ΕΣ 7788/2016, VI ΤΜ., δικαιοδοσια εσ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ, ΕΥΘΥΝΗ ΟΜΟΙΑ ΜΕ ΥΠΟΛΟΓΟΥ, ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΖΗΜΙΩΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΕΙ Η ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΛΛΩΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΑΡΘ.49 ΠΔ 1225/81 ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΑΛΛΑ ΑΚΥΡΩΝΕ

Ε.Σ

7788/2015 VI TMHMA

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Aπριλίου 2015, με την ακόλουθη σύνθεση: Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Γεώργιος Βοΐλης και Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλοι, Νεκταρία Δουλιανάκη και Αντιγόνη ΣτίνηΠάρεδροι, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Κωνσταντίνος Τόλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.

Γραμματέας: Μαρία Δανιήλ, Προϊσταμένη Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 25.6.2013 (ημερομηνία κατάθεσης 2.7.2013) έφεση του Κωνσταντίνου Ευμοιρίδη του Γεωργίου, κατοίκου Δράμας (οδός Ηπείρου αριθμ. 14), ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Χιώλου (ΑΜ/ΔΣΑ 2192),

κατάτου Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη, και

κατά της ΕΜΠ 273/29.4.2013 καταλογιστικής απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Νικόλαου Βλάχου, κατά το μέρος που τον αφορά.

Το υπερού ο καταλογισμός νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας Ανώνυμη Εταιρεία», το οποίο τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται από τους ορισθέντες με τις 87 και 88/2014 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Δράμας ως εκκαθαριστές αυτού Γρηγόριο Παπαδόπουλο και Φώτιο Κούστα, αντίστοιχα, δεν παρέστη.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταλογίσθηκε, μεταξύ άλλων, ο εκκαλών, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.) “ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, με το ποσό των 95.941,53 ευρώ, που φέρεται ότι αντιστοιχεί σε έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείριση αυτού, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2010, πλέον προσαυξήσεων ποσού 37.647,70 ευρώ. Στην υπόθεση αυτή εκδόθηκε η 3838/2014 αναβλητική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής κατά την 24.1.2014 και διατάχθηκε η εκτέλεση όσων αναφέρονται σ’ αυτή.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Και,

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την εν μέρει παραδοχή της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο και

αποφάσισε τα ακόλουθα:

I. Η κρινόμενη έφεση νομίμως επανεισάγεται προς συζήτηση μετά την εκτέλεση όσων διατάχθηκαν με την 3838/2014 απόφαση του παρόντος Τμήματος, ενόψει δε του ότι έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως, ενώ έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα παράβολο συνολικού ύψους 1.513,00 ευρώ (βλ. τα 8429/6.4.2015 και τα 4230/6.4.2015 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α΄, Σειρά Η, και τα 2624338, 4198423, 4198422, 4198424, 4198425, 3603755, 1147577, 1147581, 1147582, 1147583, 1147580, 1147578, και 1147579 ειδικά έντυπα παραβόλου του Ελληνικού Δημοσίου σειράς Α΄) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, παρά την απουσία του υπέρ ου ο καταλογισμός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.) “ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, το οποίο τελεί υπό εκκαθάριση και το οποίο κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί στη συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. τις από 11.12.2014 εκθέσεις επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου Δράμας Αικατερίνης Αλπίδου στους διορισθέντες με τις 87 και 88/2014 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Δράμας εκκαθαριστές της ανωτέρω επιχείρησης Φώτιο Κούστα και Γρηγόριο Παπαδόπουλο, αντίστοιχα).

