ΕΣ 724/12, Ολομ., ΙΕΡΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ, ΝΠΔΔ, υπόλογοι οι ιερείς ταμείες, έννοια ανοίκειας πληρωμής, Γενική Αρχή της τυπικής απόδειξης των οφειλών του δημοσίου σε πιστωτές

ΕΣ Ολομ

Απόφαση: 724/2012

 Ιερές Μητροπόλεις. Αποτελούν νπδδ, των οποίων η διαχείριση της περιουσίας ανήκει στα οικεία Μητροπολιτικά Συμβούλια. Έννοια δημοσίου υπολόγου και ελλείμματος. Μέτρο κρίσης για την απόδειξη της έλλειψης της υπαιτιότητας του υπολόγου ως στοιχείο για την σε βάρος του επιβολή προσαυξήσεων επί του καταλογιστέου ποσού. Περίπτωση αιτούντος διορισμένου ως ταμία σε Μητροπολιτικό ταμείο και μέλους του οικείου Συμβουλίου, με βάση πρακτικό του Μητροπολίτη. Κρίση ότι ανεξάρτητα από τον ορισμό του αναιρεσείοντος ως ταμία, από σχετική βεβαίωση προκύπτει ότι ασκούσε διαχειριστικά καθήκοντα, ενώ με αίτησή του περί απαλλαγής του από το σύνολο των ταμιακών του καθηκόντων, περιέχεται έμμεση ομολογία του ότι ασκούσε τα συγκεκριμένα διαχειριστικά καθήκοντα. Μη νομίμως όμως επιβλήθηκαν σε βάρος του και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, από δόλο ή έστω βαρεία αμέλεια, λόγω των λανθασμένων καταχωρήσεων στα λογιστικά βιβλία του Ταμείου της πραγματοποίηση ανοίκειων πληρωμών, εφόσον δεν ήταν δεδομένη η αμέλειά του, δεδομένης της σχέσεως και του σεβασμού που είχε στον Μητροπολίτη που τον διόρισε, τις οδηγίες του οποίου ακολουθούσε κατά την διαχειριστική διαδικασία. Αντίθετη μειοψηφία.

 
Απόφαση: 724/2012

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση: Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού (εισηγήτρια), Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και Σωτηρία Ντούνη και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Διονύσιος Λασκαράτος.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 27 Νοεμβρίου 2006 (αριθμ. κατάθ. 681/13.12.2006) για αναίρεση της 1364/2006 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του ………………, κατοίκου ………………., οδός ………………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Κιντή (ΑΜ ΔΣΑ 20707).

Κατά 1) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη, 2) της Ιεράς Μητροπόλεως ……………., ……………., ………… και …………….., που εκπροσωπείται νομίμως και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Βασιλικής Βλάσση (ΑΜ ΔΣΑ 22829).

Με την 1053/2002 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης ……………. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων ως ταμίας του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ………….. με το ποσό των 12.192.959 δραχμών και ήδη 35.782,71 ευρώ, που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στη διαχείριση του Ταμείου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2000, πλέον προσαυξήσεων ύψους 3.303.375 δραχμών και ήδη 9.694,42 ευρώ.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1364/2006 απόφαση του ΙV Τμήματος απορρίφθηκε η έφεση κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙV Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος, αφού ανέπτυξε προφορικά τους λόγους, ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.

Την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιεράς Μητροπόλεως ………….., …………….., ………….., ……….. και ………………., η οποία ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες κατά την τελική διάσκεψη κατά την οποία λήφθηκε η παρούσα απόφαση, τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Γεωργία Τζομάκα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της 1364/2006 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 2562156 Σειράς Α΄ έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, είναι κατά τα λοιπά τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το βάσιμο των λόγων της.

II. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση κατά της 1053/2002 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης ……………. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων ως ταμίας του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ………….. με το ποσό των 12.192.959 δραχμών και ήδη 35.782,71 ευρώ, που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στη διαχείριση του Ταμείου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2000, πλέον προσαυξήσεων ύψους 3.303.375 δραχμών και ήδη 9.694,42 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής με την ένδικη αίτησή του, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από 9.5.2011 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, για 1) παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας υπό την ειδικότερη αιτίαση της μη λήψης υπόψη των ισχυρισμών του ότι: α) πραγματικός πρόεδρος του Μητροπολιτικού Ταμείου και αυτός που τηρούσε τον τραπεζικό λογαριασμό αυτού, ήταν ο Μητροπολίτης ………………., β) η …/15.2.1997 πράξη του Μητροπολίτη …………….., με την οποία τον όριζε μόνο για τις λογιστικές εγγραφές και την ταυτάριθμη όμοια απόφαση 252/15.2.1997, στην οποία με παραπομπή προσέθεσε ότι τον όριζε διαχειριστή όλων των νομικών προσώπων και του Μητροπολιτικού Ταμείου, είναι πλαστογραφημένη, και γ) αθωώθηκε για το αδίκημα της υπεξαίρεσης με την 3065/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ………….., και 2) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την υπόθεση και ειδικότερα ότι το Τμήμα εσφαλμένα ερμήνευσε και υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια του δόλου ή της βαρειάς αμέλειας, εφόσον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στην περίπτωσή του δεν συνέτρεξε κανενός βαθμού αμέλεια.

III. Ο ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 146) ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 4, ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» και στο άρθρο 35 του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 1700/1987 (ΦΕΚ Α΄ 61), ότι: «1. Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών και σε κάθε Μητρόπολη συνιστάται Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο έχει εννιά μέλη … 5. Στα Μητροπολιτικά Συμβούλια ανήκει πέρα από τις κατά τις κείμενες διατάξεις αρμοδιότητές τους η διαχείριση, διοίκηση και αξιοποίηση της περιουσίας του νομικού προσώπου της Μητρόπολης, καθώς και της περιουσίας των ιερών προσκυνημάτων της περιοχής της οικείας Μητρόπολης …». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι Ιερές Μητροπόλεις αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η διαχείριση, διοίκηση και αξιοποίηση της περιουσίας των οποίων ανήκει στα οικεία Μητροπολιτικά Συμβούλια.

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189), 32 και 35 παρ. 1 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 3 και 19 του κανονισμού 100/1998 «Περί συστάσεως Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών»), προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των ο.τ.α. ή των ν.π.δ.δ., στα οποία περιλαμβάνονται και οι Μητροπόλεις, καθώς και όσοι, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε ο.τ.α. ή σε ν.π.δ.δ. και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος (Αποφ. Ολ. 1716,1717, 1718, 2335/2009, 452, 453, 1610/2008, 1, 736, 1805, 2400/2007, 1492/2000). Για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο, τον καθιστά αφ’ ενός μεν, υπόχρεο σε λογοδοσία και αφ’ ετέρου δε, υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος στη διαχείρισή του (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 1396/2000). Σύμφωνα δε, με γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, η οποία και συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 26, 28 και 29 του ν. 2362/1995 και 13 παρ. 1 και 4 του ν.δ/τος 496/1974 οι έναντι των νομικών προσώπων απαιτήσεις των πιστωτών (δικαιούχων) πρέπει να αποδεικνύονται από πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, βάσει των οποίων εκδίδεται ο κατά νόμο τίτλος πληρωμής, δηλαδή το οικείο χρηματικό ένταλμα. Εξάλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, η αποκατάσταση του οποίου συνεπάγεται τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 452, 453, 1456/2008, 976/2000), καθώς και κάθε «ανοίκειος» πληρωμή, δηλαδή κάθε πληρωμή που είτε δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου, είτε δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου, είτε είναι άσχετη προς το σκοπό της διαχείρισης (Αποφ. Ολομ. 1037/1995, 1913/1992, 160/2004).

