ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 639/2005
Άσκηση αίτησης αναιρέσεως στο ΕΣ – προθεσμία – πρόσθετη παρέμβαση – δικαίωμα χορήγησης σύνταξης πολιτικής σε χήρες , διαζευγμένες θυγατέρες , παιδιά , κλπ – ρύθμιση σύνταξης χηρείας – συμμετοχή πατρικής οικογένειας – συντάξεις αξιωματικών ενόπλων δυνάμεων -άσκηση έφεσης κατά πράξης επιτροπής ΕΠΚΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2004, με την ακόλουθη σύνθεση : Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Χρήστος Χριστοφιλόπουλος, Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδροι, Κωνσταντίνος Κώης, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Τομαράς, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη (εισηγητής), Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου και Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ευστάθιος Ροντογιάννης και οι Σύμβουλοι Ελένη Φώτη, Γεώργιος Κωνσταντάς, Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και Νικόλαος Μηλιώνης απουσίασαν δικαιολογημένα),
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος της Επικρατείας, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Βασιλείου Χασαπογιάννη, που απουσίασε δικαιολογημένα,
Γραμματέας : Γεώργιος Κομπολάκης, Επίτροπος, Προϊστάμενος της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
Για να δικάσει : 1) την από 10 Ιουνίου 2002 αίτηση για αναίρεση της 978/2001 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ε. Τ. του Α., κατοίκου Δ. (οδός………….), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Χρυσούλας Δημούλη-Παπαστεργίου,
κ α τ ά : α) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου και
β) της Σ. Κ. του Γ., χήρας Α. Τ., κατοίκου Θ. (οδός……………….), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Καρανάσιου. Και
2) την από 2 Νοεμβρίου 2004 πρόσθετη παρέμβαση της Σ. Κ. του Γ., χήρας Α. Τ., κατά της αναιρεσείουσας Ε. Τ. του Α. και υπέρ του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και του κύρους της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
Με την 23000/30.12.1998 πράξη του Προϊσταμένου της 44ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) απορρίφθηκε αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας για κανονισμό σε αυτήν, ως άγαμη άπορη αδελφή του αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου Α. Τ., σύνταξης από μεταβίβαση με τη συμμετοχή της στη σύνταξη της ήδη αναιρεσίβλητης και προσθέτως παρεμβαίνουσας χήρας συζύγου του Σ. Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 978/2001 απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε ως αβάσιμη η έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ανωτέρω πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και έγινε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση που είχε ασκήσει υπέρ του κύρους της πράξης αυτής η ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη και προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης, με τη δε συνεκδικαζόμενη πρόσθετη παρέμβαση ζητείται η διατήρηση της ισχύος της.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δεύτερης αναιρεσίβλητης και προσθέτως παρεμβαίνουσας, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την παραδοχή της παρέμβασης. Και
Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης ως αβάσιμης και της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τη Σύμβουλο Ανδρονίκη Θεοτοκάτου που απουσίασε δικαιολογημένα.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 893274, 42024 και 110419, Σειράς Α΄, ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), ζητείται η αναίρεση της 978/2001 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 23000/30.12.1998 πράξης του Προϊσταμένου της 44ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), απορριπτικής του αιτήματός της για κανονισμό σε αυτήν, ως άγαμη άπορη αδελφή του αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου Α. Τ., σύνταξης από μεταβίβαση με τη συμμετοχή της στη σύνταξη της ήδη αναιρεσίβλητης και προσθέτως παρεμβαίνουσας χήρας συζύγου του Σ. Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου αυτής, που αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της διέπουσας την επίδικη σχέση διάταξης του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που συνίσταται στην κατά την αναιρεσείουσα λαθεμένη παραδοχή ότι για τον αποκλεισμό της άγαμης άπορης αδελφής θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου από τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου του αρκεί απλώς η ύπαρξη εν ζωή τέκνων του θανόντος, ενώ κατ’ ορθή ερμηνεία της διάταξης αυτής έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τα εν ζωή υπάρχοντα τέκνα του θανόντος πρέπει να έχουν αποκτηθεί με την επιζήσασα σύζυγο.
