478/2014
ΕΣ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και Ευάγγελος Νταής, Αντιπρόεδροι, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης (εισηγητής), Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Χριστίνα Ρασσιά, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Αγγελική Μαυρουδή, Βασιλική Σοφιανού, Αγγελική Πανουτσακοπούλου και Δέσποινα Τζούμα, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Μιχαήλ Ζυμής και οι Σύμβουλοι Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα και Κωνσταντίνος Εφεντάκης απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια, που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει :
α) Την, από 5.10.2010 (αριθ. καταθ. 471/5.10.2010), αίτηση αναίρεσης του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ.Π.Δ.), νομίμως εκπροσωπουμένου, με έδρα στην Αθήνα, επί της οδού Ακαδημίας αριθ. 40, που παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Στέφανου Δέτση.
Κ α τ ά του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου του Χριστόφορου, κατοίκου Καβάλας, οδός 7ης Μεραρχίας αρ. 78, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Καρούζου (ΑΜ/ΔΣΑ 17412).
β) Την, από 14.5.2010 (αριθ. καταθ. 278/31.5.2010), αίτηση αναίρεσης του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου του Χριστόφορου, κατοίκου Καβάλας, οδός 7ης Μεραρχίας αρ. 78, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Καρούζου (ΑΜ/ΔΣΑ 17412).
Κ α τ ά 1) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και
2) του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ.Π.Δ.), νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αριθ. 40, που παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Στέφανου Δέτση.
Με τις ανωτέρω αντίθετες αιτήσεις τους οι αιτούντες ζητούν να αναιρεθεί η 203/2010 οριστική απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο α΄ αιτών (Τ.Π.Δ.) κατά το μέρος που έγινε δεκτή με αυτή έφεση του αντιδίκου του και β΄ αιτούντος (Χαράλαμπου Παπαδόπουλου του Χριστόφορου) κατά της ΕΠ 7625/26.9.2007 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών του Τ.Π.Δ. και ο β΄ αιτών κατά το μέρος που απορρίφθηκε η έφεσή του κατά της απόφασης αυτής, όντες και οι δύο συγχρόνως και αναιρεσίβλητοι.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τους εκπροσώπους του Ελληνικού Δημοσίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που ζήτησαν την παραδοχή της από 5.10.2010 αίτησης αναίρεσης του Ταμείου.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου στην ως άνω αίτηση, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση του αντιδίκου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος στην από 14.5.2010 αίτηση αναίρεσης, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τους εκπροσώπους του Ελληνικού Δημοσίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που ζήτησαν να απορριφθεί η από 14.5.2010 αίτηση αναίρεσης.
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη και των δύο ως άνω αιτήσεων αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Νικόλαο Αγγελάρα, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και Ευάγγελο Νταή και τους Συμβούλους Άννα Λιγωμένου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιο Πουλή, Χριστίνα Ρασσιά και Θεολογία Γναρδέλλη που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με τις κρινόμενες : α) από 5.10.2010 αίτηση αναίρεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.), για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 73 ν. 4129/2013) και β) από 14.5.2010 αίτηση αναίρεσης του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου του Χριστόφορου, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. 4584714 Σειράς Η΄ Διπλότυπο Είσπραξης Τύπου – Α΄ της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών), ζητείται, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, η αναίρεση της 203/2010 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι αιτήσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συναφείας και να εξετασθούν κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων εκάστης εξ αυτών, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Ειδικότερα, το Τ.Π.Δ., με την αίτηση αναιρέσεώς του, κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου, αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος αυτής με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της ΕΠ 7625/26.9.2007 απόφασης των Επιθεωρητών του Τ.Π.Δ., με την οποία καταλογίστηκε αυτός, ως Προϊστάμενος του Γραφείου του Τ.Π.Δ. στη Β΄ Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Καβάλας για το χρονικό διάστημα από 1.6.2001 έως 13.11.2004 εις ολόκληρον με τον τέως υπάλληλο διαχειριστή του ίδιου Γραφείου Βασίλειο Μπαρούτη και υπέρ του Τ.Π.Δ., με το ποσό των 334.938,54 ευρώ, για ισόποσο έλλειμμα της χρηματικής διαχείρισης του Γραφείου για το χρονικό διάστημα από 1.9.2002 έως 31.12.2004, πλέον των μέχρι την 31.8.2007 αναλογούντων τόκων υπερημερίας, ποσού 189.105,84 ευρώ, ήτοι με το ποσό των 584.044 ευρώ συνολικά, μεταρρυθμίστηκε η απόφαση αυτή και περιορίστηκε το συνολικώς καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου ποσό σε 191.783,89 ευρώ και οι καταλογισθέντες σε βάρος του τόκοι υπερημερίας σε 105.457,40 ευρώ, τις ακόλουθες αιτιάσεις : α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1 του π.δ. 173/1992 και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας υπό την ειδικότερη μομφή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που έκανε δεκτή την έφεση του ως άνω αναιρεσιβλήτου, στερείται πλήρους και επαρκούς αιτιολογίας. Ο δεύτερος των αιτούντων με την αίτησή του, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 7.10.2013 νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, παραπονείται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης και καθό μέρος της απέρριψε την έφεσή του προβάλλοντας, κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου, ως λόγους αναιρέσεως : 1) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της ως προς την θεμελίωση της δημοσιολογιστικής ευθύνης του και συγκεκριμένα ως προς την ύπαρξη πραγματικού ελλείμματος, ως προς την ύπαρξη στο πρόσωπό του υπαιτιότητας και ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων ή και των παραλείψεών του και του φερόμενου ως δημιουργηθέντος ελλείμματος και 2) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» ως προς την επιβολή σε βάρος του με το καταλογισθέν έλλειμμα τόκων υπερημερίας.
