ΕΣ 820/2010,ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΚΑΒ, ΠΑΛΑΙΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΣΤΡΑΦΕΙ, 73§2Σ, Όταν με τον Κανονισμό της Βουλής τίθενται συνταξιοδοτικές διατάξεις για το προσωπικό της, δεν απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή προη

Ε.Σ

Αριθμ. 820/2010, ΙΙ Τμήματος
Περίληψη: Εννοιολογικός προσδιορισμός του Κανονισμού της Βουλής. Ο Κανονισμός της Βουλής ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν το προσωπικό της, μεταξύ των οποίων είναι και το ζήτημα της συνταξιοδότησης του προσωπικού αυτής. Όταν με τον Κανονισμό της Βουλής τίθενται συνταξιοδοτικές διατάξεις για το προσωπικό της, δεν απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους της Βουλής που αποχωρούν από την υπηρεσία από 1.1.2005 και εφεξής.

Πρόεδρος: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας:    Κωνσταντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος της Επικρα¬τείας

Ι. … Η υπόθεση αυτή νομίμως επανεισάγεται προς συζήτηση στο Τμήμα τούτο κατόπιν της 241/ 2009 αποφάσεως της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την οποία, κατόπιν επιλύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, του παραπεμφθέντος ενώπιόν της, με την 527/2007 απόφαση του ΙΙ Τμή¬ματος, ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των ανωτέρω διατάξεων, με τις οποίες αντικαταστά¬θηκε η παρ. 5 του άρθρου 88 του Κανονισμού της Βουλής, αναπέμφθηκε αυτή στο παρόν Τμήμα για την περαιτέρω εκδίκασή της. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της, παρά τη δικονομική απουσία της εκκαλούσας, η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και ζήτησε την εκδίκαση της υποθέσεώς της (άρθρα 16, 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).
II. Στην παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής: «Για τη ρύθμιση θεμάτων των Υπαλλήλων της Βουλής», (ΦΕΚ 15 Α΄/27.1.2005), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 88 του Κανονισμού της, ορίζεται ότι: «Στους υπαλλήλους της Βουλής με οποια¬δήποτε σχέση εργασίας, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι αποχωρούν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και εφεξής από την υπηρεσία λόγω συμπλή-ρωσης του προβλεπόμενου από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ανώτατου ορίου ηλικίας ή χρόνου υπηρεσίας ή με αίτησή τους μετά από τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, χορηγείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, προσαύξηση δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο βασικό μισθό και στις παροχές των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 89 του παρόντος Κανονισμού που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά τον τελευταίο πριν από την αποχώρη¬ση μήνα … Επί των ακαθάριστων αποδοχών που διαμορφώνονται ως άθροισμα του ανωτέρω προσαυξημένου βασικού μισθού και της ανωτέρω προσαύξησης των παροχών των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 89 του παρόντος Κανονισμού, καθορίζεται η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 115 του παρόντος Κανονισμού και η οποία χορηγείται και σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου. Η εν λόγω απόφαση ανακαλείται σε περίπτωση που η αποχώρηση από την υπηρεσία ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, οπότε αίρονται αναδρομικώς οι οποιεσδήποτε συνέπειες προήλθαν από αυτή». Εξάλλου, το ισχύον Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στο άρθρο 73 παρ. 2 ορίζει ότι: «Νομοσχέδια που αναφέ¬ρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και στις προϋποθέσεις της, υπο¬βάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών, ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου• αν πρόκειται για συντάξεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υποβάλλονται από τον αρμόδιο Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών. Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά• δεν επιτρέπεται με ποινή την ακυρότητα να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων», στην παρ. 1 του άρθρου 65 ότι: «Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό που ψηφίζεται από την Ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και στην παρ. 6 του ιδίου ως άνω άρθρου ότι: «Ο Κανονισμός καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Βουλής, υπό την εποπτεία του Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της. Οι πράξεις του Προέδρου που αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Βουλής υπόκεινται σε προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας». Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, όπως έγινε δεκτό με την 241/2009 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορρέει το αξίωμα της αναγνωρίσεως της αυτονομίας της Βουλής στα δημοκρατικά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, δηλαδή του δικαιώματος αυτής, όπως με Κανονισμό ρυθμίσει αυτοτελώς τον τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας της. Συνεπώς, με τον Κανονισμό της Βουλής συμπληρώνονται οι συνταγματικές διατάξεις για την οργάνωση και λειτουργία αμέσου οργάνου του Κράτους, όπως είναι η Βουλή. Πρέπει να προστεθεί, ότι ο Κανονισμός της Βουλής αποτελεί αυτοτελή πηγή του Συνταγματικού Δικαίου και είναι μεν νόμος που περιέχει πολλούς κανόνες δημοσίου δικαίου, πλην όμως είναι ιδιότυπος, δηλαδή διαφέρει από τους άλλους νόμους, λόγω του τρόπου κατάρτισής του, διότι ψη¬φίζεται υπό μόνης της Βουλής και τίθεται σε ισχύ με μονομερή πράξη αυτής, δηλαδή με δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ύστερα από παραγγελία του Προέδρου της Βουλής, χωρίς τη σύμπραξη άλλου νομοθετικού οργάνου, όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος, κατά το άρθρο 42 του Συντάγματος, εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Τούτο σημαίνει, ότι ο Κανονισμός της Βουλής δεν μπορεί να καταργήσει ή τροποποιήσει τους λοιπούς νόμους που καταρτίσθηκαν από τη Βουλή και εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, περαιτέρω, ότι ο Κανονισμός της Βουλής, με τον οποίο ρυθμίζονται, δυνάμει ειδικής συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως, θέματα αφορώντα την οργάνωση των υπηρεσιών της και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της, δεν μπορεί να τροποποιηθεί με άλλο νόμο παρά με άλλο Κανονισμό αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, αφού ο Κανονισμός της Βουλής αποτελεί ιδιότυπο νόμο, με τον οποίο ρυθμίζονται τα της οργανώσεως και λειτουργίας της Βουλής, ανακύπτει, στη συνέχεια, το ζήτημα εάν με αυτόν μπορεί να τίθενται για το προσωπικό της συνταξιοδοτικές διατάξεις, ενόψει του ότι η παρ. 6 του άρθρου 65 του Συντάγματος ορίζει ότι ο Κανονισμός καθορίζει «… και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της». Κατά ιστορική αναδρομή στα προϊσχύσαντα Συντάγματα η διάταξη του άρθρου 65 του Συντάγματος του 1911 όριζε ότι: «η Βουλή προσδιορίζει δια Κανονισμού πώς θέλει να εκπληροί τα καθήκοντά της», ενώ η διάταξη του άρθρου 45 του Συντάγματος του 1927 όριζε ομοίως ότι: «η Βουλή … ρυθμίζει τ’ αφορώντα το προσωπικόν …» και δυνάμει αυτής της διατάξεως ο Κανονισμός της Βουλής του 1927 προέβλεψε με το άρθρο 137 αυτού (στοιχ. Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄) για την απονομή συντάξεως στο πάσης φύσεως προσωπικό της, αφού θεωρήθηκε ότι με βάση την εξουσιοδότηση από τη διάταξη του άρθρου 45 του Συντάγματος (1927) είχε το δικαίωμα κατ’ ενάσκηση της αυτονομίας της να ρυθμίζει και τα αφορώντα τη συνταξιοδότηση του προσωπικού της. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και όταν καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, αφού ελήφθη ειδική πρόνοια με την Η΄ Συντακτική Πράξη της 28.10.1935 (άρθρο 7 αυτής), όπως και με το ΙΑ΄ Ψή¬φισμα της 30.9.1946, και παρέμειναν αμετάβλητες οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής. Ο συνταγματικός νομοθέτης του Συντάγματος του 1952 στο άρθρο 65 αυτού όριζε ότι: «η Βουλή προσδιορίζει δια Κανονισμού πώς θέλει να εκπληροί τα καθήκοντά της και πάντα τα αφορώντα το προσωπικόν αυτής» και υπό την ισχύ της διάταξης αυτής με την υπ’ αριθ. 95/1952 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι ο Κανονισμός της Βουλής μπορεί να περιέχει συνταξιοδοτικές διατάξεις. Ταυτόσημη είναι και η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 65 του Συντάγματος του 1975, αλλά και του αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001. Ενόψει του ανωτέρω υφισταμένου νομικού καθεστώτος, ο νεότερος συνταγματικός νομοθέτης του 2001 όχι μόνο δεν κατάργησε, αλλ’ ούτε περιόρισε το δικαίωμα αυτό της Βουλής, διακήρυξε δε με την ίδια διατύπωση ότι ο Κανονισμός της Βουλής καθορίζει «και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της». Συνεπώς, η Βουλή, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος αυτονομίας της, έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν το προσωπικό της, μεταξύ των οποίων είναι αναμφισβητήτως και το ζήτημα της συνταξιοδότησης αυτού, το οποίο από του έτους 1927 και εφεξής ρυθμιζόταν από τον Κανονισμό της Βουλής (βλ. και δήλωση του Υπουργού Οικονομικών στα πρακτικά Βουλής ΚΣΤ΄/3.10.1952, κατά την οποία η συνταξιοδότηση των υπαλλήλων της Βουλής διέπεται αποκλειστικά από τον