ΕΣ 925/13, VI τμ., ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΑΜΙΓΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΔΕΘ, ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΑΦΟΡΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΟΛΓΟΥ, ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΘΕΣΣΑΝΟΝΙΚΗΣ Α

Ε.Σ

 
925/2013 ΤΜΗΜΑ VΙ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : ΔΕΘ ΑΕ. Καταλογισμός Δικαιοδοσία Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εφεση κατά πράξης καταλογισμού οργάνου δημόσιας (Διευθύνοντος Συμβούλου) Α.Ε. από Οικονομικό Επιθεωρητή. ΠΡόκειται για διοικητική διαφορά υπαγόμενη κατά νόμο στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Μειοψηφία. Έννοια διαχεριστή δημόσιας περιουσίας και μέτρο ευθύνης αυτού. Αρμοδιότητα καταλογισμού από οικονομικούς επιθεωρητές. Προηγούμενη ακρόαση.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Ιανουαρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του VI Τμήματος, Βασιλική Ανδρεοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, Σύμβουλοι, Ευαγγελία Σεραφή και Αντιγόνη Στίνη, Πάρεδροι. Ως Γραμματέας έλαβε μέρος η Κυβέλη Τζωάννου.
Για να δικάσει την από 24 Ιανουαρίου 2011 έφεση (αριθμ. καταθ. 22/27.1.2011) του Παναγιώτη Αβραμόπουλου του Δημητρίου, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός Τριπόλεως 35. ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γαβριήλ Κερμανίδη (ΑΜ Δ.Σ.Θ. 4423).
Κατά: α) του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου δια του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικόλαο Καραγιώργη,
β) της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης Α.Ε.» (ΔΕΘ Α.Ε.), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, οδός Εγνατίας 154 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κων/νο Χατζηγιαννάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 625), και
γ) της 9283/29.11.2010 καταλογιστικής απόφασης των Οικονομικών Επιθεωρητών Π. Γεωργιάδου, Ν. Καρατζίκου και Ι. Μαραγκάκη της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης.
Με την έφεση αυτή ο εκκαλών ζητά την ακύρωση της 9283/29.11.2010 καταλογιστικής απόφασης των Οικονομικών Επιθεωρητών Π. Γεωργιάδου, Ν. Καρατζίκου και Ι. Μαραγκάκη της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που με αυτή καταλογίστηκε ως Εντεταλμένος Σύμβουλος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.) Α.Ε. με το ποσό των 14.724,44 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους Βασίλειο Κουρτέση, Διευθύνοντα Σύμβουλο, Κων/να Θεοχαρίδου, Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας και Μαρία Μπεκιαρίδου, Προϊστάμενη του Λογιστηρίου της Δ.Ε.Θ. Α.Ε.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δ.Ε.Θ. Α.Ε., ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ιωάννη Κάρκαλη, ο οποίος πρότεινε την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου.
Άκουσε την εισηγήτρια Σύμβουλο Ασημίνα Σαντοριναίου
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Ι. Με την υπό κρίση έφεση, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από 26.1.2012 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ο εκκαλών, εντεταλμένος Σύμβουλος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.) Α.Ε.  ζητεί την ακύρωση της 9283/29.11.2010 καταλογιστικής απόφασης των Οικονομικών Επιθεωρητών Π. Γεωργιάδου, Ν. Καρατζίκου και Ι. Μαραγκάκη της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που με αυτή ο ίδιος καταλογίστηκε με το ποσό των 14.724,44 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους Βασίλειο Κουρτέση, Διευθύνοντα Σύμβουλο, Κων/να Θεοχαρίδου, Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας και Μαρία Μπεκιαρίδου, Προϊστάμενη του Λογιστηρίου της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. Η έφεση αυτή για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 12433 και 2813875 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου Σειράς Α΄) έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και εφόσον είναι τυπικά δεκτή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, παρόλο που ο εκκαλών δεν κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 51 παρ. 1 του π.δ. 774/1980 εξάμηνης προθεσμίας, αποδεικτικό κοινοποίησης αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης στη Δ.Ε.Θ. Α.Ε.. Και τούτο, διότι ναι μεν με τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 9 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄ 165) ορίζεται ως κύρωση για την μη κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου του αποδεικτικού κοινοποίησης της έφεσης το απαράδεκτο της συζήτησης, πλην όμως, εφόσον η εφεσίβλητη παραστάθηκε κατά την παρούσα συζήτηση στο ακροατήριο και δεν αντέλεξε, αίρεται το απαράδεκτο αυτό (βλ. Ολ.Ελ.Συν. 1933/2009, 49/2012).

ΤΟ Ε.Σ ΔΙΚΑΖΕΙ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΦΟΣΟΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΑΧΘΕΙ ΜΕ ΝΟΜΟ ΣΕ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΙΔΙΑΖΟΥΝ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ 94ΠΑΡ.1Σ

II. Α. Το Σύνταγμα ορίζει: Στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει» και στο άρθρο 98  ότι «Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) … β) … γ) ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο δ) … ε)… στ) η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄, ζ) η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» (παρ. 1) και ότι «Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει…» (παρ. 2). Εξάλλου,  το ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (ΦΕΚ Α΄ 100) το οποίο κυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την 312/1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 188), ορίζει: Α) στο άρθρο 1 ότι αντικείμενο αρμοδιότητας της υπαγόμενης στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσίας Οικονομικής Επιθεώρησης είναι η επ’ ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: α) άσκησις της ανωτάτης εποπτείας και του ελέγχου πασών των Οικονομικών Υπηρεσιών και πάσης άλλης δημόσιας διαχειρίσεως χρηματικού ή υλικού καθώς και της διαχειρίσεως των παντός είδους Κρατικών επιχειρήσεων και της διαχειρίσεως πάντων ανεξαιρέτως των νομικών προσώπων, β) έρευνα της οικονομικής κατάστασης των Ν.Π.Δ.Δ., αυτόνομων οργανισμών, ειδικών ταμείων ως και των παντός είδους αγαθοεργών και κοινωφελών ιδρυμάτων·  Β) στο άρθρο 4 παρ. 3 ότι οι οικονομικοί επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων, ειδικότερα α) … β) … γ) …. δ) προβαίνουν κατόπιν εντολής του Υπουργείου Οικονομικών στην έρευνα της οικονομικής κατάστασης των Ν.Π.Δ.Δ., Αυτόνομων Οργανισμών, Ειδικών Ταμείων, καθώς και των παντός είδους αγαθοεργών ή κοινωφελών ιδρυμάτων και ε) μετά προηγούμενη διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών ή της οικείας διοικητικής αρχής (Γενικού Διοικητή ή Νομάρχη) δύνανται επίσης να προέρχονται και στον έλεγχο της διαχείρισης σωματείων, συλλόγων ή άλλων ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου· Γ) στο άρθρο 12 ότι ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων και πας οικονομικός υπάλληλος εκτελών χρέη Οικονομικού Επιθεωρητή δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων, εφόσον κατά την ενέργεια επιθεώρησης οιασδήποτε δημόσιας ή μη διαχείρισης εκ των εν άρθρω 1 παρ. 1 διαλαμβανομένων διαπιστώσουν την ύπαρξη ελλείμματος προερχομένου από έλλειψη χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει προβαίνουν στην έκδοση αιτιολογημένης καταλογιστικής απόφασης κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων (παρ. 1) και ότι κατά των καταλογιστικών αποφάσεων των Οικονομικών Επιθεωρητών δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…), η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεση της κατά του καταλογισθέντος υπολόγου απόφασης (παρ. 8). Συναφώς, το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις»  (ΦΕΚ  Α΄ 211) ορίζει ότι: «… Στις αρμοδιότητες της Οικονομικής Επιθεώρησης περιλαμβάνεται και η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που αφορούν: α) Την οικονομική κατάσταση και τη διαχείριση των … Επιχειρήσεων του Δημοσίου που λειτουργούν με τη μορφή Α.Ε.  … β) την οικονομική λειτουργία των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΔΕΚΟ)».  Τέλος, το π.δ. 211/1996 «Σύσταση Οικονομικών Επιθεωρήσεων» (ΦΕΚ Α΄ 166 και διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α΄ 209), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω ν. 2343/1995, στο άρθρο 3 ορίζει ότι «1. Στην αρμοδιότητα των Οικονομικών Επιθεωρήσεων υπάγεται: (…) Γ. Τομέας Επιθεώρησης Δημοσίων Διαχειρίσεων, Ν.Π.Δ.Δ. και ΔΕΚΟ., στον οποίο ανήκει η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που αφορούν: α) Στην οικονομική κατάσταση και στη διαχείριση των … Επιχειρήσεων του Δημοσίου που λειτουργούν με τη μορφή Α.Ε…. γ) Ο καταλογισμός τυχόν ελλειμμάτων ή πληρωμής μη νομίμων δαπανών και φθοράς ή απώλειας τίτλων και απαιτήσεων του δημοσίου, στις περιπτώσεις πρόκλησης ζημίας στο δημόσιο που δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή απρόβλεπτα γεγονότα, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις…».
