ΕΣ, 732/11,ΚΕΔΕ, ΕΚΤΕΛΕΣΗ, ΑΝΑΚΟΠΗ 217 Εκδικαζόμενη στο ΕΣ λόγω της υποκείμενης φύσης του νόμιμου τίτλου ( καταλογισμός υπολόγου).

Ε.Σ

ΕλΣυν 723/2011 Τμ. ΙΙΙ
Πρόεδρος: Ά. Λιγωμένου, Προεδρεύουσα Σύμβουλος ΕλΣυν

Εισηγήτρια: Ε. Παπαδημητρίου, Πάρεδρος ΕλΣυν

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Α. Νικητάκης, Αντεπίτροπος Επικρατείας ΕλΣυν

Το κρινόμενο ένδικο βοήθημα που στρέφεται κατά πράξεων εκτέλεσης έστω κι αν τιτλοφορείται ως προσφυγή – αγωγή, συνιστά ανακοπή, εφόσον το είδος του δικογράφου προσδιορίζεται όχι από τον χαρακτηρισμό του διαδίκου, αλλά από το περιεχόμενό του, η εκτίμηση του οποίου απόκειται στη δικαιοδοτική εξουσία του δικαστηρίου. Αρμοδίως εισάγεται η ανακοπή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατόπιν παραπομπής με απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε καθόσον η υποκείμενη σχέση που στηρίζεται ο κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 ΚΕΔΕ νόμιμος τίτλος είναι σχέση δημοσίου δικαίου, που ανέκυψε από διαφορά σχετική με τον έλεγχο λογαριασμών δημόσιου υπολόγου. Απαράδεκτη η άσκηση ανακοπής κατά ατομικής ειδοποίησης, διότι έχει το χαρακτήρα πρόσκλησης προς τον αιτούντα να καταβάλει το χρέος του προς τον δήμο και ενημέρωσης αυτού για το ύψος της οφειλής του και συνεπώς στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Απαράδεκτη η αίτηση και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της εγγραφής του χρέους στο χρηματικό κατάλογο, δεδομένου ότι αυτή δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ενέργεια με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία βεβαίωσης σε βάρος ορισμένου προσώπου του ποσού που οφείλει προς το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ βάσει του νομίμου τίτλου (καταλογιστικής απόφασης) ως χρέους και προπαρασκευαστική της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους ως εισπρακτέου. Το Δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή κατά πράξης εκτέλεσης δεν μπορεί να εξετάσει λόγο που αμφισβητεί το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του επισπεύδοντος την εκτέλεση, στην περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα άσκησης ειδικού ένδικου βοηθήματος ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης. Σε περίπτωση άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης
 
 