Κανονισμό αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 101 του τότε ισχύοντος Συντάγματος). Εάν, μετά απ’ αυτά, για τις συνταξιοδοτικές διατάξεις που θεσπίζει ο Κανονισμός της Βουλής έχει εφαρμογή η διαδικασία του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος (1975) όπως τούτο ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι από τη διάταξη αυτή του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απένειμε περιοριστικώς το δικαίωμα προ¬τάσεων νόμων σκοπούντων την τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή την απονομή συντάξεως στον Υπουργό των Οικονομικών. Αντίθετα, ο Κανο¬νισμός της Βουλής δεν αποτελεί «νομοσχέδιο», δηλ. πρόταση νόμου, αλλά ιδιότυπο νόμο ψηφιζόμενο και τροποποιούμενο κατ’ ειδική διαδικασία από μόνη τη Βουλή, χωρίς καμιά συμμετοχή άλλου παράγοντα νομοθετικής εξουσίας, με συνέπεια κανείς υπουργός με την ιδιότητά του αυτή να μπορεί να έχει πρωτοβουλία τροποποιήσεως του Κανονισμού της Βουλής ως προς οποιοδήποτε θέμα ρυθμιζόμενο αποκλειστικά από τον Κανονισμό της, διότι τούτο θα έθιγε την αυτονομία της Βουλής την οποία θέλησε να κατοχυρώσει ο συνταγματικός νομοθέτης. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, όταν με τον Κανονισμό της Βουλής τίθενται συνταξιοδοτικές διατάξεις για το προσωπικό της, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος. Με βάση τα ανωτέρω η προπαρατεθείσα παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής: «Για τη ρύθμιση θεμάτων των Υπαλλήλων της Βουλής (ΦΕΚ 15 Α΄/27.1.2005), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 88 του Κανονισμού της, ως διάταξη του Κανονισμού της Βουλής που έχει σαφώς συνταξιοδοτικό περιεχόμενο, είναι ισχυρή και σύμφωνη με το Σύνταγμα, αφού δεν απαιτείται για τη θεσμοθέτησή της η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
III. Περαιτέρω, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής, οι υπάλληλοι της Βουλής που αποχωρούν από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 2005 και εφεξής, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, λαμβάνουν προσαύξηση επί των αποδοχών που τους καταβάλλονται κατά τον τελευταίο, πριν την αποχώρησή τους, μήνα. Η προσαύξηση δε αυτή συνίσταται σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί του βασικού τους μισθού και σε όμοιο πο¬σοστό επί των καταβαλλομένων παροχών των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 89 του Κανονισμού της Βουλής, ήτοι του υπερωριακού επιδόματος και των εξόδων κινήσεως. Οι προσαυξημένες κατά τα ανωτέρω αποδοχές που καταβάλ¬λονται στους αποχωρούντες από την υπηρεσία υπαλλήλους, κατά τον τελευταίο πριν την αποχώρησή τους μήνα, αποτελούν τις συντάξιμες αποδοχές τους, δεδομένου ότι, όπως ρητώς διαλαμβάνεται στις ανωτέρω διατάξεις, η σύνταξη των εν λόγω υπαλλήλων υπολογίζεται επί τη βάσει του συνολικού αθροίσματος του προσαυξημένου κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) βασικού μισθού και των προσαυξημένων κατά όμοιο ποσοστό παροχών των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 89 του Κανονισμού της Βουλής, ήτοι του υπερωριακού επιδόματος και των εξόδων κινήσεως. Οι εν λόγω διατάξεις, ερμηνευόμενες ενόψει της γραμματικής τους διατυπώσεως και των προπαρασκευαστικών εργασιών τους (βλ. Πρακτικά της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής της 20ης Ιανουαρίου 2005, και κυρίως την πρόταση της Προέδρου της Βουλής σχετικά με την εισήγηση στην Ολομέλεια των ακολούθως ψηφισθεισών διατάξεων), εισάγουν ειδική συνταξιοδοτική ρύθμιση, δεδομένου ότι αποσκοπούν στην αύξηση των συντάξεων και όχι στη γενική αύξηση των αποδοχών ενεργείας όλων των υπαλλήλων της Βουλής. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη, σε περίπτωση ματαιώσεως της αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο, η σχετική απόφαση του Προέδρου της Βουλής ανακαλείται, οπότε και αίρονται αναδρομικώς οι οποιεσδήποτε συνέπειες προήλθαν από αυτήν. Εξάλλου, η βούληση του νομοθέτη ήταν να περιορισθεί το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων μόνο στους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 2005 και εφεξής και υπό τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Το γεγονός αυτό δεν δημιουργεί ανισότητα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος εις βάρος των ήδη εξελθόντων πριν από την ημερομηνία αυτή, αφού ο χρόνος εξόδου από την υπηρεσία, ως αντικειμενικό κριτήριο, καθιστά συνταγματικώς θεμιτή τη διαφορετική αυτή μεταχείριση (Ελ.Συν. Ολομ. 1191/2009, 386/2007, 2366/2004, II Τμήμα 2457, 2455, 2449, 2456, 2118, 2105, 2026, 400, 10/2009, 10/2007, 2890, 2227/2006, 1829/2005 κ.ά.).