ΙΙ. Η συνεκδικαζόμενη με την ως άνω αίτηση αναίρεσης πρόσθετη παρέμβαση της δεύτερης αναιρεσίβλητης (Σ. Κ.), στρατιωτικής από μεταβίβαση συνταξιούχου ως χήρας του αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου Α. Τ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον η ανωτέρω, εφόσον συμμετείχε στη δίκη που ανοίχθηκε ενώπιον του ΙΙ Τμήματος με την έφεση, που άσκησε κατά της προαναφερόμενης απορριπτικής πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η ήδη αναιρεσείουσα, παρεμβαίνοντας προσθέτως υπέρ του τότε εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και του κύρους της πράξης αυτής, και εφόσον στρέφεται εναντίον της (ως δεύτερης αναιρεσίβλητης) η ένδικη αίτηση, κατέστη διάδικος στην ήδη εκκρεμούσα αναιρετική δίκη και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, αφού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 του π.δ. 1225/1981 στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκκρεμείς δίκες μπορούν να παρεμβαίνουν μόνο τρίτοι που έχουν έννομο συμφέρον, και όχι οι διάδικοι της κύριας δίκης. Οι τελευταίοι αυτοί μπορούν να αναπτύσσουν τις απόψεις τους και να αντικρούουν τους ισχυρισμούς των αντιδίκων τους μόνο με υπομνήματα. Γι’ αυτό, το υπό κρίση δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης της δεύτερης αναιρεσίβλητης πρέπει να θεωρηθεί ως τέτοιο.
ΙΙΙ. Το άρθρο 31 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000), ορίζει στην παρ. 1 ότι «Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν: α) η χήρα ….. β) τα παιδιά …. γ) η διαζευγμένη θυγατέρα …. δ) τα άγαμα αγόρια ……» και στην παρ. 2 (άρθρο 31 παρ. 2 του α.ν. 1854/1951) ότι «Στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων συμμετέχει η χήρα μητέρα ή η φυσική μητέρα, εφόσον παραμένει άγαμη. Στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα συμμετέχει και ο πατέρας και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα και οι άγαμες αδελφές αυτού που πέθανε. Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας έχουν το δικαίωμα της παραπάνω συμμετοχής μόνο εφόσον είναι άπορα και συντηρούνταν κυρίως από το στρατιωτικό που πέθανε. Το παραπάνω δικαίωμα του πατέρα, της μητέρας και των άγαμων αδελφών αναγνωρίζεται με αίτησή τους και παραμένει ακόμη και όταν η χήρα σύζυγος και τα τέκνα παύουν να υπάρχουν ή απωλέσουν με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα σε σύνταξη, καθώς και όταν δεν συντρέχουν για τα πρόσωπα αυτά οι όροι θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη ……». Στη δε παρ. 1 του άρθρου 32 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Αν αυτός …. που πέθανε ….. ήταν άγαμος ή σε χηρεία χωρίς παιδιά ή σε διάζευξη χωρίς παιδιά δικαιούται σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο: α) ο άπορος πατέρας …. β) αν δεν υπάρχει πατέρας ……η άπορη χήρα μητέρα και για φυσικό τέκνο η άπορη φυσική μητέρα, εφόσον είναι άγαμη, και οι άπορες αδελφές, εφόσον τα πρόσωπα αυτά τα συντηρούσε κυρίως αυτός που πέθανε». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση του κανόνα που καθιερώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα σύμφωνα με τον οποίο για τη θεμελίωση («αυτοτελούς») δικαιώματος σύνταξης από τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας του στρατιωτικού που πεθαίνει απαιτείται αυτός να ήταν άγαμος ή σε χηρεία ή διάζευξη χωρίς παιδιά, ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης, εκφράζοντας τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά το χρόνο θέσπισης των ανωτέρω συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων, παρέχει με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 31 του ως άνω Κώδικα στα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας του θανόντος στρατιωτικού τη δυνατότητα θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος («κατά συμμετοχή») ακόμη και στην περίπτωση που αυτός κατά το χρόνο του θανάτου του καταλείπει σύζυγο και τέκνα ή μόνο σύζυγο. Ειδικότερα, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών εξαιρετικών συνταξιοδοτικών