991/2010
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Άννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης (εισηγητής), Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης και Διονύσιος Λασκαράτος και οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη και Αγγελική Μυλωνά απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 17 Οκτωβρίου 2007 (αριθ. καταθ. 601/2007) για αναίρεση της 1966/2006 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το μέρος που αφορά τις αναιρεσίβλητες, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη,
Κ α τ ά των 1) Μαρίας Λιάμη του Διονυσίου, κατοίκου Αθηνών (Δοϊράνης 69, Ν. Κυψέλη) και 2) Ζωής Λιάμη του Διονυσίου, κατοίκου Αθηνών (Αχαρνών 248), οι οποίες δεν παραστάθηκαν.
Με το 63815/2001/23.4.2002 έγγραφο (πράξη) της 44ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε κατά το μέρος που αφορούσε αίτηση της Θάλειας χήρας Διονυσίου Λιάμη, κατά μεταβίβαση στρατιωτικού συνταξιούχου λόγω θανάτου του συζύγου της Διονυσίου Λιάμη, στρατιωτικού συνταξιούχου (απόστρατου Συνταγματάρχη Στρατού) και των θυγατέρων του Μαρίας Λιάμη και Ζωής Λιάμη, νόμιμων κληρονόμων του, για αναπροσαρμογή της σύνταξής τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2838/2000 που προβλέπουν τη χορήγηση μισθολογικών προαγωγών στους εν ενεργεία ομοιοβάθμους του δικαιοπαρόχου τους, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω διατάξεις αφορούν μόνο τους εν ενεργεία στρατιωτικούς.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1966/2006 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος έγινε δεκτή έφεση των Θάλειας Λιάμη και Μαρίας Λιάμη, χήρας συζύγου και θυγατέρας αντιστοίχως του θανόντος Διονυσίου Λιάμη, από τις οποίες η Θάλεια Λιάμη απεβίωσε και τη δίκη γι’ αυτήν συνέχισαν οι θυγατέρες της Μαρία Λιάμη και Ζωή Λιάμη, ακυρώθηκε η άνω πράξη κατά το μέρος που τις αφορούσε και αναπέμφθηκε η υπόθεση στην 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να κριθεί επί της ουσίας η αίτησή του για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής τους με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2838/2000.
Με την αίτηση που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος κατά το μέρος που αφορά τις αναιρεσίβλητες.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τη Σύμβουλο Γεωργία Τζομάκα που απουσίασε λόγω κωλύματος, καθώς και το Σύμβουλο Στυλιανό Λεντιδάκη που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Το άρθρο 51 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, ΦΕΚ – Α΄, 189) ορίζει στην παράγραφο 1 ότι : «1. Προκειμένου περί εφέσεων ή αιτήσεων αναιρέσεως ή αιτήσεων αναθεωρήσεως, ασκουμένων, κατά τας κειμένας εκάστοτε διατάξεις, ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, … το αποδεικτικόν κοινοποιήσεως των ως άνω ενδίκων μέσων εις τον ενδιαφερόμενον (αρμόδιον Υπουργόν ή Νομικόν Πρόσωπον ή ιδιώτην), δέον να κατατίθεται το βραδύτερον εντός εξ μηνών από της περιελεύσεως του δικογράφου εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον.» και στην παράγραφο 2, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από 30.6.2003 με την παράγραφο 9 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ – Α΄, 165), ότι : «2. Η εκπρόθεσμη κατάθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο του κατά την προηγούμενη παράγραφο αποδεικτικού κοινοποίησης συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης του ένδικου μέσου.».