ΙΙ. Α.1 Το Σύνταγμα ορίζει: Στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει» και στο άρθρο 98 ότι «Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) … β) … γ) ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο δ) … ε)… στ) η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄, ζ) η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» (παρ. 1) και ότι «Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει...» (παρ. 2). 
2. Το ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α΄ 100) το οποίο κυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την 312/1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 188), στο άρθρο 1 παρ. 1 ορίζει ότι αντικείμενο αρμοδιότητας της υπαγόμενης στο Υπουργείο Οικονομικών Υπηρεσίας Οικονομικής Επιθεώρησης είναι η επ’ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: «α) άσκησις της ανωτάτης εποπτείας και του ελέγχου πασών των Οικονομικών Υπηρεσιών και πάσης άλλης δημόσιας διαχειρίσεως χρηματικού ή υλικού καθώς και της διαχειρίσεως των παντός είδους Κρατικών επιχειρήσεων και της διαχειρίσεως πάντων ανεξαιρέτως των νομικών προσώπων, β) έρευνα της οικονομικής κατάστασης των Ν.Π.Δ.Δ., αυτόνομων οργανισμών, ειδικών ταμείων ως και των παντός είδους αγαθοεργών και κοινωφελών ιδρυμάτων», στο άρθρο 4 παρ. 3 ότι οι οικονομικοί επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων, ειδικότερα, πλην άλλων, προβαίνουν κατόπιν εντολής του Υπουργείου Οικονομικών στην έρευνα της οικονομικής κατάστασης των Ν.Π.Δ.Δ., Αυτόνομων Οργανισμών, Ειδικών Ταμείων, καθώς και των παντός είδους αγαθοεργών ή κοινωφελών ιδρυμάτων και μετά προηγούμενη διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών ή της οικείας διοικητικής αρχής (Γενικού Διοικητή ή Νομάρχη) δύνανται επίσης να προέρχονται και στον έλεγχο της διαχείρισης σωματείων, συλλόγων ή άλλων ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου, στο άρθρο 12 ότι ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων και πας οικονομικός υπάλληλος εκτελών χρέη Οικονομικού Επιθεωρητή δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων, εφόσον κατά την ενέργεια επιθεώρησης οιασδήποτε δημόσιας ή μη διαχείρισης εκ των εν άρθρω 1 παρ. 1 διαλαμβανομένων διαπιστώσουν την ύπαρξη ελλείμματος προερχομένου από έλλειψη χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει προβαίνουν στην έκδοση αιτιολογημένης καταλογιστικής απόφασης κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων (παρ. 1) και ότι κατά των καταλογιστικών αποφάσεων των Οικονομικών Επιθεωρητών δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεση της κατά του καταλογισθέντος υπολόγου απόφασης (παρ. 8). 
3. Το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 211) ορίζει ότι: «… Στις αρμοδιότητες της Οικονομικής Επιθεώρησης περιλαμβάνεται και η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που αφορούν: α) Την οικονομική κατάσταση και τη διαχείριση των … Ο.Τ.Α. …». Εξ άλλου, το π.δ. 156/2001 “Οργανισμός Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών” (Α΄ 129), το οποίο εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του τελευταίου άρθρου (2 παρ. 3 του ν. 2343/1995), ορίζει στο άρθρο 9 παράγραφος 3 περιπτ. α΄ ότι η αρμοδιότητα διενέργειας διαχειριστικών ελέγχων των Οικονομικών Επιθεωρητών αφορά τη διαχείριση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και όλων των εξαρτώμενων από αυτούς νομικών προσώπων.
Β. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι: 1) Στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται πρωτογενώς από το ίδιο το  Σύνταγμα, ήτοι χωρίς να απαιτείται η έκδοση ειδικού κατά περίπτωση νόμου, οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, οι διαφορές από την απονομή συντάξεων καθώς και οι διαφορές που αναφέρονται στην ευθύνη των δημοσίων και λοιπών υπαλλήλων για την προκαλουμένη σε βάρος του Δημοσίου και των λοιπών δημοσίων νομικών προσώπων, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, ζημία.                  