Στο πλαίσιο αυτό, έλλειμμα αποτελεί και κάθε πληρωμή που βασίζεται σε μη νόμιμο τίτλο, δηλαδή σε τίτλο πληρωμής του οποίου είτε τα εξωτερικά γνωρίσματα δεν είναι πλήρη (π.χ. έλλειψη υπογραφής του αρμοδίου οργάνου), είτε τα δικαιολογητικά στα οποία στηρίζεται αποδειχθούν πλαστά ή βεβαιώνουν ως πραγματικά γεγονότα αναληθή (Αποφ. Ολομ. 750/1991 και 868/1990). Διαχειριστικά στοιχεία, επομένως, που δεν στηρίζονται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, δεν συνιστούν νόμιμη διαχείριση με συνέπεια να μην λαμβάνονται υπόψη οι ποσότητες χρημάτων που αντιπροσωπεύουν, οι οποίες ως εκ τούτου αποτελούν έλλειμμα (Αποφ. Ολομ. 867/1990). Στα νόμιμα δικαιολογητικά συγκαταλέγονται και τα κατά περίπτωση προβλεπόμενα από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων φορολογικά στοιχεία (π.δ. 186/1992, Α΄ 84). Για κάθε διαπιστούμενο στη διαχείρισή του χρηματικό έλλειμμα, ο υπόλογος ευθύνεται, κατ’ αρχήν, και για ελαφρά αμέλεια, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται, απαλλάσσεται δε μόνον αν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι καμία απολύτως υπαιτιότητα, ως προς την επέλευση του ελλείμματος, δεν τον βαρύνει, ότι δηλαδή συντρέχουν λόγοι που αίρουν την ευθύνη του (βλ. Αποφ. Ολομ. 1244/1997, 454/2008). Βαρεία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται όχι μόνο στις συναλλαγές αντικειμενικά και αφηρημένα απαιτούμενη επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου, αλλά ούτε και η στοιχειώδης επιμέλεια του κοινού και συνηθισμένου, ικανού προς δικαιοπραξία φυσικού προσώπου, την οποία αξιώνει ο νόμος από όλους τους ανθρώπους, όταν κινούνται μέσα στο κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής τους δραστηριότητας, με αποτέλεσμα η αμελής συμπεριφορά να εμφανίζεται ως σοβαρή και ασυνήθιστη. Εξάλλου, ελαφρά αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη, από το νόμο ή τους σχετικούς κανονισμούς ή η αποκτώμενη από τη συνήθη εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ζημιώσαντος, στοιχειώδης επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνειδήτου ικανού προς δικαιοπραξία φυσικού προσώπου, κινουμένου μέσα στο συγκεκριμένο κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής αυτού δραστηριότητος (βλ. Αποφ. Ολομ. 753/2010, 1244/1997). Συνεπώς, μέτρο κρίσης για την απόδειξη της έλλειψης της υπαιτιότητας του υπολόγου αποτελεί, σε κάθε περίπτωση που πρόκειται για έλλειμμα που συνέχεται εσωτερικά, υπό λειτουργική έννοια, με τη διαχειριστική δράση αυτού, η συμπεριφορά που επιδεικνύει ο μέσος συνετός άνθρωπος του κύκλου του (αντικειμενική επιμέλεια) κι όχι η συνήθης ατομική του συμπεριφορά. Η ελαφρά αμέλεια αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευση της οποίας γίνεται από το δικαστή της ουσίας μέσω των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Στον αναιρετικό έλεγχο υπόκειται τόσο η ψευδής ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας όσο και η κακή εφαρμογή της. Εξάλλου, η εξειδίκευσή της γίνεται όχι με βάση γενικά κοινωνικά κριτήρια αλλά με βάση κριτήρια που αρμόζουν και δεδομένα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, στην οποία υπάγεται ο κρινόμενος κάθε φορά υπόλογος (Απόφ. Ολομ. 753/2010). Σε περίπτωση δε που η υπαιτιότητα του υπολόγου εξικνείται μέχρι του βαθμού της βαρείας αμελείας ή του δόλου, καταλογίζονται σε βάρος αυτού, πέραν του ποσού του ελλείμματος, και οι εκάστοτε οριζόμενες από τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων προσαυξήσεις, απαλλάσσεται δε αυτός των προσαυξήσεων, εάν η δημιουργία του ελλείμματος δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του, γεγονός όμως που ενεργεί υποκειμενικώς, δηλαδή υπέρ του υποχρέου, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει, αφήνοντας ανεπηρέαστη την περαιτέρω εξέλιξη της υποχρεώσεως τυχόν λοιπών προσώπων.

V. Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα: Μετά από διαχειριστικό έλεγχο που διενήργησαν οι Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης …………. …………… και ……………, στη διαχείριση του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ……………, …………….., ………….., ………… και ……………….., για τις χρήσεις των οικονομικών ετών 1997-2000, διαπίστωσαν την ύπαρξη ελλείμματος ύψους 12.192.959 δραχμών και ήδη 35.782,71 ευρώ, το οποίο καταλόγισαν σε βάρος του αναιρεσείοντος. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε oτι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα προέκυπτε, με βάση τις υπάρχουσες εγγραφές στα διαχειριστικά βιβλία, ταμειακό υπόλοιπο 29.319.517 δραχμές (το σύνολο εσόδων περιόδου 1.1.1997 έως 31.12.2000 ανερχόταν σε 138.328.064 δραχμές μείον το σύνολο δαπανών 109.008.647 δραχμές), ενόψει δε του ότι το συνολικό ποσό που παραλήφθηκε από το νέο ταμία …………… ανερχόταν σε 21.337.057 δραχμές, εμφανιζόταν αρχικά έλλειμμα στη διαχείριση του εκκαλούντος ύψους 7.982.360 δραχμών. Πλην όμως από τη λεπτομερή αντιπαραβολή των διαχειριστικών βιβλίων, γραμματίων είσπραξης, χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής και των οικείων δικαιολογητικών διαπιστώθηκαν αθροιστικά λάθη, λανθασμένες καταχωρήσεις, παραλείψεις καταχωρήσεων καθώς και δύο μη νόμιμοι, κατά την κρίση των Επιθεωρητών, τίτλοι πληρωμής, εξαιτίας των οποίων το προαναφερόμενο σύνολο των εσόδων θα έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 1.669.123 δραχμές και το σύνολο των εξόδων να μειωθεί κατά 2.541.476 δραχμές, με αποτέλεσμα να προκύπτει τελικά έλλειμμα ύψους 12.192.959 δραχμών (7.982.360 + 1.669.123 + 2.541.476). Συγκεκριμένα, στα πραγματοποιηθέντα έσοδα πρέπει να προστεθούν τα εξής ποσά: 139.046 δραχμές από αθροιστικά λάθη στις σελίδες 17 (ορθό ποσόν 4.090.179, καταχωρηθέν ποσόν 4.080.203, διαφορά 9.976 δραχμές) 23 (ορθό ποσόν 332.597, καταχωρηθέν ποσόν 331.597, διαφορά 1.000 δραχμές), 26/27 (λανθασμένη μεταφορά αθροίσματος, ορθό ποσό 45.476.050, μεταφερθέν ποσόν 45.354.050, διαφορά 122 δραχμές), 43 (συνολικό ορθό ποσό 41.488.252, καταχωρηθέν ποσό 41.518.252, διαφορά 30.000 δραχμές), και 46 (ορθό ποσό 1.031.258, καταχωρηθέν ποσό 995.188, διαφορά 36.070 δραχμές) του βιβλίου ταμείου (εσόδων-εξόδων), 18.646 δραχμές από λανθασμένες καταχωρήσεις των ποσών των 331/1997 (ορθό ποσό 102.400, καταχωρηθέν ποσό 100.000. διαφορά 2.400 δραχμές), 332/1997 (ορθό ποσό 61.440, καταχωρηθέν ποσό 60.000, διαφορά 1440 δραχμές), 668/97 (ορθό ποσό 30.720 δραχμές, καταχωρηθέν ποσό 30.000 δραχμές, διαφορά 720 δραχμές), 613/1998 (ορθό ποσό 15.274, καταχωρηθέν ποσό 12.274, διαφορά 3.000 δραχμές), 664/1998 (ορθό ποσό 51.200, καταχωρηθέν ποσό 50.000, διαφορά 1200 δραχμές) και 665/1998 (ορθό ποσό 421.836, καταχωρηθέν ποσό 411.950, διαφορά 9.886 δραχμές) γραμματίων είσπραξης, 1.460.865 δραχμές του 678/1997 γραμματίου είσπραξης, το οποίο δεν καταχωρήθηκε καθόλου στο βιβλίο εσόδων (αφορούσε ποσοστό 40% επί των εισπράξεων των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως ………….., το οποίο όφειλε να εισαχθεί ως έσοδο της διαχείρισης του Μητροπολιτικού Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 16 του 3/1969 κανονισμού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), 19.590 δραχμές του 553/1998 γραμματίου είσπραξης (το οποίο εκδόθηκε δύο φορές, την πρώτη για 10.138 δραχμές και καταχωρήθηκε στο βιβλίο εσόδων και τη δεύτερη για 19.590, χωρίς όμως να καταχωρηθεί) και 30.976 δραχμές του 266/2000 γραμματίου είσπραξης, το οποίο δεν καταχωρήθηκε καθόλου, δηλαδή σύνολο πραγματοποιηθέντων και αποκρυβέντων εσόδων 1.669.123 δραχμές.

