Απόφαση: 726/2012
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Έφεση κατά καταλογιστικής πράξεως υπολόγων Α.Ε.Ι. Στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι εκ του νόμου διάδικοι τόσο το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και σε κάθε περίπτωση και το Δημόσιο, μεταξύ αυτών υφίσταται αναγκαστική ομοδικία και οι διαδικαστικές πράξεις καθενός από αυτούς δεσμεύουν και τους λοιπούς. Ειδικά για τις πράξεις αναγνώρισης και παραίτησης απαιτείται ομοφωνία, το δικαστήριο δε εκτιμά ελεύθερα τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς τους.
Ειδικοί Λογαριασμοί αξιοποιήσεως κονδυλίων για ερευνητικά έργα. Σκοπός και λειτουργία των ειδικών αυτών λογαριασμών. Τις δαπάνες ποιων έργων και μόνον καλύπτουν οι σχετικοί λογαριασμοί και υπό ποιες προϋποθέσεις. Δεδομένου ότι η διοίκηση και διαχείριση κάθε Λογαριασμού είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση και διαχείριση του Πανεπιστημίου, η διοίκηση και διαχείριση του Λογαριασμού, πραγματοποιούνται από τα όργανά του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Επιτροπή Ερευνών, κι ως εκ τούτου τα μέλη της Επιτροπής αυτής έχουν ευθύνη υπολόγου. Προϋποθέσεις για την μείωση του ποσού του καταλογισμού από τον ΕλΣυν. Κρίση ότι η δαπάνη της συμπληρωματικής ομαδικής ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης του συνόλου του προσωπικού του Πανεπιστημίου δεν αποτελεί νόμιμη δαπάνη εκ του ως άνω ειδικού λογαριασμού, ούτε εμπίπτει στην έννοια της αμοιβής προσωπικού. Η διαπίστωση του ερευνητικού ή μη χαρακτήρα μιας δαπάνης προκειμένου αυτή να καλυφθεί νόμιμα από τον Ειδικό Λογαριασμό δεν συνιστά τεχνική κρίση, αλλά έννοια ελεγχόμενη δικαστικά. Το γεγονός ότι το ως άνω πρόγραμμα ασφάλισης είχε εφαρμοστεί και στο παρελθόν δεν αίρει την υπαιτιότητα των αναιρεσειόντων υπολόγων. Αναπομπή της υπόθεσης προς ακριβή προσδιορισμό του βαθμού υπαιτιότητας των υπολόγων. Ομοια η υπ΄ αριθμ. 727/2012 απόφαση ΕΣ (Ολομ.).
Απόφαση: 726/2012
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση: Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά (εισηγήτρια), Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 3 Απριλίου 2009 (αριθμ. κατάθ. 164/2009) αίτηση αναίρεσης και τον από 25.8.2010 (αριθμ. κατάθ. 404/2010) πρόσθετο λόγο αναίρεσης κατά της 1/2009 οριστικής απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των α) …………….., κατοίκου ……………., οδός ………….., αριθμός …, β) ………………, κατοίκου ……………., οδός ………………, αριθμός …, γ) ………………, κατοίκου ……………, οδός ……………, αριθμός … και δ) ………….., κατοίκου …………….., οδός ………….., αριθμός …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ευάγγελου Μάλλιου (ΔΣΑ 22288).
Κατά, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, α) του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και β) του Πανεπιστημίου ……………., που εδρεύει στο …………….., εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Σουφαλιδάκη (ΔΣΡ 73).
Με την 933/7.2.2006 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης …………. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε βάρος των αναιρεσειόντων, πρώην μελών της Επιτροπής Διαχείρισης του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου …………….., και υπέρ του Λογαριασμού αυτού ποσό 123.257,89 ευρώ, λόγω ελλείμματος που δημιουργήθηκε στη διαχείριση του Λογαριασμού, κατά το έτος 2001.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1/2009 απόφαση του ΙV Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή έφεση των ανωτέρω, μεταρρυθμίστηκε η ως άνω καταλογιστική απόφαση και περιορίστηκε το σε βάρος τους καταλογισθέν ποσό σε 94.701,40 ευρώ.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης και του πρόσθετου λόγου αυτής.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψή τους.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πανεπιστημίου ……………, που ζήτησε την παραδοχή τους και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε, επίσης, την απόρριψή τους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα και τη Σύμβουλο Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Χριστίνα Ρασσιά, που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής:
1. Στο άρθρο 8 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ-Α΄, 304) ορίζεται ότι «1. Διάδικοι εις την ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκην είναι το Δημόσιον και το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, υπέρ ή καθ’ ων εξεδόθη ή έχει συνέπειας ή πράξις ή απόφασις. 2. …» και στο άρθρο 116 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας» (ΦΕΚ- Α΄, 97), που κατά το άρθρο 123 του ανωτέρω π.δ/τος εφαρμόζεται αναλογικά και στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι «1. Περισσότεροι ομοδικούν αναγκαστικώς, εφόσον: α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση, ή β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται, σύμφωνα με το νόμο, σε όλους τους ομοδίκους ή γ) κατά το νόμο, συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα μόνο από κοινού μπορεί να ασκηθεί από αυτούς ή κατ’ αυτών, ή δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις. 2. Οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, … δεσμεύουν και τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους. Για το κύρος όμως των πράξεων … αναγνώρισης, παραίτησης … απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαστικών ομοδίκων. 3. Το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς των αναγκαστικώς ομοδίκων».
2. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, και δεδομένου ότι στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι εκ του νόμου διάδικοι τόσο το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και σε κάθε περίπτωση και το Δημόσιο, μεταξύ αυτών υφίσταται αναγκαστική ομοδικία και οι διαδικαστικές πράξεις καθενός από αυτούς δεσμεύουν και τους λοιπούς. Ειδικά για τις πράξεις αναγνώρισης και παραίτησης απαιτείται ομοφωνία, το δικαστήριο δε εκτιμά ελεύθερα τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς τους.
3. Στην προκειμένη περίπτωση με την 933/7.2.2006 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης …………… του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών διενεργήθηκε καταλογισμός σε βάρος των αναιρεσειόντων και υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου ………… και με την προσβαλλόμενη 1/2009 απόφαση του ΙV Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού απορρίφθηκε εν μέρει η έφεση των ανωτέρω κατά της πράξης αυτής. Το Πανεπιστήμιο …………., στην προκειμένη δίκη, ζητά την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης που ασκήθηκε κατά της ως άνω απόφασης και συνακόλουθα σε βάρος του. Δεδομένου όμως ότι το Ελληνικό Δημόσιο, που αποτελεί αναγκαστικό ομόδικό του, ζητά την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκασή της.