2) Στο Ελεγκτικό Συνέδριο μπορεί να ανατεθεί με ειδικό νόμο, λόγω του ενδεικτικού χαρακτήρα της απαρίθμησης των αρμοδιοτήτων του από το Σύνταγμα, ο οποίος δεν μεταβλήθηκε από την αναθεώρηση του 2001, η εκδίκαση και άλλων διαφορών, οι οποίες, όμως, πρέπει να είναι συναφείς με τις ήδη ανατεθείσες από το Σύνταγμα σ’ αυτό υποθέσεις και να προσιδιάζουν με τη φύση του Δικαστηρίου, το οποίο είναι κατεξοχήν επιφορτισμένο με τον έλεγχο και τη διαφάνεια της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος (πρβλ. και Α.Ε.Δ. 5/1999, απόφαση Ε.Σ .Ολ. 2825/2006, Πρακτικά Ολ.Ελ.Συν. 3ης Γ.Σ./25.1.1978, 11ης Γ.Σ./4.5.1998 και VI Τμ. 925/2013). 3) Η αναθεωρημένη δε παράγραφος 1γ΄ του άρθρου 98 έχει την έννοια ότι από την έναρξη ισχύος της η υπαγωγή ενός νομικού προσώπου στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνεπάγεται και την υπαγωγή του στον κατασταλτικό έλεγχο, ενώ η δυνατότητα έκδοσης καταλογιστικών πράξεων από τα όργανα του Δικαστηρίου δεν καθιστά αντισυνταγματικές γνωστές στον αναθεωρητικό νομοθέτη διατάξεις, με τις οποίες, πλην άλλων, ανατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο η αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών που ανακύπτουν από καταλογιστικές πράξεις των Οικονομικών Επιθεωρητών. Τέτοιες διαφορές είναι και αυτές που αναφύονται μετά τη διενέργεια από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές του προβλεπόμενου στο ανωτέρω π.δ. 156/2001 ελέγχου της οικονομικής κατάστασης και λειτουργίας, πέραν των Ο.Τ.Α., και όλων των εξαρτώμενων από αυτούς νομικών προσώπων (βλ. γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ 433/2011 και 299/2012) και την έκδοση πράξεων καταλογισμού τυχόν διαπιστωθείσας ζημίας σε βάρος των υπαίτιων προσώπων, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δυνάμει του άρθρου 12 παρ. 8 του ν.δ/τος 1264/1942. Και τούτο, διότι κατά πρώτον από την έκδοση των ανωτέρω καταλογιστικών πράξεων γεννάται διοικητική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 94 του Συντάγματος, καθώς πρόκειται για πράξεις διοικητικού καταναγκασμού, ήτοι για πράξεις που εκδίδονται από διοικητικό όργανο με αποφασιστική αρμοδιότητα και επιβάλλουν κυρώσεις, με σκοπό τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στον έλεγχο της ορθής διαχείρισης των εξαρτώμενων από τους Ο.Τ.Α. νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. 4) Περαιτέρω, εφόσον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ιδρύεται με διάθεση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ή ενός Ο.Τ.Α. και κατατείνει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου ενδιαφέροντος με ανάπτυξη επιχειρηματικής ή παραγωγικής δραστηριότητας υπό την εποπτεία του Κράτους ή του Ο.Τ.Α., εμπίπτει στην έννοια της «δημόσιας επιχείρησης», η οποία υπό τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν παύει να αποτελεί μέρος της εν ευρεία εννοία δημόσιας περιουσίας. Τούτου δοθέντος, η υποκείμενη σχέση επί της οποίας εδράζονται οι διαφορές από καταλογιστικές πράξεις Οικονομικών Επιθεωρητών, που εκδίδονται μετά από έλεγχο της διαχείρισης δημόσιας επιχείρησης, είναι η σχέση μεταξύ δημόσιου εξωτερικού ελεγκτή και ελεγχόμενου διαχειριστή δημόσιας περιουσίας ανεξαρτήτως της νομικής προσωπικότητας του οικείου φορέα. 5) Η δημοσίου δικαίου αυτή σχέση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την εσωτερική σχέση μεταξύ του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και των διαχειριστών του, η οποία διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Και τούτο, διότι ο έλεγχος των δημοσίων επιχειρήσεων από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές ως εξωτερικός έλεγχος εξυπηρετεί πλήρως και ευθέως τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος με μέσα δημοσίου δικαίου, σε αντιδιαστολή με την έμμεση διασφάλιση που παρέχεται μέσω του ιδιωτικού δικαίου με τη συμμετοχή του Δημοσίου ή του Ο.Τ.Α. στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες του κ.ν. 2190/1920, σε περίπτωση διαπίστωσης ζημίας για την οποία ευθύνονται οι διαχειριστές μίας επιχείρησης, η άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης με έγερση σχετικής αγωγής εναπόκειται στη βούληση του αμέσως ζημιωθέντος νομικού προσώπου της εταιρείας και όχι στη βούληση των μετόχων (βλ. ΑΠ 1888/2005). 