ΕΣ Ολομ.744/2010
Περίληψη
Τόκος υπερημερίας δημοσίου -. Ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής.
Για να δικάσει την από 30 Απριλίου 2009 (αριθμ. καταθ. 294/2009) για αναίρεση της 2608/2008 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κοινή αίτηση των : α) …, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, …, ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση και β) …, το γένος …, κατοίκου Θεσσαλονίκης, …, η οποία δεν παραστάθηκε,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Με την από 9.7.1996 αποζημιωτική αγωγή της – που παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο ως κατά δικαιοδοσία αρμόδιο Δικαστήριο με την 6565/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών – η εν ζωή ποτέ …, πολιτική συνταξιούχος κατά μεταβίβαση ως χήρα του αποβιώσαντος στην υπηρεσία Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, η οποία απεβίωσε στις 25.5.2005 και μετά το θάνατό της τη διακοπείσα δίκη συνέχισαν δι επαναλήψεως αυτής υπεισερχόμενοι στη δικονομική της θέση οι αναιρεσείοντες, μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και γνήσια τέκνα της, ζήτησε, μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο – αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσόν των 5.224.800 δραχμών (ήδη 15.333,24 ευρώ) για την αποκατάσταση της επικαλούμενης ζημίας που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά των συνταξιοδοτικών του οργάνων, που είχε ως επακόλουθο να στερηθεί την αυξημένη σύνταξή της κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.10.1991, στο οποίο δεν ανέτρεξε λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα περιορισμένης τριετούς αναδρομής, η καταβολή της αυξητικά, και κατ εφαρμογή των άρθρων 88 παρ. 2 του Συντάγματος, 29 και 30 του ν. 1397/1983, 14 παρ. 11 του ν. 1968/1991 και της 2019812/1209/0022/28.2.1992 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, αναπροσαρμοσθείσας με την 2249/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύνταξη αυτής. Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2608/2008 απόφαση του ΙΙ Τμήματος, που εκδόθηκε κατόπιν της 437α/2007 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναιρετικής της 1295/2005 προγενέστερης απόφασής του, έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στους αναιρεσείοντες, που υπεισήλθαν στη δικονομική θέση της θανούσας ενάγουσας και κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου, το ποσόν των 15.333,24 ευρώ, νομιμοτόκως, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», από την επίδοση της αγωγής.
Με την κρινόμενη αίτηση και για το λόγο που αναφέρεται σ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος κατά το κεφάλαιο με το οποίο η αναγνωρισθείσα υπέρ των αναιρεσειόντων αποζημίωση κρίθηκε τοκοφόρος με επιτόκιο προς 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, όχι δε με μεγαλύτερο επιτόκιο.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ανέπτυξε προφορικά την υπόθεση και ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, καταθέτοντας το από 1.12.2009 υπόμνημα, και Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της αίτησης αναιρέσεως, την ακύρωση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης – κατά το προσβαλλόμενο κεφάλαιό της – και την αναπομπή της υπόθεσης κατ αυτό στο εκδόν (ΙΙ) Τμήμα για περαιτέρω διερεύνηση κατά το πραγματικό μέρος της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της 2608/2008 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2441378 και 2485759 Σειράς Α΄ έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά το βάσιμο του λόγου αυτής, χωρίς να παρακωλύεται η πρόοδος της δίκης από τη δικονομική απουσία του πρώτου αναρεσείοντος, που εμφανίστηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση, και την ερημοδικία της ομοδίκου του δευτέρας αναιρεσείουσας, η οποία, όπως προκύπτει από τις 24.11.2009 και 13.10.2009 δύο (2) εκθέσεις επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης … και του δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου … αντιστοίχως, κλητεύθηκε νομίμως με επίδοση της κλήσεως προς αυτήν δια της συνοίκου θυγατέρας της και προς τον διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο – αντίκλητό της, για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (άρθρ. 27, 33, 34 παρ. 1, 38 παρ. 1, 43 σε συνδ. με 18 παρ. 3, 65 και 117 του π.δ/τος 1225/1981), προελθούσα, περαιτέρω, στην υποβολή προς το Δικαστήριο της από 19.11.2009 δηλώσεώς της με την οποία δηλώνει τη βούλησή της να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την παρουσία της.
ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά το πληττόμενο κεφάλαιό της προς τον σκοπό όπως η αναγνωρισθείσα υπέρ αυτών χρηματική οφειλή του Δημοσίου κριθεί τοκοφόρος με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 293 Α.Κ. και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, και όχι με βάση το χαμηλότερο επιτόκιο 6% που ισχύει για το Δημόσιο, προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως πλημμελή εφαρμογή, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, της διέπουσας την επίδικη σχέση διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κωδ. δ/γμα της 26.6/10.7.1944), που κατά τους αναιρεσείοντες είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως παραβιάζουσα τις ανωτέρω συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 21 του κωδ. δ/τος 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζεται ότι : «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Με την 513/2009 απόφασή της η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε επί αγωγής συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. με το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν. 3163/1955, διώκουσας τη νομιμότοκη καταβολή χρηματικού ποσού αντιστοιχούντος στην οικογενειακή παροχή λόγω γάμου, έκρινε, με επίκληση και της απόφασης της 22.5.2007 του ΕΔΔΑ «Μεϊδάνης κατά Ελλάδος», ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Και τούτο διότι, κατά τις ειδικότερες νομικές παραδοχές της, με την εν λόγω διάταξη, με την οποία καθορίζεται σε χαμηλό ύψος το επιτόκιο υπερημερίας και το νόμιμο επιτόκιο που οφείλει το Δημόσιο, και μάλιστα υποπολλαπλάσιο εκείνου που ισχύει γενικώς και οφείλεται από τους ιδιώτες, θεσπίζεται αδικαιολόγητα άνιση και προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, αφού το απλό ταμειακό συμφέρον του και γενικότερα η ανάγκη προστασίας – ενόψει των σκοπών που από τη φύση του και τους νόμους έχει αποστολή και έργο να εξυπηρετεί – της περιουσίας και οικονομικής κατάστασης αυτού, στην οποία συμβάλλουν και οι φορολογούμενοι πολίτες, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας που να δικαιολογεί την ως άνω υπέρ αυτού διαφοροποίηση στο ύψος του επιτοκίου των χρηματικών οφειλών του. Με το νομοθετικό αυτό, άλλωστε, περιορισμό του ποσοστού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου επιτυγχάνεται ουσιαστικά μείωση της οφειλόμενης στον ιδιώτη αντίδικό του αποζημίωσης, εφόσον αυτή όχι μόνο δεν είναι πλήρης, αλλά ούτε εύλογη, με συνέπεια να υφίσταται προσβολή του προστατευόμενου από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος στην περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα. Ούτε με γνώμονα την αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και της αξίωσης για πλήρη αποζημίωση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης, που έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση αφενός μεν με την αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδικότερη εκδήλωση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας, όσο και του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και επιβάλλει την ίση μεταχείριση των διαδίκων ως προς τους όρους και τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματός τους αυτού, αφετέρου δε με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί η ισότητα των όπλων των διαδίκων, αλλά και με την αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και επιβάλλει να τελούν οι τυχόν νομοθετικοί περιορισμοί των δικαιωμάτων του ατόμου σε εύλογη σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με τις οικείες διατάξεις. Και τούτο, γιατί η επιφυλασσόμενη υπέρ του Δημοσίου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς την επιβάρυνση των οφειλών του με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο έναντι του γενικώς ισχύοντος θέτει εξ ορισμού σε πλεονεκτικότερη θέση αυτό έναντι των αντιδίκων του, οι οποίοι παρά την προσφυγή τους ενώπιον των δικαστηρίων και την έκδοση ευνοϊκής γι αυτούς απόφασης δεν επιτυγχάνουν την πλήρη ή έστω την εύλογη αποζημίωσή τους από την καθυστερημένη εξόφληση των απαιτήσεών τους. ʼλλωστε, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη προϋποθέτει τη δραστικότητα και αποτελεσματικότητα των δικαστικών αποφάσεων, η οποία δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με τον τόκο επιδικίας ή υπερημερίας, καθόσον το χαμηλό επιτόκιο, νόμιμου και υπερημερίας τόκου, που ισχύει για το Δημόσιο, μειώνει τη δραστικότητα των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται εις βάρος του, αφού επιτρέπει σε αυτό να αγνοεί για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκτέλεση των δικαστικών αυτών αποφάσεων, χωρίς σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Συνεπώς, μη εφαρμοζομένης ως ανίσχυρης κατά τα ανωτέρω της διατάξεως του άρθρου 21 του κωδ. δ/τος της 26.6/10.7.1944 καθ όσον αφορά στο θεσπιζόμενο ύψος του επιτοκίου, το Δημόσιο οφείλει επί των χρηματικών απαιτήσεων κατ αυτού τόκους, από την επίδοση της αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 293 Α.Κ. και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. και Σ.τ.Ε. Ολομ. 1663/2009, Απ. Γέροντα : Η προστασία της περιουσίας κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις, Νο Β 57 σελ. 1884 επόμ. όπου και παραπομπές σε νομική φιλολογία και νομολογία). Κατ ακολουθίαν, ο αναιρετικός λόγος με τον οποίον προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στους υπεισελθόντες στη δικονομική θέση της θανούσας ενάγουσας αναιρεσείοντες κληρονόμους της και κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας τους το ποσόν των 15.333,24 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» από την επίδοση της αγωγής, πλημμελώς εφάρμοσε την τελευταία αυτή διάταξη που δεν ήταν εφαρμοστέα ως αντικειμένη στις προαναφερθείσες συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις κατά το θεσπιζόμενο ποσοστό (6%) επιτοκίου, είναι βάσιμος. Γι αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το πληττόμενο κεφάλαιο που αφορά στο παρεπόμενο αγωγικό αίτημα τοκοδοσίας, όπως διευκρινίσθηκε κατά την ενώπιον του Τμήματος δίκη, με το οποίο η αναγνωρισθείσα υπέρ των αναιρεσειόντων χρηματική απαίτηση κρίθηκε τοκοφόρος με επιτόκιο 6% ετησίως αντί του γενικώς ισχύοντος αντιστοίχου, διατασσομένης συναφώς της αποδόσεως του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες (άρθρ. 56 παρ. 2 π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981). Μετά τη μερική αναίρεση της προσβαλλόμενης 2608/2008 απόφασης του ΙΙ Τμήματος για πλημμελή εφαρμογή του νόμου, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος (άρθρ. 58 παρ. 4 π.δ. 774/1980 και 116 π.δ. 1225/1981), πρέπει να διακρατηθεί και δικασθεί περαιτέρω στην ουσία από την Ολομέλεια η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που αναιρέθηκε και αφορά στο παρεπόμενο αγωγικό αίτημα τοκοδοσίας της αγωγικής αξίωσης, κριθεί δε ότι η δια της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναγνωρισθείσα υπέρ των αναιρεσειόντων χρηματική απαίτηση είναι τοκοφόρος με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην των αναιρεσειόντων.
Δέχεται την από 30.4.2009 αίτηση αναίρεσης των : α) … και β) …, το γένος ….
Αναιρεί εν μέρει την προσβαλλόμενη με αυτή 2608/2008 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το κεφάλαιο και στην έκταση που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως στους αναιρεσείοντες.