ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 841/2012
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση: Μιχαήλ Ζυμής, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Ευάγγελος Νταής και Μαρία Βλαχάκη, Σύμβουλοι, Αργυρώ Μαυρομμάτη και Αικατερίνη Μποκώρου (εισηγήτρια), Πάρεδροι με συμβουλευτική ψήφο,
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ιωάννης Κάρκαλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,
Γραμματέας: Ελισάβετ Ρισβά, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΔΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 20 Σεπτεμβρίου 2005 (ημερομηνία κατάθεσης στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο Θεσσαλονίκης: 7.11.2005) έφεση της …, η οποία δεν παραστάθηκε,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και,
κατά: α) της σιωπηρής απόρριψης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 128112/23.9.2004 ένστασης της εκκαλούσας, στρατιωτικής συνταξιούχου, κατά της σιωπηρής απόρριψης από την 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 126389/29.9.2003 αίτησής της για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής της, σύμφωνα με τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002, αναδρομικά από την έναρξη ισχύος τους,
β) της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην αναπροσαρμογή της σύνταξής της, όπως αυτή προκύπτει από τα εκκαθαριστικά – ενημερωτικά σημειώματα καταβολής της σύνταξής της από τον Ιούλιο του 2000 και τον Ιούλιο του 2002 (ημερομηνία έναρξης ισχύος των νόμων 2838/2000 και 3016/2002) και εντεύθεν και κατά των σημειωμάτων αυτών και,
γ) της από 17.12.2002 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κρίθηκε ότι η σύνταξη της εκκαλούσας δεν μπορεί να αναπροσαρμοσθεί σύμφωνα με τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της έφεσης και την απόρριψη του αγωγικού αιτήματος.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα, στρατιωτική συνταξιούχος, ζητεί την ακύρωση: α) της σιωπηρής απόρριψης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) της 128112/23.9.2004 ένστασής της κατά της σιωπηρής απόρριψης από την 44η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. της 126389/29.9.2003 αίτησής της για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής της, σύμφωνα με τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002, αναδρομικά από την έναρξη ισχύος τους, β) της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην αναπροσαρμογή της σύνταξής της, όπως αυτή προκύπτει από τα εκκαθαριστικά – ενημερωτικά σημειώματα καταβολής της από τον Ιούλιο του έτους 2000 και τον Ιούλιο του έτους 2002 (ημερομηνία έναρξης των ανωτέρω νόμων) και εντεύθεν, καθώς και των σημειωμάτων αυτών και γ) της από 17.12.2002 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία κρίθηκε ότι η σύνταξή της δεν μπορεί να αναπροσαρμοσθεί σύμφωνα με τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002, αφού οι διατάξεις αυτές αφορούν ρητά στους εν ενεργεία στρατιωτικούς και δεν υφίσταται νομοθετική πρόβλεψη εφαρμογής τους και σε όσους είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν από την έναρξη ισχύος τους, όπως η εκκαλούσα.
ΙΙ. Η ένδικη έφεση, κατά το μέρος μεν που στρέφεται κατά της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί οίκοθεν στον ανακαθορισμό της σύνταξης της εκκαλούσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002, όπως αυτή προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής της από τον Νοέμβριο του έτους 2000, αφότου κατέστη συνταξιούχος (βλ. 15482/25.9.2000 πράξη κανονισμού σύνταξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. ορισθείσα πληρωτέα από 10.11.2000) και εντεύθεν – και όχι από τον Ιούλιο του 2000, ως ανομιμοποιήτως αιτείται – και από τον Ιούλιο του 2002 και εντεύθεν, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν προκύπτει ότι έχει υποβληθεί προηγουμένως σχετική αίτηση από την εκκαλούσα και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται παραδεκτώς προσβαλλόμενη παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης (βλ. αποφ. Ολ. Ελ. Συν. 1720/2009, ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 1084/2010, 2746, 2742/2009, 1706, 1044/2008), κατά το μέρος δε που στρέφεται κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μηνός Νοεμβρίου έτους 2000 και εντεύθεν και μηνός Ιουλίου 2002 και εντεύθεν είναι ομοίως απορριπτέα ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι αυτά φέρουν πληροφοριακό – ενημερωτικό απλώς χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, στερούνται εκτελεστότητας (βλ. αποφ. Ολ. Ελ. Συν. 1720/2009, Αποφ. ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 1706/2008, 2280/2006,753/2005 κ.α.). Μετά την κατάθεση της κρινόμενης έφεσης κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, με το 128112/04/4.4.2006 έγγραφο της 46ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., η 2220/18.5.2005 απόφαση της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., με την οποία απορρίφθηκε και ρητώς η ως άνω, έχουσα το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, ένστασή της (βλ. άρθρο 66 παρ.6 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων – π.δ.166/2000, όπως τροποποιήθηκε με την παρ.11 εδ. α΄ του άρθρου 2 του ν.3075/2002 και ίσχυσε έως την αντικατάστασή της με την παρ.12 του άρθρου 3 του ν.3408/2005 – Φ.Ε.Κ. Α΄ 272/4.11.2005). Επομένως, η τελευταία αυτή απόφαση πρέπει, για λόγους οικονομίας της δίκης και ασφάλειας δικαίου, να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την τεκμαιρόμενη απόρριψη της ένστασης της εκκαλούσας πράξη και μόνη -εκ των δύο αυτών αποφάσεων- παραδεκτώς προσβαλλόμενη (άρθρο 63 παρ.6 του Κ.Δ.Δ/μίας σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ.1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.3472/2006, πρβλ. αποφ. ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 3595/2009, 1858/2011). Περαιτέρω, η έφεση αυτή παραδεκτώς στρέφεται και κατά της από 17.12.2002 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., η οποία εμπεριέχει κρίση επί συνταξιοδοτικού δικαιώματος και, συνεπώς, είναι εκτελεστή πράξη (66 παρ.6 του π.δ.166/2000), ανεξαρτήτως της έκδοσής της κατόπιν υποβολής ή μη προηγούμενης αίτησης ενώπιον του Γ.Λ.Κ. από την εκκαλούσα για την αναπροσαρμογή της σύνταξής της (αποφ. ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 1945, 2046/2007, 315/2011), πρέπει δε να θεωρηθεί ότι έχει ασκηθεί κατ΄ αυτής εμπροθέσμως, διότι δεν υπάρχουν στη δικογραφία έγγραφα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η κοινοποίηση στην εκκαλούσα της πράξης αυτής (βλ. αποφ. Ολ. Ελ. Συν. 1187/2009, 1511/2006, 1493/2005). Εξάλλου, η εκκαλούσα διατηρεί το έννομο συμφέρον της για τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, παρά την έκδοση της 85002/2007 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία αναπροσαρμόσθηκε η σύνταξή της, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του ν.3408/2005, καθόσον κατά τα υπ’ αυτής ιστορούμενα η προβαλλόμενη αξίωσή της δεν έχει πλήρως ικανοποιηθεί αφού η διαφορά μεταξύ αφενός της σύνταξης που ελάμβανε και αφετέρου της αναπροσαρμοζόμενης με την ως άνω πράξη σύνταξης δεν καταβάλλεται αναδρομικά από την ισχύ των διατάξεων του ν.2838/2000, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν εν μέρει από τις διατάξεις του ν.3016/2002, όπως ζητεί με την έφεσή της, αλλά μόνο από 1.10.2005. Η ένδικη έφεση, για την οποία έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (βλ. τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου, σειράς Α΄, 1260472 και 1733036) κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2220/18.5.2005 απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. του Γ.Λ.Κ. και της από 17.12.2002 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα (άρθρα 50 και 52 του π.δ.1225/1981), είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, παρά την απουσία της εκκαλούσας, η οποία, όπως προκύπτει από την από 10.6.2011 έκθεση επίδοσης κλήσης της υπαλλήλου του Δήμου Κιλκίς …., κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (βλ. και την από 2.6.2011 έκθεση επίδοσης κλήσης του δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, …., προς το διορισθέντα από αυτήν αντίκλητο, …., και την από 9.6.2011 έκθεση επίδοσης κλήσης του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης, …., προς το διορισθέντα από αυτήν πληρεξούσιο δικηγόρο, Χρήστο Χασκή, άρθρα 16, 27, 33, 34, 38, 43, 59 και 65 του π.δ.1225/1981).