6) Περαιτέρω, οι ως άνω διαφορές αφενός μεν άπτονται της διαφάνειας ως προς τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, που διατίθεται στις επιχειρήσεις του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. είτε με τη μορφή απευθείας επιχορήγησης είτε με τη μορφή κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου, για τον έλεγχο της οποίας το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι το κατεξοχήν εκ του Συντάγματος αρμόδιο δικαστικό όργανο, αφετέρου δε είναι συναφείς με αυτές της ευθύνης των δημοσίων υπολόγων, καθώς, ναι μεν, δεν αφορούν στον καταλογισμό ελλείμματος σε λογαριασμό δημοσίου υπολόγου, όπως η έννοια αυτού προσδιορίζεται στο άρθρο 54 του ν. 2362/1995 - ήδη άρθρο 150 ν. 4270/2014 (Α΄ 143)- , πλην όμως αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που ο ελεγχόμενος προκάλεσε με την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του στην ανήκουσα στο Δημόσιο ή τον Ο.Τ.Α. περιουσία. 7) Η ευθύνη δε του τελευταίου, ο οποίος δεν είναι, μεν, υπόλογος κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, πλην όμως είναι «διαχειριστής δημόσιας περιουσίας», αφού, στο μέτρο της αρμοδιότητας της διαχείρισης που του έχει ανατεθεί, έχει υποχρέωση να διαθέτει τη δημόσια περιουσία για το σκοπό που αυτή εξυπηρετεί, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικότερων νόμων που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών. Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως ο κοινός νομοθέτης αναθέτει την εκδίκαση των αναφυομένων ως άνω διαφορών στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως διοικητικών διαφορών ουσίας, βάσει της ρητής επιφύλαξης του άρθρου 94 παρ. 1α΄ του Συντάγματος. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη η διαχείριση της περιουσίας ενός ν.π.ι.δ., το οποίο έχει συσταθεί με την κάλυψη της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. συνιστά κατ' ουσίαν διαχείριση δημοσίου χρήματος που προσδίδει στο διαχειριστή την ιδιότητα του υπολόγου, οι σχετικές δε διαφορές από τη διενέργεια ελέγχου των Οικονομικών Επιθεωρητών και τον καταλογισμό των διαπιστωθέντων ελλειμμάτων υπάγονται ευθέως εκ του Συντάγματος στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 
Γ.1 Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, υπέρ της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συστάθηκε με την ΤΜΕΜ 947/1.4.1996 απόφαση του Νομάρχη Δράμας, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών με αριθμό Α.Ε. 35480/51/Β/96/04 (σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 15 εδ. α΄ του ν. 2218/1994, Α΄ 90, σε συνδυασμό με το άρθρο 274 παρ. 1β΄ του π.δ/τος 323/1989, Α΄ 146), με μετόχους τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δράμας (ποσοστό 52%), την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (ποσοστό 12%), το Επιμελητήριο Δράμας (ποσοστό 12%), την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Δράμας (ποσοστό 12%) και το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Δράμας (ποσοστό 12%) και συνιστά επιχείρηση Ο.Τ.Α.. 
2. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στην κρινόμενη περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε από την έκδοση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή, με την οποία ο εκκαλών καταλογίστηκε για τη διαπιστωθείσα στη διαχείριση της ανωτέρω επιχείρησης ζημία. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει, ούτε και ο Οικονομικός Επιθεωρητής επικαλείται ότι η επιχείρηση αυτή διαχειριζόταν δημόσιο χρήμα, το οποίο είχε χορηγηθεί σε αυτήν με τη μορφή της επιχορήγησης ή κατ' άλλο τρόπο χρηματοδότησης, η οικονομική δε συμβολή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης στις δραστηριότητες αυτής θεωρείται ότι περιορίστηκε στην εκ μέρους της καταβολή του αναλογούντος τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου. Για το λόγο δε αυτό, η ευθύνη του εκκαλούντος εξετάζεται, εν προκειμένω, με βάση τις διατάξεις περί ευθύνης των διαχειριστών ανώνυμης εταιρείας.
 Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη στην προκειμένη περίπτωση η καταβολή της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου εκ μέρους της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης καθιστά την επιχείρηση διαχειρίστρια δημοσίου χρήματος, η ευθύνη δε του εκκαλούντος πρέπει να εξεταστεί με βάση την ευθύνη των δημοσίων υπολόγων.