ΙΙ. Το π.δ. 95/1996 «Οργανισμός του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων» (Α΄ 76), ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 1, ότι το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) αποτελεί «… αυτόνομο χρηματοπιστωτικό, διαχειριστικό οργανισμό …» και είναι «…νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου …», και στο άρθρο 30, ότι «1. Η Υπηρεσία του Τ.Π. & Δ. διεξάγεται από τα Γραφεία Παρακαταθηκών, που λειτουργούν στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.). 2. Τα Γραφεία Παρακαταθηκών έχουν ως αντικείμενο τη διεξαγωγή της Υπηρεσίας Παρακαταθηκών κάθε είδους, της Ταμειακής Υπηρεσίας των Δήμων και Κοινοτήτων, των Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων, των Ταμείων Αρωγής και κάθε άλλης εργασίας που ανατίθεται σε αυτά από την Κεντρική Υπηρεσία. 3. Καθήκοντα Προϊσταμένου των Γραφείων αυτών ασκούν οι Προϊστάμενοι των οικείων ΔΟ.Υ., ως προϊστάμενοι των Γραφείων αυτών.». Το δε π.δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ. και Τοπικών Γραφείων-Καθήκοντα υπαλλήλων» (Α΄ 6), ορίζει, στο άρθρο 149, ότι «Στο Γραφείο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ανήκουν οι πιο κάτω αρμοδιότητες: 1.- Η τήρηση των λογαριασμών των Ο.Τ.Α. που δεν έχουν δικιά τους Ταμειακή Υπηρεσία. 2.- Η διενέργεια της Ταμειακής υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. που δεν έχουν δικιά τους Ταμειακή υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. 3.- Η διενέργεια εισπράξεων και πληρωμών για λογαριασμό του Τ.Π. και Δανείων και γενικά κάθε εργασία που έχει σχέση μ’ αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν και τις οδηγίες αυτού. 4.- Η έκδοση γραμματίων είσπραξης για την εξόφληση των σχετικών γραμματίων είσπραξης συμψηφιστικής διαχείρισης του τμήματος εσόδων για την απόδοση των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων που έχουν τους λογαριασμούς τους στο Τ.Π. και Δανείων. 5.- Η μέριμνα για την κράτηση των λογιστικών καταστάσεων και λοιπών διαχειριστικών στοιχείων των εισπράξεων και πληρωμών της διαχείρισης κάθε μήνα και την αποστολή αυτών στην Κεντρική Υπηρεσία του Τ.Π. και Δανείων μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν.». Περαιτέρω, το π.δ. της 25 Αυγ./5 Σεπτ. 1934 «Περί τρόπου διεξαγωγής της υπηρεσίας των Ταμείων Παρακαταθηκών και Δανείων εν ταις Επαρχίαις» (Α΄ 291), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του β.δ. της 26/8-1/9/1936 και με το β.δ. της 28/4-15/6/1949, δεν έχει δε καταργηθεί όσον αφορά τις διατάξεις του που καθορίζουν τα καθήκοντα των προϊσταμένων των Γραφείων του Τ.Π.Δ. στις Δ.Ο.Υ. (βλ. άρθρο 40 του π.δ. 95/1996), ορίζει, στο άρθρο 7, ότι «… Των γραφείων Παρακαταθηκών προΐστανται οι Διευθυνταί των Δημοσίων Ταμείων, των οποίων τα καθήκοντα καθορίζονται ως εξής. α) … γ) Τηρούσιν αυτοπροσώπως τα λογιστικά βιβλία των γραφείων Παρακαταθηκών καταχωρίζοντες εν αυτοίς πάσαν πράξιν αφορώσαν εις εισπράξεις ή πληρωμάς … ε) Εντέλλονται την πληρωμήν οιουδήποτε χρηματικού ποσού αφορώντος εις λογαριασμούς της ληψοδοσίας του Γραφείου, καθώς και πάσαν δαπάνην ης η εντολή ήθελεν ανατεθή αυτοίς υπό της Κεντρικής Διευθύνσεως του Τ.Π. και Δανείων, εκδίδοντες και υπογράφοντες τα σχετικά χρηματικά εντάλματα … ζ) Καταρτίζουσιν οι ίδιοι κατά μήνα τας λογιστικάς καταστάσεις της διαχειρίσεως των υπ’ αυτούς Γραφείων Παρακαταθηκών, συγκεντρώνουν τα διαχειριστικά στοιχεία εισπράξεων και πληρωμών των Γραφείων και λογοδοτούν υποβάλλοντες αυτά μηνιαίως εις την παρά τη Κεντρική Διευθύνσει του Τ.Π. και Δ. εδρεύουσαν υπηρεσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς έλεγχον. … θ) Εξελέγχουσι καθ’ εκάστην την ακρίβειαν του χρηματικού υπολοίπου του Γραφείου, υπογράφοντες μετά του διαχειριστού την εν τω βιβλίω Ταμείου συντασσόμενην βεβαίωσιν. …», στο άρθρο 9, ότι «Τον Προϊστάμενον … του Γραφείου Παρακαταθηκών απόντας ή κωλυομένους αναπληρούσιν οι νόμιμοι αυτών αναπληρωταί εν τη δημοσία διαχειρίσει. …», στο άρθρο 10, ότι «… οι Προϊστάμενοι των Γραφείων Παρ/κών ευθύνονται προσωπικώς δια το νόμιμον και έγκυρον των υπ’ αυτών εντελλομένων πληρωμών εν γένει … . Πάσα έλλειψις … προκύπτον κατά τον υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούμενον έλεγχον, βαρύνει τους άνω εις βάρος των οποίων καταλογίζονται … . Οι ανωτέρω ευθύνονται προσωπικώς και εις ολόκληρον έναντι του Ταμείου δια παν εν τη διαχειρίσει του διαχειριστού αναφανέν έλλειμμα και υποχρεούνται εις ανόρθωσιν πάσης ζημίας του Ταμείου προελθούσης εκ δόλου ή αμελείας των περί την ακριβή εκτέλεσιν των υπό των κειμένων διατάξεων επιβαλλόμενων αυτοίς υποχρεώσεων και καθηκόντων. …», στο άρθρο 13, ότι «… α) Κατά το τέλος εκάστης εργασίμου ημέρας οι προϊστάμενοι των Γραφείων Παρ/κών κλείουν το βιβλίον Ταμείου της εις μετρητά διαχειρίσεως, δια δε το προκύπτον χρηματικόν υπόλοιπον της ημέρας … εκδίδουν ίσου ποσού χρηματικόν ένταλμα διά του οποίου πιστούνται εν τη διαχειρίσει του Γραφείου επί χρεώσει του λογαριασμού «Τράπεζα της Ελλάδος» δραχμαί και προβαίνουν αμέσως εις την κατάθεσιν του υπολοίπου τούτου παρά τω πρακτόρι της Τραπέζης της Ελλάδος … ε) Οι προϊστάμενοι των Γραφείων Παρ/κών υποχρεούνται ίνα … υποβάλλωσι … προς την … Κεντρικήν Διεύθυνσιν του Ταμείου … και το Κεντρικόν Κατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος, ανά δεκαήμερον κατάστασιν προσηκόντως υπογεγραμμένην παρ’ αυτών … εν τη οποία θ’ αναγράφωνται το προηγούμενον υπόλοιπον, η κίνησις των εισπράξεων και πληρωμών του δεκαημέρου αναλυτικώς και το εναπομένον υπόλοιπον.», και στο άρθρο 3, ότι οι υπάλληλοι διαχειριστές των Γραφείων του Τ.