμου τίτλου. Κατά συνέπεια πληρωμή που δεν στηρίζεται σε νόμιμα δικαιολογητικά άγει στη δημιουργία ελλείμματος καταλογιστέου στον υπεύθυνο υπόλογο. Στις περιπτώσεις των ανοίκειων και αχρεώστητων πληρωμών τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε κάθε περίπτωση σε βάρος του λαβόντα ανεξάρτητα από τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπό του. Εξάλλου, όταν το εν λόγω έλλειμμα διαπιστωθεί κατά τη διενέργεια ελέγχου της διαχείρισης από αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή, ο αχρεωστήτως λαβών συγκαταλογίζεται με τον υπόλογο με αιτιολογημένη απόφαση του εν λόγω οικονομικού επιθεωρητή.
Τέλος, για τη νόμιμη πληρωμή των δαπανών των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων απαιτείται πάντοτε η έκδοση χρηματικού εντάλματος. Επομένως η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο πληρωμή τους διενεργείται χωρίς νόμιμη διαδικασία και χωρίς νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία και για το λόγο αυτό δημιουργεί έλλειμμα της διαχείρισης.
ΙII. Περαιτέρω, το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο, που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Το ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα συνίσταται στη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να εκθέσει στο αρμόδιο διοικητικό όργανο τις απόψεις του πριν από ενέργεια ή μέτρο που πρόκειται να ληφθεί από το όργανο αυτό σε βάρος του. Η ακρόαση δίδεται στο διοικούμενο προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να επηρεάσει τη διοίκηση, πριν η τελευταία εκδώσει σε βάρος του κάποια πράξη σχετικά με γεγονότα που ανάγονται στη σφαίρα της συμπεριφοράς του. Στο πλαίσιο της προηγούμενης ακρόασης ο ενδιαφερόμενος μπορεί με νομικά και πραγματικά επιχειρήματα να αποτρέψει το αρχικώς σκοπούμενο μέτρο ή να περιορίσει την έκτασή του. Ως εκ τούτου το ανωτέρω δικαίωμα αντιστοιχεί στην υποχρέωση της διοίκησης αφενός να καλεί τον ενδιαφερόμενο σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την έκδοση βλαπτικής πράξης σε βάρος του, προκειμένου να γνωστοποιήσει αποτελεσματικά τις απόψεις του και αφετέρου να λάβει λυσιτελώς υπόψη της όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη λήψη της απόφασής της. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά γενική αρχή, η οποία έχει εφαρμογή όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη σε βάρος του διοικουμένου. Από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης με τις προεκτεθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι ο αρμόδιος επιθεωρητής, που διαπιστώνει την ύπαρξη διαχειριστικού ελλείμματος, υποχρεούται πριν από την έκδοση σε βάρος του ελεγχομένου της δυσμενούς γι’ αυτόν διοικητικής πράξης του καταλογισμού να του παράσχει την ευχέρεια της προηγούμενης ακρόασης. Η ευχέρεια αυτή παρέχεται στον ελεγχόμενο (υπόλογο, συνευθυνόμενο, αχρεωστήτως λαβόντα κ.ά.) όταν προσκαλείται, σύμφωνα με τις προμνημονευόμενες διατάξεις, πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης για να αναπληρώσει το έλλειμμα, αφού με την πρόσκληση αυτή ο ανωτέρω έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, καθώς και στοιχεία σχετικά με οποιαδήποτε αντικειμενικά ή υποκειμενικά δεδομένα, που συνηγορούν υπέρ της ολικής ή μερικής ματαίωσης του καταλογισμού του. Η πρόσκληση του αποδέκτη να ακουστεί, ενόψει της ως άνω συνταγματικής επιταγής, αλλά και του δικαιολογητικού λόγου θέσπισής της στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και της βαρύτητας των συνεπειών που επιφέρει ο καταλογισμός στα έννομα συμφέροντά του, αποτελεί ουσιώδη τύπο της καταλογιστικής διαδικασίας, η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση του οποίου επάγεται την ακυρότητα της καταλογιστικής απόφασης. Ο ουσιώδης αυτός διαδικαστικός τύπος είναι συμβατός με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και δεν φαλκιδεύεται το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, όταν το πρόσωπο από το οποίο ζητείται η αναπλήρωση του ελλείμματος έχει πρόσβαση σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία και έγγραφα της υπόθεσης, στα οποία περιλαμβάνεται πρωτίστως η οικεία πορισματική έκθεση, ώστε να είναι σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά, αντικρούοντας τα ευρήματα του ελέγχου, εκφράζοντας σχετικώς τις αντιρρήσεις του και προσκομίζοντας στοιχεία που ασκούν επιρροή στην απόφαση του καταλογισμού του. Μόνη η κατάθεση του ενδιαφερομένου στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης (ε.δ.ε.) που διενεργείται από τον αρμόδιο επιθεωρητή για τη διακρίβωση των αιτίων και συνθηκών δημιουργίας του ελλείμματος, δεν συνεπάγεται ουσιαστική δυνατότητα άμυνας και συνεπώς παραβιάζεται ο ουσιώδης διαδικαστικός τύπος της προηγούμενης ακρόασης, αφού κατά το διερευνητικό αυτό στάδιο πριν από την ολοκλήρωση του ελέγχου και την οριστικοποίηση του ελλείμματος δεν είναι δυνατό να αποδοθούν συγκεκριμένες ευθύνες σε βάρος του ελεγχομένου και να τεθούν υπόψη του όλα τα σχετικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, αν κατά την πρόσκληση του ενδιαφερομένου προς αναπλήρωση του ελλείμματος δεν τεθούν υπόψη του όλα τα κρίσιμα για τη θεμελίωση της ευθύνης του έγγραφα και στοιχεία , η διοίκηση υποχρεούται, εφόσον αυτά ζητηθούν, να του τα χορηγήσει, επιπροσθέτως δε να του παράσχει εύλογο χρόνο για να ενημερωθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του, αναφορικά με το αποδιδόμενο σ’ αυτόν έλλειμμα. Αν η διοίκηση παραβεί την ως άνω υποχρέωσή της και προβεί στην έκδοση της καταλογιστικής απόφασης χωρίς προηγουμένως να χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο ουσιαστική δυνατότητα άμυνας και υπεράσπισης των συμφερόντων του, η εκδιδόμενη σε βάρος του καταλογιστική απόφαση είναι νομικά πλημμελής και ακυρωτέα (Απ. Δ.Ε.Κ. της 18ης Δεκεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-349/2007, Ολ. Ελ. Συν. 2445/2007).