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 5 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000, Φ.Ε.Κ. Α΄ 153), συνάγεται ότι: α) ο μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη των στρατιωτικών απαρτίζεται από το μηνιαίο βασικό μισθό του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις (παρ.1), β) ο βαθμός που έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία αποτελεί το σταθερό στοιχείο που προσδιορίζει το ληπτέο υπόψη μισθό με τον οποίο κανονίζεται ή αναπροσαρμόζεται η σύνταξή του (παρ.2), γ) οποιαδήποτε νόμιμη μεταβολή (αυξητική ή μειωτική) στο ύψος του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των στρατιωτικών που βρίσκονται στην ενέργεια επηρεάζει ποσοτικά το συντάξιμο μισθό, κατ’ επέκταση δε και το ύψος της σύνταξής τους, έτσι ώστε, στρατιωτικοί που έχουν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια έτη υπηρεσίας να λαμβάνουν το αυτό ποσό σύνταξης, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας τους (πριν ή μετά από τη μισθολογική μεταβολή), με στοιχείο καθοριστικό, διαχρονικά, τις εκάστοτε συντάξιμες αποδοχές των εν ενεργεία συναδέλφων τους (παρ.3 και 5). Και ναι μεν η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν.1813/1988 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 243), που προστέθηκε ως δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 34 του Σ.Κ., ορίζει ότι: «Για όσους κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία παίρνουν μισθό που ανήκει σε ανώτερο βαθμό από αυτόν που κατέχουν, η σύνταξη κανονίζεται με βάση τον ανώτερο αυτό μισθό», πλην, όμως, με τη νεότερη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν.2512/1997 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 138), με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 34 του Σ.Κ., ο νομοθέτης για πρώτη φορά εκφράζει τη βούλησή του όπως οι εκάστοτε διατάξεις για το ύψος του βασικού μισθού λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού, ανεξάρτητα από το χρόνο (πριν ή μετά από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών) τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας, χωρίς να τίθεται κανένας περιορισμός ως προς το προσδιοριστέο ύψος του βασικού μισθού. Εκ τούτων παρέπεται ότι, σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός των εν ενεργεία στρατιωτικών είτε απ’ ευθείας με την καθιέρωση νέων βασικών μισθών, είτε με ορισμένο χρηματικό ποσό, είτε με τη μορφή ποσοστιαίων αυξήσεων, είτε βάσει συντελεστή, είτε, τέλος, με τη μορφή μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης για τη χορήγηση αυτών, αλλά με τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων, ο διαμορφούμενος με τους τρόπους αυτούς μισθός αποτελεί βασικό μισθό με την έννοια των προσημειούμενων διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. Είναι αδιάφορος κατά τις τελευταίες αυτές διατάξεις ο τρόπος που ο νομοθέτης επιλέγει για την αύξηση του βασικού μισθού των εν ενεργεία στρατιωτικών, αφού όλοι ανεξαιρέτως οι προαναφερόμενοι τρόποι έχοντες ως βάση αποκλειστικά και μόνο, και αυτό είναι το κρίσιμο, το βαθμό που κατέχουν οι στρατιωτικοί, αυτοί οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, στην αύξηση του βασικού τους μισθού. Ο αυξημένος αυτός βασικός μισθός υπολογίζεται για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης των στρατιωτικών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων, οι οποίες τον διαμορφώνουν, χωρίς για την εφαρμογή (επέκταση) των διατάξεων αυτών στους τελευταίους να απαιτείται η έκδοση νόμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 73 παρ.2 του Συντάγματος, τούτο δε, διότι διατάξεις με το χαρακτήρα αυτό είναι οι προαναφερθείσες των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. (Πρακτ. Ολομ. Ελ. Συν. 24ης Γεν. Συν. της 2.10.2002, απόφ. Ολομ. Ελ. Συν. 814/2004).
ΙV. Με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν.2838/2000 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 179), όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ.1 του ν.2873/2000 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 285) και αντικαταστάθηκαν εν μέρει, από 1.7.2002, από εκείνες του άρθρου 37 του ν.3016/2002 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 110), θεσπίστηκαν μισθολογικές προαγωγές για τους φέροντες τους αναφερόμενους σε αυτές βαθμούς της ιεραρχίας του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων, της ελληνικής αστυνομίας, του λιμενικού και του πυροσβεστικού σώματος, αυξανομένων με τον τρόπο αυτό των αποδοχών τους, στις οποίες προεχόντως περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός. Οι μισθολογικές αυτές προαγωγές χορηγούνται σ’ αυτούς χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης, αλλά με τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων. Οι ως άνω μισθολογικές προαγωγές ισχύουν για όσους εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2838/2000 από 1.1.2001 και σε αυτούς που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 6 αυτού από 1.7.2000. Από τις ως άνω ρυθμίσεις των άρθρων 5 και 6, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των άρθρων αυτών, καθίσταται φανερό ότι οι προαναφερόμενες μισθολογικές προαγωγές, παρά το χαρακτηρισμό τους ως προαγωγών, στην πραγματικότητα προσαυξάνουν το βασικό μισθό του βαθμού που κατέχουν οι αναφερόμενοι στις διατάξεις αυτές στρατιωτικοί κατά το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του βασικού μισθού του βαθμού τους αυτού και εκείνου του επόμενου ή επόμενων βαθμών της ιεραρχίας. Από αυτά έπεται ότι ο βασικός μισθός που τελικά καταβάλλεται στους εν ενεργεία στρατιωτικούς με το σύστημα των μισθολογικών προαγωγών κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ν.2838/2000 υπολογίζεται, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης των στρατιωτικών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτών (άρθρα 5 και 6 του ν. 2838/2000) με τις ίδιες νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες χορηγούνται οι επίμαχες μισθολογικές προαγωγές στους υπηρετούντες στρατιωτικούς (βλ. μεταξύ άλλων αποφ. Ολομ. Ελ. Συν. 814/2004, III Τμ. Ελ. Συν. 1163/2003, 1834/2004 ).
