ΕΣ 806/11, Ι΄τμ., Αποδοχές δικαστικών λειτουργών γίνονται με μισθοδοτικές καταστάσεις- οι αχρεωστήτως ληφθείσες καταλογίζονται απο τον διατάκτη Υπουργό, το ΕΣ και τους οικ. επιθεωρητές- ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΣ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΑΣ-ερμηνεία δικογράφου

Ε.Σ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ Ι

ΑΠΟΦΑΣΗ 806/2011

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη, τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Ελένη Λυκεσά, τους Παρέδρους Βιργινία Σκεύη και Δημήτριο Κοκοτσή (εισηγητή), οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο και τη Γραμματέα Μαρία Τσερνοτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του Καταστήματός του, στις 18 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία του Αντεπιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Αντωνίου Νικητάκη, που αναπληρώνει νόμιμα το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος κωλύεται.

Για να δικάσει την από 3.5.2006 ¨προσφυγή-αγωγή¨ της ….. (αριθμ. καταθ. Ελ.Συν. 125/18.6.2009), κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός …..), η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 133 παρ.2 του Κ.Διοικ.Δικ. του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χρήστου Καζαντζίδη.

Κατά: α) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Νικολάου Καραγιώργη και β) της 3/10.2.2006 απόφασης του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Αντεισαγγελέα Εφετών, Παναγιώτη Ιωαννίδη και γ) κάθε συναφούς πράξης της διοίκησης.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ¨προσφεύγουσας¨ που παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 133 παρ.2 του Κ.Διοικ.Δικ. και ζήτησε την παραδοχή της ¨προσφυγής-αγωγής¨

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της ¨προσφυγής-αγωγής¨. Και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της ¨προσφυγής-αγωγής¨.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία και

Σκέφθηκε κατά το νόμο με τη συμμετοχή όλων των δικαστών, οι οποίοι μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παρουσία και της Γραμματέως.

Αποφάσισε τα ακόλουθα:

I. Με την υπό κρίση «προσφυγή-αγωγή», η οποία ως εκ του περιεχομένου της εκτιμάται ως έφεση, επιδιώκεται η ακύρωση: α) της 3/10.2.2006 απόφασης του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Αντεισαγγελέα Εφετών, Παναγιώτη Ιωαννίδη και β) κάθε συναφούς πράξης της διοίκησης. Με την απόφαση αυτή ζητείται η επιστροφή από την εκκαλούσα, τότε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, του ποσού των 1.068,16 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, το οποίο η ανωτέρω φέρεται ότι έλαβε ως διαφορά αποδοχών λόγω μισθολογικής προσαύξησης για το χρονικό διάστημα από 12.6.2003 έως 31.12.2003. Η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση κάθε συναφούς πράξης της διοίκησης είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Κατά τα λοιπά, η ένδικη έφεση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μετά την έκδοση της 1855/2010 απόφασής του, με την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 4ης Μαΐου 2010 λόγω μη νόμιμης κλήτευσης της εκκαλούσας να παραστεί σε αυτήν, νομίμως παραπέμφθηκε για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την 2398/2008 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής.

ΙΙ. Ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει στο άρθρο 28, ότι: «1. (…) 2. Οι δαπάνες του Δημοσίου πληρώνονται από τις αρμόδιες για την πληρωμή αυτών υπηρεσίες με χρηματικά εντάλματα, που εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (…) 3. Κατ’ εξαίρεση, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται να ορίζονται και άλλοι τίτλοι πληρωμής των σταθερών και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρα δαπανών (…)» και στο άρθρο 33, ότι: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) (…) β) στο λαβόντα εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού. 2. Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό μη νόμιμων δαπανών, που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, είναι ο Διατάκτης και οι κάθε ειδικότητας επιθεωρητές, που έχουν διαπιστώσει την παράνομη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο (…)». Εξάλλου, η 194902/22.11.1969 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών «Περί διαδικασίας πληρωμής σταθερών, διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρος δαπανών» (ΦΕΚ Β΄ 777), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 28 του ν.δ. 321/1969 και εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 112 του νόμου 2362/1995 και μετά από την έναρξη ισχύος αυτού, ορίζει στο άρθρο 1, ότι: «1. Τα Δημόσια Ταμεία εξουσιοδοτούνται, όπως πληρώνωσι τας κάτωθι σταθεράς και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρος δαπάνας κατά την δι΄ εκάστην τούτων καθοριζομένην, διά της παρούσης διαδικασίαν. α) (…) β) Μισθούς και πάσαν ετέραν σταθεράν αποδοχήν υπαλλήλων του Δημοσίου, συνδεομένων μετ’ αυτού διά σχέσεως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, (…). 2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον δαπάναι εκκαθαρίζονται οριστικώς υπό των προϊσταμένων των οικείων υπηρεσιών και πληρώνονται κατ’ επιταγήν αυτών (…)» και στο άρθρο 2, ότι: «1. Αι περί ων η παρούσα απόφασις δαπάναι, δεν υπόκεινται εις τον προληπτικό έλεγχον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…) 2. Οι εκκαθαρισταί εν περιπτώσει μη νομιμότητος ή μη αποχρώσης δικαιολογήσεως, ή μη ακριβείας του ποσού της υπ’ αυτών επιτασσομένης πληρωμής, υπέχουσιν ευθύνην (…), εις βάρος δε αυτών και των αχρεωστήτως λαβόντων, καταλογίζεται αλληλεγγύως, ως ο Νόμος ορίζει, το ανοικείως καταβληθέν ποσόν». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, συνάγεται μεταξύ άλλων, ότι οι σταθερές και διαρκούς χαρακτήρα δαπάνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποδοχές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, πληρώνονται με μισθοδοτικές καταστάσεις που συντάσσονται από τον εκκαθαριστή αποδοχών της υπηρεσίας τους και δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σε περίπτωση που οι αποδοχές αυτές καταβάλλονται αχρεώστητα, επιβάλλεται καταλογισμός εις βάρος του λήπτη των ως άνω παροχών και του οικείου εκκαθαριστή, με πράξη που εκδίδεται είτε από το διατάκτη των δαπανών αυτών, δηλαδή τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τους κάθε είδους ειδικότητας επιθεωρητές που διαπιστώνουν την παράνομη πληρωμή, είτε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το διενεργούμενο σύμφωνα με το άρθρο 22 του π.δ. 774/1980, κατασταλτικό έλεγχο των δαπανών. Συνεπώς, ο Διευθύνων την οικεία εισαγγελία Εισαγγελέας (βλ. άρθρο 16 του ν. 1756/1988), αφού δεν περιλαμβάνεται στα ρητώς από το νομοθέτη κατονομαζόμενα αρμόδια προς καταλογισμό όργανα, δεν έχει την αρμοδιότητα να καταλογίσει εις βάρος εισαγγελικού λειτουργού που υπηρετεί στην εισαγγελία, όπου αυτός προΐσταται, αποδοχές που φέρονται ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, η δε σχετική εκδιδόμενη από αυτόν (Διευθύνοντα Εισαγγελέα) καταλογιστική απόφαση είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο (βλ. σχετ. αποφ. Ι Τμ. Ελ. Συν. 1411/2006, 1184/2004, 927/2004, 1195/2003, 420/2000, κ.ά.).

ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της εκκαλούμενης καταλογιστικής απόφασης, με το 111791/8.7.2003 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, χορηγήθηκε στην εκκαλούσα, από 12.6.2003, προσαύξηση επί του βασικού μισθού ίση με τα 80/100 της διαφοράς του βασικού της μισθού και του βασικού μισθού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ενώ με την 2/30.12.2005 κατάσταση πληρωμής καταβλήθηκε σ΄ αυτήν το ποσό των 5.305,97 ευρώ, για διαφορές αποδοχών λόγω της ως άνω μισθολογικής προσαύξησης, για το χρονικό διάστημα από 12.6.2003 μέχρι και 31.12.2005. Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση ο Διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης καταλόγισε την εκκαλούσα με το ποσό των 1.068,16 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εν λόγω προσαύξηση για το χρονικό διάστημα από 12.6.2003 έως 31.12.2003, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό της καταβλήθηκε αχρεωστήτως, αφού, για το ως άνω χρονικό διάστημα, η αξίωσή της είχε υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995. Με τα δεδομένα όμως αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η καταλογιστική αυτή απόφαση είναι νομικά πλημμελής, καθόσον εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, αφού η σχετική αρμοδιότητα προς καταλογισμό ανήκει, όπως προεκτέθηκε, μόνο στον διατάκτη της δαπάνης, ήτοι στον αρμόδιο Υπουργό, καθώς και στους οικείους Επιθεωρητές και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνεπώς, για το λόγο αυτό που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, καθόσον αφορά το νόμω βάσιμο της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 49 παρ.1 του π.δ.1225/1981, βλ. και αποφ. Ι Τμ. Ελ. Συν. 420/2000, 1583/2002 κ.λ.π.), η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί, παρέλκει δε η εξέταση των λόγων αυτής ως αλυσιτελής. Εξάλλου, το αίτημα της εκκαλούσας να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει τίποτα από τα ποσά που της καταβλήθηκαν σε εκτέλεση του 111791/8.7.2003 εγγράφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επικουρικά δε να διαταχθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της επιστρέψει το καταλογισθέν ποσό των 1.068,16 ευρώ που τυχόν της έχει παρακρατηθεί ή θα της παρακρατηθεί έως τη συζήτηση της παρούσας υπόθεσης, πέραν της αοριστίας του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου εξαντλείται στην άρση του καταλογισμού σε βάρος της εκκαλούσας και δεν επεκτείνεται και στην εκδίκαση ουσιαστικά του ανωτέρω αγωγικού αιτήματός της, το οποίο αφορά στον τρόπο άρσης του καταλογισμού και προϋποθέτει την ουσιαστική κρίση για την ύπαρξη ή όχι σχετικής αξίωσης της εκκαλούσας, και η οποία (κρίση) δεν αποτελεί δικονομικό αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης (βλ. και 607/2005 αποφ. Ι Τμ.Ελ.Συν.). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να αρθεί ο επίδικος καταλογισμός, καθώς και να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 56 του π.δ. 774/1980), ενώ ενόψει των περιστάσεων πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης (άρθρα 123 π.δ.1225/1981 και 275 Κ.Διοικ.Δικ.)

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει, ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά την έφεση.

Ακυρώνει την 3/10.2.2006 απόφαση του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Αντεισαγγελέα Εφετών, Παναγιώτη Ιωαννίδη και αίρει τον επιβληθέντα με την απόφαση αυτή καταλογισμό.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2011.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2011.