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις των άρθρων 117 και 52 του π.δ. 1225/1981 συνάγεται ότι το ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου απευθυνόμενο ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης, όπως άλλωστε και αυτό της έφεσης, ασκείται με δικόγραφο, το οποίο είτε κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, οπότε συντάσσεται σχετική πράξη κατάθεσης, ή κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στο Γραμματέα του Δικαστηρίου ή κατατίθεται σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή, η οποία υποχρεούται να το διαβιβάσει, χωρίς καθυστέρηση, στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε κάθε περίπτωση όμως ο αναιρεσείων υποχρεούται, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης με το άρθρο 25 του ίδιου ως άνω π.δ. (1225/1981) αρχής, σύμφωνα με την οποία το «Δικαστήριο μεριμνά εξ επαγγέλματος περί της προόδου εν γένει της δίκης», εντός έξι μηνών από την με οποιοδήποτε τρόπο περιέλευση του δικογράφου της αναίρεσης στο Δικαστήριο, να κοινοποιήσει αντίγραφό του στον αντίδικό του (δημόσιο, νομικό πρόσωπο ή ιδιώτη) και να καταθέσει επίσης, μέσα στην ίδια εξάμηνη προθεσμία, το οικείο αποδεικτικό κοινοποίησης στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η μη κοινοποίηση ή η εκπρόθεσμη κατάθεση στο Δικαστήριο του σχετικού αποδεικτικού κοινοποίησης έχει σαν αποτέλεσμα, κατά ρητή πρόβλεψη του προαναφερόμενου άρθρου 51 του π.δ. 774/1980, το απαράδεκτο της συζήτησης της αιτήσεως αναιρέσεως. Η κοινοποίηση και ακολούθως η κατάθεση του ως άνω αποδεικτικού αποτελεί επομένως, κατά τα ανωτέρω, απαραίτητο διαδικαστικό τύπο για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και το απαράδεκτο της συζήτησης που δημιουργείται από την παράλειψή τους εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού πρόκειται για ζήτημα που αφορά την πρόοδο της δίκης.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα : Το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 20 Νοεμβρίου 2007. Όμως, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο κοινοποίησε αντίγραφο αυτής στη μία αναιρεσίβλητο, τη Ζωή Λιάμη του Διονυσίου και κατέθεσε το οικείο αποδεικτικό στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 28.2.2008, όχι δε και στην άλλη αναιρεσίβλητο Μαρία Λιάμη του Διονυσίου, γιατί, όπως αναφέρεται στο σχετικό αποδεικτικό, δεν ανευρέθη στη διεύθυνση κατοικίας της. Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η παρούσα συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, προκειμένου αντίγραφο αυτής να κοινοποιηθεί από το αναιρεσείον στην αναιρεσίβλητη Μαρία Λιάμη του Διονυσίου και να κατατεθεί το σχετικό αποδεικτικό στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με σύγχρονη αναβολή της υπόθεσης ως προς τη Ζωή Λιάμη για το ενιαίο της κρίσης, να οριστεί αρμοδίως νέα δικάσιμος για τη συζήτησή της, να εγγραφεί η υπόθεση στο πινάκιο της νέας δικασίμου και να διαταχθεί η σ’ αυτήν κλήτευση των διαδίκων, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην των αναιρεσιβλήτων 1) Μαρίας Λιάμη του Διονυσίου και 2) Ζωής Λιάμη του Διονυσίου.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη παρούσα συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ως προς τη Μαρία Λιάμη του Διονυσίου και αναβάλλει τη συζήτηση ως προς τη Ζωή Λιάμη του Διονυσίου.
Διατάσσει την κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης αναίρεσης από το Δημόσιο στην αναιρεσίβλητη Μαρία Λιάμη του Διονυσίου εντός διμήνου από την επίδοση σ’ αυτό της παρούσας και την κατάθεση του αποδεικτικού στο Ελεγκτικό Συνέδριο, περαιτέρω δε την εγγραφή της υποθέσεως στο οικείο πινάκιο σε νέα δικάσιμο που θα οριστεί αρμοδίως και τη νόμιμη κλήτευση όλων των διαδίκων να παραστούν στη νέα αυτή δικάσιμο.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΛΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 5 Μαΐου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