ΕΣ 953/09, IV ΤΜ., απαράδεκτη η συζήτηση όταν έγινε επίδοση στον υπογράφοντα δικηγόρο αλλά και στον παραστάντα επ΄ακροατηρίου, αλλά κανένας εκ των δυο δεν απέδειξε την πληρεξουσίοτητα του.

Ε.Σ

 

Απόφαση  0953/2009
ΤΜΗΜΑ  IV                               

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2008, με την ακόλουθη σύνθεση: Ελένη Φώτη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, Σύμβουλοι, Κωνσταντίνος Εφεντάκης (εισηγητής) και Ιωάννης Βασιλόπουλος, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο, ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας, Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Διονυσία Κεραμισάνου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΠΕ, με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 24.8.2005 έφεση των: 1) Ανδρέα Βλαζάκη, κατοίκου Μακροχωρίου Ημαθίας (οδός Ι. Σωτηρίου, αρ. 164), 2) Δημητρίου Μούρνου, κατοίκου Βέροιας (οδός Εδέσσης, αρ. 12), 3) Γεωργίου Μουστάκα, κατοίκου Αλεξάνδρειας (οδός Θεμιστοκλή Σοφούλη, αρ. 10), 4) Σταυρούλας Χατζησάββα, Αναστασίου Χατζησάββα και Δέσποινας Χατζησάββα, ως κληρονόμων του ήδη αποβιώσαντος Αναστασίου Χατζησάββα, κατοίκου εν ζωή Βέροιας (οδός Βενιζέλου, αρ. 32), 5) Κωνσταντίνου Τόμτση, κατοίκου Νάουσας (οδός Χριστόδουλου Λαναρά, αρ. 26), 6) Φωτίου Καραβασίλη, κατοίκου Βέροιας (οδός Βικέλα, αρ. 1), 7) Νικολάου Χαμαλή, κατοίκου Βέροιας (οδός Βενιζέλου, αρ. 38), 8) Λάζαρου Τέμα, κατοίκου Νάουσας (οδός Αριστοτέλους, αρ. 58), 9) Αθηνάς Δελιοπούλου, κατοίκου Μακροχωρίου Ημαθίας, 10) Αναστασίου Καραμπατζού, κατοίκου Νάουσας (Πλατεία Καρατάσου, αρ. 8), 11) Αναστασίου Σιδηρόπουλου, κατοίκου Αγίου Γεωργίου Ημαθίας, 12) Ηλία Φωτιάδη, κατοίκου Νάουσας (οδός Καμπίτη, αρ. 7), 13) Γεωργίου Κουτσαντά, κατοίκου εν ζωή Βέροιας (οδός Μητροπόλεως, αρ. 72) και, αυτού αποβιώσαντος, των κληρονόμων του Ιωάννη Κουτσαντά, Αποστόλου Κουτσαντά, Αλεξάνδρας συζύγου Γεωργίου Μπράντη, Αθανασίου Παπαγεωργόπουλου, Αγγελικής Σουλιώτη, Αθηνάς Σουλιώτη, Κωνσταντίας Σουλιώτη και Βασούλας Σουλιώτη, 14) Αναστασίου Βασιάδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Βενιζέλου, αρ. 8), 15) Κίμωνα Παράσχου, κατοίκου Αλεξάνδρειας (οδός Ναούσης, αρ. 12), 16) Δημητρίου Ταχματζίδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Σιορ-Μανωλάκη, αρ. 10), 17) Σάββα Γαβριηλίδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Γράμμου, αρ. 23), 18) Τρύφωνα Κυρατζίδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Παστέρ, αρ. 4), 19) Συμεών Δερέ, κατοίκου Βέροιας (οδός Καρακωστή, αρ. 16), 20) Αθανασίου Τολιόπουλου, κατοίκου Αλεξάνδρειας (οδός Παπάγου, αρ. 40), 21) Αντωνίου Μαρκοβίτη, 22) Στυλιανού Κουρνιάκου, κατοίκου Νησίου Ημαθίας, 23) Ιωάννη Σπάρτση, κατοίκου Νάουσας (οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου, αρ. 42), 24) Ιωάννη Φλώρου, κατοίκου Αλεξάνδρειας (οδός Μακεδονομάχων, αρ. 48), 25) Γεωργίου Κυριακίδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Καρακωστή, αρ. 7), 26) Αθανασίου Γεωργιάδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Ιουστινιανού, αρ. 3), 27) Αντωνίας Τσιτιρίδου, κατοίκου Αθηνών (Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα), 28) Αγγελικής Ζησέκα, κατοίκου Βέροιας (οδός Καρακωστή, αρ. 11), 29) Αικατερίνης Χατζηνικολάου, κατοίκου Βέροιας (οδός Ύδρας, αρ. 4), 30) Ανέστη Ανδρεάδη, κατοίκου εν ζωή Βέροιας (οδός Καρακωστή, αρ. 9) και, αυτού αποβιώσαντος, των κληρονόμων του Ευαγγελίας Ανδρεάδου, Παρασκευής Ανδρεάδου, Φανής Ανδρεάδου και Νικολάου Ανδρεάδη, 31) Νικολάου Λυσίτσα, κατοίκου Βέροιας (οδός Βενιζέλου, αρ. 32), 32) Αναστασίου Μπίλη, κατοίκου Νάουσας (οδός Χρ. Πετρίδη, αρ. 1), 33) Ορέστη Σιδηρόπουλου, κατοίκου Βέροιας (οδός Βερόης, αρ. 7), 34) Αργυρίου Γκαμπέση, κατοίκου Βέροιας (οδός Ανοίξεως, αρ. 66), 35) Αθανασίου Κοπατσιάρη, κατοίκου Βέροιας (οδός Βενιζέλου, αρ. 46), 36) Δημητρίου Γιοβανόπουλου, κατοίκου Νησίου Ημαθίας, 37) Εμμανουήλ Βύζα, κατοίκου Βέροιας (οδός Πίνδου, αρ. 15), 38) Αστερίου Διούδη, κατοίκου Αλεξάνδρειας (οδός Γρ. Λαμπράκη, αρ. 70), και 39) Κωνσταντίνου Καραπαναγιωτίδη, κατοίκου Βέροιας (οδός Πιερίων, αρ. 63), οι οποίοι παραστάθηκαν διά του φερομένου ως πληρεξουσίου τους δικηγόρου Λάζαρου Μαντρατζή.
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη, και       
κατά της 474/2004 Πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία οι εκκαλούντες καταλογίσθηκαν, κατά τις γενόμενες στην Πράξη διακρίσεις, με το συνολικό ποσό των 118.376 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, στο οποίο ανέρχεται το έλλειμμα που φέρεται να διαπιστώθηκε στη διαχείριση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας για τη χρήση του έτους 1996.
Η υπέρ ης ο καταλογισμός Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας δεν παραστάθηκε.           
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Το φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησε την απόρριψή της και
Τον Επιτροπεύοντα Σύμβουλο, ο οποίος πρότεινε επίσης την απόρριψη της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Αποφάσισε τα ακόλουθα
I. Α. Το άρθρο 51 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, Α΄ 189) ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «προκειμένου περί εφέσεων (…) ασκουμένων, κατά τας κειμένας εκάστοτε διατάξεις, ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (…) το αποδεικτικόν κοινοποιήσεως των ως άνω ενδίκων μέσων εις τον ενδιαφερόμενον (αρμόδιον Υπουργόν ή Νομικόν Πρόσωπον ή ιδιώτην), δέον να κατατίθεται το βραδύτερον εντός εξ μηνών από της περιελεύσεως του δικογράφου εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον» και, στην παράγραφο 2, όπως η τελευταία ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 9 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003 (Α΄ 165/30.6.2003), ότι «η εκπρόθεσμη κατάθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο του κατά την προηγούμενη παράγραφο αποδεικτικού κοινοποίησης συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης του ένδικου μέσου».