Περαιτέρω, στα πραγματοποιηθέντα έξοδα πρέπει να προστεθούν 16.260 δραχμές από αθροιστικά λάθη στις σελίδες 83 (ορθό ποσό 2.146.700, καταχωρηθέν ποσό 2.156.700, διαφορά 10.000 δραχμές), 108 (ορθό ποσό 2.825.966, καταχωρηθέν ποσό 2.815.706, διαφορά 10.260 δραχμές) και 124 (ορθό ποσό 498.711, καταχωρηθέν ποσό 481.971, διαφορά 16.000 δραχμές) του βιβλίου εξόδων ταμείου, καθώς και να αφαιρεθούν από αυτά (τα έξοδα) τα εξής ποσά: 109.283 δραχμές από λανθασμένες καταχωρήσεις των ποσών των 646/1997 (ορθό ποσό 8.000, καταχωρηθέν ποσό 80.000, διαφορά 72.000 δραχμές), 770/1997 (ορθό ποσό 400, καταχωρηθέν ποσό 4.000, διαφορά 3.660 δραχμές), 200/1999 (ορθό ποσό 550, καταχωρηθέν ποσό 17.225, διαφορά 16.675 δραχμές), 300/1999 (ορθό ποσό 27.452, καταχωρηθέν ποσό 40.000, διαφορά 12.548), 451/1999 (ορθό ποσό 300, καταχωρηθέν ποσό 1300, διαφορά 1000 δραχμές), 611/1999 (ορθό ποσό 21.000, καταχωρηθέν ποσό 22.400, διαφορά 1400 δραχμές), 996 και 997/2000 (συνολικό ορθό ποσό 361.600, καταχωρηθέν ποσό 363.600, διαφορά 2.000 δραχμές) χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, 1.958.480 δραχμές και 115.000 δραχμές των 1000/2000 και 378/2000 χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής αντίστοιχα, τα οποία κρίθηκαν μη νόμιμα από τους Επιθεωρητές με την αιτιολογία ότι δεν φέρουν την υπογραφή του Μητροπολίτη, ως διατάκτη, και ότι τα δικαιολογητικά του πρώτου (που αφορούσε εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στην Ι.Μ. ……………) είναι εικονικά και βεβαιώνονται με αυτά αναληθή περιστατικά (βλ. σχετ. στη σελίδα 49 της πορισματικής έκθεσης τη βεβαίωση της Ι.Μ. ………….. σύμφωνα με την οποία «… Αι εργασίαι που αναφέρονται εις τα ως άνω τιμολόγια δεν εξετελέσθησαν ποτέ και είναι ψευδή …»), ενώ στο δεύτερο (που αφορούσε αγορά ηλεκτρικού καταψύκτη) δεν είχε επισυναφθεί στα δικαιολογητικά το δελτίο αποστολής, καθώς και 374.973 δραχμές, που αντιστοιχούν στη διαφορά του ποσού που πράγματι καταβλήθηκε στη Δ.Ο.