Π.Δ. «… Υπογράφουσι μετά του διευθυντού και του λογιστού τα εκδιδόμενα γραμμάτια εισπράξεως ή παρακαταθήκης, καθώς και πάσας τας αποδείξεις οιασδήποτε άλλης εισπράξεως. Κλείουν καθ’ εκάστην τα βιβλία του ταμείου των και καταμετρούν επί παρουσία του διευθυντού το χρηματικόν υπόλοιπον της διαχειρίσεως τούτων. Παραδίδουν αυθημερόν εις τον διευθυντήν πάντα τα στοιχεία της διαχειρίσεώς των ίνα επιμεληθή ούτος της καταρτίσεως και υποβολής των κατά μήνα εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον …». Τέλος, το ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α΄ 100), που κυρώθηκε με την 312/1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 188) και εφαρμόζεται και για τη Διεύθυνση Επιθεώρησης του Τ.Π.Δ. (βλ. άρθρο 24 παρ. 2 του π.δ. 95/1996), ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 1, ότι «Αντικείμενα αρμοδιότητος της … Υπηρεσίας της Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η α)… β)… γ) ενέργεια ελέγχου της διαχειρίσεως παντός δημοσίου υπολόγου, διαχειριζομένου οπωσδήποτε έστω και άνευ προσηκούσης εξουσιοδοτήσεως χρήματα, … ανήκοντα εις … τα κατά το εδάφ. β΄ Νομικά Πρόσωπα κ.λπ. …» και στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι «…οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί … εφ’ όσον κατά την ενέργειαν επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημοσίας ή μη διαχειρίσεως εκ των εν άρθρ. 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου διαλαμβανομένων διαπιστώσωσι την ύπαρξιν ελλείμματος προερχομένου εξ ελλείψεως χρημάτων …, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου …, εάν η εξακριβωθείσα έλλειψις δεν ήθελεν αναπληρωθεί εντός 24 ωρών συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 199 του ΣΙΒ΄ Νόμου «Περί Δημοσίου Λογιστικού».
Από τον συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι οι Προϊστάμενοι των Γραφείων του Τ.Π.Δ. στις κατά τόπους Δ.Ο.Υ., που είναι οι Προϊστάμενοι των οικείων Δ.Ο.Υ., σε περίπτωση δε αναπλήρωσής τους οι αναπληρωτές τους, ήτοι οι Αναπληρωτές Προϊστάμενοι των οικείων Δ.Ο.Υ. (άρθρο 1 του π.δ/τος 173/1992 «Αρμοδιότητες Αναπληρωτή Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ.», Α΄ 81), είναι υπόλογοι ν.π.δ.δ., ως διαχειριζόμενοι τα χρήματα των οικείων Γραφείων του Τ.Π.Δ. (ν.π.δ.δ.), με ειδικότερα διαχειριστικά καθήκοντα την έκδοση και υπογραφή των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής του οικείου Γραφείου και των γραμματίων είσπραξης των χρηματικών ποσών που αυτό εισπράττει, τον έλεγχο της διαχείρισης του Γραφείου, την σε καθημερινή βάση 1) τήρηση, έλεγχο και κλείσιμο του βιβλίου ταμείου του Γραφείου, 2) εξακρίβωση του χρηματικού υπολοίπου του Γραφείου, 3) κατάθεση του πλεονάζοντος χρηματικού υπολοίπου του Γραφείου στο λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τη σύνταξη και αποστολή προς την Κεντρική Διεύθυνση του Τ.Π.Δ. και το Κεντρικό Κατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος των ανά δεκαήμερο συντασσομένων οικονομικών καταστάσεων του Γραφείου, και τη σύνταξη και αποστολή προς την Κεντρική Διεύθυνση του Τ.Π.Δ. και το Ελεγκτικό Συνέδριο των μηνιαίων οικονομικών καταστάσεων του Γραφείου. Επομένως, ευθύνονται για τη δημιουργία των ελλειμμάτων που διαπιστώνονται στη διαχείρισή τους. Στην περίπτωση δε που το έλλειμμα διαπιστώνεται κατόπιν ελέγχου από Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Τ.Π.Δ., ο σε βάρος τους καταλογισμός του ποσού που αντιστοιχεί στο έλλειμμα διενεργείται με την έκδοση σχετικής καταλογιστικής πράξης από Επιθεωρητές της ίδιας Διεύθυνσης . Η πράξη αυτή είναι εκ του νόμου αιτιολογητέα, η αιτιολογία της δε είναι πλήρης όταν, συμπληρούμενη από τα στοιχεία του φακέλου της, περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ιδιότητα του καταλογιζόμενου προσώπου ως υπολόγου της οικείας διαχείρισης, την ύπαρξη αλλά και το ύψος του ελλείμματος, κατά γενική δε αρχή του δημοσιονομικού δικαίου, απορρέουσα ευθέως από τις αρχές του κράτους δικαίου, και τα στοιχεία του μεταξύ της συμπεριφοράς του υπολόγου και της δημιουργίας του ελλείμματος αιτιώδους συνδέσμου, ήτοι των συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεών του που σχετίζονται με τη δημιουργία του. Με την ίδια πράξη καταλογίζονται στον οικείο υπόλογο και τα ποσά των αναλογούντων, σύμφωνα με τις περί υπερημερίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα ή άλλων ειδικών νόμων, στο ποσό του ελλείμματος τόκων υπερημερίας, και όχι οι αναλογούσες προσαυξήσεις του άρθρου 5 παρ. 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., δεδομένης της εξαίρεσης του Τ.Π.Δ. από την εφαρμογή αυτής της διάταξης (βλ. άρθρο μόνο του π.δ/τος 772/1977, A΄ 250). Εκ των ποσών των τόκων όμως, μπορεί, εφαρμοζόμενων αναλόγως όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω περί απαλλαγής των καταλογιζόμενων υπολόγων ν.