Β. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται πρωτογενώς εκ του Συντάγματος, ήτοι χωρίς να απαιτείται η έκδοση ειδικού κατά περίπτωση νόμου, οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων κ.λπ. υπολόγων, οι διαφορές εκ της απονομής συντάξεων, καθώς και οι διαφορές που αναφέρονται στην ευθύνη των δημοσίων κ.λπ. υπαλλήλων για την προκαλουμένη σε βάρος του Δημοσίου και των λοιπών δημοσίων νομικών προσώπων, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, ζημία. Περαιτέρω, λόγω του ενδεικτικού χαρακτήρα της απαρίθμησης των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το Σύνταγμα, ο οποίος δεν μεταβλήθηκε από την αναθεώρηση του 2001, μπορεί να ανατεθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο με ειδικό νόμο η εκδίκαση και άλλων διοικητικών διαφορών, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συναφείς με τις ήδη ανατεθείσες από το Σύνταγμα στο Ελεγκτικό Συνέδριο υποθέσεις και να προσιδιάζουν με τη φύση του Δικαστηρίου ως του κατεξοχήν επιφορτισμένου με τον έλεγχο και τη διαφάνεια της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος οργάνου (πρβλ. και Α.Ε.Δ. 5/1999, Αποφάσεις Ολ.Ελ.Συν. 2825/2006, Πρακτικά Ολ.Ελ.Συν. 3ης Γ.Σ./25.1.1978, 11ης Γ.Σ./4.5.1998). Η αναθεωρημένη δε παράγραφος 1γ΄ του άρθρου 98 έχει την έννοια ότι η υπαγωγή ενός νομικού προσώπου στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνεπάγεται και την υπαγωγή του στον κατασταλτικό έλεγχο, με συνέπεια τη δυνατότητα έκδοσης καταλογιστικών πράξεων από τα όργανα του Δικαστηρίου και δεν καθιστά αντισυνταγματικές γνωστές στον αναθεωρητικό νομοθέτη διατάξεις, με τις οποίες ανατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο η αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών που ανακύπτουν από καταλογιστικές πράξεις των Οικονομικών Επιθεωρητών.

Τέτοιες διαφορές είναι και αυτές που αναφύονται κατά τη διενέργεια από  τους Οικονομικούς Επιθεωρητές του προβλεπόμενου στο ανωτέρω άρθρο 2 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του ν. 2343/1995 και στο άρθρο 3 παρ. 1Γ περ. α΄ και γ΄ του π.δ. 211/1996 ελέγχου της οικονομικής κατάστασης και λειτουργίας των Επιχειρήσεων του Δημοσίου που λειτουργούν με τη μορφή Α.Ε. και των ΔΕΚΟ και την έκδοση πράξεων καταλογισμού τυχόν διαπιστωθείσας ζημίας σε βάρος των υπαίτιων προσώπων, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δυνάμει του άρθρου 12 παρ. 8 του ν.δ. 1264/1942.

Και τούτο διότι κατά πρώτον από την έκδοση  των ανωτέρω καταλογιστικών πράξεων γεννάται διοικητική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 94 του Συντάγματος, καθώς πρόκειται για πράξεις διοικητικού καταναγκασμού, ήτοι για πράξεις που εκδίδονται από διοικητικό όργανο με αποφασιστική αρμοδιότητα και επιβάλλουν κυρώσεις, με σκοπό τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στον έλεγχο της ορθής διαχείρισης των δημοσίων επιχειρήσεων. Περαιτέρω, εφόσον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ιδρύεται με νόμο ή κανονιστική πράξη με διάθεση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. και κατατείνει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου ενδιαφέροντος με ανάπτυξη επιχειρηματικής ή παραγωγικής δραστηριότητας υπό την εποπτεία του Κράτους, εμπίπτει στην έννοια της «δημόσιας επιχείρησης», η οποία υπό τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν παύει να αποτελεί δημόσια περιουσία. Τούτου δοθέντος, η υποκείμενη σχέση επί της οποίας εδράζονται οι διαφορές από καταλογιστικές πράξεις, οικονομικών επιθεωρητών που εκδίδονται μετά από έλεγχο της διαχείρισης δημόσιας επιχείρησης, είναι η σχέση μεταξύ δημόσιου εξωτερικού ελεγκτή και ελεγχόμενου διαχειριστή δημόσιας περιουσίας ανεξαρτήτως της νομικής προσωπικότητας του ελεγχόμενου. Η δημοσίου δικαίου αυτή σχέση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την εσωτερική σχέση μεταξύ του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και των διαχειριστών του, η οποία διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Και τούτο, διότι ο έλεγχος των δημοσίων επιχειρήσεων από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές ως εξωτερικός έλεγχος εξυπηρετεί πλήρως και ευθέως τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος με μέσα δημοσίου δικαίου, σε αντιδιαστολή με την έμμεση διασφάλιση που παρέχεται μέσω του ιδιωτικού δικαίου με τη συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες του κ.ν. 2190/1920, σε περίπτωση διαπίστωσης ζημίας για την οποία ευθύνονται οι διαχειριστές μίας επιχείρησης, η άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης με έγερση σχετικής αγωγής  εναπόκειται στη βούληση του αμέσως  ζημιωθέντος νομικού προσώπου της εταιρείας και όχι στη βούληση των μετόχων (βλ. ΑΠ 1888/2005). Περαιτέρω οι ως άνω διαφορές αφενός μεν άπτονται της διαφάνειας ως προς τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, που παρέχεται στις επιχειρήσεις του Δημοσίου είτε με τη μορφή απευθείας επιχορήγησης είτε με τη μορφή κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου, για τον έλεγχο της οποίας το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι το κατεξοχήν εκ του Συντάγματος αρμόδιο δικαστικό όργανο, αφετέρου δε είναι συναφείς με αυτές της ευθύνης των δημοσίων υπολόγων, καθώς ναι μεν δεν αφορούν στον καταλογισμό ελλείμματος σε λογαριασμό δημοσίου υπολόγου, όπως η έννοια αυτού προσδιορίζεται στο άρθρο 54 του ν. 2362/1995, πλην όμως αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας της ανήκουσας στο Δημόσιο περιουσίας που ο ελεγχόμενος προκάλεσε με την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του. Η ευθύνη δε του τελευταίου, ο οποίος δεν είναι μεν υπόλογος κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, πλην όμως είναι «διαχειριστής δημόσιας περιουσίας», αφού στο μέτρο της αρμοδιότητας διαχείρισης  που του έχει ανατεθεί έχει υποχρέωση να διαθέτει τη δημόσια περιουσία για το σκοπό που αυτή εξυπηρετεί, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικότερων νόμων που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών. Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως ο κοινός νομοθέτης αναθέτει την εκδίκαση των αναφυομένων ως άνω διαφορών στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως διοικητικών διαφορών ουσίας, βάσει της ρητής επιφύλαξης του άρθρου 94 παρ. 1α΄ του Συντάγματος.