4. Η εν λόγω αίτηση για αναίρεση της προαναφερόμενης 1/2009 οριστικής απόφασης του ΙV Τμήματος και ο πρόσθετος λόγος της έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού καταβλήθηκε και το προβλεπόμενο για την άσκηση της αίτησης αυτής παράβολο (3650/1.3.2011, 83124070 Σειράς Στ΄ Διπλότυπο Είσπραξης Τύπου Α΄ της ΔΟΥ ………………), η ίδια όπως και ο πρόσθετος λόγος της είναι τυπικά δεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά τους.
5. Με την 1/2009 απόφαση του ΙV Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή έφεση των αναιρεσειόντων, πρώην μελών της Επιτροπής Διαχείρισης του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου ……………, κατά της 933/7.2.2006 απόφασης της Οικονομικής Επιθεώρησης ………….. του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε βάρος τους, ως υπολόγων, ποσό 123.257,89 ευρώ. Ο εν λόγω καταλογισμός έλαβε χώρα λόγω ελλείμματος που δημιουργήθηκε στη χρηματική διαχείριση του ανωτέρω Λογαριασμού κατά το έτος 2001, μετά την πληρωμή ετήσιων ασφαλίστρων σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, σε εκτέλεση ανανέωσης ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου για τη συμπληρωματική ιατροφαρμακευτική ασφαλιστική κάλυψη του προσωπικού του Πανεπιστημίου, που αποφασίστηκε από τους αναιρεσείοντες. Με την ως άνω 1/2009 απόφαση του ΙV Τμήματος κρίθηκε ότι η ευθύνη των ανωτέρω εκτεινόταν χρονικά μέχρι τις 31.8.2001, αφού μέχρι αυτό το χρονικό σημείο οι ίδιοι ενέκριναν την ανανέωση του επίμαχου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, και ως εκ τούτου μεταρρυθμίστηκε η ανωτέρω καταλογιστική απόφαση και περιορίστηκε το σε βάρος τους καταλογισθέν ποσό σε 94.701,40 ευρώ.
6. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο της, όπως νόμιμα συμπληρώνονται με το από 22.2.2011 υπόμνημα, οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης, προβάλλοντας τα εξής: α) Εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 της ΚΑ/679/22.8.1996 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3577/2007, κατά το μέρος που κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να καλυφθεί δαπάνη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του προσωπικού του Πανεπιστημίου ………….. από τους πόρους του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας αυτού, με την αιτιολογία ότι η αυτή δεν συνιστούσε ερευνητικό ή αναπτυξιακό έργο. Ειδικότερα προβάλλεται ότι i) η Επιτροπή Διαχείρισης του Λογαριασμού είναι η αρμόδια να κρίνει αν μια δραστηριότητα εμπίπτει στους σκοπούς του και η απόφασή της αυτή συνιστά, ενόψει της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων, τεχνική κρίση, ii) η κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του προσωπικού του Πανεπιστημίου εμπίπτει στους σκοπούς του Ειδικού Λογαριασμού του, ως προαπαιτούμενο των ερευνητικών υποχρεώσεων και των αναπτυξιακών αναγκών του και iii) η μέσω της δαπάνης αυτής χρηματοδότηση αναγκών του Πανεπιστημίου και όχι αυτής της ίδιας της Επιτροπής Ερευνών δεν αίρει τον ερευνητικό ή αναπτυξιακό χαρακτήρα της δαπάνης, αφού οι σκοποί της Επιτροπής Ερευνών δεν αποσυνδέονται από τους σκοπούς του Πανεπιστημίου. β) Εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 2 της ίδιας ως άνω ΚΥΑ επίσης σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3577/2007, καθόσον εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του προσωπικού του Πανεπιστημίου δεν συνδέεται με τα λειτουργικά έξοδα του Πανεπιστημίου κατά την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ούτε με τα έξοδα λειτουργίας του Λογαριασμού, αφού i) δεδομένου ότι η ασφαλιστική κάλυψη του προσωπικού αποτελεί εργοδοτική υποχρέωση και απαραίτητο παράγοντα της επιτυχίας των ερευνητικών προγραμμάτων, η δαπάνη για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του προσωπικού του Πανεπιστημίου συνιστά δαπάνη προσωπικού, που νόμιμα καλύπτεται από το 25% του προϋπολογισμού κάθε έργου, το οποίο διατίθεται για τη χρήση του προσωπικού και των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου και τα έξοδα λειτουργίας του Λογαριασμού και ii) σε κάθε περίπτωση νόμιμα διατέθηκε το σχετικό κονδύλιο κατ’ εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες 20% των επιλέξιμων δαπανών μπορούσε να διατεθεί για κάλυψη λειτουργικών δαπανών του Πανεπιστημίου. γ) Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και συγκεκριμένα πλημμελή αιτιολογία καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη εσφαλμένα αποδέχεται ότι i) οι αναιρεσείοντες όφειλαν να γνωρίζουν ότι η προαναφερόμενη δαπάνη δεν ήταν νόμιμη, αν και αφενός αφορούσε σε παροχή προς τα μέλη του Πανεπιστημίου και αφετέρου οι κατηγορίες δαπανών που νόμιμα καλύπτονται από τους πόρους του Λογαριασμού και αναφέρονται στην ΚΑ/679/22.8.1996 ΚΥΑ είναι γενικές, ευρείες και ασαφείς, ώστε αυτοί καλόπιστα να θεωρούν ότι περιλαμβάνουν και τη συγκεκριμένη δαπάνη, ii) οι αναιρεσείοντες όφειλαν να γνωρίζουν ότι η διεύρυνση, με την ΚΑ/679/22.8.1996 ΚΥΑ, των σκοπών του Λογαριασμού ήταν εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης και iii) ευθύνονται για τη διάθεση του καταλογισθέντος ποσού, αφού δικαιολογημένα πίστευαν ότι τη σχετική αποφασιστική αρμοδιότητα είχε η Σύγκλητος. iv) Σε κάθε περίπτωση άλλωστε δεν φέρουν κανενός βαθμού υπαιτιότητα δεδομένου ότι ανανέωσαν ένα πρόγραμμα που είχε αποφασιστεί και λειτουργούσε από το 1997, χωρίς να εγερθούν αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητά του, παρότι διενεργήθηκαν έλεγχοι και από το Σώμα Ορκωτών Λογιστών. δ) Τέλος, ζητούν εφαρμογή του άρθρου 36 παρ. 3 του ν. 3848/2010 και ακύρωση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και συνακόλουθα και της καταλογιστικής πράξης της Οικονομικής Επιθεώρησης ……………… ή επικουρικά μείωση του καταλογισθέντος ποσού, καθόσον οι αναιρεσείοντες δεν επέδειξαν καμίας μορφής αμέλεια.