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, το IV Τμήμα που δίκασε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ήδη αναιρεσείουσα, αρχιτέκτων, εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 21.4.1997 μέχρι 1.6.1998 από το … Πανεπιστήμιο το ποσό των 14.200.000 δραχμών (41.673 ευρώ), μέσω της εξόφλησης οκτώ (8) επιταγών που εκδόθηκαν στο όνομά της. Η εξόφληση των εν λόγω επιταγών έγινε από τους λογαριασμούς Δημοσίων Επενδύσεων που τηρούσε το Πανεπιστήμιο στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εν λόγω επιταγές, εκδόθηκαν όμως χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, χωρίς δηλαδή την προηγούμενη έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και τη θεώρησή τους από τον αρμόδιο Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι δε αριθμοί των χρηματικών ενταλμάτων που αναγράφονται στα σώματα των επιταγών ήταν εικονικοί και αναγράφονταν με μοναδικό σκοπό την παραπλάνηση των υπαλλήλων της Τράπεζας, καθόσον δεν εξοφλούνται επιταγές από Λογαριασμό Δημοσίων Επενδύσεων αν στο σώμα αυτών δεν αναγράφεται ο αριθμός του χρηματικού εντάλματος στο οποίο αντιστοιχούν. Επιπλέον για τις πληρωμές που έγιναν με τις επίμαχες επιταγές δεν είχαν εκδοθεί από μέρους της ήδη αναιρεσείουσας κανενός είδους παραστατικά στοιχεία και δικαιολογητικά δαπανών (π.χ. τιμολόγια ή δελτία παροχής υπηρεσιών). Κατά συνέπεια η καταβολή των χρηματικών αυτών ποσών έγινε μη νόμιμα γιατί πέραν της παράβαση της διαδικασίας που απαγορεύει την εξόφληση υποχρεώσεων των Ν.Π.Δ.Δ. χωρίς την προσκόμιση νόμιμων παραστατικών, η ίδια η ήδη αναιρεσείουσα, μέσω της μη έκδοσης των παραστατικών, δεν απέδειξε την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών προς το Πανεπιστήμιο και την από το λόγο αυτό ύπαρξη ενεργού απαίτησής της κατ’ αυτού για την καταβολή των εν λόγω ποσών. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται νόμιμη αιτιολογία για την έκδοση των επιταγών αυτών και την καταβολή των συγκεκριμένων ποσών στην εκκαλούσα, που κατά συνέπεια έγινε αχρεώστητα. Σε κάθε δε περίπτωση η εκταμίευση των προαναφερόμενων ποσών χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, χωρίς δηλαδή την προηγούμενη έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και χωρίς την έκδοση νόμιμων δικαιολογητικών πληρωμής από μέρους της ήδη αναιρεσείουσας και περαιτέρω η καταβολή τους στην ίδια συνιστά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ανοίκεια και αχρεώστητη πληρωμή και δημιούργησε ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του … Πανεπιστημίου κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Μετά τη νόμιμη διενέργεια Οικονομικής Επιθεώρησης στη ως άνω διαχείριση (ΕΜΠ 10189/327/232-Α/21.7.99 και 1079541/2802/931-Α/13.9.2000 εντολές ελέγχου), η ήδη αναιρεσείουσα, ως αχρεωστήτως λαβούσα, κλήθηκε με την 743/31.1.2002 ειδική πρόσκληση των αρμόδιων Οικονομικών Επιθεωρητριών, η οποία της επιδόθηκε νόμιμα, να καταθέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (καθόσον πρόκειται για χρήματα από τους λογαριασμούς Δημοσίων Επενδύσεων) το ποσό των αχρεωστήτως από μέρους της εισπραχθέντων, στην οποία όμως αυτή δεν ανταποκρίθηκε. Μετά από αυτά, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η ανωτέρω, ως αχρεωστήτως λαβούσα,νομίμως καταλογίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους φερόμενους ως υπολόγους …, για το έλλειμμα, που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του … Πανεπιστημίου κατά τη χρονική περίοδο 1.1.1996 έως 31.8.1998 και μετά από απόρριψη των προβληθέντων λόγων ως αβασίμων, απέρριψε την έφεση.
