ΕΣ 69/11,Τμ. Ι, Προληπτικός έλεγχος δπανών, ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΕ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΕΣΜΕΥΕΙ ΤΟ ΕΣ, οπως εν γένει όλα τα δεδικασμένα των πολιτικών δικαστηρίων.

Ε.Σ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ Ι

ΠΡΑΞΗ 69/2011

Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη, τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Αγγελική Μυλωνά και τους Παρέδρους Βιργινία Σκεύη και Κωνσταντίνο Κρέπη (εισηγητή), οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο, συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, σήμερα 17 Μαΐου 2011, με την παρουσία της Γραμματέως Μαρίας Τσερνοτοπούλου, για να αποφανθεί, ύστερα από σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο Καλαμαριάς και του Δήμου …, αν πρέπει να θεωρηθούν τα 28 έως 39, οικονομικού έτους 2011, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του ανωτέρω νομικού προσώπου.

Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου

και

έλαβε υπόψη

Την 80/14.4.2011 έγγραφη γνώμη του Αντεπιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Κωνσταντίνου Τόλη, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου, σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής πρέπει να θεωρηθούν.

Σκέφθηκε κατά το νόμο

Ι. Η Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο Καλαμαριάς αρνήθηκε, με την 5/15.3.2011 πράξη επιστροφής, να θεωρήσει τα 28 έως 39, οικονομικού έτους 2011, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Δήμου … – που προέκυψε, βάσει του προγράμματος Καλλικράτης (ν.3852/2010), από τη συνένωση των Δήμων …, … – συνολικού ποσού 28.256,31 ευρώ, που αφορούν στην καταβολή αποδοχών και εξόδων κίνησης για το χρονικό διάστημα από 29.12.2010 έως 31.1.2011 στους φερόμενους σ’ αυτά ως δικαιούχους (15 φυσικά πρόσωπα), οι οποίοι κατατάχθηκαν σε αντίστοιχες προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δήμο …, σε εκτέλεση της 4417/2007 αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Τη θεώρηση των ενταλμάτων αυτών αρνήθηκε η Επίτροπος για τους εξής λόγους: 1) διότι η σύσταση προσωρινών προσωποπαγών θέσεων και η κατάταξη των φερόμενων ως δικαιούχων σε αυτές δεν είναι νόμιμη, καθόσον με την παραπάνω δικαστική απόφαση αναγνωρίστηκε ότι οι διάδοχες συμβάσεις των ανωτέρω με τον Δήμο … αποτελούν μία ενιαία, πλην όμως άκυρη, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2) διότι η απόφαση αυτή έχει αναγνωριστικό και όχι καταψηφιστικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει τίτλο εκτελεστό και 3) διότι ο Δήμος …, παραιτούμενος από την ασκηθείσα έφεσή του κατά της απόφασης αυτής, παρέβη την υποχρέωσή του να εξαντλεί τα ένδικα μέσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν.3463/2006). Ο Δήμος … επανέφερε στην Επίτροπο τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα για θεώρηση, με το 8761/1.4.2011 έγγραφό του, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης με αυτά δαπάνης. Η Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στην άρνησή της να τα θεωρήσει και έτσι ανέκυψε διαφωνία, για την άρση της οποίας νόμιμα απευθύνεται, με την από 5.4.2011 έκθεσή της, στο Τμήμα τούτο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 του π.δ.774/1980 και 139 παρ. 1 του π.δ.1225/1981, καθώς και την ΦΓ8/15686/8.7.2002 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΦΕΚ Β΄ 1242), όπως τροποποιήθηκε με τις ΦΓ8/22431/ 6.10.2004(ΦΕΚ Β΄ 1620) και ΦΓ8/52557/6.12.2006 (ΦΕΚ Β΄ 62) όμοιες.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη χρονική διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Εξάλλου, η άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή η απλή εργασιακή σχέση, θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ (άρθρο 180 ΑΚ), με συνέπεια από μία τέτοια σύμβαση να μην παράγεται το έννομο αποτέλεσμα που επιδιώκεται και να μην δημιουργούνται υποχρεώσεις και δικαιώματα για τα μέρη. Όταν όμως αρχίσει να λειτουργεί η άκυρη σύμβαση εργασίας, δημιουργείται πραγματική κατάσταση, με συνέπεια η ακυρότητα να λειτουργεί μόνο για το μέλλον και όχι αναδρομικά. Συνεπώς, για να λυθεί μια σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, που στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση, δεν αρκεί να επικαλεστεί ο εργοδότης την ακυρότητα της σύμβασης, αλλά πρέπει να την καταγγείλει, καταβάλλοντας και τη σχετική αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επόμ. ΑΚ).