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες του άρθρου 52 του π.δ/τος 1225/1981 (Α΄ 304) συνάγεται ότι η ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου έφεση ασκείται με δικόγραφο, το οποίο είτε κατατίθεται στη Γραμματεία του αρμοδίου Τμήματος ή σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή, που υποχρεούται να το διαβιβάσει, χωρίς καθυστέρηση, στο Δικαστήριο, είτε κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στο Γραμματέα του Τμήματος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο εκκαλών υποχρεούται όπως, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την, με οποιοδήποτε τρόπο, περιέλευση του δικογράφου της έφεσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κοινοποιήσει αντίγραφο του δικογράφου αυτού στον αντίδικό του (Δημόσιο, νομικό πρόσωπο ή ιδιώτη) και καταθέσει το οικείο αποδεικτικό στη Γραμματεία του Τμήματος. Σκοπός δε της παραπάνω κοινοποίησης είναι η έγκαιρη ενημέρωση του εφεσιβλήτου, για τα πλαίσια στα οποία θα κινηθεί ο δικαστικός αγώνας, και η παροχή σε αυτόν επαρκούς χρόνου, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά το θεμελιώδες δικαίωμα της υπεράσπισής του, με την προετοιμασία των μέσων άμυνάς του.
Σύμφωνα, περαιτέρω, με το προμνησθέν άρθρο 51 του π.δ/τος 774/1980, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 3160/2003, τόσο η παράλειψη της κοινοποίησης ή η εκπρόθεσμη κοινοποίηση στον εφεσίβλητο αντιγράφου της έφεσης, όσο και η εκπρόθεσμη κατάθεση στο Τμήμα του οικείου αποδεικτικού κοινοποίησης, είχαν ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Το ίδιο άρθρο, μετά την τροποποίησή του, ρυθμίζει πλέον μόνον την περίπτωση της μη έγκαιρης κατάθεσης του αποδεικτικού κοινοποίησης, για την οποία και προβλέπει ρητώς συνέπειες συνιστάμενες στο απαράδεκτο της συζήτησης της έφεσης, ενώ, για την παράλειψη της κοινοποίησης ή τη μη εμπρόθεσμη κοινοποίηση στον αντίδικο αντιγράφου της έφεσης, δεν προβλέπεται καμία συνέπεια, παρόλο που η σχετική υποχρέωση εξακολουθεί να υφίσταται. Δοθέντος, όμως, ότι ο νομοθέτης, μέσω ακριβώς της επελθούσας, με την παράγραφο 9 του  άρθρου 58 του ν. 3160/2003, μεταβολής και της απάλειψης, από το γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του π.δ/τος 774/1980, της συνέπειας της αυτοδίκαιης κατάργησης της δίκης, εξέφρασε τη βούλησή του για την εφεξής άρση της κύρωσης αυτής σε βάρος του αμελήσαντος τη συγκεκριμένη υποχρέωση εκκαλούντος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, και μετά την τροποποίηση της παραπάνω διάταξης, η παράλειψη της κοινοποίησης ή η μη έγκαιρη κοινοποίηση συνεπάγονται, όπως και προηγουμένως, την κατάργηση της δίκης. Αντιθέτως, ελλείψει ειδικής ρύθμισης και ενόψει της εκφρασθείσας νομοθετικής βούλησης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πλέον και η ίδια η, εντός του εξαμήνου, κοινοποίηση στον εφεσίβλητο αντιγράφου της έφεσης αποτελεί απαραίτητο διαδικαστικό τύπο για τη συζήτησή της, με συνέπεια η παράλειψη της κοινοποίησης αυτής ή η εκπρόθεσμη κοινοποίηση να δημιουργούν απαράδεκτο της συζήτησης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτως από το Δικαστήριο, ως ζήτημα αναγόμενο στην πρόοδο της δίκης.  Η δε ερμηνευτική αυτή εκδοχή, πέραν του ότι εναρμονίζεται απολύτως με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 51 του π.δ/τος 774/1980, όπως μετά την τροποποίησή του ισχύει, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντα του εφεσίβλητου, καθόσον εξακολουθεί να μην είναι δυνατή η εκδίκαση της υπόθεσης πριν από την κατάθεση στο Τμήμα αποδεικτικού κοινοποίησης σε αυτόν αντιγράφου της έφεσης και την έτσι αποδεικνυόμενη ενημέρωσή του, ούτε, βεβαίως, εξαρτά την πορεία της δίκης αποκλειστικώς και μόνον από την επιμέλεια του εκκαλούντος, αφού, σε περίπτωση αδράνειάς του, παραμένει πάντοτε η δυνατότητα κοινοποίησης αντιγράφου της έφεσης με πρωτοβουλία της Γραμματείας του Τμήματος – κατ’ εφαρμογή του κανόνα της εξ επαγγέλματος μέριμνας του Δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης (βλ. άρθρο 25 του π.δ/τος 1225/1981) – και η, με τον τρόπο αυτό, εκδίκαση και περαίωση της υπόθεσης (βλ. ενδεικτικώς τις 1566/2006, 336/2007, 366/2007 κ.ά. αποφάσεις Ολομ. Ελ. Συν.).