7. Από τα άρθρα 25 και 26 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ-Α΄, 189), 54 και 56 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ-Α΄, 247) και 32 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ-Α΄, 204) προκύπτει ότι όσοι διαχειρίζονται χρήματα που ανήκουν στο Δημόσιο και σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αποκτούν την ιδιότητα του υπολόγου και υπέχουν ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του ελλείμματος που διαπιστώνεται στη διαχείρισή τους. Έλλειμμα συνιστά κάθε έλλειψη χρημάτων αλλά και κάθε «ανοίκειος» πληρωμή, κάθε πληρωμή δηλαδή που είτε δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου είτε είναι άσχετη προς το σκοπό της διαχείρισης. Η ανωτέρω ευθύνη των υπολόγων προς αναπλήρωση του ελλείμματος τεκμαίρεται και θεμελιώνεται σε οποιουδήποτε βαθμού πταίσμα, έστω και ελαφρά αμέλεια, και η απαλλαγή τους είναι δυνατή μόνο αν αποδειχθεί ότι συμμορφώθηκαν πλήρως προς τα «κεκανονισμένα» και επέδειξαν αντικειμενική επιμέλεια, τη συμπεριφορά δηλαδή του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου του κύκλου τους (ΕΣ Ολ. Απ. 765/1998, 1051/1995, 1187/1988).
8. Περαιτέρω, ο ν. 706/1977 «Περί προωθήσεως της Επιστημονικής Ερεύνης και της Τεχνολογίας» (ΦΕΚ-Α΄, 279) ορίζει στο άρθρο 14 ότι «1. … 7. Απαγορεύεται η χρησιμοποίησις πιστώσεων, χορηγηθεισών … εις ερευνητικόν φορέα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, διά σκοπόν διάφορον του δι’ ον εχορηγήθησαν …» και στο άρθρο 18 ότι «Δια Προεδρικών Διαταγμάτων, … ρυθμίζονται … θέματα σχετικώς με τον τρόπο διαθέσεως και διαχειρίσεως των κονδυλίων ερεύνης … περιλαμβανομένης και της δυνατότητος συστάσεως ειδικών λογαριασμών αξιοποιήσεως των κονδυλίων ερεύνης, … ως και της διαθέσεως των κονδυλίων τούτων προς υποστήριξιν ωρισμένων εκάστοτε ερευνητικών προγραμμάτων επιστημονικών εργαστηρίων, … Ανωτάτων Σχολών …». Κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού άρθρου, εκδόθηκε το π.δ. 432/1981 «Περί συστάσεως Ειδικών Λογαριασμών αξιοποιήσεως κονδυλίων για την εκτέλεση ερευνητικών έργων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας» (ΦΕΚ-Α΄, 118), στο άρθρο 1 του οποίου, ορίστηκε ότι: «1. Συνιστάται, σε καθένα από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) της Χώρας, Ειδικός Λογαριασμός για την αξιοποίηση των κονδυλίων επιστημονικής ερεύνης … 2. Σκοπός του Λογαριασμού είναι η διάθεση και διαχείριση κονδυλίων που … προορίζονται για την κάλυψη δαπανών, οποιουδήποτε είδους, που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες ερευνητικών έργων που εκτελούνται από το επιστημονικό προσωπικό των ΑΕΙ …».
9. Συναφώς ο ν. 1514/1985 «Ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας» (ΦΕΚ-Α΄, 13), που εκδόθηκε στη συνέχεια, όριζε στο άρθρο 2 ότι «… α) “Έρευνα” είναι η εργασία που έχει σκοπό να προαγάγει την επιστημονική γνώση σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές θεωρίες ή η επεξεργασία νέων θεωριών, … δ) “Έργο” είναι η σχεδιασμένη δραστηριότητα έρευνας με συγκεκριμένο αντικείμενο, μεθοδολογία, χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης και προϋπολογισμό δαπανών. ε) “Πρόγραμμα” είναι το σύνολο των ερευνητικών και τεχνολογικών έργων που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ερευνητικών αναγκών σε καθορισμένη χρονική περίοδο. …» και στο άρθρο 6 ότι: «1. … 4. Το Π.Δ. 432/1981 … διατηρείται σε ισχύ. Το Δ/γμα αυτό μπορεί να τροποποιείται, επεκτείνεται ή καταργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Έρευνας και Τεχνολογίας. … 6. Οι πιστώσεις, που διατίθενται … για εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων και έργων, απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν … για σκοπό άλλον από εκείνο, για τον οποίο διατέθηκαν». Κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού άρθρου εκδόθηκε η Β1/819/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Βιομηχανίας «Σύσταση Ειδικών Λογαριασμών για τη χρηματοδότηση Ερευνητικών Έργων και σχετικών Υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που εκτελούνται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ή Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας» (ΦΕΚ-Β΄, 920), με την οποία τροποποιήθηκε το π.δ. 432/1981 στο άρθρο 1 του οποίου ορίστηκε πλέον ότι «1. … 2. Σκοπός του Λογαριασμού είναι η διάθεση και διαχείριση κονδυλίων που … προορίζονται για την κάλυψη δαπανών, οποιουδήποτε είδους, που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες ερευνητικών και επιμορφωτικών έργων σχετικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που εκτελούνται ή παρέχονται από το επιστημονικό προσωπικό των ΑΕΙ …».