Γ. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 735/1977 (ΦΕΚ Α΄ 313) συστήθηκε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «Δ.Ε.Θ. Α.Ε.» με έδρα τη Θεσσαλονίκη, τελούσα υπό την εποπτεία του Κράτους, ασκούμενη δια του Υπουργού Εμπορίου και διεπόμενη από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» και του ανωτέρω νόμου 735/1971. Με το άρθρο 2 αυτού καθορίστηκαν οι επιδιωκόμενοι από την εν λόγω εταιρεία σκοποί, στo πλαίσιo λειτουργίας της χάριν του δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ενώ στο άρθρο 3 ορίσθηκε ότι το αρχικό της κεφάλαιο θα προέλθει από την περιέλευση σε αυτήν των περιουσιακών στοιχείων του καταργούμενου δια του άρθρου 27 του ίδιου νόμου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Διεθνής Έκθεσις Θεσσαλονίκης», εκδιδόμενου επ’ ονόματι του Ελληνικού Δημοσίου ενός ονομαστικού αναπαλλοτρίωτου τίτλου. Με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2414/1996 (ΦΕΚ Α΄ 135) η εν λόγω εταιρεία υπήχθη στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για τον εκσυγχρονισμό των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, χαρακτηριζόμενη ρητά για τους σκοπούς του νόμου αυτού ως «δημόσια επιχείρηση». Ακολούθησε ο ισχύων ν. 2687/1999 (ΦΕΚ Α΄ 39), με τον οποίο επιδιώχθηκε ο εκσυγχρονισμός και η αναμόρφωση της εταιρείας. Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Συνίσταται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε. (Δ.Ε.Θ. Α.Ε.)» και έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ν. 2414/1996, όπως κάθε φορά ισχύουν …3. Στους σκοπούς της εταιρείας περιλαμβάνονται: α) η ευθύνη της διοργάνωσης της Ετήσιας Γενικής Έκθεσης Θεσσαλονίκης … δ) η διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας της…θ) η υποβοήθηση των Ελλήνων παραγωγών, βιοτεχνών και βιομηχάνων στην προσπάθειά τους για τη βελτίωση της παραγωγής, προβολής και διακίνησης των προϊόντων τους και την αύξηση των πωλήσεων και των εξαγωγών, ι) η προβολή του ελληνικού τουρισμού … 7. Το σύνολο των μετοχών της εταιρείας του παρόντος άρθρου ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται στις Γενικές Συνελεύσεις από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Μακεδονίας – Θράκης, ή το εξουσιοδοτημένο από αυτούς όργανο. Οι παραπάνω μετοχές είναι αμεταβίβαστες». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Δ.Ε.Θ. Α.Ε. συνιστά δημόσια επιχείρηση, η οποία έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος με εισφορά της περιουσίας του υφιστάμενου κατά το χρόνο μετατροπής του σε Α.Ε. νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και έχει ως μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο. Κατά συνέπεια και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στην κρινόμενη περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε από την έκδοση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής απόφασης των Οικονομικών Επιθεωρητών, με την οποία ο εκκαλών καταλογίστηκε για το διαπιστωθέν στη διαχείριση της ΔΕΘ Α.Ε. έλλειμμα. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της χωρίς να ασκεί επιρροή η εκ μέρους της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. αναγνώριση του αιτήματος του εκκαλούντος για την, κατά παραδοχή της έφεσής του, ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης, καθόσον, δεδομένης, ενόψει της φύσεως της ένδικης διαφοράς, της παθητικής νομιμοποίησης του Ελληνικού δημοσίου (βλ. αρ. 8 παρ. 1 π.δ/τος 1225/1981, ΦΕΚ Α΄ 304) και της, ως εκ τούτου, αναγκαίας μεταξύ της Δ.Ε.Θ. A.E. και του τελευταίου ομοδικίας, η ως άνω αναγνώριση προϋποθέτει ομοφωνία των αναγκαίων ομαδικών, που ελλείπει εν προκειμένω (αρ. 116 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., βλ. Απόφαση IV Τμ. 873/2012).