Διατάξεις: άρθρα 217 ΚΔΔ, 123, 221 [παρ. 2], 224 ΠΔ 1225/1981 

Ι. Με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητείται να ακυρωθεί η …/1.7.2008 ταμειακή βεβαίωση του Δήμου Κ. Ν. Σερρών, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, τέως Δημάρχου, ποσό 1.852.353,92 ευρώ (πλέον προσαυξήσεων), σε εκτέλεση της …/14.4.2008 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας, για έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του ως άνω Δήμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2006. Το ποσό αυτό ο ανωτέρω κλήθηκε να καταβάλει με τη συμπροσβαλλόμενη …/1.7.2008 ατομική ειδοποίηση του Δήμου Κορμίστας Ν. Σερρών. Περαιτέρω, με το ίδιο ως άνω ένδικο βοήθημα ζητείται να ακυρωθεί η εγγραφή (189/2008) του ανωτέρω ποσού στο χρηματικό κατάλογο του ως άνω Δήμου. Με το περιεχόμενο αυτό, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο στρέφεται κατά των προαναφερόμενων πράξεων, ήτοι κατά πράξεων εκτέλεσης, αν και τιτλοφορείται ως προσφυγή – ανακοπή, συνιστά ανακοπή, εφόσον το είδος του δικογράφου προσδιορίζεται όχι από το χαρακτηρισμό του διαδίκου, αλλά από το περιεχόμενό του, η εκτίμηση του οποίου απόκειται στη δικαιοδοτική εξουσία του δικαστηρίου. Η ανακοπή αυτή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (βλ. άρθρο 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος), κατόπιν παραπομπής με την 63/2008 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών ενώπιον του οποίου ασκήθηκε, καθόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Κώδικα Είσπραξης των Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) νόμιμος τίτλος (…/14.4.2008 καταλογιστική απόφαση), είναι σχέση δημοσίου δικαίου, η οποία ανέκυψε από διαφορά σχετική με τον έλεγχο λογαριασμών δημοσίου υπολόγου (βλ. ΑΕΔ 18/1993, 23/1999, VΙΙ Τμ. 3004/2009, 1478/2009, IV Tμ. 1903/2010, 1210/2007 κ.ά.). Περαιτέρω, η υπό κρίση ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της …/1.7.2008 ατομικής ειδοποίησης του ως άνω Δήμου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι αυτή (ατομική ειδοποίηση) έχει το χαρακτήρα πρόσκλησης προς τον αιτούντα να καταβάλει το χρέος του προς το Δήμο και ενημέρωσης αυτού για το ύψος της οφειλής του και συνεπώς, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα (Αποφ. ΕλΣυν VII 3009/2009, IV 1284/2009, 710, 1673, 1903/2010). Ομοίως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της εγγραφής του χρέους στο χρηματικό κατάλογο (α.α. 189/2008) του Δήμου, δοθέντος ότι η τελευταία δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ενέργεια με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία βεβαίωσης σε βάρος ορισμένου προσώπου του ποσού που οφείλει προς το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, βάσει του νομίμου τίτλου (καταλογιστικής απόφασης) ως χρέους και προπαρασκευαστική της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους ως εισπρακτέου (Αποφ. VII Τμ. 3004/2009, IV Τμ. 712/2010, 2056/2007, 2793/2009, Ι Τμ. 570/1998 κ.ά.). Ως εκ τούτου, η κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. τα 1920178, 4362571 σειράς Α΄, ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου), παραδεκτώς στρέφεται μόνο κατά της ανωτέρω υπό στοιχείο α΄ προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης, κατ’ άρθρο 217 παρ. 1 περίπτ. α΄ του ΚΔΔ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, παρά την απουσία του Δήμου Κ. και του ανακόπτοντος, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις από 10.8.2010 εκθέσεις επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου Κ. …, κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στη συζήτηση της υπόθεσης.

ΙΙ. Μετά τη θέσπιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν 2717/1999  (ΦΕΚ Α΄ 97) και ισχύει από 17.7.1999, η διαδικασία εκδίκασης των διαφορών από την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις δημοσίου δικαίου, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις των άρθρων 216 επ. του ως άνω νόμου. Κατ’ επιταγή δε του άρθρου 123 του
ΠΔ 1225/1981  «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304), ελλείψει ειδικής ρύθμισης του ενδίκου μέσου της ανακοπής στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι ίδιες διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής και επί των ανακοπών κατά των πράξεων της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, οι οποίες λόγω της φύσης της υποκείμενης σχέσης, ως στηριζόμενες σε καταλογιστική απόφαση, προσβάλλονται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Περαιτέρω, στο άρθρο 217 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) (…)», στο άρθρο 221 παρ. 2 ορίζεται ότι: «Το δικόγραφο της ανακοπής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 45, πρέπει απαραιτήτως να μνημονεύει με ακρίβεια την προσβαλλόμενη πράξη και τον εκδότη της. Επίσης, πρέπει να περιέχει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους, καθώς και σχετικό αίτημα» και στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. (…) 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο». Τέλος, στο άρθρο 15 παρ. 13 του ΠΔ 774/1980  «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189) ορίζεται ότι: «Το Ελεγκτικόν Συνέδριον: (…) 13. Δικάζει τας κατά τας κειμένας διατάξεις υπαχθείσας εις την αρμοδιότητα αυτού εφέσεις κατά καταλογιστικών αποφάσεων εκδιδομένων παρά των Υπουργών ή των επί τούτω εντεταλμένων συλλογικών ή μη οργάνων της διοικήσεως, επί διαχειρίσεως υλικού ή χρηματικού του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εν γένει». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι κατά των καταλογιστικών αποφάσεων που εκδίδονται από όργανα της διοίκησης προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή κατά πράξης εκτέλεσης δεν μπορεί να εξετάσει λόγο που αμφισβητεί το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του επισπεύδοντος την εκτέλεση, στην περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα άσκησης ειδικού ένδικου βοηθήματος (προσφυγή ουσίας) ενώπιον δικαστηρίου το οποίο αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης (πρβλ. αποφ. VII Τμ. ΕλΣυν 2460/2006 και ΣτΕ 575, 2253, 3084/2009, 1760, 3328/2008 κ.ά.). Επομένως, στην περίπτωση άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να εξετάσει λόγους με τους οποίους αμφισβητείται κατά το νόμο ή την ουσία η καταλογιστική απόφαση, καθώς από το νόμο παρέχεται η δυνατότητα προσβολής της τελευταίας με έφεση, στο πλαίσιο της οποίας δύναται να εξετασθούν οι πλημμέλειες αυτής. Τέλος, προκειμένου το δικόγραφο της ανακοπής να είναι ορισμένο και κατά συνέπεια παραδεκτό, απαιτείται να έχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο ανακοπής.

III. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την …/14.4.2008 καταλογιστική απόφαση των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, τέως Δημάρχου του Δήμου … Σερρών και υπέρ του Δήμου αυτού, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο μετά του δημοτικού ταμία, συνολικό ποσό 1.852.353,92 ευρώ (πλέον προσαυξήσεων), για έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του ως άνω Δήμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2006. Κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης ο αιτών άσκησε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου την από 15.9.2008 έφεση (με αριθμ. βιβλ. δικογρ. 61/2008) και συνακόλουθα την από 15.9.2008 αίτηση αναστολής της εκτέλεσής της (με αριθ. βιβλ. δικογρ. 62/2008), η οποία έγινε δεκτή με την 1479/2009 απόφαση του Τμήματος τούτου. Εξάλλου, με την …/1.7.2008 πράξη του Δήμου … βεβαιώθηκε ταμειακώς το ως άνω καταλογισθέν ποσό σε βάρος του ανακόπτοντος. Κατά της τελευταίας αυτής πράξης ο αιτών άσκησε την από 15.9.2008 προσφυγή-ανακοπή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, καθώς και την από 8.10.2008 αίτηση αναστολής εκτέλεσης αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η 63/2008 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό έκρινε ότι είναι αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν και την προσφυγή-ανακοπή στο Ελεγκτικό Συνέδριο ως μόνο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκασή της. Με την κρινόμενη ανακοπή ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προαναφερόμενης ταμειακής βεβαίωσης ισχυριζόμενος ότι: α) η καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, β) η καταλογιστική απόφαση είναι αναιτιολόγητη, γ) η ίδια απόφαση είναι μη νόμιμη διότι δεν στοιχειοθετήθηκε σε βάρος του το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ή ο οποιοσδήποτε βαθμός υπαιτιότητας, δ) η καταλογιστική απόφαση δεν αναφέρει, προκειμένου για δύο κονδύλια, το ΝΠΔΔ υπέρ του οποίου καταλογίζεται το έλλειμμα, ε) η μη απόδοση κρατήσεων υπέρ τρίτων αποτελεί ευθύνη του Ταμία, στ) η καταλογιστική απόφαση δεν αναφέρει τον τρόπο υπολογισμού των καταλογιζόμενων σε βάρος του προσαυξήσεων και ζ) η καταλογιστική απόφαση δεν είναι οριστική, καθώς διεξάγεται ήδη συμπληρωματικός έλεγχος από τους ίδιους Επιθεωρητές. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη που προηγήθηκε, το Τμήμα κρίνει ότι οι προμνησθέντες λόγοι της ανακοπής, αποδίδοντας σφάλματα της καταλογιστικής απόφασης, ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητα του νόμιμου τίτλου εκτέλεσης, ήτοι της …/14.4.2008 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολ. Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία, όμως, ελέγχεται από το Δικαστήριο αυτό με ειδικό ένδικο βοήθημα ουσίας (έφεση) και κατά συνέπεια, απαραδέκτως προβάλλονται στην παρούσα δίκη που αφορά αποκλειστικά σε ζητήματα της διαδικασίας εκτέλεσης.

ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 56 παρ. 2 του ΠΔ 774/1980  και 61 παρ. 3 του ΠΔ 1225/1981 ).