ΙΙΙ. Στην παρ. 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Περαιτέρω, ο ν.3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (…) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 274), όπως ισχύει, ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. (…)». Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος, υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια, λόγω της φύσης τους ως ιδιωτικών διαφορών, διαφορές που έχουν ως αντικείμενο το είδος και το χαρακτήρα των, ιδιωτικού δικαίου, συμβατικών εργασιακών σχέσεων των απασχολούμενων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ενόψει αυτού, τελεσίδικες αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, που αποφαίνονται για το αν συγκεκριμένες σχέσεις εργασίας απασχολούμενων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, παράγουν δεδικασμένο και εκτελεστότητα, υποχρεώνουν δε τη Διοίκηση σε συμμόρφωση και δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών (βλ. πρακτικά 3ης Γεν. Συν. Ολομ. Ελ. Συν./17.2.2010). Τέλος, δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη αναγνωριστική δικαστική απόφαση, αφού και αυτή τέμνει τη διαφορά όπως η καταψηφιστική απόφαση (ΣτΕ Ολ. 3141/2006, Α.Π. 317/2010).

ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 4417/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), που εκδόθηκε επί σχετικής αναγνωριστικής αγωγής των φερόμενων ως δικαιούχων, αναγνωρίστηκε ότι οι διαδοχικές συμβάσεις αυτών με το Δήμο …, που καταρτίστηκαν ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, αποτελούν μία ενιαία, άκυρη όμως, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η δε ακυρότητα αυτή, που μετέτρεψε τις παραπάνω συμβάσεις σε απλές εργασιακές σχέσεις, συνίστατο, κατά την απόφαση, στο ότι δεν περιβλήθηκαν τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύμβασης, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 41 του ν.δ.496/1974 (Λογιστικό Ν.Π.Δ.Δ.). Κατά της απόφασης αυτής ο Δήμος … άσκησε αρχικά έφεση ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης (αριθ. κατάθ. 2624/3.7.2007), από την οποία όμως στη συνέχεια παραιτήθηκε (βλ. την 3258/29.7.2009 δήλωση παραίτησης), σε εκτέλεση της 66/20.2.2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του, με συνέπεια η παραπάνω απόφαση να καταστεί αμετάκλητη (βλ. το υπ’ αριθμ. 5575/1.10.2009 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης). Ακολούθως, μετά την έκδοση των πρακτικών της 3ης Γεν. Συν. Ολομ. Ελ. Συν./17.2.2010, οι φερόμενοι ως δικαιούχοι, που μέχρι τότε συνέχισαν να αποσχολούνται κανονικά στο Δήμο …, υπέβαλαν την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5168/3.6.2010 αίτηση, με την οποία ζήτησαν την κατάταξή τους σε προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στον εν λόγω Δήμο, σε εκτέλεση της ανωτέρω δικαστικής απόφασης. Πράγματι, με την 162/15.6.2010 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου … (ΦΕΚ Β΄, 1886) εγκρίθηκε η σύσταση δεκαπέντε (15) προσωρινών προσωποπαγών θέσεων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στις οποίες και κατατάχθηκαν, με την 648/8.12.2010 απόφαση του Δημάρχου … (ΦΕΚ Γ΄ 1216). Προσήλθαν στο δημοτικό κατάστημα και ανέλαβαν υπηρεσία στις 29.12.2010. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι εφόσον μετά την έκδοση της 4417/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που κατέστη αμετάκλητη, ο Δήμος … δεν προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων των φερόμενων ως δικαιούχων, με επίκληση της ακυρότητάς τους, η οποία αναγνωρίστηκε δικαστικά, ανέκυψε υποχρέωσή του να συνεχίσει να απασχολεί τα ανωτέρω πρόσωπα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό, ενόψει αφενός της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 103 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι «κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη» και η οποία, σύμφωνα με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, έχει εφαρμογή και στο προσωπικό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και αφετέρου της δεσμευτικότητας της παραπάνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία επιβάλλεται από το Σύνταγμα και τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.3068/2002, ορθά ο Δήμος … προέβη στη σύσταση προσωρινών προσωποπαγών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και στην κάλυψη αυτών από τους φερόμενους ως δικαιούχους, υπέρ των οποίων εκδόθηκε η δικαστική αυτή απόφαση, η οποία παράγει υποχρέωση συμμόρφωσης ανεξαρτήτως του αναγνωριστικού χαρακτήρα της. Τέλος, το γεγονός ότι ο Δήμος … παραιτήθηκε από την ασκηθείσα έφεσή του κατά της προαναφερθείσας απόφασης δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, καθόσον η μη εξάντληση των ενδίκων μέσων δεν καταλύει ούτε αναιρεί το δεδικασμένο και την εντεύθεν υποχρέωση συμμόρφωσης που παράγεται από αυτήν. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Νικόλαου Μηλιώνη, με την οποία συντάχθηκε και ο έχων συμβουλευτική ψήφο Πάρεδρος Κωνσταντίνος Κρέπης, εφόσον με την 4417/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αναγνωρίστηκε ότι οι φερόμενοι ως δικαιούχοι συνδέονταν με το Δήμο … με απλή εργασιακή σχέση, που στηριζόταν σε άκυρη σύμβαση εργασίας, όφειλε ο εν λόγω Δήμος, ενόψει και της αρχής της νομιμότητας που διέπει τη δράση των Ο.Τ.Α., είτε να καταγγείλει, με επίκληση της δικαστικά αναγνωρισθείσας ακυρότητας, τις εν λόγω συμβάσεις, καταβάλλοντας και τη σχετική αποζημίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), είτε να προβεί στη σύναψη έγκυρων συμβάσεων με αυτούς, εφόσον, βεβαίως, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι στο διατακτικό της παραπάνω απόφασης δεν περιέχεται υποχρέωση του Δήμου να συνεχίσει να απασχολεί τα παραπάνω πρόσωπα με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, καθίσταται ευκρινές ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης στην απόφαση αυτή ουδόλως επέβαλε τη σύσταση προσωρινών προσωποπαγών θέσεων εργασίας αορίστου χρόνου και την κατάταξη των φερόμενων ως δικαιούχων σε αυτές, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι δια της οδού που ακολουθήθηκε αυτοί εντάσσονται σε εντελώς διάφορο και δη ευνοϊκότερο, σε σχέση προς την κοινή εργατική νομοθεσία, νομικό καθεστώς (Κεφάλαιο Α΄ ν.3801/2009 σε συνδυασμό με το π.δ.410/1988), σύμφωνα με το οποίο πλέον η σύμβασή τους μπορεί να καταγγελθεί μόνο για σπουδαίο λόγο (άρθρα 46 περ. δ΄ και 53 του π.δ.410/1988).

V. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η εντελλόμενη με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνη είναι νόμιμη και συνεπώς αυτά πρέπει να θεωρηθούν.

Για τους λόγους αυτούς

Αποφαίνεται ότι τα 28 έως 39, οικονομικού έτους 2011, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Δήμου … πρέπει να θεωρηθούν.

Εκδόθηκε στις 8.6.2011