ΙΙΙ. Α. Ο ν. 2190/1920 “Περί ανωνύμων εταιρειών” ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 22α τα εξής: “1. Παν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά την διοίκησιν των εταιρικών υποθέσεων διά παν αυτού πταίσμα. ….. 2. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, εάν το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία. Η επιμέλεια αυτή κρίνεται με βάση και την ιδιότητα του κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος” και, στο άρθρο 23α, ότι «1….2. Απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα της παραγράφου 5 χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης. (…).3. …4….5. Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, τους συζύγους και τους συγγενείς των προσώπων αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω. (…).».

Β. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) ανώνυμης εταιρείας δεν έχουν απλή υποχρέωση άσκησης των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, αλλά οφείλουν να δρουν με την δέουσα επιμέλεια, ήτοι με την τήρηση των κανόνων περί επιμελούς/τακτικής διαχείρισης, μέσα στο πλαίσιο που θέτει ο νόμος, το καταστατικό και οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης με στόχο την προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων, που συνίστανται κυρίως στη διατήρηση και επαύξηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά ρητή δε επιταγή του νόμου, κάθε μέλος του Δ.Σ. ανώνυμης εταιρείας ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων για κάθε πταίσμα. “Πταίσμα“, δε, κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων διαπράττουν, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 22α του κ.ν. 2190/1920, τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας όταν δεν τηρούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τους κανόνες της επιμέλειας, τους οποίους μπορεί και οφείλει, με βάση την καλή πίστη, να τηρεί ένας μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας (αμέλεια ως μορφή παράνομης συμπεριφοράς – βλ. άρθρο 330 εδ. α ΑΚ, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δικ. III, 1992, σελ. 129 επ.). Κατά συνέπεια, δεν υπέχει ευθύνη μέλος του Δ.Σ., εάν αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού οικογενειάρχη, ήτοι ότι άσκησε τα καθήκοντά του με αρτιότητα και ιδιαίτερη προσοχή επιδεικνύοντας τις ικανότητες και γνώσεις που απαιτεί το αξίωμά του (βλ. Ι. Μάρκου, Η αστική ευθύνη των μελών δ.σ. στην ανώνυμη εταιρία, ΕλλΔ 2000, 900επ., αμέλεια ως μορφή παράνομης συμπεριφοράς – βλ. αρ. 330 εδ. α` ΑΚ, Δεληγιάννη – Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δικ. III, 1992, σελ. 192 επ., Εφ.Θεσσ. 1801/2008). Πρόκειται, δηλαδή, για νόθο αντικειμενική ευθύνη που αντιστρέφει το βάρος της αποδείξεως, ώστε τα μέλη του Δ.Σ., και όχι η εταιρία, να πρέπει να αποδείξουν ότι κατέβαλαν την κατά νόμον επιμέλεια. Τέλος, το μέτρο της ευθύνης των διοικούντων διαφοροποιείται ανάλογα με την ιδιότητα του κάθε μέλους (διευθύνοντος συμβούλου κ.λπ.) και με τα καθήκοντα, τα οποία τους έχουν ανατεθεί (ΑΠ 1698/2013).