διατάξεων, όταν ο θανών καταλείπει τέκνα, ανεξαρτήτως, αν αυτά δικαιούνται ή όχι σύνταξης, συνταξιοδοτικό δικαίωμα «κατά συμμετοχή» στη σύνταξη της χήρας συζύγου του έχει μόνο η χήρα μητέρα του ή η φυσική του μητέρα, εφόσον είναι άγαμη, ενώ στην περίπτωση που ο θανών δεν είχε κατά το χρόνο του θανάτου του εν ζωή τέκνα, δικαίωμα συμμετοχής στη σύνταξη της χήρας συζύγου του έχει ο πατέρας του ή, αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα του και οι άγαμες αδελφές του. Παρέπεται, λοιπόν, ότι η άγαμη άπορη αδελφή θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου δεν θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης από μεταβίβαση με τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου του, εάν ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του κατέλιπε εν ζωή τέκνα, ανεξαρτήτως αν αυτά, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, είναι ανήλικα ή ενήλικα, άγαμα ή έγγαμα, θεμελιώνουν ή όχι δικαίωμα σύνταξης, έχουν γεννηθεί σε γάμο ή εκτός γάμου ή έχουν αποκτηθεί ή όχι με τη σύζυγο που επιζεί. Άλλωστε, το ότι δεν απαιτείται για τον αποκλεισμό της άγαμης αδελφής από τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου να είναι τα εν ζωή υπάρχοντα τέκνα του θανόντος στρατιωτικού δικαιούχα σύνταξης προκύπτει σαφώς και από τη διάταξη του τετάρτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία το «κατά συμμετοχή» συνταξιοδοτικό δικαίωμα των προσώπων της πατρικής οικογένειας υφίσταται και όταν δεν συντρέχουν για τη χήρα σύζυγο και τα τέκνα του θανόντος οι όροι θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν αποδυναμώνεται ούτε από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 46 του ίδιου ως άνω Κώδικα, με τις οποίες ορίζεται ότι «Το μερίδιο συμμετοχής της πατρικής οικογένειας που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 31 του παρόντος συνίσταται στο 1/4 της σύνταξης της χήρας συζύγου, αν δεν υπάρχουν τέκνα δικαιούχα της σύνταξης, και στο 1/6 αν υπάρχουν τέτοια τέκνα…», καθόσον με αυτές δεν καθορίζονται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης του «κατά συμμετοχή» δικαιώματος σύνταξης των προσώπων της πατρικής οικογένειας, αλλά μόνο το ύψος της σύνταξης αυτής («μερίδιο συμμετοχής»), το οποίο κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών περιορίζεται στο 1/6 της σύνταξης της χήρας συζύγου του αποβιώσαντος, όταν η χήρα μητέρα του ή η άγαμη φυσική μητέρα του συντρέχει με τέκνα που δικαιούνται σύνταξη, ενώ ανέρχεται στο 1/4 αυτής σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Η επίμαχη συνταξιοδοτική ρύθμιση δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης επιδιώκει κατά κύριο λόγο τη διασφάλιση των μέσων διαβίωσης της ίδιας του θανόντος οικογένειας (συζύγου και τέκνων) και δευτερευόντως την οικονομική ενίσχυση της πατρικής του οικογένειας με ιδιαίτερη μέριμνα για τη χήρα μητέρα ή άγαμη φυσική μητέρα του, η οποία συμμετέχει στη σύνταξη ακόμη και όταν υπάρχουν τέκνα, με μόνη διαφοροποίηση στο μερίδιο συμμετοχής της (1/6 ή 1/4) αναλόγως αν αυτά δικαιούνται σύνταξης ή μη. Αντιθέτως, όταν ο θανών δεν καταλείπει τέκνα, η σύνταξη της χήρας συζύγου του περιορίζεται κατά το 1/4 υπέρ της πατρικής οικογένειάς του με τη συμμετοχή στη σύνταξή της κατ’ αρχήν του πατρός του, και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, της χήρας μητέρας του και των άγαμων αδελφών του. Συνεπώς, η ύπαρξη και μόνο εν ζωή τέκνου του αποβιώσαντος στρατιωτικού αρκεί για τον αποκλεισμό της άγαμης αδελφής του από τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου του (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 134/1980 και 786/1993). Πέντε (5) όμως μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Μιχαήλ Δημητρόπουλος και οι Σύμβουλοι Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος και Γεωργία Μαραγκού είχαν την ακόλουθη γνώμη : Το δίκαιο αποτελεί μια συστηματική ενότητα και οι επί μέρους νομοθεσίες, πολύ δε περισσότερο οι επί μέρους διατάξεις ενός νομοθετήματος, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με