Δ. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, της Συμβούλου Βασιλικής Ανδρεοπούλου, προς την οποία συντάχθηκε και η έχουσα συμβουλευτική ψήφο Πάρεδρος, Ευαγγελία Σεραφή, από τις διατάξεις των άρθρων 93, 94 και 98 του ισχύοντος Συντάγματος, συνάγεται αφενός ότι ο συντακτικός νομοθέτης κατανέμει τη δικαιοδοσία των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων με γνώμονα τη φύση των σχετικών διαφορών, η οποία προσδιορίζεται αποκλειστικά από το χαρακτήρα της υποκείμενης σχέσεως (ΑΕΔ 39/1989, 42/1990, 85/1991, 2/1993, 3/2004, 18/2009, 28/2011 και ενδεικτικά Α.Π. 1378/2011, 1161/2010, 325/2008, ΣτΕ 297/2011), αφετέρου δε, ότι στερεί από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές και ως ιδιωτικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι διοικητικές (ΑΕΔ 28/2011, 29/2011).   Κατά συνέπεια η ίδια διαφορά δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κρίσεως τόσο των πολιτικών δικαστηρίων, χαρακτηριζόμενη ως ιδιωτική, όσο και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χαρακτηριζόμενη ως δημοσιολογιστική.  Ο νομικός χαρακτηρισμός της υποκείμενης σχέσεως είναι αναγκαίος για την επιλογή της διακαιοδοσίας, σε κάθε δε περίπτωση δεν δύναται να οδηγήσει στην δημιουργία συντρέχουσας και παράλληλης ευθύνης του ίδιου προσώπου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.  Η ευθύνη (αδικοπρακτική ή δημοσιολογιστική) για την αποκατάσταση των ελλειμμάτων που δημιουργήθηκαν σε διαχείριση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου δύναται να επιδιωχθεί είτε κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου είτε, με τη συνδρομή συγκεκριμένων προϋποθέσεων, κατά τις διατάξεις του δημοσίου δικαίου, ποτέ όμως ταυτοχρόνως, με την παράλληλη άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.  Τούτων δοθέντων, η επιφύλαξη υπέρ του νόμου που θέτει η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ορίζει, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης δύναται να αναθέτει στο Ελεγκτικό Συνέδριο την εκδίκαση διαφορών, των οποίων η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου.  Και ναι μεν είναι δυνατόν να υπαχθεί δια νόμου, στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις διατάξεις των παρ.1 εδάφ. στ΄ του αναθεωρημένου άρθρου 98, η εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται από καταλογιστικές πράξεις εκδοθείσες στο πλαίσιο κατασταλτικού ελέγχου επί της διαχειρίσεως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.), η υπαγωγή όμως αυτή είναι σύμφωνη με τη διάταξη της παρ.1 εδάφ.  στ΄ του άρθρου αυτού, όταν τα καταλογισθέντα ελλείμματα ανέκυψαν στη διαχείριση ν.π.ι.δ., το οποίο έχει υπαχθεί δια νόμου στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τις διατάξεις της παρ.1 εδαφ.α΄ και γ΄, αντιστοίχως, του άρθρου 98 του Συντάγματος (Πρακτικά της 11ης Γεν.Συν. της Ολομέλειας του Ελ.Συν.  της 4ης Μαίου 1988, Απόφαση IV Τμήματος 1344/2001, πρβλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1937/2005 και αντίθετες Ολομ.Ελ.Συν. 2825/2006, 439/2012 όπου και μειοψηφία).  Ως εκ τούτου, με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν.Δ/τος 1264/1942 (περί οικονομικής επιθεωρήσεως), το οποίο προβλέπει την άσκηση εφέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά των καταλογιστικών αποφάσεων των οικονομικών επιθεωρητών, ιδρύεται μεν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου να εκδικάσει εφέσεις στρεφόμενες κατά πράξεων των ως άνω οργάνων, που αποσκοπούν στην αποκατάσταση ελλειμμάτων σε δημοσιολογιστικά ελεγχόμενες δημόσιες εν γένει διαχειρίσεις, πλην όμως η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη συμφώνως προς το Σύνταγμα (ιδίως το άρθρο 94 αυτού), δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει την άσκηση ενδίκων μέσων που αφορούν σε  ελλείμματα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου όπως είναι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ  ΕΚΘΕΣΗ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  Α.Ε.»  (βλ. άρθρο 1 του Ν. 2687/1999 –ΦΕΚ Α 39-), τα οποία δεν υπάγονται στην ελεγκτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, δηλαδή στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο αυτού.  Σε αυτήν την περίπτωση η έκδοση καταλογιστικής αποφάσεως δεν μεταβάλλει τη φύση της διαφοράς, δηλαδή η μεσολάβηση της διοικητικής διαδικασίας και η έκδοση πράξεως από διοικητικό όργανο δεν αλλοιώνει τη φύση της (η οποία προσδιορίζεται από την υποκείμενη σχέση), ως ιδιωτικής ούτε τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 7/1987, 4/1989, 20/1990, 10/1993).  Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι η πορισματική έκθεση, που προηγείται του καταλογισμού, απλώς καταγράφει τις επισημανθείσες κατά τον έλεγχο διαχειριστικές πλημμέλειες, από τις οποίες, αν και εφόσον προκύπτει ζημία, αυτή μπορεί να αναζητηθεί (όπως και αναζητήθηκε εν προκειμένω με την κατάθεση της από 11.6.2004 αγωγής της ΔΕΘ  Α.Ε. ενώπιον του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) με πρωτοβουλία του ζημιωθέντος και υποβολή σχετικού αιτήματος στα πολιτικά δικαστήρια, ενώ η καταλογιστική απόφαση στερείται εκτελεστότητας διότι η νομική κατάσταση του ζημιώσαντος δεν μεταβάλλεται δι’ αυτής, αλλά δια της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως που καταφάσκει και επιδικάζει τη ζημία και το ύψος αυτής.  Περαιτέρω, η έννοια της δημόσιας περιουσίας δεν είναι αφεαυτής ικανή και επαρκής για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι οι πράξεις διαχειρίσεως αυτής δημιουργούν και ιδιωτικού δικαίου διαφορές (ενδεικτικά : ΑΕΔ 85/1991, 39/1989, ΣτΕ 2723/1989, 3819/1989, 4828/1988, 3212/1988, 3157/1987, 1662/1986, 1562/1986), ενώ η έννοια του «διαχειριστή δημόσιας περιουσίας», εφόσον δεν εξομοιώνεται με αυτή του υπολόγου, δεν απαντάται στο ισχύον Σύνταγμα και δεν δύναται να θεμελιώσει δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, το οποίο είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιο για δημοσίους υπολόγους και αστικώς υπευθύνους.  Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση της από 11.6.2004 αγωγής της ΔΕΘ  Α.Ε. ενώπιον του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στρεφόμενη κατά του Παναγιώτη Μαϊδάτση, καθώς και η έκδοση   της 5076/2005 αποφάσεως  του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία επιδικάσθηκε στην αιτούσα ΔΕΘ Α.Ε. το ποσό των 145.844,62 ευρώ σε βάρος του Παντελή Γούλιου, πλέον ποσού 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίησή της  λόγω ηθικής βλάβης, υποδηλώνει ότι το υπέρ ου ο καταλογισμός νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αντιλαμβάνεται τις διαφορές που προέκυψαν από ορισμένες διαχειριστικές πράξεις που περιγράφονται στην πορισματική έκθεση και την καταλογιστική απόφαση, ως ιδιωτικές και επεδίωξε την ικανοποίησή τους ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.  Ως εκ τούτου, πρέπει να ερευνηθεί εάν επ’ αυτών έχει εκδοθεί απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων εξοπλισμένη με δύναμη δεδικασμένου, καθόσον, σε καταφατική περίπτωση, η ύπαρξη αυτού καλύπτει το δικονομικό ζήτημα της δικαιοδοσίας και υποχρεώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως, να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο που προκύπτει από την τυχόν υπάρχουσα τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου (ΑΕΔ 20/1997, πρβλ. και ΑΕΔ 78/1997, 44/1997), υπολαμβάνοντας ως αμάχητη αλήθεια ότι η οικεία διαφορά είναι ιδιωτική για την οποία αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε κάθε δε περίπτωση να ερευνηθεί εάν υφίσταται δεδικασμένο από τις τυχόν εκδοθείσες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων επί της από 11.6.2004 αγωγής της ΔΕΘ  Α.Ε.  Η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.
