473/2014
ΤΜΗΜΑ Ι
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του I Τμήματος, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Τζούμα, Σύμβουλοι, Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Χρυσούλα Μιχαλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας: η Ασπασία Μπαμπαρούτση, Γραμματέας του I Τμήματος.
Για να δικάσει την από 19 Μαΐου 2010 (Α.Β.Δ. 191/21.5.2010) ανακοπή:
Της Αικατερίνης Κιούση του Γεωργίου, κατοίκου Παραμεριτών Αγίου Λουκά του Δήμου Ταμυνέων Νομού Ευβοίας, η οποία δεν παρέστη, αν και κλητεύθηκε νομίμως.
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο της Ε΄ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Πειραιώς (πρώην Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού), ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Με την ανακοπή αυτή η ανακόπτουσα επιδιώκει την ακύρωση της 1727/20.3.2009 ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της ανακοπής, και
Τον Αντεπίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευάγγελο Καραθανασόπουλο, ο οποίος ανέπτυξε την από 5.11.2013 γνώμη του και πρότεινε, επίσης, την απόρριψη της ανακοπής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου.
Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Δέσποινας Τζούμα και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Ι. Με την κρινόμενη ανακοπή ζητείται η ακύρωση της 1727/20.3.2009 ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας το ποσό των 3.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οικονομική ενίσχυση που έλαβε βάσει της Π2α/ΓΠ/οικ.109463/29.8.2007 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών & Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 1724), για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η περιουσία της από τις πυρκαγιές του έτους 2007 και έχει καταλογιστεί σε βάρος της με την Δ/211/10.2.2009 πράξη της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Νομό Ευβοίας.
ΙΙ. A. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) και εφαρμόζεται αναλόγως στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες επί ανακοπών (βλ. άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, Α΄ 304, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, Α΄ 135), ορίζει στο άρθρο 217 παρ. 1 ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου…», στο άρθρο 277, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24) και η παράγραφος 2 με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η οποία ισχύει, όπως τροποποιήθηκε, και για τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές (άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010), ότι: «1. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139α. 2. Το παράβολο ορίζεται: α) για … την ανακοπή κατά το άρθρο 217 σε εκατό ευρώ…» και στο άρθρο 139Α παρ. 1 ότι: «Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής … καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία».
B. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η καταβολή του νόμιμου παραβόλου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της ανακοπής και, ως εκ τούτου, η μη προσκόμιση του οικείου αποδεικτικού καταβολής του έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης ή εντός της εύλογης προθεσμίας που τάσσεται από το Δικαστήριο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, συνεπάγεται την απόρριψη της ανακοπής ως απαράδεκτης. Εξάλλου, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρο 139Α), η υποχρέωση πρόκλησης του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκ μέρους του Δικαστηρίου, για συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων, υφίσταται μόνο στην περίπτωση που αυτός παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Σε αντίθετη περίπτωση, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται (πρβλ. ΣτΕ 4416/2005, ΔΕΦ Αθ. 414, 1114/2011, ΔΕΦ Θεσ/κης 169/2012).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, για την κρινόμενη ανακοπή δεν προσκομίστηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας το αποδεικτικό καταβολής του οφειλόμενου παραβόλου. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, δεν συντρέχει περίπτωση πρόσκλησης της ανακόπτουσας για την εκ των υστέρων κάλυψη της εν λόγω παράλειψης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αφού αυτή δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη ανακοπή είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την ανακοπή.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΖΟΥΜΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΑΜΠΑΡΟΥΤΣΗ
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε δημόσια συνεδρίαση, στις 4.2.2014.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΑΜΠΑΡΟΥΤΣΗ