10. Ακολούθησε ο ν. 2413/1996 «Η ελληνική παιδεία στο εξωτερικό, η διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ-Α΄, 124) με το άρθρο 50 του οποίου αντικαταστάθηκε το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του ν. 2233/1994 και ορίστηκε ότι «γ. ι) Συνιστάται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων … ειδικός λογαριασμός, μέσω του οποίου … χρηματοδοτούνται προγράμματα και έργα του επιχειρησιακού προγράμματος “Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση” που … εκτελούνται … από τα Α.Ε.Ι. … ιιι. Η χρηματοδότηση των Α.Ε.Ι. … για την εκτέλεση έργων, μελετών και λοιπών δραστηριοτήτων που έχουν εγκριθεί στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος “Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση” γίνεται μέσω του ειδικού λογαριασμού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στους ειδικούς λογαριασμούς αυτών που έχουν συσταθεί με το π.δ. 432/1981 και την υπουργική απόφαση Β1/819/1988. Οι σκοποί των λογαριασμών αυτών επεκτείνονται και στη χρηματοδότηση των έργων και δραστηριοτήτων του ανωτέρω επιχειρησιακού προγράμματος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται ο τρόπος διαχείρισης, λειτουργίας και ελέγχου των ειδικών λογαριασμών των Α.Ε.Ι. … ως προς τα παραπάνω θέματα, καθώς και θέματα έρευνας, κατά τροποποίηση της υπουργικής απόφασης Β1/819/1988. …». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η ΚΑ/679/22.8.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων «Τροποποίηση και αντικατάσταση της απόφασης με αρ. Β1/819 “σύσταση Ειδικών Λογαριασμών για τη χρηματοδότηση Ερευνητικών `Έργων και σχετικών Υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που εκτελούνται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ή Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας”» (ΦΕΚ- Β΄, 826), η οποία συνακόλουθα τροποποίησε και το π.δ. 432/1981 και όρισε, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημιουργίας του κρινόμενου ελλείμματος, τα εξής: Άρθρο 1: «1. Συνίσταται σε καθένα από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ), … της χώρας Ειδικός Λογαριασμός για την αξιοποίηση των κονδυλίων επιστημονικής έρευνας, εκπαίδευσης, κατάρτισης, τεχνολογικής ανάπτυξης και παροχής σχετικών υπηρεσιών, … 2. Σκοπός του Λογαριασμού είναι η διάθεση και διαχείριση κονδυλίων που … προορίζονται για την κάλυψη δαπανών, οποιουδήποτε είδους, που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες ερευνητικών, εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών, αναπτυξιακών καθώς και έργων συνεχιζόμενης κατάρτισης και έργων για την παροχή επιστημονικών, τεχνολογικών και καλλιτεχνικών υπηρεσιών, την εκπόνηση ειδικών μελετών, την εκτέλεση δοκιμών, μετρήσεων εργαστηριακών εξετάσεων και αναλύσεων, την παροχή γνωμοδοτήσεων, τη σύνταξη προδιαγραφών για λογαριασμό τρίτων, ως και άλλων σχετικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στη σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγή και εκτελούνται ή παρέχονται από το επιστημονικό προσωπικό των ΑΕΙ …». Άρθρο 3: «1. Η Διοίκηση και διαχείριση του Λογαριασμού πραγματοποιείται από τα όργανά του και είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση και διαχείριση των ΑΕΙ … 2. Όργανα διοικήσεως και διαχειρίσεως του Λογαριασμού είναι: α) Η Επιτροπή Ερευνών, β) Η Γραμματεία του Λογαριασμού». Άρθρο 4: «1. … 6. Η επιτροπή έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες: α. … δ. Εγκρίνει, … προτάσεις για χρηματοδότηση ερευνητικών, τεχνολογικών, εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών έργων από το Λογαριασμό … ε. Καταρτίζει ετήσιο επιστημονικό και οικονομικό προϋπολογισμό και απολογισμό κινήσεως του Λογαριασμού … η. Αποδέχεται τις κάθε είδους επιχορηγήσεις, δωρεές και εισφορές τρίτων στο Λογαριασμό και καθορίζει τους ειδικότερους όρους αποδοχής και διάθεσής τους. …». Άρθρο 7: «1. Τα έσοδα του Λογαριασμού … διατίθενται με ειδικές εντολές του Προέδρου της Επιτροπής ή εξουσιοδοτούμενου απ’ αυτόν μέλους της Επιτροπής. 2. Ποσοστό μέχρι 25% του συνολικού προϋπολογισμού κάθε έργου που χρηματοδοτείται μέσω του λογαριασμού … διατίθεται κατά προτεραιότητα σε κάθε ίδρυμα για την ενδεχόμενη χρήση του προσωπικού του εγκαταστάσεων και οργάνων κατά την εκτέλεση του χρηματοδοτούμενου έργου και για τα έξοδα λειτουργίας του Λογαριασμού. … 4. … Ειδικότερα οι διάφορες κατηγορίες δαπανών θα πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα ακόλουθα : Α. Απασχόληση προσωπικού: α. Αμοιβή για τα μέλη του προσωπικού του ΑΕΙ … που μετέχουν στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου, εφόσον η σχετική πρόβλεψη περιλαμβάνεται στην εγκεκριμένη πρόταση για την εκτέλεση του έργου αυτού …».
11. Τέλος, με το άρθρο 12 του ν. 3577/2007 «Δημιουργία Φορέα Διαχείρισης Ολοκληρωμένου Προγράμματος Δια βίου Μάθησης, ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικής εκπαίδευσης και φορέων εποπτείας Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ-Α΄, 130) ορίστηκε ότι «1. Η αληθής έννοια των εξουσιοδοτικών διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 1514/1985 και του άρθρου 18 του ν. 706/1977 είναι ότι με την εκδιδόμενη σχετικώς κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών (ήδη Οικονομίας και Οικονομικών), Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Έρευνας και Τεχνολογίας (ήδη Ανάπτυξης) ρυθμίζονται και ζητήματα που αφορούν … τη διαδικασία διάθεσης, διαχείρισης και αιτιολόγησης των κονδυλίων των Ειδικών Λογαριασμών. …».