Β. Εξ άλλου, στο άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 ορίζεται ότι «διάδικοι εις την ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκην είναι το Δημόσιον και το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, υπέρ ή καθ’ ων εξεδόθη ή έχει συνεπείας η πράξις ή απόφασις» και στο άρθρο 34 ότι «η επίδοσις γίνεται: 1. (…) 4. Επί νομικών προσώπων, προς τον κατά τον Νόμον και το καταστατικόν ή τον οργανισμόν αυτών, εκπρόσωπον τούτων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 62 παρ. 1 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (π.δ. 30/1996, Α΄ 21) , «Ο Νομάρχης (…) α) (…) β) Εκπροσωπεί τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δικαστικώς και εξωδίκως και δίνει τους όρκους που επιβάλλονται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. γ) (…)».
Γ. Εν προκειμένω, με την κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Τμήματος στις 25.8.2005, ζητείται η ακύρωση της 474/2004 Πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία οι εκκαλούντες καταλογίσθηκαν, κατά τις γενόμενες στην Πράξη Διακρίσεις, με το συνολικό ποσό των 118.376 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, στο οποίο ανέρχεται το έλλειμμα που φέρεται να διαπιστώθηκε στη διαχείριση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας για τη χρήση του έτους 1996. Η συζήτηση της παραπάνω έφεσης, που είχε αρχικώς προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 12.12.2006, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 9.10.2007, οπότε και κηρύχθηκε απαράδεκτη με την 349/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, και προσδιορίστηκε εκ νέου για την (παρούσα) δικάσιμο της 11.11.2008, χωρίς η υπέρ ης ο καταλογισμός Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, η οποία, με βάση όσα προεκτέθηκαν, είναι διάδικος στην ανοιγείσα με την έφεση δίκη, να παρασταθεί σε καμία από τις δικασίμους αυτές. Ενόψει των ανωτέρω και επειδή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σχετικώς συνταχθείσα 5857Β΄/14.10.2005 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Βέροιας Μάριου Πατή, κατά την επίδοση αντιγράφου της έφεσης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας και μη ευρεθέντος του νομίμου εκπροσώπου της, δηλαδή του Νομάρχη, το αντίγραφο παραδόθηκε στο φερόμενο ως νομικό σύμβουλο αυτής και ήδη πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων Λάζαρο Μαντρατζή,  χωρίς να  γίνεται στην έκθεση καμία απολύτως μνεία περί του ότι η τελευταίος ήταν εντεταλμένος για την παραλαβή δικογράφων, η δε προαναφερόμενη έκθεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Τμήματος στις 30.10.2006, ήτοι πολύ μετά την παρέλευση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980 εξαμήνου, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι πρέπει η συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη, προκειμένου, με επιμέλεια των εκκαλούντων, αντίγραφο της έφεσης να κοινοποιηθεί νομίμως στην εν προκειμένω απολειπόμενη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση.