π.δ.δ. από τις προσαυξήσεις του Κ.Ε.Δ.Ε., ο καταλογιζόμενος υπόλογος να απαλλαγεί, αν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται σε βαθμό δόλου ή βαρείας αμέλειας για τη δημιουργία του ελλείμματος (βλ. ΕλΣ Ολομ. απόφαση 643/2009, IV Τμ. αποφάσεις 2667/2007, 997, 994/2005, 717/2005, 169/2004).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρ. 93 παρ. 3) αρχή της αιτιολόγησης των αποφάσεων των δικαστηρίων κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Ως αιτιολογία νοείται η έκθεση πραγματικών περιστατικών, θετικών ή αρνητικών, που είναι στοιχεία της ελάσσονος πρότασης δικανικού συλλογισμού για ζήτημα ουσιώδους εφαρμογής κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Κάθε παράβαση της ως άνω επιταγής συνιστά πλημμέλεια στην αιτιολόγηση της αποφάσεως που την καθιστά αναιρετέα. Ειδικότερα, υπάρχει πλημμέλεια στην αιτιολογία της αποφάσεως αα) όταν η αιτιολογία αυτής είναι γενική και αόριστη, δηλαδή δεν αναφέρει συγκεκριμένα τα πραγματικά περιστατικά από την εκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, ββ) όταν η αιτιολογία είναι ασαφής, δηλαδή όταν δεν προσδιορίζει σαφώς και πλήρως όλα τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίσθηκε η δικαστική κρίση, γγ) όταν η αιτιολογία είναι συμπερασματική, δηλαδή δεν εκτίθενται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, αλλά η απόφαση διαλαμβάνει μόνο το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, δδ) όταν η αιτιολογία είναι αντιφατική, περιέχει δηλαδή αντιφατικές σκέψεις ως προς την αξία και τη σημασία των ληφθέντων υπόψη του δικαστηρίου πραγματικών περιστατικών για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως και εε) όταν η αιτιολογία είναι ανεπαρκής, δηλαδή δεν δίδει απάντηση πλήρη σε ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων. Είναι δε ουσιώδεις εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι βάσιμοι όντες άγουν σε αποδοχή του αιτήματος του διαδίκου που τους προβάλλει (Ολομ. Ε.Σ. 2453/2006).
ΙV. Στην προκειμένη υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της, δεκτά τα ακόλουθα : Ο τότε εκκαλών και ήδη β΄ αναιρεσείων διετέλεσε ως Προϊστάμενος της Β΄ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Καβάλας ταυτόχρονα και Προϊστάμενος του Γραφείου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) στην ίδια Δ.Ο.Υ. κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2001 έως 12.11.2004 και ως εκ τούτου υπόλογος της χρηματικής διαχείρισης του Γραφείου για το ίδιο χρονικό διάστημα. Mετά τη διενέργεια ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης του Γραφείου του Τ.Π.Δ. στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. από Οικονομικούς Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Επιθεώρησης αυτού συντάχθηκε η 7576/5.9.2007 έκθεση ελέγχου και βάσει αυτής καταλογίστηκε σε βάρος του β΄ αναιρεσείοντος το ποσό των 394.938,54 ευρώ για έλλειμμα της χρηματικής διαχείρισης του Γραφείου για το χρονικό διάστημα από 1.9.2002 έως 31.12.2004, πλέον των μέχρι την 31.8.2007 αναλογούντων τόκων υπερημερίας ποσού 189.105,84 ευρώ, ήτοι το ποσό των 584.044,38 ευρώ συνολικά. Το έλλειμμα οφείλεται σύμφωνα με τη σχετική έκθεση ελέγχου και τα λοιπά συνοδευτικά στοιχεία : α) Κατά το ποσό των 262.724,26 ευρώ, σε αναλήψεις χρημάτων από το λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην Τράπεζα της Ελλάδος δια της πληρωμής αναλυτικά αναφερομένων δια των αριθμών τους επιταγών της ίδιας τράπεζας, οι οποίες εξοφλήθηκαν αυθημερόν, εκδόθηκαν δε χωρίς προηγουμένως να έχουν εκδοθεί αντίστοιχα χρηματικά εντάλματα και χωρίς νόμιμη αιτία πληρωμής, παρά μόνο για τον εφοδιασμό του Γραφείου με τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, τα οποία ούτε χρησιμοποιήθηκαν σε πληρωμές ούτε κατατέθηκαν, εν συνεχεία, ως πλεόνασμα στον ως άνω λογαριασμό ούτε και υπήρχαν ως υπόλοιπο στο ταμείο του Γραφείου. β) Κατά το ποσό των 3.491,18 ευρώ, στη μη κατάθεση στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του Τ.Π.Δ. του συνολικού ποσού τελών διαφήμισης που εισπράχθηκε από το Γραφείο δια των σχετικών, αριθμητικά αναφερομένων, γραμματίων είσπραξης του Γραφείου. γ) Κατά το ποσό των 46.266,18 ευρώ, σε πληρωμές δια ίσης συνολικής αξίας αριθμητικά προσδιορισμένων χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής του Γραφείου, η έκδοση των οποίων δεν ερείδεται σε νόμιμα δικαιολογητικά. δ) Κατά το ποσό των 75.584,94 ευρώ, σε αναλήψεις χρημάτων από το λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) δια της αυθημερόν εξόφλησης ίσης συνολικής αξίας αριθμητικά αναφερομένων επιταγών της ίδιας Τράπεζας, οι οποίες έχουν εκδοθεί χωρίς νόμιμη αιτία πληρωμής και χωρίς προηγουμένως να έχουν εκδοθεί αντίστοιχα χρηματικά εντάλματα του Γραφείου, ενώ τα χρηματικά ποσά που αναλήφθηκαν δι’ αυτών δεν έχουν εισαχθεί στη διαχείριση του Γραφείου δια της έκδοσης αντίστοιχων γραμματίων είσπραξής τους. Και ε) Κατά το ποσό των 6.871,98 ευρώ, στη μη κατάθεση στο λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην ΤτΕ ίσου συνολικού ποσού τελών διαφήμισης, τα οποία εισπράχθηκαν δια αναλυτικά αναφερομένων γραμματίων είσπραξης του Γραφείου.
V. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά το δικάσαν Τμήμα προέβη στις ακόλουθες παραδοχές : Ότι ο τότε εκκαλών και ήδη β΄ αναιρεσείων υπό την ιδιότητά του ως Προϊσταμένου του Γραφείου του Τ.Π.Δ. στη Β΄ Δ.Ο.Υ. Καβάλας ήταν υπόλογος της χρηματικής διαχείρισης του εν λόγω Γραφείου, ήτοι υπόλογος ν.π.δ.δ., καθώς και ότι το σύνολο του διαπιστωθέντος ελλείμματος αποτελεί έλλειμμα της χρηματικής διαχείρισης του Γραφείου, κατά τα υπό στοιχεία α έως ε επιμέρους ποσά αυτού. Απέρριψε δε τον ισχυρισμό του ότι το έλλειμα δεν είναι πραγματικό αλλά λογιστικό, το μεν ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, το δε ως αναπόδεικτο λόγω μη προσκόμισης κανενός αποδεικτικού στοιχείου και σε κάθε περίπτωση ως νόμω αβάσιμο με την αιτιολογία ότι έλλειμμα διαχείρισης υπολόγου ν.π.δ.δ., όπως η επίμαχη, είναι όχι μόνο η πραγματική έλλειψη χρημάτων αλλά κάθε επί το έλασσον αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει στη διαχείριση με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία και εκείνης που πράγματι υπάρχει, καθώς και κάθε «ανοίκεια» πληρωμή, δηλαδή κάθε πληρωμή που είτε δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου, είτε δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου, είτε είναι άσχετη προς το σκοπό της διαχείρισης και στην συγκεκριμένη περίπτωση τα επίμαχα ποσά του ελλείμματος εμπίπτουν σε κάποια απ’ αυτές τις περιπτώσεις ελλειμμάτων. Έκρινε δε ότι ο β΄ αναιρεσείων : α) Είναι υπαίτιος σε βαθμό βαρείας αμέλειας για ποσό 88.279,85 ευρώ του υπό στοιχείο α ποσού του ελλείμματος, διότι εξέδωσε σε διαταγή του, χωρίς προηγουμένως να έχουν εκδοθεί αντίστοιχα χρηματικά εντάλματα και χωρίς αιτία πληρωμής, τις 50044400-5/21.5.2003, ποσού 6.453,47, 50045501-5/22.5.2003, ποσού 21.350,00 ευρώ, 50045521-0/2.7.2003, ποσού 32.600,00 ευρώ, 50045538-4/2.10.2003, ποσού 14.750,00 ευρώ, και 50412640-7/31.12.2003, ποσού 13.126,38 ευρώ, επιταγές της ΤτΕ, δια της εξόφλησης των οποίων από τον υπάλληλο διαχειριστή του Γραφείου αναλήφθηκε ίσο συνολικό ποσό (88.279,85 ευρώ), τα αναληφθέντα δε επιμέρους ποσά παρέλειψε να τα καταθέσει αυθημερόν ως πλεονάσματα στο λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην ΤτΕ, παρότι αυτό αποτελούσε ειδικό διαχειριστικό του καθήκον, ενώ ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι τα ποσά αυτά διατέθηκαν πράγματι για συγκεκριμένες πληρωμές, παρέλειψε να τα καταγράψει ως διατεθέντα στο εκ μέρους του σε καθημερινή βάση τηρούμενο και κλειόμενο βιβλίο Ταμείου του Γραφείου, συνοδεύοντας τις σχετικές εγγραφές με όλα τα νόμιμα παραστατικά και δικαιολογητικά. Έκρινε δε ότι οι ως άνω διαχειριστικές ενέργειες και παραλείψεις του β΄ αναιρεσείοντος συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία του επίμαχου ποσού του ελλείμματος, καθώς χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η ανάληψη των οικείων χρηματικών ποσών και η μη εισαγωγή τους στη διαχείριση του Γραφείου, το γεγονός δε ότι οι σχετικές αναλήψεις έγιναν από τον υπάλληλο διαχειριστή του Γραφείου διά της εξόφλησης των επίμαχων επιταγών, δεν δύναται να διακόψει τον αιτιώδη αυτό σύνδεσμο και απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης ως ουσία αβάσιμο. Ότι ο β΄ αναιρεσείων δεν ευθύνεται ούτε καν σε βαθμό ελαφράς αμέλειας για ποσό 174.444,41 ευρώ εκ του ίδιου ποσού του ελλείμματος, που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό που αναλήφθηκε με τις 50045503-1/26.5.2003, 50045504-0/3.6.2003, 50045513-9/6.6.2003, 50045530-9/1.9.2003, 50045533-3/12.9.2003, 50045543-1/27.10.2003, 50412632-6/17.12.2003, 50412635-1/19.12.2003 επιταγές, διότι καμία διαχειριστική πράξη ή παράλειψή του δεν οδήγησε στη δημιουργία του, δεδομένου ότι οι επίμαχες επιταγές έχουν εκδοθεί όχι από τον β΄ αναιρεσείοντα αλλά από την Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Γραφείου και τον υπάλληλο διαχειριστή του και έχουν εξοφληθεί από τον τελευταίο, κι επομένως όχι ο β΄ αναιρεσείων αλλά η Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Γραφείου όφειλε να καταθέσει τα σχετικά ποσά αυθημερόν ως πλεονάσματα στο λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην ΤτΕ ή, στην περίπτωση που τα ποσά αυτά διατέθηκαν πράγματι για συγκεκριμένες πληρωμές, να καταγράψει τη διάθεσή τους στο βιβλίο ταμείου του Γραφείου, συνοδεύοντας τις σχετικές εγγραφές με όλα τα νόμιμα παραστατικά και δικαιολογητικά και κάνοντας δεκτό το σχετικό