Υ. ………………. ως φόρος 10% στα εισοδήματα από εκμισθώσεις γαιών ή οικοδομών (άρθρο 13 ν. 2459/1997) και αυτού με το οποίο φέρεται ότι πιστώθηκε η οικεία διαχείριση από τον εκκαλούντα (ορθό ποσό 15.669.704, καταχωρηθέν ποσό 16.044.677, διαφορά 374.973 δραχμές, βλ. σχετ. σελ. 53 της πορισματικής έκθεσης). Το τελευταίο αυτό ποσό των 374.973 δραχμών αιτιολογείται ως έλλειμμα λόγω του ότι από τα 13683/2.4.997, 88002/13.5.1997, 91708/8.7.1997, 93803/11.8.1997, 15093/15.5.1998, 1454/25.6.1999, 785/7.2.00, 788/7.2.00 και 31811/10.8.00 τριπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ………………., σύμφωνα με σχετική βεβαίωση αυτής, εισπράχθηκαν συνολικά 15.669.704 δραχμές, ενώ ο εκκαλών φέρεται να εμφανίζει σχετικώς πληρωμές ύψους 16.044.677 δραχμών. Συγκεκριμένα το ανωτέρω ποσό προκύπτει από μερικότερες πιστώσεις της διαχείρισης του Ορφανοτροφείου Θηλέων, με την έκδοση των …/1997, …/1997, …/1997, …/1998, …/1999 και …/2000 χρηματικών ενταλμάτων, της διαχείρισης του Γηροκομείου Ανδρών, με την έκδοση των …/1998 και …/1999 χρηματικών ενταλμάτων, της διαχείρισης «……………..», με την έκδοση των …/1997, …/1998, …/1999 και …/2000 χρηματικών ενταλμάτων, της διαχείρισης του Μητροπολιτικού Ταμείου, με την έκδοση των …/1997, …/1997, …/1997, …/1997, …/1998, …/1998, …/1999 και …/2000 χρηματικών ενταλμάτων καθώς και της διαχείρισης του Κληροδοτήματος Αφών ……………… (κατά το οικονομικό έτος 1997), χωρίς όμως την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων. Το συνολικά διαπιστωθέν έλλειμμα ύψους 12.192.959 δραχμών (7.982.360 + 1.669.123 + 2.541.476), μαζί με προσαυξήσεις ύψους 3.303.375 δραχμών, καταλογίστηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος, ως ταμία του Μητροπολιτικού Ταμείου. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με την …/15.2.1997 πράξη του Μητροπολίτη ………….. είχε οριστεί ταμίας όλων των υπό τη Μητρόπολη ……………. ευαγών και πολιτιστικών ιδρυμάτων. Στο κείμενο της πράξη αυτής υπάρχει παραπομπή, η οποία φέρει τη μονογραφή του Μητροπολίτη ……………, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων ορίστηκε ταμίας και του Μητροπολιτικού Ταμείου. Δέχθηκε δε, το δικάσαν Τμήμα ότι, όπως προέκυπτε από το προσκομισθέν αντίγραφο, η ως άνω πράξη διατυπώθηκε αυθημερόν σε δακτυλογραφημένη μορφή υπογεγραμμένη από το Μητροπολίτη ………………. και στο κυρίως κείμενό της περιέχεται ο ορισμός του ήδη αναιρεσείοντος ως ταμία του Μητροπολιτικού Ταμείου.