    ΙΙΙ. Ο κ.ν. 2190/1920 (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 3604/2007) όριζε: Στο άρθρο 22 ότι «1. Το  Διοικητικόν  Συμβούλιον  είναι αρμόδιον ν’ αποφασίζη πάσαν  πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρίας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής  και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της  εταιρίας… 3. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρίας ή τρίτους. Τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό εκπροσωπούν και δεσμεύουν την εταιρία, καθώς και οι αρμοδιότητές τους ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο», στο άρθρο 22α ότι «1. Παν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά την διοίκησιν των εταιρικών υποθέσεων διά παν αυτού πταίσμα. Ευθύνεται ιδία εάν ο ισολογισμός περιέχη παραλείψεις ή ψευδείς δηλώσεις αποκρυπτούσας την πραγματικήν κατάστασιν της εταιρίας. 2. Η ευθύνη αύτη δεν υφίσταται εάν αποδείξη ότι κατέβαλε την επιμέλειαν του συνετού οικογενειάρχου. Τούτο δεν ισχύει διά τον Διευθύνοντα Σύμβουλον της Εταιρείας, υπόχρεων εις πάσαν επιμέλειαν. Ωσαύτως η ευθύνη αύτη δεν υφίσταται επί πράξεων ή παραλείψεων στηριζομένων επί συννόμου αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως» και στο άρθρο 23 ότι «1. Απαγορεύεται εις μετέχοντας οπωσδήποτε της διευθύνσεως της εταιρείας Συμβούλους, ως και εις τους διευθυντάς αυτής να ενεργώσι κατ’ επάγγελμα άνευ αδείας της γενικής συνελεύσεως δι’ ίδιον λογαριασμόν ή δια λογαρισμόν τρίτων πράξεις υπαγομένας εις τινα εκ των επιδιωκομένων υπό της εταιρείας σκοπών και να μετέχωσιν ως ομόρρυθμοι εταίροι εταιρειών, επιδιωκουσών τοιούτους σκοπούς». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο μίας ανώνυμης εταιρείας είναι το όργανο διοίκησης των εταιρικών υποθέσεων και διαχείρισης της εταιρικής περιουσίας. Οι υποχρεώσεις δε των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζονται από το νόμο, το καταστατικό και τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζονται αντικειμενικοί κανόνες συμπεριφοράς για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία δεν έχουν απλή υποχρέωση άσκησης των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, αλλά οφείλουν να δρουν με την δέουσα επιμέλεια, ήτοι με την τήρηση των κανόνων περί επιμελούς/τακτικής διαχείρισης, μέσα στο πλαίσιο που θέτει ο νόμος, το καταστατικό και οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης με στόχο την προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων, που συνίστανται κυρίως στη διατήρηση και επαύξηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά ρητή δε επιταγή του νόμου κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων για κάθε πταίσμα. Κατά τούτο, “πταίσμα” κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων διαπράττουν, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 22α του κ.ν. 2190/1920, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας όταν δεν τηρούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τους κανόνες της επιμέλειας, τους οποίους μπορεί και οφείλει, με βάση την καλή πίστη, να τηρεί ένας μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας (αμέλεια ως μορφή παράνομης συμπεριφοράς – βλ. άρθρο 330 εδ. α ΑΚ, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δικ. III, 1992, σελ. 129 επ.). Κατά συνέπεια, δεν υπέχει ευθύνη μέλος του διοικητικού συμβουλίου εάν αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού οικογενειάρχη, ήτοι ότι άσκησε τα καθήκοντά του με αρτιότητα και ιδιαίτερη προσοχή επιδεικνύοντας τις ικανότητες και γνώσεις που απαιτεί το αξίωμά του (βλ. Ι. Μάρκου, Η αστική ευθύνη των μελών δ.σ. στην ανώνυμη εταιρία, ΕλλΔ 2000, 900επ.). Εξάλλου, η νομική φύση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας κρίνεται με βάση το είδος της έννομης σχέσης που τα συνδέει με την εταιρεία. Ως νομική βάση της ευθύνης τους έναντι της ανώνυμης εταιρίας πρέπει να θεωρηθεί η παράβαση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει τόσο η σύμβαση, που υπάρχει μεταξύ αυτών και της εταιρείας, όσο και η νομοθεσία ή το καταστατικό της εταιρείας. Επομένως, η ευθύνη αυτή μπορεί να είναι ευθύνη τόσο ενδοσυμβατική, η οποία απορρέει από τη σύμβαση, όσο και ευθύνη εκ του νόμου, ήτοι αδικοπρακτική, όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη αποτελεί και αδικοπραξία (κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ) που θεμελιώνει άμεση και αυτοτελή υποχρέωση προς αποζημίωση (βλ. ΑΠ 1483/2010). Συγκεκριμένα, εάν κριθεί ότι για συγκεκριμένες αποφάσεις δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια της χρηστής ή της συνετής διοίκησης ή της διαφύλαξης του εταιρικού συμφέροντος, ιδίως εάν συγκεκριμένη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή μελέτη ή ιδιοτελώς, η ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι αναμφισβήτητη, καθόσον το γεγονός ότι η εταιρεία χρησιμοποιεί τρίτους στη διοίκησή της δεν επιτρέπεται να αποβαίνει σε βάρος της. Στο ίδιο καθεστώς ευθύνης με τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, υπάγονται και οι διευθυντές της εταιρείας (βλ. Κ. Παμπούκη, Ζητήματα από την ευθύνη για τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας, ΕΕμπΔ 1985 374-376, Μ. Μηνούδη, Ευθύνη μελών διοίκησης ανώνυμης εταιρείας, Αρμ 1989 299, Κ. Μάρκου, Σκέψεις πάνω στα άρθρα 35 και 22α του ν. 2190/1920, ΕΕμπΔ 1990 584 επ.).