V. Σύμφωνα με το άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ.166/2000), τα συνταξιοδοτικά όργανα της Διοίκησης (αρμόδιος Διευθυντής της υπηρεσίας συντάξεων του Γ.Λ.Κ. και Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων), υποχρεούνται να απαντήσουν με ρητή πράξη τους σε αίτηση ή ένσταση του φερομένου ως νομίμου φορέα συνταξιοδοτικού δικαιώματος περί κανονισμού ή αναπροσαρμογής της σύνταξής του, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, άλλως τεκμαίρεται ότι απέρριψαν σιωπηρώς το αίτημα ή την ένσταση του ενδιαφερομένου. Εφόσον δε στο συνταξιοδοτικό κώδικα ή σε άλλο ειδικό νόμο δεν ορίζεται άλλως, το ως άνω εύλογο χρονικό διάστημα είναι τρίμηνο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 45 του π.δ.18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) και 63 παρ.4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), στα οποία διατυπώνεται η εν λόγω αρχή, η οποία λόγω της γενικότητάς της εφαρμόζεται όχι μόνο στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Διοικητικά Δικαστήρια, αλλά και σε κάθε αρμόδιο Δικαστήριο, που εκδικάζει ένδικο βοήθημα κατά παράλειψης δημοσίας αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια ή γενικότερα κατά σιωπηρής αρνητικής πράξης, επομένως και στο Ελεγκτικό Συνέδριο (πρβλ. Ολ. Ελ. Συν. 710/1997, 384/2001, ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 1091, 1383/2003, 514/2005, ΙΙΙ Τμ. 351/2004, 2527/2007, 995/2008, 3514/2009, 1218/2010). Επομένως, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των ΔΙΣΚΠΟ-Φ17/14-26420/10.6.1991 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 510) και 2/67911/0004/3.12.2004 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1854) κοινών υπουργικών αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 5 του ν.1943/1991 και 4 του ν.2690/1999, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ.1 του ν.3230/2004 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 44) και ακολούθως με το άρθρο 6 παρ.1 του ν.3242/2004 (Φ.Ε.Κ. 102 Α’), οι οποίες καθορίζουν ειδικές προθεσμίες, καθόσον οι διατάξεις αυτές είχαν ως σκοπό τη ρύθμιση άλλων θεμάτων, ήτοι την κατά το δυνατόν ταχεία εξυπηρέτηση των συνταξιούχων του Δημοσίου και, συνεπώς, θεμάτων άσχετων προς το ζήτημα του χρονικού σημείου έναρξης της παράλειψης οφειλομένης νόμιμης ενέργειας ή της σιωπηρής απόρριψης συνταξιοδοτικού αιτήματος (βλ. αποφ. Ολ. Ελ. Συν. 2159/2006, ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 1995/2008, 3515/2009, 1218/2010, 1841/2011).
VI. Tέλος, στο άρθρο 49 του π.δ.1225/1981 «όρια ελέγχου της πράξεως ή αποφάσεως» ορίζεται ότι: «1. Διά της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. 2. Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν ακυροί εν όλω ή εν μέρει ή μεταρρυθμίζει αναλόγως, φυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου. Την ουσιαστικώς εσφαλμένη πράξιν ακυροί ή μεταρρυθμίζει εντός των εν τη εφέσει ορίων, κρίνον περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως. 3. Διά της αποφάσεως αυτού το δικαστήριον δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν του εκκαλούντος…». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όταν προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου άρνηση των αρμοδίων συνταξιοδοτικών οργάνων της Διοίκησης να ενεργήσουν νομίμως προς κανονισμό ή ανακαθορισμό σύνταξης, το Δικαστήριο, δεχόμενο την έφεση, ακυρώνει την προσβαλλόμενη άρνηση και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση (αρμόδια Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ.) για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν με τη σχετική απόφαση. Ειδικότερα, αν για τον κανονισμό ή την αύξηση ήδη κανονισθείσας σύνταξης απαιτείται η συνδρομή και άλλων προϋποθέσεων, οι οποίες δεν εξετάσθηκαν από τη Διοίκηση, τότε το Δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη και να αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση για να εξετάσει κατά πρώτο βαθμό τη συνδρομή ή μη και των μη εξετασθεισών προϋποθέσεων κανονισμού ή αύξησης της σύνταξης. Σε αντίθετη περίπτωση, το Δικαστήριο θα υποκαθιστούσε την Διοίκηση στο έργο της (βλ. μεταξύ άλλων αποφ. Ολομ. Ελ. Συν. 116–119/2001, 1441/2001, ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 185/2009).