Εξάλλου, σύμφωνα με την 760/18.7.2001 βεβαίωση της Ιεράς Μητρόπολης ………………, που υπογράφεται από τον πρωτοσυγκελλεύοντα Αρχιμανδρίτη ………………, διαχειριστής του Μητροπολιτικού Ταμείου από τον Οκτώβριο 1996 μέχρι το Φεβρουάριο 2001 ήταν ο αναιρεσείων, τον οποίο διαδέχτηκε ο ιερέας …………….. Επίσης, με την 1521/17.12.2000 αίτησή του ο αναιρεσείων ζήτησε να απαλλαγεί από το σύνολο των ταμιακών καθηκόντων που ασκούσε, μεταξύ των οποίων και του Μητροπολιτικού Ταμείου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ασκούσε διαχειριστικά καθήκοντα στο Μητροπολιτικό Ταμείο από τον Οκτώβριο 1996, ειδικότερα δε ως διορισμένος ταμίας από 15.2.1997 και νομίμως καταλογίστηκε σε βάρος του το κατά τα ανωτέρω διαπιστωθέν έλλειμμα. Εξάλλου, ο ίδιος είχε επίσης διοριστεί με το από 28.2.1993 πρακτικό του Μητροπολίτη υπεύθυνος για τις λογιστικές εγγραφές σε όλα τα βιβλία του Μητροπολιτικού Ταμείου και των Ιδρυμάτων, ενώ είχε διατελέσει, σύμφωνα με την πορισματική έκθεση, και μέλος του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου κατά τα έτη 1997 και 1998. Απορρίφθηκε δε, προβληθείς ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η αρχική πράξη …/15-2- 1997 νοθεύτηκε εν όψει της διεξαγωγής διαχειριστικού ελέγχου, με την παραπομπή που προστέθηκε, καθώς το γεγονός ότι η πράξη …/1997 δακτυλογραφήθηκε επίσης αυθημερόν (15.2.1997) σε έγγραφο που προσκόμισε ο αναιρεσείων, το οποίο δεν αναφέρει την ανωτέρω παραπομπή, δεν θίγει το πλήρες της περιεχόμενο, ενώ σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τον ορισμό του αναιρεσείοντος ως ταμία, από τη βεβαίωση 760/2001 προκύπτει ότι ασκούσε διαχειριστικά καθήκοντα κατά το διάστημα που αναφέρεται στη βεβαίωση αυτή, ενώ η από 17.12.2000 αίτησή του περί απαλλαγής από το σύνολο των ταμιακών του καθηκόντων περιέχει έμμεση ομολογία του ότι ασκούσε τα συγκεκριμένα διαχειριστικά καθήκοντα. Άλλωστε από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται άλλος χρόνος ορισμού του ως ταμία από τις 15.2.1997. Δέχθηκε δε, περαιτέρω, το Τμήμα ότι ακόμα και αν η διαχειριστική διαδικασία στο Μητροπολιτικό Ταμείο κινούνταν κατόπιν εντολών του Μητροπολίτη ……………, προς τον οποίο ο αναιρεσείων δεν στάθηκε δυνατό να εναντιωθεί υπό το κλίμα αυστηρότητας και κακώς νοούμενης πειθαρχίας που ο τελευταίος είχε επιβάλει, γεγονός παραμένει ότι ο αναιρεσείων ήταν ο αρμόδιος υπόλογος-ταμίας του Μητροπολιτικού Ταμείου και σε κάθε περίπτωση προέβη σε διαχειριστικές ενέργειες που τον καθιστούν υπόλογο.