12. Από τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν συνάγονται τα εξής: Με το ν. 706/1977 απαγορεύτηκε απόλυτα η χρησιμοποίηση πιστώσεων που χορηγήθηκαν σε ερευνητικούς φορείς για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο τους δόθηκαν και ταυτόχρονα θεσπίστηκε, με το άρθρο 18 αυτού, η δυνατότητα δημιουργίας ειδικών λογαριασμών προκειμένου να διατεθούν κονδύλια που έχουν δοθεί χάριν της έρευνας για την υποστήριξη των ερευνητικών, αποκλειστικά, προγραμμάτων των Πανεπιστημίων. Στα πλαίσια της εξουσιοδότησης αυτής, με το π.δ. 432/1981, συστάθηκαν σε κάθε Πανεπιστήμιο τέτοιοι λογαριασμοί για την κάλυψη των δαπανών που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες των ερευνητικών έργων που εκτελούνται από το επιστημονικό προσωπικό τους. Σε συνέχεια αυτών, με το ν. 1514/1985 επαναλήφθηκε αφενός, με το άρθρο 6 παρ. 6 αυτού, η απαγόρευση χρήσης των κονδυλίων έρευνας για άλλους σκοπούς και αφετέρου προβλέφθηκε, με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η δυνατότητα τροποποίησης επέκτασης ή κατάργησης του ανωτέρω π.δ/τος 432/1981 με κοινή υπουργική απόφαση. Βάσει της εξουσιοδότησης αυτής εκδόθηκε η Β1/819/1988 απόφαση, σύμφωνα με την οποία από τους ειδικούς αυτούς λογαριασμούς μπορούσαν πλέον να καλύπτονται δαπάνες όχι μόνο ερευνητικών αλλά και επιμορφωτικών έργων όπως και σχετικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που εκτελούνταν από το επιστημονικό προσωπικό των Πανεπιστημίων.
13. Όμως, η διεύρυνση αυτή των σκοπών των ειδικών λογαριασμών, ούτως ώστε να εμπίπτει σ’ αυτούς η χρηματοδότηση όχι μόνον των αμιγώς ερευνητικών αλλά και επιμορφωτικών έργων όπως και σχετικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων των Πανεπιστημίων, δεν βρίσκει έρεισμα στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 1514/1985. Και αυτό γιατί με τη διάταξη αυτή δόθηκε μόνο η δυνατότητα τροποποίησης ή επέκτασης του π.δ. 432/1981 με κοινή υπουργική απόφαση, χωρίς ταυτόχρονα τα τροποποιηθούν ή να επεκταθούν και τα όρια της εξουσιοδότησης έκδοσής του όπως αυτά προσδιορίστηκαν με το άρθρο 18 του ν. 706/1977, και συνεπώς μέσα στα όρια της εξουσιοδότησης αυτής, η οποία απέβλεψε στη ρύθμιση της χρηματοδότησης αμιγώς ερευνητικών έργων. Η έννοια αυτή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 1514/1985 επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, που επαναλαμβάνει την απαγόρευση χρησιμοποίησης των κονδυλίων έρευνας για άλλους σκοπούς. Ως εκ τούτου και υπό το καθεστώς της Β1/819/1988 κοινής υπουργικής απόφασης από τους ειδικούς λογαριασμούς των Πανεπιστημίων μπορούσαν να καλύπτονται δαπάνες ερευνητικών αποκλειστικά έργων.
14. Στη συνέχεια, με το άρθρο 50 του ν. 2413/1996, δεν τροποποιήθηκε το καθεστώς αυτό αλλά επεκτάθηκαν οι σκοποί των ειδικών λογαριασμών προκειμένου να συμπεριληφθεί σ’ αυτούς και η χρηματοδότηση έργων, μελετών και λοιπών δραστηριοτήτων που είχαν ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση» (ΕΠΕΑΕΚ). Ως εκ τούτου οι λογαριασμοί αυτοί επιτρέπεται στο εξής να επιβαρύνονται με δαπάνες που αφορούν στην υλοποίηση αμιγώς ερευνητικών έργων ή έργων του ανωτέρω Επιχειρησιακού Προγράμματος. Επομένως και η ΚΑ/679/1996 κοινή υπουργική απόφαση που εκδόθηκε σε εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού νόμου και με την οποία διευρύνθηκαν οι σκοποί των λογαριασμών αυτών ώστε να καλύπτονται πλέον δαπάνες και εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών, αναπτυξιακών και άλλων σκοπών βρίσκεται, κατά το μέρος αυτό, και αυτή εκτός εξουσιοδότησης. Τέλος, τα ανωτέρω δεν διαφοροποιήθηκαν ούτε με την ισχύ του ν. 3577/2007, με το άρθρο 12 του οποίου ρυθμίστηκαν μόνο ζητήματα διαδικασίας διάθεσης και διαχείρισης των κονδυλίων των ειδικών λογαριασμών χωρίς να διαφοροποιηθούν οι σκοποί τους. Κατά συνέπεια και υπό την ισχύ της ΚΑ/679/1996 κοινής υπουργικής απόφασης επιτρέπεται από τα κονδύλια των ειδικών λογαριασμών των Πανεπιστημίων να καλύπτονται περιοριστικά δαπάνες ερευνητικών έργων ή έργων ενταγμένων στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση». Όπως δε ορίζεται στο άρθρο 2 του ν. 1514/1985, ερευνητικά είναι μόνο τα έργα και τα προγράμματα που αποβλέπουν στην προαγωγή και βελτίωση της επιστημονικής γνώσης.
15. Περαιτέρω, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΚΑ/679/1996 κοινή υπουργική απόφαση, ποσοστό μέχρι 25% του συνολικού προϋπολογισμού κάθε έργου που χρηματοδοτείται από το λογαριασμούς διατίθεται για τα έξοδα λειτουργίας αυτού του ίδιου του Λογαριασμού χρηματοδότησης όπως επίσης και για λειτουργικές δαπάνες του αντίστοιχου Πανεπιστημίου και συγκεκριμένα για τη χρήση του προσωπικού του, των εγκαταστάσεων και των οργάνων του. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την κάλυψη των εν λόγω λειτουργικών δαπανών του Πανεπιστημίου, μέσω του Ειδικού Λογαριασμού του, από το ανωτέρω ποσοστό του προϋπολογισμού κάθε έργου είναι ότι οι δαπάνες αυτές σχετίζονται οπωσδήποτε με την πραγματοποίηση του συγκεκριμένου χρηματοδοτούμενου έργου, εξαιτίας της χρήσης του προσωπικού και των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου για την εκτέλεση του έργου αυτού. Εξάλλου, ως δαπάνη προσωπικού, κατά τα ανωτέρω, νοείται αποκλειστικά η δαπάνη της αμοιβής του προσωπικού του Πανεπιστημίου που μετέχει στην εκτέλεση του έργου και όχι και άλλου είδους δαπάνες.
16. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια ως άνω ΚΑ/679/1996 κοινή υπουργική απόφαση, η διοίκηση και διαχείριση κάθε Λογαριασμού είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση και διαχείριση του Πανεπιστημίου, στο οποίο έχει συσταθεί. Οι εν λόγω διοίκηση και διαχείριση του Λογαριασμού, πραγματοποιούνται από τα όργανά του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Επιτροπή Ερευνών, με εντολές του Προέδρου της οποίας διατίθενται τα αναγκαία κάθε φορά ποσά. Ως εκ τούτου τα μέλη της Επιτροπής αυτής έχουν ευθύνη υπολόγου, με συνέπεια να καταλογίζονται σε περίπτωση που διαπιστωθεί έλλειμμα στο Λογαριασμό, ο οποίος, παρά τη λειτουργία του εκτός του προϋπολογισμού του οικείου Πανεπιστημίου και τη λογιστική και διαχειριστική αυτοτέλειά του, αποτελεί χρηματική διαχείριση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΕΣ Ολ. Απ. 27/2010).
17. Πέραν αυτών, ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 36 ΤΟΥ Ν. 3848/2010 «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ του εκπαιδευτικού – Καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ-Α, 71) ορίζεται ότι «1. … 3. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, … κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειάς του, σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθη¬καν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των μελών των Επιτροπών Διαχείρισης των Ειδικών Λογαριασμών Κον¬δυλίων Έρευνας των Α.Ε.Ι. … από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνόμενου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των πρόσθετων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλά¬ξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου αν υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού. Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιο¬νομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτήν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης, τον καταλογισθέντα από το συ¬νολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα. …».
18. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, και κατά το στάδιο της εκδίκασης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε υποθέσεις καταλογισμών σε βάρος μελών Επιτροπών Διαχείρισης των Ειδικών Λογαριασμών Κον¬δυλίων Έρευνας των Α.Ε.Ι., είναι δυνατόν, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτημα του βαρυνόμενου με τον καταλογισμό, να μειωθεί το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο, αν υφίσταται ελαφρά αμέλεια του καταλογισθέντος. Για τη μείωση αυτή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητάς του, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιο¬νομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί επίσης να απαλλάξει τον καταλογισθέντα από το καταλογισθέν ποσό, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη για το έλλειμμα που δημιουργήθηκε από τις ενέργειές του.
19. Σε τέτοια περίπτωση, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, αν στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζεται ο βαθμός υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, πρέπει η υπόθεση να αναπέμπεται στο Τμήμα που εξέδωσε την απόφαση αυτή, προκειμένου να τον προσδιορίσει και στη συνέχεια, εάν ο καταλογισθείς δεν βαρύνεται με δόλο ή βαρεία αμέλεια, να μειώσει ανάλογα, μετά από συνεκτίμηση των στο άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 3848/2010 αναφερομένων στοιχείων, το ποσό του καταλογισμού. Η αναπομπή επιβάλλεται αφενός γιατί ο προσδιορισμός του βαθμού υπαιτιότητας του καταλογισθέντος συνιστά κρίση ζητήματος ουσίας μετά από συνεκτίμηση πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν συνάδει με τον αναιρετικό έλεγχο, και αφετέρου γιατί δεν είναι επιτρεπτό να κρίνεται άπαξ, δηλαδή σε ένα και τελευταίο βαθμό, το μέγεθος της υπαιτιότητας του καταλογιζόμενου.
20. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Μαρίας Βλαχάκη, η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 3 του ν. 3848/2010 αποτελεί ειδική διάταξη, σύμφωνα με την οποία εξετάζεται από την ίδια την Ολομέλεια, κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης, εάν συντρέχουν οι οριζόμενες με αυτήν προϋποθέσεις και συνακόλουθα και η δυνατότητα μείωσης του ποσού του καταλογισμού. Ως εκ τούτου και όταν δεν καθορίζεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο βαθμός υπαιτιότητας του καταλογιζομένου, η Ολομέλεια προβαίνει η ίδια βάσει των ουσιαστικών δεδομένων της υπόθεσης στον καθορισμό του βαθμού υπαιτιότητας και δεν αναπέμπει την υπόθεση στο δικάσαν Τμήμα.
21. Στην κρινόμενη υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το IV Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 2001, και ειδικότερα μέχρι τις 31.8.2001, καταβλήθηκε ποσό 94.701,40 ευρώ από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου …………… στην εταιρία με την επωνυμία «………………..», ως ετήσια ασφάλιστρα για την, πέραν της κανονικής ασφάλισης, συμπληρωματική ιατροφαρμακευτική ασφαλιστική κάλυψη του συνόλου του διοικητικού και εκπαιδευτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου. Το ανωτέρω ποσό καταβλήθηκε σε εκτέλεση των 153/29.6.2000 και 155/21.9.2000 αποφάσεων της Επιτροπής Ερευνών του Λογαριασμού, μέλη της οποίας ήταν και οι αναιρεσείοντες, με τις οποίες αποφασίστηκε η ανανέωση του ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου μεταξύ του Πανεπιστημίου Κρήτης και της Εθνικής Ασφαλιστικής για ένα έτος και συγκεκριμένα από 1.9.2000 μέχρι 31.8.2001 και η διάθεση του σχετικού ποσού των ασφαλίστρων. Ειδικότερα το καταβληθέν ποσό των 94.701,40 αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 1.1 έως 31.8.2001. Το Τμήμα έκρινε ότι η δαπάνη της συμπληρωματικής ομαδικής ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης του συνόλου του προσωπικού του Πανεπιστημίου δεν επιβάρυνε νόμιμα τους πόρους του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας αυτού, καθόσον ο εν λόγω Λογαριασμός είχε συσταθεί αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων ερευνητικών έργων όπως και των έργων, των οποίων η εκτέλεση εγκρίθηκε στα πλαίσια του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση». Κατά συνέπεια η δαπάνη αυτή συνιστούσε ανοίκεια πληρωμή, άσχετη προς τους σκοπούς του Λογαριασμού και δημιούργησε σ’ αυτόν ισόποσο έλλειμμα. Για το έλλειμμα αυτό κρίθηκε ότι ευθύνονται οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ως μέλη του κύριου οργάνου διαχείρισής του, δηλαδή της Επιτροπής Ερευνών, έφεραν εκ του νόμου την ιδιότητα του υπολόγου. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι ίδιοι υπαίτια προκάλεσαν το έλλειμμα αυτό, αφού ενέκριναν την ανανέωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σε βάρος των πόρων του Λογαριασμού με άμεσο αποτέλεσμα την εκταμίευση του αντίστοιχου ποσού των ασφαλίστρων. Ενόψει αυτών κρίθηκε ότι αυτοί νόμιμα καταλογίσθηκαν με το αντίστοιχο ποσό.
22. Ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 2 της ΚΑ/679/22.8.1996 κοινής υπουργικής απόφασης, με την αιτίαση ότι η κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του προσωπικού του Πανεπιστημίου εμπίπτει στους σκοπούς του Ειδικού Λογαριασμού του, ως προαπαιτούμενο των ερευνητικών υποχρεώσεων και των αναπτυξιακών αναγκών του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η, πέραν της νόμιμης και υποχρεωτικής, πρόσθετη ασφάλιση του συνόλου του προσωπικού του Πανεπιστημίου, διοικητικού και επιστημονικού, σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία αποτελεί απλώς μια πρόσθετη χαριστική παροχή στους εργαζομένους αυτούς, η οποία δεν συνδέεται κατά κανένα τρόπο με ερευνητικούς σκοπούς ούτε συνιστά προϋπόθεση για την εκτέλεση ερευνητικών έργων και επομένως δεν μπορεί να καλυφθεί με δαπάνες του Ειδικού Λογαριασμού του Πανεπιστημίου. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, και αν ήθελε κριθεί ότι η ΚΑ/679/1996 κοινή υπουργική απόφαση βρίσκεται εντός εξουσιοδότησης και πάλι η ανωτέρω δαπάνη της προαιρετικής πρόσθετης ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης δεν μπορεί να καλυφθεί με δαπάνες του Ειδικού Λογαριασμού, αφού κατά καμία έννοια δεν σχετίζεται ούτε εξυπηρετεί εκπαιδευτικές, επιμορφωτικές, αναπτυξιακές ή άλλες ανάγκες του Πανεπιστημίου και ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο αυτών.
23. Η συνδεόμενη με τον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, σύμφωνα με την οποία δεν αίρεται ο ερευνητικός ή αναπτυξιακός χαρακτήρας της δαπάνης εξαιτίας της χρηματοδότησης αναγκών του Πανεπιστημίου και όχι αυτής της ίδιας της Επιτροπής Ερευνών, είναι αλυσιτελής, αφού όπως προαναφέρθηκε η επίμαχη δαπάνη δεν έχει κανενός είδους ερευνητικό ή αναπτυξιακό χαρακτήρα.
24. Επίσης αβάσιμη και απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι η Επιτροπή Διαχείρισης του Λογαριασμού είναι η μόνη αρμόδια να κρίνει αν μια δραστηριότητα εμπίπτει στους σκοπούς του και ότι η απόφασή της αυτή συνιστά τεχνική κρίση, ενόψει της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων. Η νομιμότητα των δαπανών τις οποίες διενεργούν οι υπόλογοι και οι κρίσεις που συναρτώνται με αυτήν και την στηρίζουν δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση τεχνική κρίση αλλά αντίθετα ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον κατασταλτικό έλεγχο της οικείας διαχείρισης. Η αυτοδιοίκηση του ελεγχόμενου φορέα, έστω και συνταγματικά κατοχυρωμένη, δεν μπορεί να μετατρέψει την ως άνω κρίση για τη νομιμότητα μιας δαπάνης σε τεχνική κρίση. Ως εκ τούτου και η διαπίστωση του ερευνητικού ή μη χαρακτήρα μιας δαπάνης προκειμένου αυτή να καλυφθεί νόμιμα από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου δεν συνιστά τεχνική κρίση αλλά αντίθετα έννοια ελεγχόμενη δικαστικά.
25. Όμοια αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής του άρθρου 7 παρ. 2 της ΚΑ/679/22.8.1996 κοινής υπουργικής απόφασης, με την αιτίαση ότι η κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του προσωπικού του Πανεπιστημίου συνιστά δαπάνη προσωπικού, που νόμιμα καλύπτεται από το 25% του προϋπολογισμού κάθε έργου, το οποίο διατίθεται για τη χρήση του προσωπικού και των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου και τα έξοδα λειτουργίας του Λογαριασμού. Ποσοστό μέχρι 25% του συνολικού προϋπολογισμού κάθε έργου που χρηματοδοτείται από το Λογαριασμό διατίθεται μεν για τις λειτουργικές δαπάνες του Πανεπιστημίου και συγκεκριμένα για τη χρήση του προσωπικού του, των εγκαταστάσεων και των οργάνων του, εφόσον όμως το προσωπικό και οι εγκαταστάσεις σχετίζονται και χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένου χρηματοδοτούμενου από το Λογαριασμό έργου. Η πρόσθετη ασφάλιση του συνόλου του προσωπικού του Πανεπιστημίου, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του στην εκτέλεση συγκεκριμένου χρηματοδοτούμενου έργου, δεν συνιστά λειτουργική δαπάνη προσωπικού του Πανεπιστημίου που ανακύπτει λόγω της εκτέλεσης τέτοιων έργων και συνεπώς δεν εμπίπτει στο ανωτέρω ποσοστό του 25% του προϋπολογισμού κάθε έργου που διατίθεται για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του. Σε κάθε περίπτωση άλλωστε η δαπάνη για την πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού, το οποίο ήταν ήδη ασφαλισμένο σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, δεν εμπίπτει στην έννοια της αμοιβής προσωπικού, που είναι η μόνη δαπάνη προσωπικού που νόμιμα καταβάλλεται από το Λογαριασμό.
26. Αβάσιμα προβάλλεται επίσης ότι νόμιμα διατέθηκε το σχετικό κονδύλιο κατ’ εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες 20% των επιλέξιμων δαπανών κάθε έργου μπορούσε να διατεθεί για κάλυψη λειτουργικών δαπανών του Πανεπιστημίου. Από τον προϋπολογισμό των συμβάσεων αυτών καλύπτονται αυστηρά μόνο δαπάνες προσωπικού που απασχολείται κατά την εκτέλεση του προβλεπόμενου σ’ αυτές έργου και όχι δαπάνες που αφορούν στο σύνολο του προσωπικού του Πανεπιστημίου, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του στο συγκεκριμένο έργο.