Γ. Εξάλλου, σε περίπτωση καταλογισμού μελών του Δ.Σ. δημόσιας επιχείρησης με απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν.δ. 1264/1942, από την καταλογιστική αυτή απόφαση και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου πρέπει να προκύπτουν όλα τα πραγματικά δεδομένα που θεμελιώνουν κατά τα άρθρα 22α και 23 του ν. 2190/1920 την ύπαρξη της ζημίας, το βαθμό ευθύνης του καταλογιζόμενου καθώς και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των πράξεων ή των παραλείψεων αυτού και την επέλευση της ζημίας. Κάθε δε έλλειψη, που έχει ως αποτέλεσμα την ασάφεια ή μη επάρκεια της αιτιολογίας του καταλογισμού καθιστά την καταλογιστική απόφαση ακυρωτέα, αφού το κρίνον Δικαστήριο στερείται της δικονομικής δυνατότητας αναπλήρωσης της ελλείπουσας αιτιολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του π.δ/τος 1225/1981 (πρβλ. VI Τμ. 2025/2014).

ΙV. Στην κρινόμενη υπόθεση από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής:

1. Το έτος 1996, ιδρύθηκε, όπως προεκτέθηκε, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (Κ.Ε.Κ. Ν.Α. Δράμας). Όπως δε προκύπτει από το εγκεκριμένο καταστατικό της σκοποί της εταιρείας ήταν η υλοποίηση προγραμμάτων συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης, η συμβολή στην πολιτιστική και κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη του Νομού, μέσω της ανάπτυξης καινούριων μορφών παραγωγικών δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας και υποαπασχόλησης, καθώς και η δημιουργία προϋποθέσεων για τη λειτουργία ενός συστήματος διαρκούς εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού. Το άρθρο 9 του καταστατικού όριζε ότι η εταιρεία διοικείται από επταμελές (7) Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), το οποίο, κατά το άρθρο 10, εκπροσωπεί την εταιρεία και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της, την επιδίωξη του σκοπού της και γενικά να αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά στην εταιρεία, με εξαίρεση τα ζητήματα, τα οποία, κατά το νόμο ή το καταστατικό, υπάγονται στην αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης. Επίσης, το ίδιο άρθρο ορίζει ότι το Δ.Σ. αυτής μπορεί να αναθέτει το σύνολο ή ορισμένες από τις αρμοδιότητες ή εξουσίες του, εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια, καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρείας και τη δέσμευσή της με υπογραφή κάτω από την εταιρική επωνυμία σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του Δ.Σ. ή μη, καθορίζοντας και την έκταση της ανάθεσης, καθώς και τον τίτλο, την αρμοδιότητα και εξουσία αυτών των προσώπων. Περαιτέρω, το άρθρο 11 του καταστατικού, προέβλεπε ότι το Δ.Σ. εκλέγει με απόφαση της πλειοψηφίας Διευθύνοντα Σύμβουλο που διευθύνει την εταιρεία και ευθύνεται απέναντι στο Δ.Σ. για τις πράξεις και τις παραλείψεις του, που συντέλεσαν στη μη ευόδωση των σκοπών της εταιρείας. Τέλος, όπως προκύπτει από τις 126/29.11.2007 και 137/2.7.2009 αποφάσεις του Δ.Σ., το τελευταίο μεταβίβασε στον Πρόεδρο και νυν εκκαλούντα Κωνσταντίνο Ευμοιρίδη και στο Διευθύνοντα Σύμβουλο Δημήτριο Τούμπανο όλες τις αρμοδιότητές του, όπως αυτές περιγράφονταν στο καταστατικό, και ορίστηκε όπως η εταιρεία δεσμεύεται με την υπογραφή είτε και των δύο αυτών από κοινού είτε καθενός από αυτούς ξεχωριστά.

2. Μετά το 92/12.7.2011 έγγραφο του Αντιπεριφερειάρχη Δράμας προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα περί διαπίστωσης της ύπαρξης ταμειακού ελλείμματος και παράνομων προσλήψεων στην ανωτέρω εταιρεία (Κ.Ε.Κ. Δράμας) και την έκδοση σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης Δ.Δ., Ν.Π. και ΔΕΚΟ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ανέθεσε στον Οικονομικό Επιθεωρητή Νικόλαο Βλάχο τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στο ανωτέρω ν.π.ι.δ. για τα οικονομικά έτη 2008, 2009 και 2010.