V. Tο Τμήμα κατέληξε στην ως άνω κρίση του μετά την απόρριψη ως αβάσιμου, μεταξύ άλλων, και του κατ’ εκτίμηση προβληθέντος λόγου για παραβίαση της αρχής της προηγούμενης ακρόασης, σύμφωνα με τον οποίο, η αναιρεσείουσα δεν κλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση τής σε βάρος της καταλογιστικής απόφασης. Ειδικότερα, το Τμήμα έκρινε, όπως προκύπτει από το κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο φερόμενος ως παραβιασθείς ουσιώδης τύπος της διαδικασίας τηρήθηκε τόσο με την εξέταση της αναιρεσείουσας από τις αρμόδιες Οικονομικές Επιθεωρήτριες, ήτοι πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, όσο και με την αποστολή σε αυτήν της σχετικής κλήσης προς αναπλήρωση του ελλείμματος. Η ανωτέρω κρίση του Τμήματος, όμως, δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κατάθεση της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενεργήθηκε κατά το στάδιο του διαχειριστικού ελέγχου, δεν αρκεί για την τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης, αφού κατά το χρόνο αυτό δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί, ως προς το αντικειμενικό και υποκειμενικό μέρος της, η ευθύνη της για τη δημιουργία του ελλείμματος, η οποία αποτέλεσε την αιτία του καταλογισμού της, ούτε βεβαίως μπορούσε να έχει στη διάθεσή της πλήρη φάκελο της υπόθεσης για την αποτελεσματική άμυνά της. Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οικεία (1079/2002) πορισματική έκθεση συντάχθηκε στις 11.2.2002, δηλαδή μόλις την προηγούμενη ημέρα της έκδοσης της καταλογιστικής απόφασης (1065/12.2.2002). Ως εκ τούτου, όταν η αναιρεσείουσα προσκλήθηκε με την 743/31-1-2002 ειδική πρόσκληση των αρμόδιων Οικονομικών Επιθεωρητριών (η οποία της κοινοποιήθηκε νόμιμα),να αναπληρώσει (εντός 48 ωρών) το έλλειμμα, πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, δεν είχε εκδοθεί και συνεπώς δεν τέθηκε υπόψη της η πορισματική έκθεση, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά τα ευρήματα του διαχειριστικού ελέγχου, η αιτιολογία του επικείμενου καταλογισμού, τα υποκείμενα αυτού και το ποσό, καθώς επίσης και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο, ώστε να της παρασχεθεί ουσιαστική δυνατότητα να εκφράσει, μέσα σε εύλογη προθεσμία, αποτελεσματικά τις απόψεις και αντιρρήσεις της ως προς την αποδοθείσα σε αυτήν ευθύνη και να υπερασπιστεί λυσιτελώς τον εαυτό της. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος αρχή της προηγούμενης ακρόασης αυτής, με διατύπωση των απόψεών της ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου, η παράλειψη δε αυτή δεν καλύπτεται, όπως ήδη προεκτέθηκε, από την εξέτασή της ως μάρτυρα στο πλαίσιο της Ε.Δ.Ε. και την πρόσκλησή της προς αναπλήρωση του ελλείμματος πριν την έκδοση της πορισματικής έκθεσης (δηλαδή κατ’ ουσίαν πριν την περάτωση της Ε.Δ.Ε., που ολοκληρώνεται με την έκδοση της πορισματικής έκθεσης). Ως εκ τούτου, ο κατ’ εκτίμηση προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναίρεσης, για παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
VI. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατά τον ως άνω λόγο έλλειψης προηγούμενης ακρόασης, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στη συνέχεια δε να κρατηθεί από το Δικαστήριο η υπόθεση, δεδομένου ότι δεν χρήζει διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος της ( άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981) και δικάζοντας επί της έφεσης, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ακυρωθεί η 1065/12-2-2002 καταλογιστική απόφαση των αρμόδιων Επιθεωρητριών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών, αιρουμένου του σε βάρος της αναιρεσείουσας επιβληθέντος με την απόφαση αυτή καταλογισμού και να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατατέθηκε και για την έφεση αλλά και για την αναίρεση (βλ. άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, ότι πρέπει να απαλλαγούν οι αναιρεσίβλητοι, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο και το … Πανεπιστήμιο, από τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. και 123 του π.δ. 1225/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την προσβαλλόμενη 2203/2005 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται την έφεση.
Ακυρώνει την 1065/12-2-2002 καταλογιστική απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητριών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών.
Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου για την έφεση και την αναίρεση. Και
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο και το … Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών από τα δικαστικά έξοδα.