ΙV. Στην κρινόμενη υπόθεση από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 1052466/1991/885Β/23.6.2004 απόφαση της Δ/νσης Επιθεώρησης Δ.Δ., Ν.Π. και ΔΕΚΟ δόθηκε εντολή διενέργειας διαχειριστικού ελέγχου οικονομικών χρήσεων 2002, 2003 και 2004 της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. Ο εκκαλών ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας από 15.5.1999 έως 21.11.2001 και Εντεταλμένος Σύμβουλος από το Μάρτιο του 2001 έως 21.11.2003. Περαιτέρω, με την 44/5/11.4.2001 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου εγκρίθηκαν, εκτός των άλλων, οι αρμοδιότητες του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της Δ.Ε.Θ. Α.Ε., η εκχώρηση αρμοδιοτήτων του Διευθύνοντος Συμβούλου στον Εντεταλμένο Σύμβουλο και η παροχή εξουσιοδοτήσεων για έγκριση δαπανών, διενέργεια πληρωμών και υπογραφή επιταγών και συμβάσεων. Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση, για δαπάνες εντός εγκεκριμένου προϋπολογισμού, ο Εντεταλμένος Σύμβουλος αποκτούσε το δικαίωμα έγκρισης δαπανών, διενέργειας πληρωμών και υπογραφής επιταγών και συμβάσεων ποσού έως 2.500.000 δρχ. (7.336,76 ευρώ) από κοινού με τον Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών και ποσού από 2.500.001 δρχ. έως 10.000.000 δρχ. (29.347,03 ευρώ) από κοινού με τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Για δαπάνες εκτός εγκεκριμένου προϋπολογισμού ο Εντεταλμένος Σύμβουλος αποκτούσε το δικαίωμα έγκρισης δαπανών, διενέργειας πληρωμών και υπογραφής επιταγών και συμβάσεων ποσού έως 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ) από κοινού με τον Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών και ποσού έως 5.000.000 δρχ. (14.673,52 ευρώ) από κοινού με τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Στην 3771/14.5.2009 πορισματική έκθεση των διενεργησάντων τον έλεγχο Οικονομικών Επιθεωρητών αναφέρεται ότι από την εξέταση των εκδοθέντων από την εταιρεία χρηματικών ενταλμάτων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 21.11.2003 και των δικαιολογητικών που τα συνοδεύουν, προέκυψε η διενέργεια παράνομων δαπανών, για τις οποίες φέρει ευθύνη ο εκκαλών. Συγκεκριμένα, κατά την ανωτέρω πορισματική έκθεση ο εκκαλών ως Εντεταλμένος Σύμβουλος της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. έδωσε την εντολή να πραγματοποιηθούν δαπάνες συνολικού ύψους 14.724,44 ευρώ, ως ακολούθως: Με τα 8, 9, 10, 11 και 12 οικονομικού έτους 2002 χρηματικά εντάλματα καταβλήθηκε σε πέντε υπαλλήλους της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. το συνολικό ποσό 4.405,00 ευρώ (881,00 ευρώ σε καθένα απ’ αυτούς) δυνάμει της 19/17.1.2002 απόφασης του Εντεταλμένου Συμβούλου για την καταβολή αποζημίωσης υπερωριακής απασχόλησης. Όπως, όμως προκύπτει από τις αποδείξεις που συνοδεύουν τα χρηματικά εντάλματα σε κάθε ένα από τους δικαιούχους καταβλήθηκε επιπλέον ποσό 220,25 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογούσα παρακράτηση φόρου εισοδήματος. Με το 136 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 428,79 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 102/6.3.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 255,04 ευρώ για την εξόφληση 29 αποδείξεων επιχειρήσεων εμπορίας χαρτικών, πρατηρίου άρτου, οπωροπαντοπωλείου, εστίασης, εμπορίας ανθών και super market. Με το 145 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 263,35 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 89,67 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων εστίασης και super market. Με το 194 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 414,28 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 152/8.4.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 277,00 ευρώ για την εξόφληση 22 αποδείξεων επιχειρήσεων εμπορίας χαρτικών, πρατηρίου άρτου, εμπορίας ανθών, super market, εστίασης, εμπορίας ειδών οικιακής χρήσης και πρατηρίων υγρών καυσίμων. Με τα 218, 223, 386, 524, 589, 904 και 920 οικονομικού έτους 2002 χρηματικά εντάλματα, συνολικού ποσού 1.278,02 ευρώ, και με τα 90, 179, 271, 507, 662, 677, 740, 814 και 895 οικονομικού έτους 2003 χρηματικά εντάλματα, συνολικού ποσού 1.582,34 ευρώ, για τα οποία δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκαν τα ανωτέρω ποσά για την εξόφληση λογαριασμών εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, που δεν αφορούσαν κινητά στο όνομα της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. Με το 256 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 274,97 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της από 1.5.2002 απόφασης έγκρισης της δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια κουτιών σοκολάτας με σκοπό την προσφορά δώρων φιλοφρόνησης σε συνεργάτες της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. ενόψει της εορτής του Πάσχα. Με το 269 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 80 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την εξόφληση απόδειξης επιχείρησης ζαχαροπλαστικής. Με το 270 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 56,26 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την εξόφληση απόδειξης επιχείρησης ζαχαροπλαστικής. Με το 280 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 326,35 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 217/16.5.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 184,25 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων super market, καθαρισμού ρούχων, ζαχαροπλαστικής και εστίασης. Με το 317 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 168,52 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 230/29.5.2002 απόφασης έγκρισης της δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ανθών για τις ανάγκες δημοσίων σχέσεων της διοίκησης της Δ.Ε.Θ. Α.Ε.. Με το 326 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 463,84 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 239/6.5.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 233,89 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων οπωροπαντοπωλείου, εμπορίας ανθών, super market, εστίασης και εμπορίας ειδών οικιακής χρήσης. Με το 411 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 255,55 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 317/28.6.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 162,90 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων εστίασης. Με το 523 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 65,01 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την εξόφληση απόδειξης επιχείρησης ζαχαροπλαστικής. Με το 525 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 476,14 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, το ποσό των 39,00 ευρώ για παράθεση γεύματος. Με το 572 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 422,01 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 398/4.9.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 370,22 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων οπωροπαντοπωλείου, super market, εστίασης και ζαχαροπλαστικής. Με το 611 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 288,86 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 430/18.9.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 68,69 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων εστίασης και εκμετάλλευσης ξενοδοχείου. Με το 666 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 100,84 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ειδών ζαχαροπλαστικής, τα οποία προσφέρθηκαν ως δώρα φιλοφρόνησης εκ μέρους του Προέδρου της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. σε συνεργάτες της εταιρείας στα Υπουργεία. Με το 669 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 217,71 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παροχή υπηρεσιών φωτογράφησης εκδηλώσεων. Με το 717 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 117,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια επίπλων. Με το 723 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 535,58 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε ποσό 117,00 για την παράθεση γευμάτων. Με το 730 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 106,63 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 467/14.10.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεως super market. Με το 747 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 1.875,30 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 482/22.10.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια αντικειμένων που προσφέρθηκαν από τη διοίκηση της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. για τις ανάγκες δημοσίων σχέσεων. Με το 749 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 304,28 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 468/14.10.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος εργασίας ενόψει λειτουργίας της έκθεσης ΚΡΗΤΗ 2002. Με το 755 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 460,15 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 492/30.10.