λόγο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον αφορά τον καταλογισμό του επίμαχου ποσού των 174.444,41 ευρώ, καθώς και των αναλογούντων τόκων υπερημερίας ποσού 72.526,98 ευρώ. β) Είναι υπαίτιος σε βαθμό βαρείας αμέλειας για τα υπό στοιχεία β και ε ποσά του ελλείμματος (3.491,18 + 6.871,98 = 10.363,16 ευρώ), διότι αυτά αφορούν σε τέλη διαφήμισης που εισπράχθηκαν μεν από τον υπόλογο διαχειριστή του Γραφείου, δεν κατατέθηκαν όμως στο λογαριασμό του ΤΠΔ στην ΤτΕ, με ευθύνη όχι μόνο του διαχειριστή αλλά και του β΄ αναιρεσείοντος, ο οποίος, στα πλαίσια των ειδικότερων διαχειριστικών καθηκόντων του ως Προϊσταμένου και υπολόγου του Γραφείου, όφειλε να καταθέσει αυθημερόν τα σχετικά ποσά στο λογαριασμό του ΤΠΔ στην ΤτΕ και να ελέγχει καθημερινά το ταμειακό υπόλοιπο του Γραφείου, οι παραλείψεις του δε αυτές συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία του σχετικού ελλείμματος, η μη κατάθεση δε των σχετικών ποσών δεν συνέβη μόνο μία φορά αλλά αφορά σε μακρά χρονικά διαστήματα, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο β΄ αναιρεσείων δεν ασκούσε ή ασκούσε πλημμελώς επί μακρόν τα σχετικά διαχειριστικά του καθήκοντα και απέρριψε το σχετικό λόγο. γ) Είναι υπαίτιος σε βαθμό βαρείας αμέλειας για ποσό 40.305,94 ευρώ εκ του υπό στοιχείο γ ποσού του ελλείμματος (46.266,18 ευρώ), διότι εξέδωσε, χωρίς να υφίστανται σχετικά δικαιολογητικά πληρωμής (εντολή πληρωμής από την Κεντρική Υπηρεσία του Τ.Π.Δ., τιμολόγια ή αποδείξεις πληρωμής ή άλλοι νόμιμοι τίτλοι πληρωμής προς συγκεκριμένους δικαιούχους), τα 174/13.11.2003, ποσού 36.720,00 ευρώ, και 177/28.11.2003, ποσού 2.985,73 ευρώ, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Γραφείου, καθώς και το 182/18.12.2003 χρηματικό ένταλμα, ποσού 600,21 ευρώ, που ακυρώθηκε μεν από τον ίδιο, το ποσό όμως των τελών διαφήμισης για τη κατάθεση των οποίων στο λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην ΤτΕ είχε εκδοθεί και ο β΄ αναιρεσείων παρέλειψε να το καταθέσει στον ίδιο λογαριασμό, παρότι ήταν ειδικό διαχειριστικό καθήκον του, με συνέπεια να μην εισαχθεί τελικά στη διαχείριση του Γραφείου. Ότι οι ως άνω δε διαχειριστικές ενέργειες και παραλείψεις του β΄ αναιρεσείοντος συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία του επίμαχου ποσού του ελλείμματος, καθώς χωρίς την εκ μέρους του μη νόμιμη έκδοση των 174/13.11.2003 και 177/28.11.2003 χρηματικών ενταλμάτων θα ήταν αδύνατη η μη νόμιμη πληρωμή των οικείων χρηματικών ποσών, το γεγονός δε ότι οι επιταγές διά των οποίων πληρώθηκαν τα χρηματικά αυτά εντάλματα εκδόθηκαν από την Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Γραφείου, δεν αίρει τη σχετική ευθύνη του ούτε διακόπτει τον ως άνω αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 182/18.12.2003 ακυρωθέν χρηματικό ένταλμα θα είχε εισαχθεί στη διαχείριση του Γραφείου αν ο β΄ αναιρεσείων δεν παρέλειπε να το καταθέσει στον οικείο τραπεζικό λογαριασμό και απέρριψε το σχετικό λόγο ως ουσία αβάσιμο. Ότι δεν είναι όμως υπαίτιος ούτε σε βαθμό ελαφράς αμέλειας για ποσό 5.960,24 ευρώ εκ του ίδιου ποσού του ελλείμματος, διότι καμία διαχειριστική πράξη ή παράλειψη του δεν οδήγησε στη δημιουργία του, δεδομένου ότι ούτε το ίσου ποσού 171/31.7.2003 χρηματικό ένταλμα ούτε η επιταγή με την οποία αυτό πληρώθηκε, εκδόθηκαν από τον ίδιο αλλά το μεν χρηματικό ένταλμα από την Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Γραφείου η δε επιταγή από την ίδια και τον υπάλληλο διαχειριστή του Γραφείου, ο οποίος και την εξόφλησε. Ο σχετικός δε κατά τούτο λόγος έγινε δεκτός, ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη πράξη καθόσον αφορά τον καταλογισμό του επίμαχου ποσού των 5.960,24 ευρώ καθώς και των αναλογούντων τόκων υπερημερίας ποσού 2.550,85 ευρώ. δ) Είναι υπαίτιος σε βαθμό βαρείας αμέλειας για ποσό 52.834,94 ευρώ εκ του υπό στοιχείο δ ποσού του ελλείμματος (75.584,94 ευρώ), διότι εξέδωσε σε διαταγή του, χωρίς προηγουμένως να έχουν εκδοθεί αντίστοιχα χρηματικά εντάλματα και χωρίς νόμιμη αιτία πληρωμής, τις 50411030-6/5.3.2004, ποσού 19.618,19 ευρώ, και 50412622-9/27.2.2004, ποσού 33.216,75 ευρώ, επιταγές, παρότι δε αυτό αποτελούσε ειδικότερο διαχειριστικό του καθήκον, παρέλειψε να εκδώσει γραμμάτια είσπραξης για την εισαγωγή των ποσών που αναλήφθηκαν με τις επιταγές στη διαχείριση του Γραφείου. Ότι οι ως άνω διαχειριστικές ενέργειες και παραλείψεις του συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία του επίμαχου