Ακολούθως, το Τμήμα δέχθηκε ότι νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντος οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, οι οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 6 παρ. 1 του ν.δ/τος 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», όπως ισχύουν, και των Υ.Α. 1006560/422-12/0016/1996 (ΦΕΚ Β΄ 23) και 1084024/4813-12/0016/1999 (ΦΕΚ Β΄ 1828) υπολογίστηκαν νόμιμα, καθόσον αυτός επέδειξε δόλο κατά την εκτέλεση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων ή έστω βαρεία αμέλεια, αφού η διενέργεια, κατά την επί μακρό χρονικό διάστημα άσκηση των καθηκόντων του, διαχειριστικών πράξεων που συνίσταντο σε σωρεία λανθασμένων καταχωρήσεων στα λογιστικά βιβλία του Μητροπολιτικού Ταμείου που είχαν ως αποτέλεσμα τη διόγκωση των εξόδων και απόκρυψη δαπανών καθώς και στην πραγματοποίηση ανοίκειων πληρωμών, δηλαδή – στη συγκεκριμένη περίπτωση – πληρωμών που είτε δεν στηρίζονταν σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου, αποτελεί παραβίαση στοιχειωδών λογιστικών κανόνων, για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτείται ιδιαίτερη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις λογιστικής. Κρίνοντας έτσι το Τμήμα, δεν παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, αφού έλαβε υπόψη και απάντησε σε όλους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, απορριπτομένου του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβασίμου. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το δικάσαν Τμήμα δεν υπήγαγε ορθά τα ως άνω πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια του δόλου ή της βαρειάς αμέλειας, αφού στο πρόσωπό του δεν συνέτρεξε κανενός βαθμού υπαιτιότητα. Ο λόγος αυτός, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, πρέπει, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην 753/2010 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος, καθόσον, δεδομένης της ιδιότητας του αναιρεσείοντος ως κληρικού – ταμία του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ……………, ιερουργούντος στην περιφέρεια αυτής, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής σχέσης που τον συνέδεε με τον οικείο Μητροπολίτη και του δικαιολογημένου σεβασμού προς το πρόσωπό του, η όλη διαχειριστική διαδικασία κινούνταν ουσιαστικά κατόπιν εντολών του τελευταίου και κατά συνέπεια, το Τμήμα έσφαλε, όσον αφορά την κρίση του ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος συνέτρεξε τουλάχιστον βαρεία αμέλεια, εφόσον εσφαλμένα υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά από αυτό πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια της βαρειάς αμέλειας αντί της ελαφράς αμέλειας και επομένως αυτός έπρεπε να απαλλαγεί των προσαυξήσεων ύψους 3.303.375 δραχμών και ήδη 9.694,42 ευρώ, που αναλογούσαν στο ως άνω ποσό του καταλογισμού. Κατά τη γνώμη όμως 9 μελών του Δικαστηρίου, ήτοι: του Αντιπροέδρου Νικολάου Αγγελάρα και των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Γεωργίας Μαραγκού, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Ευαγγελίας-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταματίου Πουλή, Δέσποινας Κωνσταντάρα-Καββαδία και Αγγελικής Μυλωνά το δικάσαν Τμήμα δεχόμενο την ύπαρξη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος ως υπολόγου υπαιτιότητας τουλάχιστον σε βαθμό βαρείας αμέλειας για το δημιουργηθέν έλλειμμα ορθά υπήγαγε τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στο νόμο, κρίνοντας αυτά ως συγκροτούντα πράγματι τη νομική έννοια της βαρειάς αμέλειας και επομένως και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα έπρεπε να απορριφθεί. Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.

VI. Κατά συνέπεια, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου αναίρεσης και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στον αναιρεσείοντα (βλ. άρθρα 61 παρ. 3 και 117 Π.Δ/τος 1225/1981). Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να διακρατηθεί από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν χρήζει διευκρίνισης κατά το πραγματικό μέρος της (άρθρο 116 του π.δ/τος 1225/1981), να εκδικασθεί η από 13.8.2002 έφεση, η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η 1053/2002 καταλογιστική απόφαση των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης …………….. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και να περιοριστεί το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στις 12.192.959 δραχμές (και ήδη 35.782,71 ευρώ).

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται την από 27 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του ………………. κατά της 1364/2006 οριστικής απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος παραβόλου αναίρεσης.

Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 13.8.2002 έφεση του ……………… κατά της 1053/2002 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης ……………. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Μεταρρυθμίζει την ως άνω καταλογιστική απόφαση και περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στις 12.192.959 δραχμές (και ήδη 35.782,71 ευρώ).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2011.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