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 328,47 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων χαρτικών, εμπορίας ανθών, εστίασης και ζαχαροπλαστικής. Με το 790 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 61,62 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για παράθεση δεξίωσης. Με το 905 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 271,40 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ανθών. Με το 907 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 52,50 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 911 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 427,18 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 593/17.12.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 292,73 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων ηλεκτρικών ειδών, super market, εστίασης και ζαχαροπλαστικής. Με το 919 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 356,92 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 619/30.12.2002 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια κουτιών σοκολάτας με σκοπό την προσφορά δώρων φιλοφρόνησης σε συνεργάτες της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. ενόψει της εορτής των Χριστουγέννων. Με το 949 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 59,36 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 950 οικονομικού έτους 2002 χρηματικό ένταλμα ποσού 64,56 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την επισκευή κινητού τηλεφώνου. Με το 71 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 298,00 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 19/17.1.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ποτών με σκοπό την προσφορά δώρων φιλοφρόνησης σε συνεργάτες της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. ενόψει της εορτής των Χριστουγέννων. Με το 78 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 271,32 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 55/6.1.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 183,32 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων ηλεκτρικών ειδών, super market, φαρμακείου, εστίασης, μεταφοράς δεμάτων και οπωροπαντοπωλείου. Με το 89 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 120,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 181 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 165,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 115 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 411,85 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 16/14.1.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ποτών με σκοπό την προσφορά δώρων φιλοφρόνησης σε συνεργάτες της Δ.Ε.Θ. Α.Ε. ενόψει της εορτής των Χριστουγέννων. Με το 211 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 514,92 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 105/14.3.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 289,34 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων πρατηρίων υγρών καυσίμων, super market, φαρμακείου, εστίασης, μεταφοράς δεμάτων και ψιλικών. Με το 219 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 311,70 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 116/24.3.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση υπηρεσιακού γεύματος στους ορκωτούς λογιστές. Με το 268 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 74,52 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 272 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 55,70 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 274 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 120,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ανθών. Με το 330 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 282,37 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 146/18.4.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 186,37 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων super market και εστίασης. Με το 337 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 118,90 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 163/23.4.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 57,00 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων super market και εστίασης. Με το 338 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 124,30 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 339 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 100,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 386 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 75,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 389 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 85,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την προμήθεια ανθών. Με το 391 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 338,33 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 519/15.11.2002 απόφασης έκδοσης εντάλματος προπληρωμής δι’ αποδόσεως λογαριασμού του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για προμήθεια ειδών ζαχαροπλαστικής. Με το 407 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 534,48 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 196/26.5.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 268,29 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων μίας επιχείρησης εστίασης. Με το 512 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 325,94 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 231/23.6.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 255,94 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων super market και εστίασης. Με το 587 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 85,00 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 592 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 364,55 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 299/8.7.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 226,55 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων πρατηρίων υγρών καυσίμων και εστίασης. Με το 615 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 422,20 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε το ανωτέρω ποσό για την παράθεση γεύματος. Με το 671 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 677,49 ευρώ, για το οποίο δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 169,00 για την πληρωμή προστίμου λόγω παράβασης του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Με το 704 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 371,64 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 328/29.8.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 288,74 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων ψιλικών και εστίασης. Με το 723 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 174,39 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 350/10.9.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 117,00 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων μεταφοράς δεμάτων, ψιλικών, εμπορίας ειδών οικιακής χρήσης, φαρμακείου, super market και εστίασης. Με τα 735 και 834 οικονομικού έτους 2003 χρηματικά εντάλματα ποσού 101,29 ευρώ και 80,46 ευρώ αντίστοιχα, για τα οποία δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκαν τα ανωτέρω ποσά για την προμήθεια ειδών ζαχαροπλαστικής. Με το 916 οικονομικού έτους 2003 χρηματικό ένταλμα ποσού 303,01 ευρώ, εκδοθέντος δυνάμει της 466/25.11.2003 απόφασης έγκρισης δαπάνης του εκκαλούντος ως Εντεταλμένου Συμβούλου, καταβλήθηκε, εκτός των άλλων, ποσό 146,43 ευρώ για την εξόφληση αποδείξεων επιχειρήσεων εμπορίας χαρτικών ειδών, εκμετάλλευσης ταξί, πρατηρίων υγρών καυσίμων, super market και εστίασης. Με τα 1002 και 1006 οικονομικού έτους 2003 χρηματικά εντάλματα ποσού 88,50 ευρώ και 169,56 ευρώ αντίστοιχα, για τα οποία δεν προκύπτει έκδοση απόφασης έγκρισης εκ μέρους του εκκαλούντος, καταβλήθηκαν τα ανωτέρω ποσά για την προμήθεια ανθών και ειδών ζαχαροπλαστικής. Στη συνέχεια, και μετά την κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος του από 21.7.2009 υπομνήματος, εκδόθηκε η 9283/23.11.2010 καταλογιστική απόφαση των αρμόδιων Οικονομικών Επιθεωρητών, με την οποία ο εκκαλών καταλογίστηκε με το ποσό των 14.724,44 ευρώ για το αντίστοιχο έλλειμμα που διαπιστώθηκε κατά τα ανωτέρω στη διαχείριση της Δ.Ε.Θ. Α.Ε.      