ποσού του ελλείμματος, καθώς χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η μη νόμιμη ανάληψη των οικείων χρηματικών ποσών και η μη εισαγωγή τους στη διαχείριση του Γραφείου, το γεγονός δε ότι οι σχετικές αναλήψεις έγιναν από τον υπάλληλο διαχειριστή του Γραφείου διά της εξόφλησης των επίμαχων επιταγών, δεν δύναται να διακόψει τον αιτιώδη αυτό σύνδεσμο και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο κατά το σχετικό μέρος τον αντίστοιχο λόγο. Ότι δεν είναι όμως υπαίτιος ούτε σε βαθμό ελαφράς αμέλειας για ποσό 22.750,00 ευρώ εκ του ίδιου ποσού του ελλείμματος, διότι καμία διαχειριστική πράξη ή παράλειψη του δεν οδήγησε στη δημιουργία του, καθώς οι 50412616-4/28.1.2004, ποσού 12.750,00 ευρώ, και 50411027-6/11.2.2004, ποσού 10.000,00 ευρώ, επιταγές δεν εκδόθηκαν από αυτόν αλλά από την Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Γραφείου και τον υπάλληλο διαχειριστή του, ο οποίος και τις εξόφλησε, συνεπεία δε αυτού αρμόδια για την έκδοση των αντίστοιχων γραμματίων είσπραξης για την εισαγωγή των αναληφθέντων ποσών στη διαχείριση του Γραφείου ήταν η Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του και όχι ο β΄ αναιρεσείων, έγινε δε δεκτός κατά το σχετικό μέρος ο λόγος εφέσεως και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη πράξη καθόσον αφορά τον καταλογισμό του επίμαχου ποσού των 22.750,00 ευρώ, καθώς και των αναλογούντων τόκων υπερημερίας ποσού 8.570,61 ευρώ. Απορρίφθηκε δε ο ισχυρισμός του β΄ αναιρεσείοντος ότι δεν ευθύνεται για τη δημιουργία του ελλείμματος διότι ήταν άπειρος και δεν διέθετε χρόνο για την άσκηση των επίμαχων διαχειριστικών του καθηκόντων, με την αιτιολογία ότι από τα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύεται αφενός ότι ήταν έμπειρος στην άσκηση της επίμαχης διαχείρισης, ως Προϊστάμενος του οικείου Γραφείου του Τ.Π.Δ. επί είκοσι δύο (22) μήνες (από 1.6.2001) πριν την έναρξη του χρονικού διαστήματος στο οποίο αφορά το διαπιστωθέν έλλειμμα (από 1.4.2003 έως 23.6.2004), αφετέρου δε καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν ασκούσε ακόμα και τα στοιχειώδη διαχειριστικά του καθήκοντα, όπως την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, την έκδοση γραμματίων είσπραξης, την τήρηση του βιβλίου ταμείου, την κατάθεση του χρηματικού υπολοίπου του Γραφείου στον λογαριασμό του Τ.Π.Δ. στην ΤτΕ ή τα ασκούσε κατά τρόπο προδήλως μη νόμιμο (είτε έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και επιταγών χωρίς νόμιμη αιτία είτε χωρίς την έκδοση των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων είτε χωρίς τα νόμιμα δικαιολογητικά). Περαιτέρω το Τμήμα απέρριψε ως ουσία αβάσιμο το λόγο της έφεσής του σύμφωνα με τον οποίο η καταλογιστική πράξη ήταν αναιτιολόγητη, κρίνοντας ότι αυτή συμπληρούμενη από την έκθεση ελέγχου περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να είναι πλήρης η αιτιολογία της, όπως είναι ο προσδιορισμός της ιδιότητας του καταλογιζόμενου ως υπολόγου της οικείας διαχείρισης, στοιχεία που προσδιορίζουν την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος καθώς και αναφορά των συγκεκριμένων πράξεων ή και παραλείψεων του υπολόγου που συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία του ελλείμματος. Το Τμήμα επίσης απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του β΄ αναιρεσείοντος ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του τόκοι υπερημερίας και όχι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής των άρθρων 5 και 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. με την αιτιολογία ότι στους καταλογιζόμενους υπολόγους του Τ.Π.Δ. δεν επιβάλλονται, κατ’ εξαίρεση, οι αναλογούσες στο ποσό του καταλογιζόμενου ελλείμματος προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής του Κ.Ε.Δ.Ε. αλλά οι αναλογούντες σ’ αυτό τόκοι υπερημερίας, ενώ τέλος έκρινε ότι το γεγονός της αθώωσής του για το σχετικό πειθαρχικό παράπτωμα δεν δεσμεύει ούτε μπορεί να επηρεάσει την κρίση του Τμήματος για την ευθύνη του ως υπολόγου λόγω των διαφορετικών προϋποθέσεων της πειθαρχικής και της δημοσιολογιστικής ευθύνης. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κάνοντας εν μέρει δεκτή την έφεση του ήδη β΄ αναιρεσείοντος, ακύρωσε εν μέρει την προσβληθείσα καταλογιστική απόφαση, την μεταρρύθμισε και περιόρισε τελικά το συνολικώς καταλογισθέν σε βάρος του ποσό σε 191.783,89 ευρώ και τους καταλογισθέντες σε βάρος του τόκους υπερημερίας σε 105.457,40 ευρώ.