27. Περαιτέρω ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί εσφαλμένα δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες όφειλαν να γνωρίζουν τη μη νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης, αφού πρόκειται για παροχή προς τα μέλη του Πανεπιστημίου και οι κατηγορίες δαπανών που καλύπτονται από τους πόρους του Λογαριασμού σύμφωνα με την ΚΑ/679/22.8.1996 ΚΥΑ είναι γενικές, ευρείες και ασαφείς, ώστε αυτοί καλόπιστα θεωρούσαν ότι περιλάμβαναν και τη συγκεκριμένη δαπάνη. Όπως ήδη αναφέρθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, η προαιρετική πρόσθετη ιατροφαρμακευτική ασφάλιση του προσωπικού του Πανεπιστημίου κατά καμία έννοια δεν σχετίζεται με εκπαιδευτικές, επιμορφωτικές, αναπτυξιακές ή άλλες ανάγκες του Πανεπιστημίου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να καλυφθεί με δαπάνες του Ειδικού Λογαριασμού του. Το ανωτέρω συμπέρασμα είναι προφανές και οπωσδήποτε αντιληπτό από το μέσο άνθρωπο που επιδεικνύει αντικειμενική επιμέλεια και επομένως και από τους αναιρεσείοντες, που ενόψει της συστηματικής επιστημονικής ενασχόλησής τους με την εκπαίδευση και την έρευνα ήταν σε θέση να διακρίνουν ότι η, πέραν της υποχρεωτικής, πρόσθετη ασφάλιση του συνόλου του προσωπικού του Πανεπιστημίου, δεν συνιστούσε ούτε ερευνητικό, εκπαιδευτικό ή αναπτυξιακό έργο ούτε μπορούσε να υπηρετεί οποιοδήποτε συναφή σκοπό.
28. Όμοια απορριπτέος, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι και ο λόγος αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες όφειλαν να γνωρίζουν ότι η διεύρυνση, με την ΚΑ/679/22.8.1996 ΚΥΑ, των σκοπών του Λογαριασμού ήταν εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης, αφού κατά την προσβαλλόμενη απόφαση η υπαιτιότητά τους δεν εντοπίζεται στο ζήτημα αυτό ούτε θεμελιώνεται σ’ αυτή την αιτία.
29. Επίσης αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο λόγος αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες ευθύνονται για τη διάθεση του καταλογισθέντος ποσού, αφού οι ίδιοι δικαιολογημένα πίστευαν ότι τη σχετική αποφασιστική αρμοδιότητα είχε η Σύγκλητος. Όπως ήδη αναφέρθηκε η διοίκηση και διαχείριση κάθε Λογαριασμού είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση και διαχείριση του Πανεπιστημίου, στο οποίο έχει συσταθεί, και πραγματοποιείται από τα όργανα αυτού του ίδιου του Λογαριασμού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Επιτροπή Ερευνών. Οι αναιρεσείοντες, ως μέλη της Επιτροπής αλλά και καθηγητές Πανεπιστημίου, γνώριζαν την ανωτέρω ανεξάρτητη σε σχέση με το Πανεπιστήμιο λειτουργία της Επιτροπής και τη δυνατότητα διάθεσης ποσών από το Λογαριασμό χωρίς τη συναίνεση της Συγκλήτου, καθόσον είχαν ήδη εφαρμόσει και στο παρελθόν την ίδια διαδικασία. Κατά συνέπεια γνώριζαν ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα διάθεσης χρηματικών ποσών από το Λογαριασμό ανήκε σε αυτούς τους ίδιους και όχι στη Σύγκλητο που είναι όργανο του Πανεπιστημίου.
30. Όμοια αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος λόγος ότι πάσχει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης που δέχθηκε ότι ευθύνονται για τη διάθεση του καταλογισθέντος ποσού, παρότι ανανέωσαν ένα πρόγραμμα που είχε αποφασιστεί και λειτουργούσε από το 1997, χωρίς να εγερθούν αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητά του ούτε και μετά από ελέγχους του Σώματος Ορκωτών Λογιστών. Ενόψει της ιδιότητας των αναιρεσειόντων, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα ασφάλισης του προσωπικού είχε ήδη εφαρμοστεί και κατά το παρελθόν δεν αίρει την υπαιτιότητά τους, καθόσον μπορούσαν να αντιληφθούν αφενός ότι ως διαχειριστές του Λογαριασμού έφεραν αυτοτελή ευθύνη και αφετέρου τη μη νομιμότητα της κάλυψης της δαπάνης του προγράμματος από τα έξοδα του Λογαριασμού, αφού είναι προφανές ότι η πρόσθετη ιατροφαρμακευτική ασφάλιση του προσωπικού σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία δεν συνιστά υποχρέωση του Λογαριασμού ή έστω του Πανεπιστημίου, αλλά αντίθετα αποτελεί δαπάνη που καλύπτεται ιδιωτικά από τους ασφαλιζόμενους. Εξάλλου, οι έλεγχοι του Σώματος Ορκωτών Λογιστών έχουν αποκλειστικά λογιστικό περιεχόμενο και δεν θίγουν ζητήματα δημοσιολογιστικής νομιμότητας των δαπανών που διενεργούνται μετά από αποφάσεις του οργάνου διοίκησης και διαχείρισης του Λογαριασμού.
31. Τέλος, ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο στη κρινόμενη υπόθεση εφαρμόζεται το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 3848/2010, πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, να γίνει δεκτός. Δεδομένου όμως ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζεται επακριβώς ο βαθμός υπαιτιότητας των αναιρεσειόντων, πρέπει η κρινόμενη υπόθεση να αναπεμφθεί στο ΙV Τμήμα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου αφενός μεν να προσδιορίσει το βαθμό της υπαιτιότητάς τους στη δημιουργία του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου ………….. από την καταβολή ασφαλίστρων για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη του συνόλου του προσωπικού του Πανεπιστημίου και στη συνέχεια να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση μείωσης του ποσού του σε βάρος τους καταλογισμού.
32. Μετά από αυτά και την παραδοχή του πρόσθετου λόγου της, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, να αναπεμφθεί η υπόθεση για κρίση στο ΙV Τμήμα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό, και να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατέθεσαν (άρθρα 59 του π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981). Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 275 του Κ.Δ.Δ. και 123 του π.δ. 1225/1981.
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 1/2009 απόφασης του ΙV Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό.
Αναιρεί την απόφαση αυτή κατά το μέρος αυτό.
Αναπέμπει την υπόθεση στο ΙV Τμήμα του Δικαστηρίου, για κρίση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου αναίρεσης που κατέθεσαν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2011.