V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις το Τμήμα κρίνει ότι οι δαπάνες που εξοφλήθηκαν με τα  136, 194, 280, 326, 411, 572, 611, 730, 755 και 911 οικονομικού έτους 2002, καθώς και με τα 78, 211, 330, 337, 391, 407, 512, 592, 704, 723 και 916 οικονομικού έτους 2003 χρηματικά εντάλματα πληρωμής, συνολικού ποσού 4.637,13 στην πραγματοποίηση των οποίων συμμετείχε ο εκκαλών, εκδίδοντας, με την ιδιότητα του Εντεταλμένου Συμβούλου της Δ.Ε.Θ. Α.Ε, τις αναγκαίες αποφάσεις έγκρισης των δαπανών αυτών, δεν έχουν διενεργηθεί κατά τον προσήκοντα τρόπο. Και τούτο, διότι για τις εν λόγω δαπάνες δεν προκύπτει από τη φύση των δαπανών αυτών ή τα συνοδεύοντα αυτές δικαιολογητικά ούτε ο λόγος ούτε η αναγκαιότητα πραγματοποίησής τους σε συνάρτηση με τον εταιρικό σκοπό. Για το λόγο αυτό, η έκδοση εκ μέρους του εκκαλούντος των πράξεων έγκρισης των δαπανών αυτών συνιστά πλημμελή άσκηση της διαχειριστικής του αρμοδιότητας, με συνέπεια ο εκκαλών να μην έχει καταβάλει την επιμέλεια του συνετού διαχειριστή αλλότριων υποθέσεων. Περαιτέρω δε, η εν λόγω συμπεριφορά του εκκαλούντος προκάλεσε ζημία στην εταιρεία, καθώς τα εκταμιευθέντα χρηματικά ποσά δεν προκύπτει ότι διατέθηκαν για την εξυπηρέτηση των εταιρικών σκοπών και κατά συνέπεια συνιστούν αναιτιολόγητη ελάττωση του ενεργητικού της εταιρείας. Συνεπώς, ο εκκαλών, υπέχει ευθύνη τόσο ένεκα της θέσης την οποία κατείχε κατά το κρίσιμο διάστημα (Εντεταλμένος Σύμβουλος), όσο και λόγω των συγκεκριμένων ενεργειών που του αποδίδονται, δηλαδή της συμμετοχής του στη διαδικασία της ανάληψης και εκκαθάρισης των ανωτέρω δαπανών και της συναφούς υποχρέωσής του, κατά τις κείμενες διατάξεις, σε έλεγχο και αιτιολόγηση των διενεργούμενων δαπανών. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της εκκαθάρισης των δαπανών που διενεργήθηκαν με τα 145, 218, 223, 269, 270, 386, 523, 524, 525, 589, 666, 669, 717, 723, 790, 904, 905, 907, 920, 949 και 950, οικονομικού έτους 2002 και 89, 90, 179, 181, 268, 271, 272, 274, 338, 339, 386, 389, 507, 587, 615, 662, 671, 677, 735, 740, 814, 834, 895, 1002 και 1006, οικονομικού έτους 2003, χρηματικά εντάλματα πληρωμής, καθόσον αφενός κανένα από τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα δεν συνοδεύεται από εκδοθείσα εκ μέρους του απόφαση έγκρισης διενέργειας της οικείας δαπάνης, αφετέρου δεν προκύπτει η καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο συμμετοχή του εκκαλούντος στην πραγματοποίηση των πληρωμών αυτών. Επίσης, όσον αφορά στα 256, 317, 747, 749 και 919, οικονομικού έτους 2002, και 71, 115 και 219 οικονομικού έτους 2003, χρηματικά εντάλματα από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι εκδοθείσες από τον εκκαλούντα σχετικές αποφάσεις έγκρισης των δαπανών ήταν επαρκώς αιτιολογημένες, καθώς από αυτές προέκυπτε τόσο ο λόγος όσο και η αναγκαιότητα διενέργειας των οικείων δαπανών, ενώ όσον αφορά στα  8, 9, 10, 11 και 12 οικονομικού έτους 2002 χρηματικά εντάλματα δεν προκύπτει ότι η καταβολή κατά την πληρωμή επιπλέον ποσών έγινε με ευθύνη του εκκαλούντος. Επομένως, μη νομίμως καταλογίστηκε ο εκκαλών με το προϊόν των εν λόγω ενταλμάτων συνολικού ποσού 10.087,31 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως καταλογίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ο εκκαλών με το ποσό των 4.717,13 ευρώ, καθόσον, επιδεικνύοντας τουλάχιστον βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, προέβη σε έκδοση αναιτιολόγητων αποφάσεων έγκρισης της δαπάνης που αφορούν τα 136, 194, 269, 280, 326, 411, 572, 611, 730, 755 και 911 οικονομικού έτους 2002, και τα 78, 211, 330, 337, 391, 407, 512, 592, 704, 723 και 916, οικονομικού έτους 2003, χρηματικά εντάλματα, προκαλώντας ισόποση ζημία στην εταιρεία. Για τη ζημία δε αυτή ευθύνεται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο εκκαλών με την ιδιότητά του ως Εντεταλμένος Σύμβουλος, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και, συνακόλουθα, ως ένας εκ των διαχειριστών της εταιρείας παραβαίνοντας με τον τρόπο αυτό την συμβατική έναντι της εταιρείας υποχρέωση διενέργειας ορθής διαχείρισης. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι ο εκκαλών δεν έχει οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα για την πρόκληση ζημίας στην εταιρεία, καθώς και ότι οι πράξεις του δεν συνδέονται αιτιωδώς με αυτή. Πλην όμως, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτίθεται ο εκκαλών γνώριζε κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής εντολής διενέργειας των επίμαχων δαπανών ότι η εκ μέρους του άσκηση επιμελούς διαχείρισης προϋπέθετε την υποχρέωση αιτιολόγησης της σκοπιμότητας διενέργειας έκαστης πληρωμής, γεγονός που καταδεικνύει ότι ευθύνεται σε βαθμό τουλάχιστον βαρειάς αμέλειας για τη διαπιστωθείσα ζημία, καθώς δεν επέδειξε τη στοιχειώδη επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνειδήτου ικανού προς δικαιοπραξία φυσικού προσώπου, κινουμένου μέσα στον κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής αυτού δραστηριότητος (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 310/1986, 1059/1985, 391/1983, Ι Τμ. 2467, 2466, /2011). Ως προς το ζήτημα δε της έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων του εκκαλούντος και της προκληθείσας ζημίας, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς με βάση τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα πραγματοποιήθηκαν συγκεκριμένες πληρωμές εκ μέρους της Δ.Ε.Θ. Α.Ε., ο δε εκκαλών εξέδωσε την εντολή για τη διενέργεια των συγκεκριμένων δαπανών, άνευ της οποίας οι ανωτέρω πληρωμές δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν νομοτύπως. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, αφού τα αποτελέσματα του ελέγχου ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στον εκκαλούντα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί, επίσης, ως αβάσιμος, καθώς από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στον εκκαλούντα είχαν επιδοθεί προσκλήσεις αποκατάστασης της ζημίας και ο εκκαλών τελούσε σε γνώση όλων των στοιχείων που περιέχονται στην πορισματική έκθεση, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στο από 19.7.2009 υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών. Σε κάθε δε περίπτωση ο εκκαλών δεν επικαλείται άγνοια των στοιχείων της πορισματικής έκθεσης, η οποία να οφείλεται σε απόρριψη εκ μέρους των Οικονομικών Επιθεωρητών αιτήματός του να λάβει γνώση αυτής. Όσον αφορά δε στον προβαλλόμενο ισχυρισμό ότι οι επίμαχες δαπάνες εντάσσονται στους καταστατικούς σκοπούς της ΔΕΘ Α.Ε. και τα επίμαχα χρηματικά ποσά χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τον κατά νόμο προορισμό τους πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται επίσης ότι το Ελληνικό Δημόσιο, ως μοναδικός μέτοχος της Δ.Ε.Θ. Α.Ε., απάλλαξε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας από κάθε ευθύνη για τις δαπάνες που έγιναν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 20.11.2003, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ενώ οι επίδικες δαπάνες είχαν ελεγχθεί και από το Δ.Σ. της εταιρείας στα πλαίσια του ελέγχου που προβλέπουν οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 μετά τη σύνταξη των οικείων εκθέσεων των ελεγκτών (άρθρα 26 και 37 ν. 2190/1920). Πλην όμως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθώς η προβλεπόμενη στο άρθρο 35 του κ.ν. 2190/1920 απαλλαγή των μελών του Δ.Σ. από την ευθύνη τους κατά την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων και ο έλεγχος των δαπανών από το Δ.Σ. της εταιρείας αφορούν στην ιδιωτικού δικαίου εσωτερική σχέση των μελών του Δ.Σ. με την εταιρεία και στην αποκατάσταση της ζημίας με μέσα του ιδιωτικού δικαίου και σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύει τους ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, ήτοι τους οικονομικούς επιθεωρητές, κατά τη διενέργεια ελέγχου της ορθής διαχείρισης των δημόσιων επιχειρήσεων και τον καταλογισμό των υπευθύνων διαχειριστών, που έχει ως τελικό σκοπό τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Για τον ίδιο λόγο  δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη περί τριετούς παραγραφής των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των εταίρων, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση. Οίκοθεν νοείται ότι σε περίπτωση που μετά από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου η διαπιστούμενη από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές ζημία έχει αποκατασταθεί, οι τελευταίοι δεν προβαίνουν σε καταλογισμό του ελλείμματος. 
VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η 9283/29.11.2010 καταλογιστική απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών Π. Γεωργιάδου, Ν. Καρατζίκου και Ι. Μαραγκάκη της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης και να περιοριστεί το ποσό του καταλογισμού συνολικά στο ύψος των 4.637,13 ευρώ. Περαιτέρω, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να αποδοθεί στον εκκαλούντα το μισό της αξίας του παραβόλου που κατέθεσε για την έφεση (αρ. 56 του π.δ. 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 57 του ν. 3659/2008, ΦΕΚ Α 77) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 123 του π.δ/τος 1225/1981 και 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).   
Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη έφεση.
Μεταρρυθμίζει την 9283/29.11.2010 καταλογιστική απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών Π. Γεωργιάδου, Ν. Καρατζίκου και Ι. Μαραγκάκη της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης, και περιορίζει το ποσό του καταλογισμού στο ύψος των 4.637,13 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης κατά το μισό της αξίας αυτού, και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του  Δημοσίου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2012.

          Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η  ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ  ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
    ΣΩΤΗΡΙΑ  ΝΤΟΥΝΗ                                                  ΑΣΗΜΙΝΑ  ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΥ

                                           Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
                                           ΚΥΒΕΛΗ  ΤΖΩΑΝΟΥ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις                    22 Φεβρουαρίου 2013.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  α.α.
         ΣΩΤΗΡΙΑ  ΝΤΟΥΝΗ                    ΠΕΛΑΓΙΑ  ΚΡΗΤΙΚΟΥ