543/2013
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουνίου 2012, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Αντιπρόεδροι, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης (εισηγητής), Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Αντώνιος Κατσαρόλης, Χριστίνα Ρασσιά, Θεολογία Γναρδέλλη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Μαυρουδή, Βασιλική Σοφιανού και Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ευστάθιος Ροντογιάννης και οι Σύμβουλοι Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Βιργινία Σκεύη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια, που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 16 Νοεμβρίου 2009 (αριθ. καταθ. 699/16.11.2009) αίτηση για αναίρεση της 1669/2009 οριστικής αποφάσεως του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Βασιλικής συζύγου Γεωργίου Κοσκινά, κατοίκου Πατρών, οδός Καποδιστρίου 51 – 55, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Παρασκευόπουλου – Κόλλια (ΑΜ/ΔΣΑ 7933).
Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1669/2009 απόφαση του Ι Τμήματος απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, πρώην υπαλλήλου της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, κατά της 9050/24.5.2001 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της ίδιας Περιφέρειας, με την οποία αυτή καταλογίστηκε με το ποσό των 5.325.948 δραχμών (ήδη 15.630,07 ευρώ), το οποίο φέρεται να εισέπραξε αχρεώστητα από το Δημόσιο ως αποδοχές, κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.1999 έως 31.7.2000, μετά την αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία, συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης της.
Με την κρινόμενη αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως. Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιο Κωνσταντά και τους Συμβούλους Ευάγγελο Νταή, Άννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Δημήτριο Πέππα και Βασιλική Σοφιανού που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Πανουτσακοπούλου που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 11.6.2012 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, με την οποία ζητείται η αναίρεση της 1669/2009 οριστικής αποφάσεως του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2346098, 958309 και 1956654 Σειράς Α΄ ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων αυτής που αναφέρονται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, σε α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση διατάξεων και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας.
ΙΙ. Ο Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ Α΄, 19) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε τα εξής : Άρθρο 8 : «1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι : α) Όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή … δωροδοκία …». Άρθρο 41 : «1. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό … 5. Η αξίωση του υπαλλήλου για μισθό παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης …». Άρθρο 148 : «Η υπαλληλική σχέση λύεται με … την έκπτωση … του υπαλλήλου». Άρθρο 150 : «Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση : α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 … Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η αμετάκλητη ποινική καταδίκη δημοσίου υπαλλήλου για ορισμένα σοβαρά και μη αρμόζοντα, κατά την κρίση του νομοθέτη, στην ιδιότητά του αδικήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δωροδοκία, επισύρει την αυτοδίκαιη έκπτωσή του από την υπηρεσία. Για την επέλευση της εν λόγω έννομης συνέπειας εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του αρμόδιου προς τούτο υπηρεσιακού οργάνου, ήδη όμως από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής καταδικαστικής απόφασης, αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, ή την ημερομηνία κατά την οποία αυτή καθίσταται αμετάκλητη, σε περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται η άσκησή τους, λύεται η υπαλληλική σχέση και παύει οποιαδήποτε αξίωση του υπαλλήλου για μισθό. Εφόσον, δε, μετά την ημερομηνία του αμετακλήτου της καταδικαστικής, λόγω τέλεσης δωροδοκίας, δικαστικής απόφασης καταβάλλονται στον καταδικασθέντα αμετάκλητα έκπτωτο υπάλληλο αποδοχές, η είσπραξη των αποδοχών αυτών φέρεται να γίνεται κατ’ αρχήν αχρεωστήτως δεδομένου ότι ο υπάλληλος κατά το κρίσιμο αυτό χρονικό διάστημα έχει απωλέσει την υπαλληλική ιδιότητα με συνέπεια να μην δικαιούται στην λήψη αποδοχών.
Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, λόγω του πραγματικού γεγονότος της παραμονής του υπαλλήλου κατά το διάστημα αυτό και της παροχής των υπηρεσιών του στο Δημόσιο, τίθεται, ενόψει του άρθρου 904 επ. Α.Κ., ζήτημα αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δημοσίου για το οποίο, εφόσον τεθεί κατά την δικαστική διαδικασία κρίσεως της σχετικής διαφοράς ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τούτο, ενόψει του ότι αποτελεί τμήμα της όλης διαφοράς, έχει την δικαιοδοσία για την εξέτασή του δεδομένου ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει την ανακύψασα διαφορά στο σύνολό της (σχ. 2335/2009 απ. Ολ. Ελ. Συν.). Κατά την μειοψηφούσα όμως γνώμη των μελών του Δικαστηρίου Μιχαήλ Ζυμή και Γεωργίου Βοΐλη, με βάση το καθορίζον την δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου άρθρο 98 του Συντάγματος οι διαφορές που ανακύπτουν από αξιώσεις κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ. είναι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εξού και το εφαρμοστέον σ’ αυτές νομικό καθεστώς και δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίο, ως ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο έχει, με βάση την παραπάνω συνταγματική διάταξη, δικαιοδοσία εκδίκασης διαφορών συνταξιοδοτικού και γενικά δημοσιολογιστικού χαρακτήρα, ενώ δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία ούτε για τις παρεπόμενες αυτών διαφορές που μπορεί να ανακύψουν εάν οι τελευταίες κείνται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι οι εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού διαφορές, έστω κι αν συναρτώνται με δημοσιολογιστικές διαφορές.
Κατά την ειδικότερη όμως γνώμη των μελών του Δικαστηρίου Κωνσταντίνου Εφεντάκη και Αγγελικής Μαυρουδή, ο καταλογισμός των αποδοχών του χρονικού διαστήματος από την αυτοδίκαιη έκπτωση του υπαλλήλου μέχρι την έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης, κατά το οποίο ο έκπτωτος υπάλληλος εξακολούθησε εν τοις πράγμασι να παρέχει τις υπηρεσίες του, συνεπάγεται μεν τον πλουτισμό του Δημοσίου, ο πλουτισμός, όμως, αυτός ως νόμιμη αιτία έχει την, κατ’ άρθρα 33 παρ. 1 (β) και 56 παρ. 4 του ν. 2362/1995, υποχρέωση του λαβόντος σε αποκατάσταση του ελλείμματος στη δημόσια διαχείριση από τη συνέχιση της καταβολής σε αυτόν αποδοχών, παρά την παύση οποιασδήποτε αξίωσής του για μισθό, υποχρέωση που, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα στερείτο εκ προοιμίου κάθε συνέπειας. Επομένως, κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, η ερειδόμενη στα άρθρα 904 επομ. Α.Κ. ένσταση της εκπτώτου υπαλλήλου προς άρση του σε βάρος της καταλογισμού, αν και υπάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, πάντως δεν δύναται να ευδοκιμήσει και είναι, για το λόγο αυτό, απορριπτέα. Κατά την ειδικότερη επίσης γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου Αργυρώς Λεβέντη, ο ένδικος καταλογισμός των αποδοχών του ως άνω χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο η έκπτωτη υπάλληλος (εκκαλούσα – αναιρεσείουσα) εξακολούθησε εν τοις πράγμασι να παρέχει τις υπηρεσίες της, δεν συνεπάγεται τον πλουτισμό του Δημοσίου δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην έφεση, το τελευταίο κατέβαλε κανονικά προς αυτήν τις αποδοχές της για τις παρασχεθείσες κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα υπηρεσίες της. Επομένως δεν υπήρξε εν προκειμένω αχρεώστητη παροχή εργασίας προς το Δημόσιο ήτοι αχρεώστητη μετάθεση περιουσιακής ωφέλειας ή επαύξηση της περιουσίας αυτού εις βάρος της εν λόγω υπαλλήλου. Αλλά και ο έτερος ισχυρισμός της εκκαλούσας – αναιρεσείουσας, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δημοσίου εις βάρος της, συνεπεία του ενδίκου καταλογισμού της, δυνάμει της εις την έφεσή της καταλογιστικής πράξης, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι ούτε σ’ αυτήν την περίπτωση υπήρξε πλουτισμός του Δημοσίου εις βάρος της αφού δια μόνης της εκδόσεως καταλογιστικής πράξεως δεν καθίσταται πλουσιότερο το Δημόσιο, ως εκ του ότι δεν έχει εισπράξει ακόμα την απαίτησή του που έχει ενσωματωθεί στην καταλογιστική πράξη και έτσι δεν έχει επέλθει ακόμα η επικαλούμενη παράνομη μετάθεση περιουσίας την οποία απαιτεί ο νόμος (άρθρο 904 επ. Α.Κ.) για να είναι βάσιμος ο ισχυρισμός περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. ερμ. Α.Κ. άρθρο 904 επ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου υπό άρθρο 904 σελ. 567 επ. και ειδικότερα σελ. 586 στοιχ. 67 και Ολ. Α.Π. 218/1977). Μετά απ’ αυτά, δεν τίθεται θέμα αδικαιολογήτου πλουτισμού στην περίπτωση υπάρξεως καταλογισμού ήτοι δια μόνης της εκδόσεως καταλογιστικής πράξεως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αναίρεση και εντεύθεν αυτή είναι αβάσιμη και απορριπτέα.
ΙΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση το Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, προέβη στις ακόλουθες παραδοχές : Με την 1617/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο της Γραμματείας του στις 30.3.1999, καταδικάστηκε η ήδη αναιρεσείουσα σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών για το αδίκημα της δωροδοκίας χάριν νομίμων πράξεων, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή. Αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, που κατατέθηκε από την ανωτέρω ενώπιον του Γραμματέα του δικάσαντος δικαστηρίου στις 19.4.1999, αποσύρθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της με συνέπεια τη διαγραφή της από το σχετικό βιβλίο με συνέπεια η αίτηση αυτή να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ποτέ. Στις 24.7.2000 η αναιρεσείουσα άσκησε δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης, η οποία απορρίφθηκε με την 760/2001 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ως απαράδεκτη λόγω υποβολής στο ακροατήριο νομότυπης δήλωσης παραίτησης. Στις 14.3.2001 ασκήθηκε τρίτη αίτηση αναίρεσης από την ίδια η οποία απορρίφθηκε επίσης ως απαράδεκτη με την 1301/2002 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Με την 185/20.6.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα στις 28.6.2000, διαπιστώθηκε η από 20.4.1999 αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία. Με την 2542/οικ./301.2001 πρόσκληση του ιδίου Γενικού Γραμματέα κλήθηκε αυτή να επιστρέψει, εντός δέκα πέντε (15) ημερών, το ποσό των 5.325.948 δραχμών (ήδη 15.630,07 ευρώ), που αντιστοιχεί στις αποδοχές που έλαβε από 20.4.1999 έως 31.7.2000, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η μισθοδοσία της, μετά δε την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας, το ποσό αυτό καταλογίστηκε, με την 9050/24.5.2001 απόφαση του ως άνω Γενικού Γραμματέα, σε βάρος της. Περαιτέρω το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ανωτέρω καταλογιστικής αποφάσεως μετά από απόρριψη όλων των προβληθέντων λόγων εφέσεως. Μεταξύ αυτών απέρριψε ως απαράδεκτο το λόγο εφέσεως που είχε προβληθεί από την αναιρεσείουσα ότι οι αποδοχές που της καταλογίστηκαν με την ανωτέρω απόφαση ήταν «δεδουλευμένες» και ότι το Δημόσιο, κατ’ άρθρο 904 επ. Α.Κ., κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο. Ειδικότερα, το Τμήμα, αναφορικά με αυτόν τον λόγο εφέσεως, έκρινε ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 του Συντάγματος, δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου η αναγνώριση αξιώσεων από διαφορές που ανακύπτουν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, στην προηγούμενη (ΙΙ) σκέψη, το Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις περί της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεις του άρθρου 98 του Συντάγματος και ειδικότερα περί της δικαιοδοσίας αυτού να εξετάζει τις εκ των διατάξεων (άρθρο 904 επ. Α.Κ.) περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ανακύπτουσες διαφορές. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Αντιθέτως το Τμήμα ορθώς με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τους λοιπούς λόγους εφέσεως, ως εκ τούτου δε είναι απορριπτέοι και οι αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως περί αναιτιολογήτου της καταλογιστικής πράξεως και της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως προς το χρονικό σημείο που κατέστη αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοικήσεως, η ειδικότερη έρευνα των οποίων, μετά την παραδοχή του ως άνω λόγου αναιρέσεως περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δημοσίου, αποβαίνει πλέον αλυσιτελής. Συνεπώς, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά τον προαναφερόμενο βάσιμο σχετικό λόγο αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981).
ΙV. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ένδικη υπόθεση, που χρήζει περαιτέρω διερευνήσεως κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να αναπεμφθεί στο Ι Τμήμα που εξέδωσε την ως άνω απόφαση για την εκ νέου εξέτασή της (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την από 16.11.2009 (αριθ. καταθ. 699/16.11.2009) αίτηση της Βασιλικής συζύγου Γεωργίου Κοσκινά για αναίρεση της 1669/2009 απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την απόφαση αυτή.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την εκ νέου εξέτασή της με διαφορετική σύνθεση. Και
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως στην αναιρεσείουσα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 14 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΟΪΛΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