τρόπο που να επιβεβαιώνεται κάθε φορά η ενότητα του δικαίου και η λειτουργία της έννομης τάξης ως συστηματικού όλου. Οι τυχόν αντινομίες ή ασάφειες που παρουσιάζονται κατά την εφαρμογή των διαφόρων νομοθετημάτων και των ποικίλων νομοθετικών ρυθμίσεων πρέπει να υπερβαίνονται με αναγωγή στις γενικές αρχές του δικαίου καθώς και σε ερμηνευτικές μεθόδους, έτσι ώστε η κάθε ερμηνεία επί μέρους νομοθετικής διάταξης να μην αντιφάσκει ούτε να αναιρείται λογικά από άλλη νομοθετική ρύθμιση. Ειδικότερα, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η εφαρμοσθείσα από το Τμήμα διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000) ορίζει : «Στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα συμμετέχει και ο πατέρας και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα και οι άγαμες αδελφές αυτού που πέθανε». Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης αυτής, αυτοτελώς λαμβανομένης και χωρίς συσχετισμό προς άλλες διατάξεις συναφείς με το ρυθμιζόμενο από αυτή θέμα, δημιουργεί στον ερμηνευτή την εντύπωση ότι στην έννοια του όρου «χωρίς τέκνα» εμπίπτει μόνο η περίπτωση που ο θανών στρατιωτικός δεν άφησε τέκνα στη ζωή, αποκλειομένης έτσι της συμμετοχής στη σύνταξη και όταν τα υπάρχοντα τέκνα δεν δικαιούνται σύνταξη. Όμως, εκ της διατάξεως του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του άνω Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Σ.Κ.), που ορίζει : «Το μερίδιο συμμετοχής της πατρικής οικογένειας που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 31 του παρόντος συνίσταται στο 1/4 της σύνταξης της χήρας συζύγου, αν δεν υπάρχουν τέκνα δικαιούχα της σύνταξης, και στο 1/6 αν υπάρχουν τέτοια τέκνα», προκύπτει ότι το ύψος του μεριδίου συμμετοχής καθορίζεται σε σχέση με το αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν τέκνα δικαιούχα σύνταξης. Η αναφορά δηλαδή σ’ αυτά (τέκνα) συνέχεται με την ιδιότητά τους ως δικαιούχων σύνταξης και όχι με τη φυσική υπόσταση και ύπαρξή τους. Με αυτή δε την ιδιότητά τους ως δικαιούχων σύνταξης λαμβάνονται τα τέκνα και κατά το πραγματικό του κανόνα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Σ.Κ., που ορίζει ότι : «Στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων συμμετέχει η χήρα μητέρα ή η φυσική μητέρα, εφόσον παραμένει άγαμη». Αυτό σημαίνει ότι και ο κανόνας δικαίου του δευτέρου εδαφίου της άνω παραγράφου, ευρισκόμενος σε αρμονία με τους προαναφερθέντες, αλλά και άλλους, συναφείς κανόνες του Σ.Κ., χρησιμοποιεί τον όρο «χωρίς τέκνα», με την έννοια των δικαιούχων σύνταξης και όχι της φυσικής ανυπαρξίας τους. Η ερμηνευτική αυτή θέση, που διασφαλίζει την ενότητα δικαίου, ενισχύεται και από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του Σ.Κ. που ορίζει ότι : «Η σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα ή αν συντρέχουν ένα ή και δύο τέκνα συνίσταται ….». Ο νομοθέτης παραθέτοντας και στη διάταξη αυτή τον όρο «χωρίς τέκνα» υποδηλώνει με τη φράση που αμέσως ακολουθεί «ή αν συντρέχουν ένα ή και δύο», τη μη ύπαρξη τέκνων που να συντρέχουν στη σύνταξη. Περαιτέρω, ερμηνευτική εκδοχή κατά την οποία τα μέλη της πατρικής οικογένειας του θανόντος στρατιωτικού (μεταξύ των οποίων) είναι και η χήρα μητέρα) δεν δικαιούνται συμμετοχής στη σύνταξη και όταν τα υπάρχοντα τέκνα δεν είναι δικαιούχα σύνταξης, φέρει το νομοθέτη να εισάγει ρύθμιση εκφεύγουσα της λογικής, να αποκλείει δηλαδή τη χήρα μητέρα από το δικαίωμα συμμετοχής στη σύνταξη της μόνης δικαιούχου χήρας συζύγου και να επιτρέπει αυτή (συμμετοχή), όταν στη σύνταξη της χήρας συζύγου συντρέχουν και τέκνα. Συμπερασματικά των προεκτεθέντων, κατά την έννοια της επίμαχης διάταξης (άρθρ. 31 παρ. 2 εδ. δεύτερο του Σ.Κ.), δικαίωμα συμμετοχής στη σύνταξη της χήρας συζύγου έχουν τα αναφερόμενα σ’ αυτή μέλη της πατρικής οικογένειας του στρατιωτικού (μεταξύ των οποίων και οι άγαμες αδελφές του) όχι μόνο στην περίπτωση που ο θανών δεν άφησε τέκνα στη ζωή, αλλά και όταν τα τέκνα που άφησε δεν είναι δικαιούχα σύνταξης. Η γνώμη όμως αυτή δεν επικράτησε.
ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από την προσβαλλόμενη απόφαση του ΙΙ Τμήματος προκύπτουν τα ακόλουθα : Ο Α. Τ., αδελφός της ήδη αναιρεσείουσας, στρατιωτικός συνταξιούχος (πρώην ταξίαρχος) απεβίωσε την 1.7.1998, αφήνοντας πλησιέστερους συγγενείς τη δεύτερη σύζυγό του Σ. Κ. και τα δύο ενήλικα και έγγαμα τέκνα που είχε αποκτήσει από τον πρώτο του γάμο Α. και Ε. Τ. Στη χήρα σύζυγό του κανονίσθηκε από μεταβίβαση σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 περ. α΄ και 46 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (18700/1998 πράξη του Προϊσταμένου της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.). Η ήδη αναιρεσείουσα, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως άγαμης άπορης αδελφής του ως άνω αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, ζήτησε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους τον κανονισμό σε αυτήν σύνταξης από μεταβίβαση με τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου του αποβιώσαντος αδελφού της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Το αίτημά της αυτό απορρίφθηκε, με την 23000/1998 πράξη του Προϊσταμένου της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον ο αδελφός της κατά το χρόνο του θανάτου του κατέλιπε τη χήρα σύζυγό του και δύο τέκνα, ανεξάρτητα αν αυτά δικαιούνται ή όχι σύνταξη. Κατά της απορριπτικής αυτής πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους άσκησε έφεση η ήδη αναιρεσείουσα ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ στη δίκη που ανοίχθηκε παρενέβη προσθέτως υπέρ του κύρους της πράξης αυτής η χήρα σύζυγος του θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου. Με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του, το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεχόμενο ότι για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από την άγαμη άπορη αδελφή θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου με τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου του ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης αρκείται στην αρνητική προϋπόθεση της έλλειψης τέκνων κατά το χρόνο του θανάτου του, χωρίς καμιά περαιτέρω διάκριση, έκρινε ότι ορθώς ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η προαναφερόμενη συνταξιοδοτική διάταξη και απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, ενώ έκανε δεκτή την ασκηθείσα παρέμβαση. Κρίνοντας έτσι το Τμήμα δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και ορθώς εφάρμοσε τη διέπουσα την επίδικη σχέση διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, είναι δε, ως εκ τούτου, αβάσιμος και απορριπτέος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και ειδικότερα ότι για τον αποκλεισμό της άγαμης άπορης αδελφής από τη συμμετοχή της στη σύνταξη της χήρας συζύγου του αδελφού της απαιτείται τα εν ζωή υπάρχοντα τέκνα του να έχουν αποκτηθεί με την επιζήσασα σύζυγό του. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλονται άλλες νομικές αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε κατά πλειοψηφία, να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκησή της υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 59 του π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981). Αν και κατά τη γνώμη των πέντε ως άνω μειοψηφούντων μελών του Δικαστηρίου και σύμφωνα με όσα παρ’ αυτών εκτέθηκαν στην προηγούμενη (ΙΙΙ) σκέψη, η ένδικη αίτηση έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 10 Ιουνίου 2002 αίτηση αναίρεσης της Ε. Τ. του Α. κατά της 978/2001 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.
Απορρίπτει την από 2 Νοεμβρίου 2004 πρόσθετη παρέμβαση της Σ. Κ. του Γ., χήρας Α. Τ. Και
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 23 Φεβρουαρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις……………………………