3. Όπως προκύπτει από την 8286/31.12.2012 πορισματική έκθεση αυτού, κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκαν τα εξής: 1) έλλειμμα στο ταμείο της εταιρείας ύψους 13.950,52 ευρώ, το οποίο βαρύνει τις διοικήσεις της εταιρείας από 1.1.2008 έως 31.12.2010, 2) η διοίκηση της εταιρείας λειτουργούσε με μη συνετό τρόπο, γεγονός που προκάλεσε ζημία σε αυτήν λόγω της μη νόμιμης πραγματοποίησης των κάτωθι δαπανών:                      α) δαπανών ύψους 20.617,10 ευρώ κατά το έτος 2008, 17.407,36 ευρώ κατά το έτος 2009 και 12.720,25 ευρώ, κατά το έτος 2010, για έξοδα ταξιδιών (εισιτήρια, ξενοδοχεία, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κ.λπ.), παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, προμήθειες H/Υ και ηλεκτρικών συσκευών, καθώς και για διάφορα έξοδα (γεύματα-τρόφιμα-καύσιμα κ.λπ.), που κατά την κρίση του Οικονομικού Επιθεωρητή δεν εξυπηρετούσαν το σκοπό της εταιρείας, ούτε ήταν αναγκαίες για την εκπλήρωσή τους και ούτε εγκρίνονταν από κάποιο συλλογικό όργανο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω πορισματική έκθεση, «τα έξοδα ταξιδιών (εισιτήρια, ξενοδοχεία, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κ.λπ.) ήταν ιδιαίτερα δαπανηρά, χωρίς να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί στις περισσότερες των περιπτώσεων ποιος ή ποιοι τα πραγματοποίησαν». Σύμφωνα δε και με σχετική κατάθεση κατόπιν ένορκης εξέτασης της υπαλλήλου της ίδιας εταιρείας Ευθαλίας Ασανίνα, που περιλαμβάνεται στην ως άνω πορισματική έκθεση, διαπιστώνεται ότι «ο κ. Τούμπανος μετακινήθηκε για τους σκοπούς της εταιρείας δύο με τρεις φορές σε όλη τη διάρκεια της θητείας του (από 29.11.2007 μέχρι την ημέρα του ελέγχου 16.2.2012). Οι άλλοι που αναλάμβαναν να διεκπεραιώσουν εργασίες της εταιρείας εκτός της πόλης της Δράμας ή επέστρεφαν αυθημερόν ή κατοικούσαν στην Αθήνα (η πιο συνήθης περίπτωση), οπότε στην πρώτη περίπτωση δεν απαιτούνταν διανυκτερεύσεις, στην δεύτερη περίπτωση δεν απαιτούνται ούτε έξοδα μετακίνησης». Από την εξέταση δε των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, προκύπτει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούσαν τις πραγματοποιηθείσες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις από δύο αριθμούς προσωπικών κινητών τηλεφώνων (6937093719 και 6948723933) του Διευθύνοντος Συμβούλου, καθώς και σε προμήθεια μιας τηλεφωνικής συσκευής επίσης από τον ίδιο. Επισημαίνεται, δε, ότι «οι σχετικοί λογαριασμοί στάλθηκαν στον κ. Τούμπανο, στην προσωπική του διεύθυνση και με την επαγγελματική του ιδιότητα (καθηγητής ξένων γλωσσών)». Επίσης, στην πορισματική έκθεση διαπιστώνεται ότι η «προμήθεια Η/Υ, ηλεκτρικών συσκευών, εντύπων και λοιπών παγίων, …. (εκτός μίας) αφορούν σε πάγια, τα οποία δεν εμφανίστηκαν και δεν βρέθηκαν στο χώρο λειτουργίας του ΚΕΚ (βλ. σχετικό πρακτικό με ημερομηνία 11/6/2012) και ούτε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για τις ανάγκες του, σύμφωνα και με την προφορική μαρτυρία της υπαλλήλου της Α.Ε. κ. Ασανίνα Ευθαλίας. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τη δαπάνη που αφορά στα έντυπα (δεν προκύπτει από το τιμολόγιο σε τι ακριβώς αφορούν αυτά)». Όσον αφορά στην αγορά τροφίμων, αναψυκτικών, ειδών καθαριότητας, καυσίμων κίνησης σε γεύματα κ.λπ. ο Οικονομικός Επιθεωρητής διαπίστωσε ότι οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν «χωρίς να είναι δυνατό να διαπιστωθεί στις περισσότερες των περιπτώσεων ποιος ή ποιοι τα πραγματοποίησαν», β) δαπανών ύψους 10.550,37 ευρώ κατά το έτος 2008, 10.023,20 ευρώ κατά το έτος 2009 και 5.500,00 ευρώ κατά το έτος 2010 για την απασχόληση κατά διαστήματα προσώπων, τα οποία προσέλαβε ο Διευθύνων Σύμβουλος ερήμην των συλλογικών οργάνων, κατά παράβαση του άρθρου 265 παρ. 6 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, και χωρίς να προκύπτει η ανάγκη απασχόλησής τους στην εταιρεία, καθώς δεν προσκομίσθηκε κανένα ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης έργου από το οποίο να προκύπτει η ανάγκη απασχόλησής τους, καθώς και το έργο που εκτέλεσαν και γ) δαπάνης ύψους 5.172,73 ευρώ για τη μισθοδοσία της Παπαδοπούλου Ελπινίκης συζύγου του Διευθύνοντος Συμβούλου, η πρόσληψη της οποίας, πέραν του ότι δεν ήταν αναγκαία, ήταν επίσης μη νόμιμη και αυτοδίκαια άκυρη επειδή έγινε κατά παράβαση του άρθρου 14 παρ. 1 εδ. Η΄ του ν. 2190/1994, του άρθρου 17 του ν. 3870/2010 και του άρθρου 23α του ν. 2190/1920, ενώ πραγματοποιήθηκε χωρίς απόφαση των συλλογικών οργάνων της εταιρείας. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω πορισματική έκθεση, από τα εξετασθέντα στοιχεία προκύπτει ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος Δημήτριος Τούμπανος είχε την αποφασιστική αρμοδιότητα στην εταιρεία και ασκούσε την ταμειακή διαχείρισή της. Ως προς τον εκκαλούντα επισημαίνεται ότι «φέρει αντικειμενική ευθύνη δεδομένου ότι εκτός των άλλων σε αυτόν και τον Δ/νοντα Σύμβουλο είχαν μεταβιβαστεί όλες οι αρμοδιότητες του Δ.Σ., χωρίς ποτέ να παραιτηθεί των υποχρεώσεων που απορρέουν εξ αυτού».

4. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η ΕΜΠ 273/29.4.2013 καταλογιστική απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή Νικόλαου Βλάχου, με την οποία το ποσό του ανωτέρω διαπιστωθέντος ελλείμματος, ύψους 95.941,53 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 37.647,70 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 133.589,23 ευρώ, καταλογίστηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρο σε βάρος του ήδη εκκαλούντος Κωνσταντίνου Ευμοιρίδη με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Δ.Σ. της εταιρείας και του Δημητρίου Τούμπανου με την ιδιότητά του ως Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής.

V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η καταλογιστική απόφαση και η συνοδεύουσα αυτή πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή περιέχουν μόνο συμπερασματικές κρίσεις ως προς την ευθύνη του εκκαλούντος σχετικά με τη διαπιστωθείσα ζημία στο Κ.Ε.Κ. Δράμας, χωρίς επίκληση και παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει η θεμελίωση των παράνομων ενεργειών ή παραλείψεών του, του βαρύνοντος αυτόν πταίσματος, καθώς και της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων ή παραλείψεων αυτού και της προκληθείσας ζημίας. Η αναφορά δε της ύπαρξης αντικειμενικής εκ μέρους του ευθύνης λόγω της θέσης του ως Προέδρου του Δ.Σ. της εταιρείας καθώς και της μεταβίβασης σε αυτόν των αρμοδιοτήτων του Δ.Σ. δεν αρκεί για να θεμελιώσει την ευθύνη του προς καταλογισμό της διαπιστωθείσας ζημίας, λαμβανομένων υπόψη και των συμπερασμάτων της πορισματικής έκθεσης ότι το σύνολο των διαχειριστικών ενεργειών που οδήγησαν στην επέλευση της διαπιστωθείσας ζημίας πραγματοποιήθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας. Τούτων δοθέντων, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ακυρωτέα κατά το μέρος που με αυτή καταλογίζεται σε βάρος του εκκαλούντος το συνολικό ποσό των 133.589,23 ευρώ, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η ΕΜΠ 273/29.4.2013 καταλογιστική απόφαση της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης κατά το μέρος που αφορά στον εκκαλούντα. Περαιτέρω, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν του καταβληθέντος για την άσκησή της παραβόλου συνολικού ύψους 1.513,00 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Για τους λόγους αυτούς

            Δέχεται την έφεση.

            Ακυρώνει την ΕΜΠ 273/29.4.2013 απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή Νικολάου Βλάχου της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, κατά το μέρος που καταλογίζεται σε βάρος του εκκαλούντα το συνολικό ποσό των 133.589,23 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

            Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 25 Σεπτεμβρίου 2015.

   Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

       ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ                          ΜΑΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΑΡΙΑ ΔΑΝΙΗΛ

Δημοσιεύθηκε σε δημοσία συνεδρίαση, στο ακροατήριό του,                                       στις 18 Δεκεμβρίου 2015.

     Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

        ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ                                         ΜΑΡΙΑ ΔΑΝΙΗΛ