IV. Στην προκειμένη υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα, πρώην υπάλληλος της Βουλής, αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω παραιτήσεως στις 9.7.2001. Με την 14685/8.8.2001 πράξη της 42ης Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κρά¬τους κανονίσθηκε σ’ αυτήν μηνιαία σύνταξη, πληρωτέα από 10.10.2001, η οποία, με βάση τη συνολική συντάξιμη υπηρεσία της από έτη 26-7-00, ορίσθηκε ίση με τα 32/35 ή άλλως τα 914/1000 του βασικού μισθού του 5ου μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ4 κατηγορίας, που ελάμβανε κατά το χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία, προσαυξημένου κατά 52% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Με την από 5.12.2005 αίτησή της προς την 42η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η εκκαλούσα ζήτησε την αναπροσαρμογή της συντάξεώς της σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής: «Για τη ρύθμιση θεμάτων των Υπαλλήλων της Βουλής», με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 88 του Κανονισμού της Βουλής. Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η 138100/2005/16.1.2006 πράξη της Διευθύντριας της ως άνω υπηρεσίας, με την οποία απερρίφθη το σχετικό αίτημα της εκκαλούσας, με την αιτιολογία ότι η προαναφερθείσα διάταξη εφαρμόζεται μόνο για τους υπαλλήλους της Βουλής οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία από 1.1.2005 και εφεξής. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα στρέφεται κατά της ανωτέρω απορριπτικής πράξεως της Διευθύντριας της 42ης Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ζητώντας την ακύρωσή της για τους προβαλλομένους στην έφεσή της λόγους. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα της εκκαλούσας περί αναπροσαρμογής της συντάξεώς της σύμφωνα τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής: «Για τη ρύθμιση θεμάτων των Υπαλλήλων της Βουλής», με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 88 του Κανονισμού της Βουλής. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με την αδιάστικτη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, στο πεδίο εφαρμογής της υπάγονται, υπό τις αναφερόμενες σε αυτήν προϋποθέσεις, μόνον οι υπάλληλοι της Βουλής που αποχωρούν από την υπηρεσία από την 1η Ιανουαρίου 2005 και εφεξής. Αβασίμως δε η εκκαλούσα προβάλλει με την ένδικη έφεσή της ότι η επίμαχη διάταξη αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς δημιουργεί ανισότητα εις βάρος των εξελθόντων από την υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, δεδομένου ότι, όπως έγινε δεκτό στην προηγούμενη σκέψη, ο διαφορετικός χρόνος εξόδου από την υπηρεσία αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο που καθιστά θεμιτή τη διαφορετική αυτή μεταχείριση. Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος εφέσεως ότι με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου Μόνου της 668/529 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής θεσπίζεται γενική αύξηση μισθών κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, η οποία επηρεάζει αναλόγως και αυτομάτως, χωρίς δηλαδή να απαιτείται ειδική προς τούτο νομοθετική πρόβλεψη, και το συντάξιμο μισθό των ήδη συνταξιούχων, ανεξαρτήτως του χρόνου τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας τους, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, οι προμνησθείσες διατάξεις εισάγουν ειδική συνταξιοδοτική ρύθμιση και δεν έχουν τον χαρακτήρα της γενικής αυξήσεως των μισθών. Τούτο δε διότι, με τις εν λόγω διατάξεις δεν προσαυξάνονται εφεξής με τη μορφή ποσοστιαίας αυξήσεως οι συντάξιμες αποδοχές (βασικός μισθός και επιδόματα που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή των συντάξεων) όλων γενικώς των εν ενεργεία υπαλλήλων της Βουλής, ώστε να πρόκειται για γενική αύξηση των συνταξίμων αποδοχών τους, αλλά, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που εκδίδεται ενόψει της αποχωρήσεως ενός εκάστου υπαλλήλου, χορηγείται προσαύξηση μόνο επί των συνταξίμων αποδοχών που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά τον τελευταίο, πριν την αποχώρησή του, μήνα, σε περίπτωση δε ματαιώσεως της αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο, η σχετική απόφαση του Προέδρου της Βουλής ανακαλείται, οπότε και αίρονται αναδρομικώς οι οποιεσδήποτε συνέπειες προήλθαν από αυτήν.
V. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη έφεση και να διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκησή της (άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981).