VΙ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες (ΙΙΙ και IV) σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ. 173/1992, διέλαβε δε νόμιμη και πλήρη αιτιολογία τόσο ως προς το μέρος αυτής που έκανε δεκτή την έφεση του ήδη β΄ αναιρεσείοντος όσο και ως προς το μέρος αυτής που την απέρριψε. Και τούτο γιατί στην απόφαση γίνεται αναφορά των επίμαχων διατάξεων στις οποίες στηρίζεται ο γενόμενος καταλογισμός, παρατίθενται τα πραγματικά και νομικά εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωση του Τ.Π.Δ. κατά του β΄ αναιρεσείοντος όσο και εκείνα κατά το σχετικό μέρος του καταλογισμού που την αναιρούν. Ειδικότερα παρατίθενται τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν την ιδιότητά του ως υπολόγου διαχείρισης του Τ.Π.Δ. καθώς και εκείνα που θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος το οποίο με αδιάσειστα αναλυτικά παρατιθέμενα στοιχεία προκύπτει ότι είναι πραγματικό και όχι λογιστικό. Αποδίδεται ρητά στον β΄ αναιρεσείοντα υπαιτιότητα για την δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος για το ποσό που τελικά κρίθηκε καταλογιστέος σε βαθμό βαρείας αμέλειας με αναλυτική παράθεση των πράξεων και κυρίως των παραλείψεών του οι οποίες ήταν εκτός του πλαισίου νόμιμης εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων και της εκπλήρωσης των νομίμων υποχρεώσεών του, συνιστούν μεγάλη απόκλιση από την στοιχειώδη συμπεριφορά κάθε μέσου συνετού υπαλλήλου και δη Προϊσταμένου Οικονομικής Υπηρεσίας και του αντίστοιχου γραφείου διαχείρισης του Τ.Π.Δ., συνετέλεσαν δε αιτιωδώς αυτές οι πράξεις και παραλείψεις του στην δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος. Επίσης, με ορθή, νόμιμη και επαρκή αιτιολογία το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του απάλλαξε τον β΄ αναιρεσείοντα από το ποσό του καταλογισμού για το οποίο κρίθηκε ότι δεν ευθύνεται κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα αφού κατά το σχετικό ποσό το επίμαχο έλλειμμα δεν οφείλεται σε δικές του πράξεις ή παραλείψεις αλλά άλλου προσώπου (Αναπληρώτριας Προϊσταμένης) κατά το χρόνο που τον αναπλήρωνε στην άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων στο οποίο και αποδίδονται αναλυτικά συγκεκριμένες μη νόμιμες πράξεις και παραλείψεις που οδήγησαν στη δημιουργία ενός μέρους από το συνολικό έλλειμμα για το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί να ευθύνεται ο β΄ αναιρεσείων, ο οποίος ορθώς απαλλάχθηκε για το ποσό αυτό. Κατ’ ακολουθίαν αυτών οι αντιθέτως προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως τόσο από τον α΄ αναιρεσείοντα όσο και από τον β΄ αναιρεσείοντα και συγχρόνως αναιρεσίβλητους και τους δύο με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας είναι απορριπτέοι αυτοτελώς ο καθένας απ’ αυτούς ως αβάσιμοι. Συνακόλουθα απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο συναφής λόγος αναιρέσεως του α΄ αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 1 του π.δ. 173/1992 καθόσον η δημοσιολογιστική ευθύνη ενός υπαλλήλου που είναι και υπόλογος δημόσιας διαχείρισης δεν μπορεί παρά να είναι ατομική και αυτοτελής για τις πράξεις ή παραλείψεις του και όχι βάσει υποθετικών γεγονότων αντανακλαστική. Η αθώωση δε του β΄ αναιρεσείοντος από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως ορθά κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και από Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θράκης με την 270/2013 απόφασή του, απόσπασμα της οποίας προσκομίσθηκε, δεν αίρουν την δημοσιολογιστική ευθύνη του, η οποία κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της ποινικής πειθαρχικής ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ευθύνης του. Απορριπτέα ως αβάσιμη είναι και η αναιρετική αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας γιατί δεν έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο β΄ αναιρεσείων και ότι διέλαβε ελλιπή αιτιολογία κατά το μέρος που έγινε με αυτή δεκτό ότι ευθύνεται για τη δημιουργία του ελλείμματος, ενόψει και των προβληθέντων κατ’ έφεση ισχυρισμών του περί ελλιπούς εκπαίδευσής του στην άσκηση των καθηκόντων του ως Προϊσταμένου του Γραφείου του Τ.Π.Δ. και του φόρτου εργασίας στην άσκηση των κύριων καθηκόντων του ως Προϊσταμένου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Καβάλας, καθόσον το Τμήμα έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, απάντησε αιτιολογημένα σε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του και διέλαβε πλήρη και σαφή αιτιολογία ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπό του υπαιτιότητας με τη μορφή βαρείας αμέλειας με αναλυτική παράθεση των συγκεκριμένων πράξεών του και παραλείψεων οι οποίες συνετέλεσαν ουσιωδώς στη δημιουργία του καταλογισθέντος, όπως περιορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ποσού ελλείμματος. Ακόμη το Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις κρίνοντας ότι οι υπόλογοι διαχειριστές του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, όπως εν προκειμένω ο β΄ αναιρεσείων, δεν επιβαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής αλλά με τόκους επί του διαπιστούμενου ελλείμματος, σύμφωνα με τις περί υπερημερίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα ή άλλων ειδικών νόμων και κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος αναιρέσεως αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, όλες οι λοιπές προβαλλόμενες αναιρετικές αιτιάσεις κατά το μέρος που πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες και απορριπτέες.
VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλονται άλλες νομικές αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναίρεσης στο σύνολό τους ως αβάσιμες και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης από τον β΄ αναιρεσείοντα υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 ν. 4129/2013).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Συνεκδικάζει α) την από 5.10.2010 (αριθ. καταθ. 471/5.10.2010) αίτηση αναίρεσης του ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ και β) την από 14.5.2010 (αριθ. καταθ. 278/31.5.2010) αίτηση αναίρεσης του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου του Χριστόφορου κατά της 203/2010 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Απορρίπτει τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναίρεσης.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης από τον β΄ αναιρεσείοντα υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΟΪΛΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 5 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