II. A. Το π.δ. 1225/1981 ορίζει στο άρθρο 58 παρ. 1 ότι• «Αι δι ’εκάστην δικάσιμον προσδιορισθείσαι υποθέσεις καταχωρίζονται εις πινάκιον, τηρούμενον υπό του Γραμματέως, όστις εν συνεχεία επιμελείται (…) της κλητεύσεως των διαδίκων, προς εμφάνισιν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δια την συζήτησιν (…)». Στο άρθρο 59 ότι• «Η κλήσις προς συζήτησιν επιδίδεται προς τους διαδίκους τουλάχιστον οκτώ πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως(…)». Και στο άρθρο 65 ότι• «1. Εάν τις των διαδίκων δεν εμφανισθή κατά την συζήτησιν, το δικαστήριον εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως. 2. Εάν τις των διαδίκων δεν εκλητεύθη ή δεν εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως, το δικαστήριον κηρύσσει απαράδεκτον την συζήτησιν, ορίζει νέαν τακτήν δικάσιμον, δι’ απλής σημειώσεως επί του πινακίου και διατάσσει την κατ’ αυτήν εγγραφήν της υποθέσεως και την νόμιμον  κλήτευσιν των διαδίκων, εκτός εάν ο διάδικος εμφανισθή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνησιν και ζητήση την εκδίκασιν της υποθέσεώς του οπότε καλύπτεται η ακυρότης. 3 (…)». Κατά την έννοια δε των παρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 65, σε περίπτωση που, μετά τη συζήτηση και κατά το στάδιο της διάσκεψης, το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάποιος από τους διαδίκους, που απουσίασε, δεν είχε κλητευθεί καθόλου ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού διατάσσονται με απόφασή του.
Β. Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του ιδίου ως άνω π.δ/τος (1225/1981) ορίζεται ότι• «Οι άλλοι πλην του Δημοσίου διάδικοι παρίστανται μετά ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου (…)». Στο άρθρο 17 ότι• «1. Ο διορισμός του πληρεξουσίου γίνεται δι’ εγγράφου ή διά προφορικής δηλώσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την συζήτησιν της υποθέσεως, καταχωριζομένης εις τα Πρακτικά. 2. Το παρέχον την πληρεξουσιότητα έγγραφον δύναται να είναι  δημόσιον ή ιδωτικόν. Η  γνησιότης της υπογραφής του εντολέως πρέπει να βεβαιούται επί του ιδιωτικού εγγράφου υπό συμβολαιογράφου ή υπό δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής. 3. (…)». Και στο άρθρο 21 παρ. 1 ότι• «Δια τας προπαρασκευαστικάς πράξεις και κλήσεις μέχρι της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, θεωρείται υπάρχουσα πληρεξουσιότης, δια δε την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν απαιτείται ρητή πληρεξουσιότης κατά τους ορισμούς του άρθρου 17 του παρόντος, ης μη υπαρχούσης, κηρύσσονται άκυροι όλαι αι πράξεις και αυταί αι πρότερον επιχειρηθείσαι υπό του ενεργήσαντος ως πληρεξουσίου ως και αι κλήσεις προς συζήτησιν (…)».
Γ. Στην προκειμένη περίπτωση, τόσο κατά την παρούσα, όσο και κατά τις προηγουμένως ορισθείσες δικασίμους, η εκ των εκκαλούντων Αντωνία Τσιτιρίδου παραστάθηκε στη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης διά του φερόμενου ως πληρεξουσίου δικηγόρου της Λάζαρου Μαντρατζή, ο οποίος, όμως, δεν έχει νομιμοποιηθεί με έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 17 του π.δ/τος 1225/1981 τρόπους. Δοθέντος δε ότι, όπως προκύπτει από τις από 14.11.2006, 6.8.2007 και 1.10.2008 σχετικές εκθέσεις επίδοσης, όλες οι προς αυτήν απευθυνόμενες κλήσεις επιδόθηκαν στον υπογράφοντα το δικόγραφο της έφεσης δικηγόρο Γεώργιο Μαντρατζή, που επίσης δεν έχει νομιμοποιηθεί ως πληρεξούσιος, ούτε έχει ορισθεί αντίκλητος της, πρέπει, πέραν των όσων έγιναν δεκτά για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας, η συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη και ως προς τη συγκεκριμένη εκκαλούσα.
III. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, κηρυσσομένης απαράδεκτης της συζήτησης της ένδικης έφεσης, να ορισθεί νέα δικάσιμος, να γίνει πριν από αυτήν, με επιμέλεια των εκκαλούντων, νόμιμη κοινοποίηση αντιγράφου της έφεσης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας, να κατατεθεί το σχετικό αποδεικτικό κοινοποίησης στο Τμήμα, να εγγραφεί η υπόθεση στο οικείο πινάκιο και να κλητευθούν οι διάδικοι όπως παρασταθούν στη συζήτησή της.
Για τους λόγους αυτούς
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 24.8.2005 έφεσης των 1) Ανδρέα Βλαζάκη, 2) Δημητρίου Μούρνου, 3) Γεωργίου Μουστάκα, 4) Σταυρούλας Χατζησάββα, Αναστασίου Χατζησάββα και Δέσποινας Χατζησάββα, ως κληρονόμων του ήδη αποβιώσαντος Αναστασίου Χατζησάββα, 5) Κωνσταντίνου Τόμτση, 6) Φωτίου Καραβασίλη, 7) Νικολάου Χαμαλή, 8) Λάζαρου Τέμα, 9) Αθηνάς Δελιοπούλου, 10) Αναστασίου Καραμπατζού, 11) Αναστασίου Σιδηρόπουλου, 12) Ηλία Φωτιάδη, 13) Γεωργίου Κουτσαντά και, αυτού αποβιώσαντος, των κληρονόμων του Ιωάννη Κουτσαντά, Αποστόλου Κουτσαντά, Αλεξάνδρας συζύγου Γεωργίου Μπράντη, Αθανασίου Παπαγεωργόπουλου, Αγγελικής Σουλιώτη, Αθηνάς Σουλιώτη, Κωνσταντίας Σουλιώτη και Βασούλας Σουλιώτη, 14) Αναστασίου Βασιάδη, 15) Κίμωνα Παράσχου, 16) Δημητρίου Ταχματζίδη, 17) Σάββα Γαβριηλίδη, 18) Τρύφωνα Κυρατζίδη, 19) Συμεών Δερέ 20) Αθανασίου Τολιόπουλου, 21) Αντωνίου Μαρκοβίτη, 22) Στυλιανού Κουρνιάκου, 23) Ιωάννη Σπάρτση, 24) Ιωάννη Φλώρου, 25) Γεωργίου Κυριακίδη, 26) Αθανασίου Γεωργιάδη, 27) Αντωνίας Τσιτιρίδου, 28) Αγγελικής Ζησέκα, 29) Αικατερίνης Χατζηνικολάου, 30) Ανέστη Ανδρεάδη και, αυτού αποβιώσαντος, των κληρονόμων του Ευαγγελίας Ανδρεάδου, Παρασκευής Ανδρεάδου, Φανής Ανδρεάδου και Νικολάου Ανδρεάδη, 31) Νικολάου Λυσίτσα, 32) Αναστασίου Μπίλη, 33) Ορέστη Σιδηρόπουλου, 34) Αργυρίου Γκαμπέση, 35) Αθανασίου Κοπατσιάρη, 36) Δημητρίου Γιοβανόπουλου, 37) Εμανουήλ Βύζα, 38) Αστερίου Διούδη και 39) Κωνσταντίνου Καραπαναγιωτίδη κατά της 474/2004 καταλογιστικής Πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Διατάσσει την κοινοποίηση, με επιμέλεια των εκκαλούντων, αντιγράφου της έφεσης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας και την κατάθεση του σχετικού αποδεικτικού κοινοποίησης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, την εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, σε δικάσιμο που θα οριστεί αρμοδίως, και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων να παραστούν στη νέα συζήτηση.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2009.
       
  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ
  ΕΛΕΝΗ ΦΩΤΗ                                   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΦΕΝΤΑΚΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΚΕΡΑΜΙΣΑΝΟΥ

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2009. 
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΦΩΤΗ                                                   ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΚΕΡΑΜΙΣΑΝΟΥ